Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Εν Κερατσινίω…



                                                                                   Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Το Αιγάλεω είναι μια μακρουλή χαμηλή οροσειρά της Αττικής που ξεκινά από την Πάρνηθα και τελειώνει στο στενό της Σαλαμίνας. Βουνά του είναι το Ποικίλο (Ζαχαρίτσα 453μ.), ο Κορυδαλλός, τα όρη του Σκαραμαγκά (με ύψη πάνω από το Πέραμα και το Νέο Ικόνιο 264 μ. και 305 μ., πάνω από το Κερατσίνι 266 μ.) και το Τουρκοβούνι 156 μ., ενώ η ψηλότερη κορυφή του φτάνει τα 467,6 μ. Με τα σχιστοασβεστολιθικά του πετρώματα σχεδόν διαβρωμένα απομένει ένας γυμνός βράχος με μερικά αδύναμα βλαστερά σημεία στους πρόποδες και στις ράχες αν και διαθέτει αρκετά υπόγεια νερά. Από κει κατεβαίνει νότια προς τη θάλασσα με λίγες μόνο εξάρσεις λόφων μέχρι τα ακρωτήρια Κέραμος και Δρακόνα σχηματίζοντας πρώτα τον όρμο του Κερατσινίου, αλλιώς Αγίου Γεωργίου ή λιμάνι Ηρακλέους, τον ορμίσκο Βατικιώτικα στον όρμο της Δραπετσώνας ή Βοτσαλάκια ή Φωρών (;) και τον όρμο Σφαγείων πριν μπούμε στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Δεκάδες μικροί χείμαρροι χύνονταν παλαιότερα προς το Σαρωνικό από τις πλαγιές των βουνών.
Όπου υπήρχε νερό αλλά και παντού φύτρωναν ένα σωρό δένδρα, πουρνάρια, πικροδάφνες, αγριελιές, οπωροφόρα, αμπέλια, σιτηρά, συκιές, χαρουπιές, φραγκοσυκιές, κυπαρίσσια, αγριολούλουδα, βότανα, θάμνοι, κι ο χαλέπιος πεύκος που ομόρφαιναν ευχάριστα την εικόνα.
Πλήθη πουλιών, κορυδαλλοί, πέρδικες, αγριοπερίστερα, πολλά είδη αποδημητικών, ζώα όπως αλεπούδες και λαγοί, αμέτρητα αγριοπρόβατα και τέλος τα εξημερωμένα από τον άνθρωπο κατοικίδια βρίσκονταν κι έβοσκαν στις εξοχές του. Στο χώρο που σήμερα καλύπτουν οι Δήμοι Κερατσινίου και Νίκαιας είχαν ιδρυθεί κάμποσοι μικροί συνοικισμοί που εμφανίζονταν κι έσβηναν στους αιώνες ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες σαν αυτόν που τμήμα του ανασκάφτηκε στα 1933 στο λόφο του Αγίου Γεωργίου (54 μ.) των πρωτοελλαδικών χρόνων (2600-2000 π. Χ.) κι ενός νεκροταφείου άγνωστου χωριού του 6ου π. Χ. αιώνα στην Πέτρου Ράλλη και Θηβών.
Στο Κερατσίνι συγκεκριμένα ο πρώτος οικισμός εξελίχτηκε στην κώμη των Θυμαιτάδων ή Θυμοιταδών        (ο κάτοικος Θυμαιτάδης), μια από τις τέσσερις του Τετράκωμου Ηράκλειου.
Θέλοντας να κάνει κρυφά το ταξίδι του προς την Κρήτη ο Θησέας «ναυπηγίαν επεβάλετο», έφτιαξε στόλο ο οποίος έγινε «εν Θυμαιταδών αυτόθι μακράν της ξενικής οδού», δηλαδή ναυπηγήθηκε επιτοπίως σε ένα από τα λιμανάκια μακριά από το δρόμο που οι ξένοι πήγαιναν προς την Αθήνα. Εννοεί μάλλον την πανάρχαια οδό που συνέδεε τον πειραϊκό χώρο με την Αθήνα (την οδό Πειραιώς) κι όχι αυτή που αντιστοιχεί με τη λεωφόρο Σαλαμίνας - Πέτρου Ράλλη ή κάποια παραπλήσια.
Υπήρχε βέβαια κι η οδός στη θέση της Λεωφόρου Δημοκρατίας που κατέληγε  στον Πειραιά, όπου βρέθηκαν πολλά κλασικά ταφικά μνημεία. Οι Θυμαιτάδες ανήκαν στην Ιπποθοωντίδα φυλή όπως και οι Πειραιώτες. Στον ίδιο τον όρμο του Κερατσινίου γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές με τους Μεγαρείς, πριν ο Θεμιστοκλής κι οι Αθηναίοι επιλέξουν τον πειραϊκό λιμένα. Οι πληροφορίες μας για την ιστορία του αρχαίου περίγυρου είναι ελάχιστες, αφού οι αποσπασματικές αναφορές των κειμένων δεν συνδέονται με τη σύγχρονη προφορική και γραπτή παράδοση. Η μακραίωνη αφάνεια, στην οποία έπεσε ο τόπος στη βυζαντινή εποχή, στον ελληνικό μεσαίωνα και στην τουρκοκρατία στάθηκαν αφορμή να ξεχαστεί κάθε στοιχείο τοπογραφίας έτσι που με δυσκολία ή με αυθαίρετες εικασίες οι ερευνητές προσπάθησαν να ταυτίσουν τα διάφορα τοπωνυμία που διασώθηκαν.
«Είτα το Θριάσιον πεδίον.. ειθ’ η άκρα η Αμφιάλη και το υπερκείμενον λατομείον.. ειθ’ ο Φώρων λιμήν…ειθ’ ο Πειραιεύς και η Μουνυχία» γράφει ο Στράβων.
Άρα Αμφιάλη (αμφί + αλς = τόπος που περιβάλλει η θάλασσα) ονομάζει συνοπτικά το διάστημα από το Σκαραμαγκά μέχρι το Νέο Ικόνιο αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναφέρεται σε επιλεκτικά σημεία της διαδρομής.
Μέρος της παραλίας στον Κερατόπυργο (κατεδαφίσθηκε δυστυχώς, το ύψος του λόφου 26 μ.) λεγόταν Ηράκλειον, όχι το ομώνυμο Τετράκωμο, μπορεί από ακόμα ένα αγροτικό ιερό του αγαπημένου ήρωα. Από τον 9ο κιόλας αιώνα οι Σαρακηνοί πειρατές όργωναν και λεηλατούσαν το Αιγαίο. Αργότερα οι άλλοι ομόθρησκοί τους επιδρομείς λέγονταν κι εκείνοι καταχρηστικά Σαρακηνοί. Χριστιανοί πάλι κουρσάροι τρομοκρατούσαν τα αττικά παράλια και τα νησιά. Το Δεκέμβριο του 1674 πειρατές «εκακοποίησαν ολόκληρον χωρίον παρακείμενον εις τον λιμένα» οπότε «Ένεκα των δηώσεων των χριστιανών πειρατών μόλις μίαν λεύγην μακράν του Πειραιώς απαντώσιν οικίαι εξοχικαί» (1675).
Πολλές φορές οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν τα σπίτια τους προς την Αίγινα και Σαλαμίνα εξαιτίας των Τούρκων. Βέβαιο είναι ότι έπαιρναν τη γνωστή «στράτα της Κούλουρης» προς Πέραμα μέσω Κερατσινίου. Κάπου εκεί στα σκοτεινά για μας χρόνια θα ονομάστηκε κι ο μικρός οικισμός - χωριό μαζί με τη γύρω περιοχή Κερατσίνι. Ετυμολογικά η λέξη δεν έχει οριστικά ερμηνευθεί. Οι περισσότεροι συμπεραίνουν πως προέρχεται από τη συνένωση δυο λέξεων, της Κερατέας - Κερατιάς (χαρουπιάς) και κάποιου ιδιοκτήτη (;) Γκίνη ή Τζίνη.
Παραβλέπουν [θεωρούν απαράδεκτη] τη γνώμη του Δ. Καμπούρογλου, που στο βιβλίο του «Η άλωσις των Αθηνών υπό των Σαρακηνών» σελ. 137, τονίζει: «Σημειωτέον ότι το Τζερατζήνι είναι διαλεκτικός τύπος της Αιγίνης ο αυτός και ο Αθηναϊκός, εις ον οφείλει το όνομά του και το δημοφιλές Κερατζήνι (Τζερατζήνι κατά την τοπικήν διάλεκτον) της προς την Σαλαμίνα παραλίας, το οποίον ίσως αρχικώς να έφερε τον τύπο Τζαρατζήνι (Σαρακηνιό)». Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή στο θέμα.
Οι Σαρακηνοί άφησαν τ’ όνομά τους - εκεί που είχαν τα λημέρια τους ή αποβιβάζονταν για ανεφοδιασμό κι επιθέσεις - σαν τοπωνύμιο σε αμέτρητα ελληνικά ακρογιάλια, τα πιο πολλά ξεχασμένα, χαμένα κι αλλαγμένα. Έχουμε ακρωτήριο Σαρακίνικο στη Σύρο, όρμο Σαρατσίνικο στην Κύθνο, νησί Σαρακινό στη Σκύρο, λιμενίσκο Σαρακίνικο στους Αντιπαξούς, ορμίσκο Σαρακίνικο στην Ιθάκη, αλλού Σαρακήνα κ.ά. που καλά θα ήταν να ξέραμε την σωστή προφορά τους από τους παλιούς κατοίκους τους αφού αναπάντεχα ο όρμος Σαρακίνικο στην Ελαφόνησο Λακωνίας (όπου ταιριάζει και η λαλιά)  ακούγεται Τσερατσίνικο! Και γνωρίζουμε πως το Κερατσίνι λεγόταν και Τσερατσίνι…
Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ήταν συχνή  κάποτε η παρουσία πειρατών στους έρημους όρμους του Κερατσινίου ενώ στη Σαλαμίνα είναι περισσότερο βέβαιο. Τελικά θα άφησαν για πάντα το όνομά τους στην πρόσφορη για λαφυραγωγία περιοχή. Η λέξη πέρασε στα νεότερα χρόνια αλλοιωμένη. Ξεχάστηκαν οι Σαρακηνοί, η ερμηνεία για την ετυμολογία στράφηκε αλλού. Γραπτές όμως μαρτυρίες έχουμε για «το χωρίον το ονομαζόμενον Τσερατσίνι» μετά το 1800. Το παλιό χωριό ήταν φαίνεται ερειπωμένο. Ο Τατάρ Αχμέτ κι άλλοι Τούρκοι είχαν εκεί τα χωράφια τους. Είχε ήδη χτιστεί και η «μάντρα ή ζευγάρι του Σαρδελά». Το νέο χωριό στα 1830 είχε τέσσερα σπίτια, τέσσερα αλώνια και μια μελισσόμαντρα.
Έξαρση πληροφοριών για το Κερατσίνι έχουμε στα χρόνια της επανάστασης, όταν την Άνοιξη του 1827 ήλθε, στρατοπέδευσε και κατασκεύασε ταμπούρια (αμυντικά προπετάσματα, προμαχώνες, οχυρώματα) ο Καραϊσκάκης. «Ο αρχηγός [ο Καραϊσκάκης]  διώρησε το Χριστόδουλον Χατζη-Πέτρου να τοποθετηθεί εις μία εκκλησίαν [εννοεί τον Άγιο Νικόλαο Κερατσινίου] και τινά περί αυτήν ερείπια οικιών» έγραψε ο Δ. Αινιάν. Μέσα από τις επίσημες επιστολές που συνέταξαν οι γραμματικοί του, αλλά και οι μετέπειτα ιστορικοί στα έργα τους για τα γεγονότα εκείνα, προσπάθησαν ν’ αποδώσουν σε πιο «εξευγενισμένη» μορφή το βαρύ ηχητικό άκουσμα της λέξης όπως προφέρονταν από κάθε στόμα που μιλούσε το παλιό αρβανίτικο αθηναϊκό ιδίωμα arnaut.
Έχουμε λοιπόν: Εκ του στρατοπέδου Κερατζίνης, Κερατζήνι, Κερατζίνι, Κιρατσίνι, Κερατσίνι, Τζιερατζίνη, εκ του γενικού στρατοπέδου Κερατσινίου (Καραϊσκάκης), Τζερατζίνι (Μακρυγιάννη), Κερατσήνι και Κερατσίνι (Σ. Τρικούπης), Κερατήνι (Σουρμελής), Κερατζίνι (Κασομούλης, Αινιάν), Κερακίνι, Κερασίνι (άλλοι) και Κερατσίνι οι Πανταζής, Οικονόμου, Φαρμακίδης, Ράδος, Φωτιάδης όπου και επεκράτησε. Ο κάτοικος λεγόταν Τσερατσινιώτης.
Μετά την απελευθέρωση πολλοί Αθηναίοι και Πειραιώτες διατηρούσαν περιουσίες στο Κερατσίνι, ακόμα και το παλιό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο Αντώνης Κόλιας παραχείμαζε τα ποίμνιά του «εις θέσιν ονομαζομένην Τσερατσίνι παρά τας τοποθεσίας του Αγίου Σπυρίδωνος» (26.9.1840). «Αι κατά το Κερατσίνι γαίαι του Αγίου Σπυρίδωνος δεν εσπάρησαν κατά το παρελθόν έτος» (11.12.1840). Στον χάρτη του F. Stademman, Μόναχο 1841, η λιθογραφία PANORAMA VON ATHEN J.A.Sommer, γράφει στο μεγάλο όρμο Port des voleurs (λιμάνι των κλεφτών, από το αρχαίο Φωρών λιμήν) και το χωριό KERASINI (Ruiné), δηλαδή ερειπωμένο.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 1996, σελ. 18. Εδώ αντιγράφτηκε και διορθώθηκε στις 24.10.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου