Από τον Πόντο στα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Ενώ το ανθρώπινο είδος μας θα μπορούσε να συνυπάρχει σε μια
ιδανική παγκόσμια πολιτεία, αναλώνεται στην ικανοποίηση εφήμερων συμφερόντων
υποβαθμίζοντας τραγικά την υπόστασή του. Απωθημένο των πλέον πρωτόγονων κι
άγριων ενστίκτων του ο πόλεμος, εξελίχθηκε σε επιστήμη προσβλέποντας στο
οικονομικό και πολιτικό όφελος ορισμένων μόνο δυνατών της Γης.
Οι ηθικές αξίες και το δίκαιο καταπατούνται χωρίς να
υπολογίζεται το κόστος σε ζωές, η ιστορική πορεία των λαών, η πολιτιστική
κληρονομιά, η οικολογική καταστροφή.
Μέρος του παιχνιδιού του πολέμου είναι οι εθνικές
εκκαθαρίσεις, ώστε να επικρατήσει στο έδαφος ενός κράτους η ευνοούμενη
πλειοψηφία. Αυτό θέτει μια διαδικασία βάρβαρων πράξεων, φόνων, διώξεων,
κακουχιών, με στρατόπεδα συγκέντρωσης, προσφυγικούς καταυλισμούς, οικογενειακά
και προσωπικά δράματα.
Μικρές και μεγάλες εστίες πολέμου πάντα αναβοσβήνουν στον
πλανήτη μας.
Το μωσαϊκό των λαών της Μικράς Ασίας γνώρισε με τη σειρά του
τα πέτρινα χρόνια με τον αναγκαστικό διωγμό σημαντικών τμημάτων του (Έλληνες,
Αρμένιοι, Κούρδοι) με στόχο τον πλήρη εκτουρκισμό των κατοίκων της.
Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων του Πόντου σκορπίστηκε στις
παραευξείνιες χώρες και στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκαν καινούργιοι συνοικισμοί στη
Δραπετσώνα, στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά.
Δεκαετίες μετά, βρίσκονται ακόμα στη ζωή υπέργηροι άνθρωποι
που, γεννημένοι στα χώματα του Πόντου, στέκονται ανοιχτά μνημεία ιστορίας,
έτοιμοι να διηγηθούν ανατριχιαστικά γεγονότα της γενοκτονίας αφού τα βίωσαν οι
ίδιοι, υπέφεραν σαν μάρτυρες και σημάδεψαν ανεξίτηλα την ύπαρξή τους.
Ένα από τα θύματα του ξεριζωμού ήταν κι ο Χρήστος Ηλιάδης.
Οι αναμνήσεις του συμπυκνώθηκαν σ’ ένα πολυγραφημένο έντυπο
που κυκλοφόρησε σ’ ελάχιστα αντίτυπα – ευχής έργο θα ήταν να τυπωθεί σε
κανονικό βιβλίο – με τίτλο «Όσα ενθυμούμαι από την περιπετειώδη ζωή μου», στα
1980.
Ο Ηλιάδης (γεννήθηκε το 1911), γόνος μιας πολυμελούς
οικογένειας από το Αχουρνού των Κοτυώρων του Πόντου, έζησε μέρα με τη μέρα το
ξεκλήρισμα των δικών του (οι γονείς του Παναγιώτης και Πελαγία είχαν εννέα παιδιά),
την εγκατάλειψη της πατρίδας του, το δρόμο της εξορίας: φτάνοντας στα Κοτύωρα
είχε απομείνει αυτός με τα δύο από τ’ αδέλφια του, τα οποία και υιοθετήθηκαν. Ο
μικρός Χρήστος μπήκε στο ορφανοτροφείο της Υπαπαντής. Ύστερα μεταφέρθηκε στο
οικοτροφείο της Πριγκίπου.
Στον Πειραιά τον έφερε μαζί με τ’ άλλα ορφανά το πλοίο
«Αρχιπέλαγος».
Από το νησάκι του Αγίου Γεωργίου στη Σαλαμίνα που
χρησιμοποιόταν σα σταθμός προσφύγων (ήταν κσι τόπος απολύμανσης) η επιτροπή τον
κατάταξε στη Σχολή Υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού στον Πόρο (Δεκ. 1924).
Από εκεί και πέρα περιγράφει με απλό αλλά γλαφυρό τρόπο τη
σταδιοδρομία του στο Ναυτικό, που κράτησε 37 χρόνια.
Αναπολεί τις σπουδές του, τις πρώτες εκδρομές, τα
εκπαιδευτικά ταξίδια με το τρικάταρτο εκπαιδευτικό ΑΡΗΣ (τορπιλίστηκε το 1942)
από τον όρμο Φαλήρου στα λιμάνια της Μεσογείου κι του Ατλαντικού.
Τότε πέθανε ο μοναδικός αδελφός του που ήταν παντρεμένος
στην Κατερίνη κι απέμεινε με την αδελφή του Ευρώπη που ζει ακόμα στη
Δραπετσώνα. Αποφοίτησε με την ειδικότητα του αρμενιστή και τοποθετήθηκε σαν
πλήρωμα στο ΑΡΗΣ.
Στο ΑΕΤΟΣ υπηρέτησε ως βοηθός ναυκλήρου (1931). Ακολουθούν
διάφορα περιστατικά της καθημερινότητας, συνήθειες, στιγμές οικογενειακές.
Ο γάμος του με την Παρθενόπη Κουτροπούλου (1913 - 1991)
έγινε στην Ανάληψη κι έμειναν στη Δραπετσώνα, σε σπιτάκι
μ’ ένα δωμάτιο και
κουζίνα.
Δυο φωτογραφίες από το πλήρωμα του ΑΡΗΣ. Η πίσω πλευρά της πρώτης γράφει: 25-10-30. |
Εργάστηκε στο ΠΑΝΘΗΡ, στο ΣΠΕΤΣΑΙ, στο ΗΦΑΙΣΤΟΣ σαν
ναύκληρος, στο ΠΛΕΙΑΣ (ανεφοδιασμοί φάρων και φανών, υδρογραφικό), στο ΑΥΡΑ
(1938, πλοίο βοηθητικό, υδροφόρος), στο ΥΔΡΑ (έγινε κελευστής το 1939).
Συνέχισε κυβερνήτης ρυμουλκού από τον Πειραιά στο Ναύσταθμο.
Στον πόλεμο ήταν στο ΩΡΙΩΝ (πλοίο φάρων - ναρκοβόλο) και
μετά στο ΚΙΣΣΑ (1940, πλοίο των φάρων).
Διέκοψε το Μάη του ’41 και κατέφυγε στην Κατερίνη. «Το σπίτι μας τώρα ήτο στην Καλλιθέα κι όχι
στην Δραπετσώνα. Ύστερ’ από την μεγάλη έκρηξη του Πειραιώς το σπίτι όπου
εμέναμε κατεστράφη σχεδόν εξ ολοκλήρου, είχαν σπάσει πόρτες, παράθυρα, είχαν
ραγίσει οι τοίχοι». Πρόκειται για την έκρηξη του αγγλικού φορτηγού Clan Fraser στις 6 Απριλίου 1941 του οποίου οι φλόγες φαίνονταν από τη
Βουλιαγμενη (ο Ηλιάδης τις έβλεπε από εκεί από το ΩΡΙΩΝ).
Με τη λήξη του πολέμου ξαναεντάχτηκε στο Ναυτικό κι
επέστρεψε στον Πειραιά στις 3.12.1944. Ακολούθησε ο εμφύλιος. Στην ξηρά είδε
πολύ όχλο να κατευθύνεται προς το Δημοτικό για συλλαλητήριο τραγουδώντας
κουμουνιστικά τραγούδια. Όλη η περιοχή του Πειραιά ήταν ανταρτοκρατούμενη και
μόνο τ’ Αστυνομικά Τμήματα και το Μέγαρο Βάττη αντιστεκόταν. Πυροβολισμοί
τραυμάτιζαν ναύτες στα πλοία!
Έξω από του Βάττη σκότωσαν με μπαλτά δύο υπαξιωματικούς του
Ναυτικού, το Χρήστο Μάνο και το Γιάννη Ισαακίδη. Τα πλοία χτύπησαν τα πόστα των
ανταρτών, που έφυγαν προς τα βουνά. Τις θέσεις τους καθάριζαν μικτές ομάδες
Ναυτικού -Αστυνομίας - Πολιτών.
Ο Ηλιάδης εκτελούσε περιπολίες κάνοντας έλεγχο για παράνομα
καΐκια.
Το 1945 έπαιξε ένα ρόλο στην ταινία «Καταδρομή στο Αιγαίον» σε σενάριο και σκηνοθεσία του γνωστού συγγραφέα Μ. Καραγάτση (Δημήτρη Ροδόπουλου) με το Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Έγινε κυβερνήτης στα αποβατικά ΚΟΜΕΝΟ,
ΑΜΟΡΓΟΣ, ΣΕΡΙΦΟΣ, ΑΝΑΦΗ. Προήχθη σημαιοφόρος (1950), ανθυποπλοίαρχος (1953).
Μετατέθηκε στο ΖΕΥΣ (πετρελαιοφόρο) και στο ΤΟΜΠΑΖΗΣ
(κορβέτα) που μετέφερε προσωπικό και αδειούχους από Ναύσταθμο στον Πειραιά κι
αντίθετα.
Υποπλοίαρχος έγινε το 1956.
Ανέλαβε κυβερνήτης του ΑΡΜΑΤΩΛΟΣ (1958), πλοίο εκπαιδευτικό
που ύστερα μετέφερε προσωπικό από Ναύσταθμο - Πειραιά - Κρήτη, μέχρι την
παραίτησή του με το βαθμό του Πλωτάρχη εν αποστρατεία στις 18.7.1961.
Απέκτησε δύο παιδιά, την Παναγιώτα (1935) και τον Παναγιώτη
(1936) που ζει στη Γερμανία.
Από το 1968 ο Χρήστος Ηλιάδης κατοικεί στου Παπάγου.
Ήταν
μέλος στο ποντιακό σωματείο Αργοναύτης - Κομνηνός.
Αν και σβησμένο το φως από τα μάτια του [είναι τυφλός], μια
λάμψη του φωτίζει την όψη σα θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα τόσα ταξίδια με τα
πλοία του Πολεμικού Ναυτικού μας.
Η εικόνα του λιμανιού του Πειραιά και τα νερά
του στενού της Σαλαμίνας έχουν βαθιά τυπωθεί στις οπτικές του ίνες.
Οι εμπειρίες μιας μακράς ζωής, μα πάνω απ’ όλα, η πίκρα της
χαμένης πατρίδας, του Πόντου κι αυτά που τράβηξε, τον κάνουν σοφό δάσκαλο,
εύγλωττο συνομιλητή, ακριβοδίκαιο Έλληνα.
[Ευχαριστώ θερμά τη κ. Δέσποινα Ασιατίδου, καθηγήτρια στο Α΄
Γυμνάσιο Δραπετσώνας που μου σύστησε για να παρουσιάσω τον κ. Χρήστο Ηλιάδη.
Την Τρίτη 25 Μαΐου 1999 με πήγε με τ’ αυτοκίνητό της στο
σπίτι του στου Παπάγου, οδός Αλεβιζάτου, για να τον γνωρίσω και να πάρω το
κύριο υλικό της συνέντευξης. Μας υποδέχτηκε η Βάλια
η οικιακή βοηθός του, από
το Βατούμ, ποντιακής καταγωγής]
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 3
Ιουνίου 1999, σελ. 15.
Μεταφορά εδώ, Σάββατο 26 Μαΐου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου