Του
Δημήτρη Κρασονικολάκη.
Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στους πιο πολλούς τόπους της
Ελλάδας, ο Πειραιάς της εποχής μας έχει κτιστεί πάνω στη θέση των ερειπίων της
αρχαίας, με το ίδιο όνομα πόλης. Σε πολλά κεντρικά σημεία του αρκεί να σκάψεις
λίγους μόνο πόντους στο έδαφος για να φανούν ξανά τα απομεινάρια της, που
τόσους μακρόσυρτους αιώνες χτυπούσε ο αέρας, μούλιαζε η βροχή, έκαιγε ο ήλιος.
Αυτές οι πέτρες, τα μάρμαρα, τα πήλινα κι ελάχιστα μεταλλικά
αντικείμενα, ανακατεμένα με το χώμα, τις ρίζες των δένδρων, τα χόρτα, τα
αγριολούλουδα, τους θάμνους, τα βούρλα, με γενικό φόντο το πειραϊκό τοπίο
αποτελούσαν ένα μοναδικό στην όραση σύνολο που απαθανατίστηκε με πολύ φαντασία
στις γκραβούρες και τα σχέδια την ξένων περιηγητών.
Ύστερα, στη διάρκεια του 19ου μα και στα πρώτα
χρόνια του 20ου η εφαρμογή του σχεδίου πόλης έσβηνε σιγά-σιγά τα
επιφανειακά ίχνη κι άφησε λίγα περιθώρια έρευνας από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Όσα κινητά ευρήματα ανακαλύπτονταν τυχαία συγκεντρώνονταν
στο μουσείο ενώ οι ιδιοκτήτες κατασκέπαζαν και ισοπέδωναν κάθε σταθερό λείψανο
για να χτίσουν τα σπίτια τους το γρηγορότερο.
Ευτυχώς μετά το ’60 στο οικόπεδο κάθε οικοδομής που κατεδαφίζεται
και πριν ανοιχτούν τα θεμέλια της καινούργιας, γίνεται πλέον μια πιο προσεκτική
«ανασκαφική εξερεύνηση» του χώρου, καθαρίζεται από τα χώματα, μαζεύονται τα
κάθε είδους μικροαντικείμενα, αναδεικνύονται κατόψεις την αρχαίων κτιρίων, τα
πηγάδια, οι δεξαμενές, οι αγωγοί, οι δρόμοι, οι τάφοι και τελικά αποτυπώνονται
σε σχέδια με κλίμακα.
Σαν το επιτραπέζιο εκείνο παιχνίδι που ενώνεις υπομονετικά
τα κομμάτια από χαρτί για να φτιάξεις μια ολοκληρωμένη εικόνα (παζλ), έτσι και
οι αρχαιολόγοι προσδιορίζουν - ανάλογα με τις οδούς και το οικοδομικό τετράγωνο
- και τοποθετούν την ανασκαφή στο σύγχρονο πολεοδομικό χάρτη του Πειραιά,
αναπαριστώντας με αυτόν τον τρόπο σταδιακά την αρχαία ρυμοτομία. Έτσι οι
σύγχρονες μελέτες και τα βιβλία για την αρχαία πόλη αναγνωρίζουν εύκολα τη θέση
των νεώσοικων, της Σκευοθήκης, των οικιών, κάποιων δημόσιων κτιρίων, ιερών,
δεξαμενών, πηγαδιών, λατομείων, τάφων και δρόμων.
Η παλαιότερη οικία που βρέθηκε χρονολογείται στα 470-460
π.Χ.
«Ο Πειραιάς είναι η πρώτη πόλη που έχει ανεγερθεί βάσει
σαφώς οργανωμένου επιστημονικά
πολεοδομικού σχεδιασμού. Το οδικό δίκτυο, η σύνδεση μεταξύ λιμανιών,
πυλών και των αγορών στο κέντρο αποδεικνύουν την λειτουργικότητα του σχεδιασμού
αυτού. Η αισθητική βρίσκει την έκφρασή της στην επιλογή της τοποθεσίας και τη
διαμόρφωση των δημοσίων κτιρίων και η ισονομία προβάλλει στην εφαρμογή της
αρχής των τυποποιημένων κατοικιών» έγραψε ο Wolfram Hoepfner.
Ο Ιππόδαμος (περ. 498-408 π. Χ) από τη Μίλητο ήταν αυτός «ος
την των πόλεων διαίρεσιν εύρε και τον Πειραιά κατέτεμεν» διαβάζουμε στην
Πολιτεία του Αριστοτέλη. Πράγματι φαίνεται ότι ο Ιππόδαμος εφάρμοσε στον
Πειραιά το πρωτοποριακό σχέδιο με ομοιόμορφα οικόπεδα και του ίδιου τύπου
σπιτιών για τους κατοίκους αφού πρώτα διαχώρησε τη χρήση γης σε δημόσια
(εμπόριον, αγορά, ιερά) και ιδιωτική (όρος λεσχών δημοσίου, όρος εμπορίου και
οδού, όρος άστεως, Μουνιχίας νέμεσις..).
Οι στενοί, πλάτους 4-5 μέτρων δρόμοι, που κάθε πέμπτος στη
σειρά φάρδαινε στα 8 μέτρα, σχημάτιζαν οικοδομικά τετράγωνα μεγέθους περίπου
45-50 μέτρων.
Κάθε τετράγωνο χωρίζονταν με 8 ίδιων διαστάσεων οικόπεδα - κατοικίες,
12-13 μέτρα επί 19-20, με παραλλαγές ανάλογα με τη θέση και τον προσανατολισμό
τους.
Η αργή όμως ανάπτυξη της πόλης είχε σαν αποτέλεσμα τις
τροποποιήσεις των αρχικών μορφών με εν μέρει μόνο κοινά στοιχεία.
Στην πάνω μεριά του οικοπέδου ήταν φτιαγμένη η κυρίως
κατοικία. Το κεντρικό δωμάτιο στο ισόγειο ήταν ο «οίκος», το δικό μας σαλόνι,
όπου μαζεύονταν η οικογένεια γύρω από την εστία. Η κουζίνα, οι αποθήκες, το
λουτρό και τα δωμάτια των
δούλων ήταν δίπλα του. Ο «οίκος» έβλεπε στην αυλή ή καμιά φορά μεταξύ της
πλακόστρωτης κεντρικής αυλής και του «οίκου» μεσολαβούσε ανοιχτός χώρος (στοά
με κίονες) σκεπασμένος με την ίδια στέγη. Άλλο δωμάτιο ήταν ο «ανδρών» για την
υποδοχή των φίλων του οικοδεσπότη. Ο πρώτος όροφος φιλοξενούσε τα υπνοδωμάτια.
Υπήρχαν ακόμα πηγάδια, δεξαμενές, δένδρα και φυτά.
Αρκετά οικόπεδα είχαν στις προσόψεις τους καταστήματα με μια
μπροστινή είσοδο.
Με τα χρόνια, την οικονομική άνθηση και την αλλαγή της
αισθητικής βλέπουμε να ενώνονται δύο ή και παραπάνω οικόπεδα και να χτίζονται
(όπως σήμερα) μεγαλύτερα και πιο πολυτελή σπίτια. Τότε επεκράτησε ο τύπος της
οικίας με την αυλή που τριγυρίζεται με κίονες (περίστυλη αυλή).
Τα κλασικά λοιπόν σπίτια έδωσαν τη θέση τους στα πιο μεγάλα
ελληνιστικά κι αυτά με τη σειρά τους στις ρωμαϊκές επαύλεις. Δείγματά τους
μπορούμε να δούμε στο αρχαιολογικό πάρκο της Ηρώων Πολυτεχνείου (ανασκαφές
1981), στην Τερψιθέα και αλλού. Εκτός από τους κανονικούς δρόμους ο Πειραιάς
διέθετε και κάποιες λεωφόρους με κατεύθυνση ΒΑ / ΝΔ. όπου τώρα περίπου η Ηρ.
Πολυτεχνείου και αυτή που ανέβαινε στη Μουνιχία.
Αν και είχε προβλεφτεί η επέκταση της πόλης, ο πληθυσμός του
Πειραιά δεν αυξήθηκε τόσο ώστε να καλύψει τις εντός των τειχών εκτάσεις. Η λεγόμενη
Ακτή (Πειραϊκή), οι πλαγιές της Καστέλλας, τα σημεία κοντά στα τείχη και στις
πύλες, οι περιοχές των λατομείων δεν κατοικήθηκαν. Απόμακροι δρόμοι έμειναν
άστρωτοι, τετράγωνα χαραγμένα δεν χτίστηκαν, ολόκληρες τοποθεσίες παρέμειναν
έρημες, δημιουργώντας εξοχές, αγρούς, εστίες για κάθε είδους δραστηριότητα.
Στα ρωμαϊκά, υστερορωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια ο Πειραιάς
περιορίστηκε στο στενό γεωγραφικό του κέντρο, σε τμήμα μεταξύ του λιμανιού και
της Ζέας (Πασαλιμάνι).
Μέσα στην αρχαιότερη πόλη, πάνω στα ερείπια της κλασικής
εποχής, ανοίχτηκαν οι τάφοι των
πειραιωτών των αυτοκρατορικών ρωμαϊκών και πρωτοχριστιανικών αιώνων. Ώσπου όλα εγκαταλείφτηκαν μέχρι την
αναγέννηση του νέου Πειραιά στα 1836.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Πειραϊκή Πολιτεία», 21.1.1999 σ.
14 και περιοδικό «Πειραϊκό Ορόσημο», τεύχος 11, Απρ. - Ιούν. 2005, σ. 14 - 15.
Εδώ αντιγράφτηκε στις 2.5.2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου