Του
Δημήτρη Κρασονικολάκη.
Η καλή Δημόσια Υγεία
στις πόλεις συμβαδίζει με το πόση σημασία δίνεται από τις τοπικές Αρχές στην
καθαριότητα, κυρίως στα σημεία που η μόλυνση είναι δυνατόν να μεταδοθεί σε
ζωντανούς οργανισμούς και να επιφέρει επιδημίες.
Μια σειρά αυστηρών
Αστυνομικών Διατάξεων προσπαθεί να προλάβει τα χειρότερα στον Πειραιά
καθορίζοντας συγχρόνως όλες τις λεπτομέρειες για την εύρυθμη λειτουργία των
μέσων υγιεινής στα χρόνια γύρω από το 1930.
Οι
Α. Δ. με αριθμό 71 της 11.11.1926 και 71α της 25.1.1927 μιλούν για την
καθαριότητα των πεζοδρομίων από τους ιδιοκτήτες και τους ενοικιαστές οικιών και
καταστημάτων. Δύο φορές το μήνα υποχρεούνται να ρίχνουν στα ρείθρα των
πεζοδρομίων και στις αυλές τους «ποσότητά τινα γάλακτος ασβέστου».
Τα
απορρίμματα διατηρούνται εντός των οικιών σε δοχεία και όταν περνάνε αδιάζονται
στα «κάρρα της καθαριότητος». Οι οδηγοί τους πρέπει να ειδοποιούν το πέρασμά
τους «διά κωδώνων εις την κρούσιν των οποίων υποχρεούνται οι ανωτέρω να
ρίπτωσιν απροφασίστως και αμέσως τας εντός των δοχείων ακαθαρσίας».
Φυσικά
απαγορεύεται η απόρριψη οποιουδήποτε άχρηστου αντικειμένου στους δρόμους ή στις
πλατείες αλλά και η «εκτέλεσις πάσης φυσικής ανάγκης» στους κήπους και στα
οικόπεδα.
Την
ημέρα δεν επιτρέπεται το τίναγμα χαλιών από τα μπαλκόνια. Τα βρώμικα νερά δεν
θα ρίχνονται στους δρόμους ή στα διπλανά ρυάκια παρά μόνο στους βόθρους των
σπιτιών ή στους υπονόμους, «όπου υπάρχουν τοιούτοι».
Η
κόπρος των ζώων μαζεύεται επίσης και πετιέται μακριά ενώ τα κάρα που μεταφέρουν
ασβέστη, άμμο, χώμα, «ακαθαρσίας και τα παρόμοια» να φροντίζουν να μην πέφτει
πάνω στο δρόμο μέρος του υλικού τους και να τους ρυπαίνουν.
«Πάντες
οι ιδιοκτήται απεριφράκτων οικοπέδων εντός του σχεδίου πόλεως» οφείλουν να τα
περιφράζουν με τοίχο ή ξηρότοιχο ή με σανίδες που να μη μπορεί να περάσει κανείς μέσα ή να ρίξει σκουπίδια [Υγειον.
Διάταξη του 1928].
Το
άρθρο 13 ορίζει τους τόπους απόρριψης των ακαθαρσιών του Πειραιά: είναι οι
περιοχές Κοκκινόβραχος, η πίσω πλαγιά από τον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι, οι
αγροί του Ζερβού, του Μπέρτου, του Γελακάτου, του Αναστασόπουλου, του Ράλλη,
του Σκόντρα, του Μεζάρα και του Διοικητόπουλου.
Γενικά
σκουπίδια μπορεί να πεταχτούν παντού στην εξοχή αλλά όχι κοντά σε
εργοστάσια, αποθήκες πυρίτιδος και σε
ακτίνα δύο χιλιομέτρων γύρω από τη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια).
Ως
τόπο εκκενώσεως των «εκ των βόθρων της πόλεως εξαγομένων ακαθαρσιών» τις
νυχτερινές μόνο ώρες, ορίζεται ο κατασκευασθείς από το Δήμο Πειραιά βόθρος
χωρητικότητας 700 κυβικών μέτρων που συγκοινωνεί με τη θάλασσα, ο οποίος βρίσκεται
στο Πέραμα, μετά το πέμπτο χιλιόμετρο και σε απόσταση 500 μέτρων από την οδό
Περάματος. Ο εργολάβος που θα αναλάβει να αδειάσει κάποιο βόθρο οφείλει να
ειδοποιήσει το οικείο Αστυνομικό Τμήμα για να πάρει τη άδεια.
Οι
ιδιοκτήτες των ζώων που έχουν ψοφήσει - και ο Δήμος για τα αδέσποτα - υποχρεούνται να τα θάβουν σε βαθείς λάκους
«πλησίον της ακτής Περάματος και παρά τον ομώνυμον βόθρον».
Τα
ακατάλληλα τρόφιμα θα ρίχνονται σε «απομεμακρυσμένον και εντός της θαλάσσης
μέρος». [Η αντίστοιχη Α.Δ. 24 της 12.8 1954, εγκρ. 12.4.1955, ορίζει τόπο
απόρριψης σκουπιδιών, ακαθαρσιών, νεκρών ζώων
και μπαζών «εντός του κρημνού της θέσεως ΣΧΙΣΤΟ» πλην των Δήμων Ν.
Φαλήρου, Μοσχάτου και Ρέντη που θα ρίχνονται στη θέση ΜΠΡΑΧΑΜΙ].
Η
Αστυνομική Διάταξις 46 της 7.9.1925 «Περί τάξεως εν τοις σφαγείοις και
κρεοπωλείοις» μεριμνά πλήρως για την καλή υγεία των προς σφαγή ζώων, τον τρόπο
της επιθεώρησής τους από τους αστυκτηνίατρους, την καθαριότητα των χώρων, τις
υποχρεώσεις των εκδορέων, των σφαγέων και των κρεοπωλών οι οποίοι «δέον να
είναι εφοδιασμένοι δια πιστοποιητικού υγείας».
Ακόμα
και τα παλιά, μεταχειρισμένα ρούχα πρός χρήση των μασκαράδων θα έπρεπε να
απολυμανθούν «υπό ανεγνωρισμένου απολυμαντηρίου» πριν ξαναφορεθούν.
Όσο
αμείλικτα ήταν τα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή των κινδύνων από τα σκυλιά
(φόβος για τη λύσσα), ποτέ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί η πόλη από την παρουσία των
αδέσποτων. Τα περιλαίμια, οι ταυτότητες, οι αλυσίδες, τα λουριά, τα φίμωτρα,
ήταν υποχρεωτικά από το 1929. «Κύνες περιφερόμενοι άνευ περιλαιμίου και
φιμώτρου θα περισυλλέγωνται και θανατώνονται δια δηλητηρίου υπό της
Αστυνομίας» ή άλλης εξουσιοδοτημένης
υπηρεσίας.
Λόγω
της κακής υγιεινής κατάστασης, ειδικά μετά τον ερχομό των προσφύγων, το
Υπουργείο Υγείας ίδρυσε στα 1923 σε συννενόηση με τον πειραϊκό ιατρικό
κόσμο το «Υγειονομικόν Συμβούλιον
Πειραιώς» το οποίο «επελήφθη αμέσως άμα τη συστάσει του, της μελέτης και
καταπολεμήσεως των λοιμωδών νόσων». Διευθυντής της Υγειονομικής Υπηρεσίας
Πειραιώς ήταν ο Χρήστος Βλαχάνης. Στο Υγειονομικό Συνεργείο φτιάχτηκε
Μικροβιολογικό Εργαστήριο και στην είσοδο του λιμανιού Απολυμαντήριο με δαπάνες
της Λιμενικής Επιτροπής.
Σε
έξαρση ήταν ο εξανθηματικός τύφος. Οι γιατροί παραπονιούνται ότι «μέγα μέρος
των κατοίκων δεν δίδει την δέουσαν προσοχήν εις την στοιχειώδη σωματικήν αυτού
καθαριότητα», υπάρχουν δε πολλά άτομα που πιστεύουν ότι θα πάθαιναν αν
λουζόντουσαν ενώ σε κάποιους η «φθείρα» θεωρείται «ως απαραίτητος σύντροφος»!
Στα 1923 από τον τύφο είχαν προσβληθεί 1327 άτομα από τους πρόσφυγες και 891 από
τους αστούς. Στα 1924 τα κρούσματα είχαν ελαχιστοποιηθεί. Οι ιδιοκτήτες
ξενοδοχείων ύπνου διαμαρτύρονταν «ότι καταστρέφονται τα διάφορα είδη
κλινοστρωμνής» με τις συνεχείς απολυμάνσεις τους..
Επειδή
κάτοικοι δεν έκαναν δαμαλισμό και αναδαμαλισμό για να εξαληφθεί η «ευλογία», το
Συμβούλιο τον κατέστησε υποχρεωτικό. Στα 1923 είχαν ασθενήσει 90 πρόσφυγες και
407 αστοί.
Τέλος
ειδικά άρθρα, οκτώ συνολικά, προέβλεπαν από το 1925 μέτρα «κατά της πανώλους ή
αλλης λοιμικής νόσου». Τα κρούσματα της «πανώλους» στα 1923 στον Πειραιά ήταν 3
επί προσφύγων και 28 επί αστών. Δεν υπήρχε στις υπηρεσίες του Δήμου κανένα
σχέδιο των υπονόμων της πόλης, οπότε η Υπηρεσία αναγκάστηκε μόνη από διάφορες
πληροφορίες «και δια της οξύτητος της οσφρήσεώς της ν’ αποκαλύπτει τους υπονόμους»
για να εξολοθρέψει τους επικίνδυνους ποντικούς. Τα σκουπίδια πρέπει να
μαζεύονται άμεσα, να μπουν σχάρες στα στόμια των οχετών και να αποφραχθούν οι
τρύπες στα οικόπεδα, στους δρόμους και στα δάπεδα των σπιτιών.
Η
«οστρακιά» που εμφανίστηκε δεν ήταν «δεινής μορφής» και καταπολεμήθηκε γρήγορα.
Ο τυφοειδής πυρετός, ο παράτυφος, η δυσεντερία αποσοβήθηκαν χάρις στον έγκαιρο
έλεγχο του «ποσίμου ύδατος» και των αντιτυφικών εμβολίων.
Μέριμνα
υπήρξε επίσης στα οφθαλμικά και αφροδίσια νοσήματα.
Νερό
πόσιμο προμηθεύονταν οι Πειραιώτες στα 1924 από τα φρέατα του Αγίου Ιωάννη
Ρέντη, της Κοκκινιάς και της Αγίας Άννης. Νερό από τον Πόρο έριχναν σε
δεξαμενές στου Ξαβερίου και στην οδό Κάστορος (αυτή κρίθηκε ακατάλληλη για
χρήση επειδή ήταν υπόγεια και σε θέση κακής εκλογής).
Στα
1930 πέρνανε νερό και με «υδρίες ύδατος» (υδροφόρες) που έφεραν πράσινη ετικέτα
γνησιότητας για το Ύδωρ Μενιδίου «η Ζωοδόχος Πηγή», κόκκινη για του Αμαρουσίου
και κίτρινη για της Καισαριανής.
Τις
χρονιές εκείνες, 1926 - 1929 κατασκευάστηκε το φράγμα στο Μαραθώνα και
εγκαταστάθηκε το δίκτυο διανομής για την υδροληψία της Αθήνας και του Πειραιά..
Πρώτη δημοσίευση: Πειραϊκό Ορόσημο, τεύχος 40. Ιούλιος - Αύγουστος -
Σεπτέμβριος 2012. Σελ. 16 - 17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου