Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Η ζωή και οι αναμνήσεις ενός Πειραιώτη.

(Σταμάτης Ελευσινιώτης)                                                        


                                                                                  Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Οι παλιοί Πειραιώτες, οι από χρόνια κάτοικοι αυτής της πόλης στο κέντρο, στις συνοικίες και στις γειτονιές κρατάνε στην μνήμη τους ανυπολόγιστους θησαυρούς γνώσεων και πληροφοριών, φτιαγμένους από τα προσωπικά τους βιώματα στις σχέσεις τους με την οικογένεια, τους συγγενείς, τους γνωστούς και τους συντοπίτες τους.
Ανώνυμοι μέσα στο πλήθος, κινούνται σαν ένα ζωντανό κύτταρο στην αφάνεια, ζουν κι εργάζονται ενταγμένοι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με το να είναι μεμονωμένοι αλλά αναπόσπαστα απαραίτητοι στον κοινωνικό ιστό.
Οι διηγήσεις τους όμως αυτές, οι σκουριασμένες αναμνήσεις, αντλημένες από τα κατάβαθα του μυαλού τους, είναι πολύτιμες πηγές της τοπικής ιστορίας, προβάλλουν μαρτυρίες για πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα δευτερεύουσας σημασίας, ειδήσεις χαμηλού ύφους αλλά τόσο σημαντικές για την έρευνα.
Σκόπιμο είναι να καταγράφονται τέτοιες περιγραφές, να σώζονται από την λήθη, να μην παραβλέπονται. Απόδειξη στα παραπάνω ήταν η αφήγηση ενός - 71χρονου τότε στα 1997 που του πήρα συνέντευξη - εμπόρου που ζει στην συνοικία του Αγίου Δημητρίου στα Ταμπούρια.

12 Ιουνίου 1994. Οδός Αγχιάλου 228Α κοντά στην Σπάρτης. Έχουμε μάθει να ασχολούμαστε με τις ωραίες οικοδομές του κέντρου της πόλης ενώ παραβλέπουμε ότι και στις συνοικίες υπάρχουν ακόμα κάποια διατηρητέα κτίσματα με καλαίσθητη - ή όχι συνηθισμένη - εμφάνιση. Εδώ ο επάνω όροφος. Σήμερα φυσικά τον βλέπουμε βαμμένο με άλλο χρώμα. Το σπίτι στον αριθμό 230 που διακρίνεται δεν υπάρχει πια.   
 
Ο Σταμάτης Ελευσινιώτης γεννήθηκε στις 8.11.1926 στην Σαλαμίνα.
Πατέρας του ήταν ο Παναγιώτης Ελευσινιώτης και μητέρα του η Ελευθερία Φαρμακόρη. Εκεί έβγαλε την πρώτη Δημοτικού, στα λεγόμενα «καινούργια».
Την επόμενη χρονιά, το 1934, ο πατέρας του έπιασε δουλειά στα Λιπάσματα κι ενοικίασαν σπίτι στην Ραιδεστού και Ψαρών μέχρι το 1940 που μετακόμισαν στο σπίτι της γιαγιάς του στην Καλλέργη. Οι δρόμοι έχουν αλλάξει αρίθμηση έως και τρεις φορές λόγω της διαρκούς προέκτασής τους.
Συνέχισε και τελείωσε το Δημοτικό στου Κουρετζή (Δογάνη και Έβρου) το 1939.
Ως μαθητής της πέμπτης και έκτης τάξης ήταν σκαπανέας με την χαρακτηριστική ποδιά της νεολαίας Μεταξά. Έτσι ήταν παρών και στα εγκαίνια της πλατείας που στήθηκε η προτομή του Θεμιστοκλή στα 1938 επί δημαρχίας Μιχαήλ Μανούσκου, στο περιβολάκι μεταξύ των οδών Δημητρακοπούλου - Δογάνη - Μαυρομιχάλη και Σπάρτης, πρώτα τοποθετημένη στην παλιά ομώνυμη πλατεία Θεμιστοκλέους που σήμερα βρίσκεται χτισμένο το ΝΑΤ στο λιμάνι.

1997. Η προτομή του Θεμιστοκλή στην κορυφή της μαρμάρινης κολόνας. Η πλατεία ανακαινίστηκε πρόσφατα και εγκαινιάστηκε την Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015. Για λεπτομέρειες, στο άρθρο μου       «Η περιπέτεια της ξεχασμένης προτομής του Θεμιστοκλή», ανάρτηση στο blog, Σάββατο 11.5.2013.
 
Ο χώρος διαμορφώθηκε από αλάνα (την έλεγαν Τιτάν) όπου έπαιζαν μπάλα τα παιδιά κι έκαναν ποδήλατο που ενοικίαζαν από τα ποδηλατάδικα των αδελφών Νίκου και Σπύρου Μυτιληναίου και του Λαγωνίκα. 
Οι οικοδομές τριγύρω ήταν αραιές, όλο οικόπεδα και χωράφια. Οι δρόμοι χωμάτινοι, με σκόνες που έδιωχναν οι καταβρεχτήρες και ήταν γεμάτοι λάσπες μέχρι τα πρώτα χρόνια της επταετίας.
Ένα βαθύ ρέμα διέσχιζε την οδό Δογάνη με λίγα περάσματα στην καμπύλη κοίτη του για τα κάρα των μανάβηδων που έπαιρναν φόρα για να το διαβούν κι έστριβε με φυσική ροή στην Καλλέργη. Γι’ αυτό πολλές κατοικίες είναι υψωμένες κι ανεβαίνεις στην εξώπορτα με σκαλιά, αφού το νερό ξεπέρναγε στην δυνατή βροχή το μισό μέτρο! Στις τρύπες των χωματένιων σωρών έπιαναν τα παιδιά σπουργίτια που κούρνιαζαν παγωμένα. Νερά «κατέβαζε» και η οδός Σπάρτης.
Προπολεμικά μόνο ένα τμήμα της Αγίου Δημητρίου ήταν ασφαλτοστρωμένο καθώς και η Αγχιάλου, δρόμος διπλής κυκλοφορίας που «όλη η Κούλουρη από ’κει πέρναγε», αφού αυτή ένωνε οδικώς την Σαλαμίνα με τον Πειραιά.
Ο παππούς του Σταμάτη, περιβολάρης καθώς ήταν, έφερνε κι εκείνος τις πραμάτειες του στην Λαχαναγορά και στα Λεμονάδικα.
Τα σπίτια λοιπόν τότε έφταναν μέχρι το «σκαγιάδικο», Γυθείου - Ψαρών και Κουμουνδούρου, όπου έφτιαχναν σκάγια για κυνηγετικά όπλα. Από την κορυφή ενός ψηλού κτίσματος σαν μιναρέ που ανέβαιναν με κυκλικές σκάλες ρίχνανε το λιωμένο σίδερο και με το ρίξιμο στρογγύλευε και έπεφτε στον πάτο πάνω σε άμμο, την κοσκίνιζαν και την χώριζαν από τα σκάγια, που έβγαιναν σε πολλά μεγέθη - νούμερα. Ύστερα τα έβαζαν σε βαριά κουτιά και τα διέθεταν στην αγορά. Χρόνια μετά, στο οικόπεδο που υπήρχε το εργοστάσιο, τα παιδιά πήδαγαν την μάντρα κι έτρωγαν καρπούζια που ήταν φυτεμένα…
Παραπέρα από την Ψαρών ανοίγονταν οι εκτάσεις που ανήκαν στους Μπουταίους (ο γερο-Μπούτος ήταν φουστανελάς) που τις καλλιεργούσαν σπέρνοντας σιτηρά. Κυνηγούσαν όσους άλλους έκοβαν τα στάχυα τους.
Στην Ραιδεστού και Ψαρών ήταν η μάντρα του Ποταμιάνου, τσέλιγκα με πρόβατα. Είχε και πηγάδι. 
Η μάντρα του έφτανε μέχρι του Γκούφα που πούλαγε κάρβουνα - ξύλα - κρασιά, κοντά στο αργότερα μπακάλικο του Παπαγεωργίου. Ο σκύλος του έδιωχνε τον κόσμο…
Σταθμοί με γούρνες για πότισμα για τα άλογα και τα γαϊδούρια υπήρχαν στην Υπαπαντή, στον Άγιο Διονύσιο, ένα σανοπωλείο στην Αιτωλικού και Αγχιάλου κι ένα πεταλωτήριο στην Θερμοπυλών και Αγχιάλου.

«Η οδός Αγίου Δημητρίου προ και μετά την κατασκευήν». Από την σελίδα         - 6 - του βιβλίου «Ο Πειραιεύς μετά την 4ην Αυγούστου. Υπό Αγγέλου Παπαναστασίου. Σεπτέμβριος 1936 / Ιούλιος 1938». Βλέπουμε την προπολεμική όψη τμήματος της οδού, πριν και μετά τα έργα της εποχής Ιωάννου Μεταξά.

 Οι σχολικές εκδρομές ήταν δύο διαδρομών, η πρώτη «στο βουναλάκι», απομεινάρι τμήματος των λόφων με την κοινή ονομασία Καραβάς στο τέρμα της Αγίου Δημητρίου προς την Πέτρου Ράλλη, περιφραγμένο άλσος σήμερα που τότε φύτρωναν αγριολούλουδα και θυμάρια. Υπήρχε ένα βαθούλωμα - γκρεμός εκεί που σκεπάστηκε πριν φυτευτεί. [Πήγαινα κι εγώ συχνά με το σχολείο μου, το ιστορικό 4ο Γυμνάσιο, στην δεκαετία του ’70]. Μετά το 1941-42 άρχισαν κι εδώ οι καταπατήσεις και ξεπετάγονταν παράγκες που γέμισαν το τόπο, από τα Δεκεμβριανά κι ύστερα. Όσοι δεν είχαν άλλο σπίτι πλήρωναν αποζημίωση στο δημόσιο και κατοχύρωναν το οικόπεδο, ειδάλλως το έχαναν.
Πιο κάτω, στην στάση Νερό, ο Μπούτσης αγόρασε στρέμματα κι έκανε χασάπικο και ταβέρνα.
Η δεύτερη διαδρομή, η μεγάλη της χρονιάς, ήταν στον Άη Γιώργη στο Κερατσίνι, τόπος γεμάτος πεύκα. 
Οι δάσκαλοι και οι μεγάλοι, τους απαγόρευαν να κατεβαίνουν στην θάλασσα, εκείνοι όμως έβρισκαν τρόπο να ξεφεύγουν, να μαζεύουν να φάνε από τα βράχια καμιά γαριδίτσα γάμπαρη, αφού πρώτα της έκοβα το κεφάλι, λεπτή με γλυκό κρέας. Στην παραλία έπλεναν τα χοντρά ρούχα οι νοικοκυρές με τον κόπανο.
Ο Άη Δημήτρης λένε ήταν παλιά κι αυτός ένας ναός ξύλινος. Μετά χτίστηκε η μικρή πέτρινη εκκλησία και λειτούργησε μέχρι το γκρέμισμά της όταν τέλος σηκώθηκε το’47-’48 γύρω της η σημερινή οικοδομή. Εισφορές για την ανέγερσή του δίνονταν από τα μαγαζιά της περιοχής μέσω Ερανικής Επιτροπής.

Ο Άγιος Δημήτριος «Ξυλοκερατέας» στα πρώτα χρόνια που χτιζόταν. Στον τρούλο του εργάτες καρφώνουν τα καλούπια. Η επιγραφή επιβεβαιώνει ότι αρχιτέκτονας ναοδόμος υπήρξε ο Γεώργιος Στεφάνου Νομικός (1905 - 2000) που σχεδίασε κι άλλους ναούς στον Πειραιά. Ταλαιπωρημένο αντίτυπο φωτογραφίας (επειδή βγήκε από ένα παλιό κάδρο με σπασμένο τζάμι), από εκείνες που τραβήχτηκαν την περίοδο που η ερανική επιτροπή συγκέντρωνε χρήματα για την αποπεράτωσή του. Η σύγχρονη εκκλησία θεμελειώθηκε στις 26 Ιουνίου 1949. Εγκαινιάστηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1962 αλλά την θυμάμαι να ολοκληρώνεται πολλά χρόνια αργότερα. Έχω παρακολουθήσει αμέτρητες λειτουργίες κι αργότερα στο προαύλιό του εόρτασα αρκετές βραδιές Ανάστασης. Εδώ έγιναν βαπτίσεις, γάμοι και κηδείες πολλών προσφιλών μου προσώπων. [Βλέπε και άρθρο μου «Στις εξοχές των Ταμπουρίων», στην εφημερίδα ΤΟ ΗΡΩΪΚΟ ΠΕΜΠΤΟ, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2000, Β΄ περίοδος, Αριθμός Φύλλου 5, σελ. 8, όπου πρώτος αναφέρομαι για το ιστορικό του Ναού. Από την αναδημοσίευση στον ιστότοπο του Συλλόγου των Αποφοίτων του 5ου Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς, το κείμενο αντέγραψε στις 5.6.2010 και ο ιστότοπος του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Πειραιώς]  

Στα πάρτι στα σπίτια ήταν πρόθυμοι να πάνε όλοι οι νέοι. Τότε τα έξοδα έβγαιναν ρεφενέ, ο καθένας έφερνε ψωμί, κρασί, μεζέ. Στην κατοχή έπρεπε να έχουν την άδεια της αστυνομίας. Κάθε νεαρός έφερνε μαζί τις αδελφές και τις εξαδέλφες του.
Ο Σταμάτης «γρατζούναγε» την κιθάρα του και του κλείδωναν την πόρτα να μη φύγει νωρίς, επειδή έπρεπε να είναι πολύ πρωί στον φούρνο που δούλευε.
Στα δε κουρεία είχαν κρεμασμένες κιθάρες, ακορντεόν, μαντολίνα, μπουζούκια κι έπαιζαν τακτικά οι πελάτες που ήξεραν.
Το να είσαι νεαρός και να πηγαίνεις δύο φορές την εβδομάδα -Τετάρτη και Σάββατο - στο κουρείο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για καθάρισμα σβέρκου και ξύρισμα.
Όλα τα κεφάλια γυάλιζαν από την μπριγιαντίνη των μαλλιών.
Το καλοκαίρι του ’39 ο μικρός Σταμάτης έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγαζάκι στην Υπαπαντή που έφτιαχναν παστέλια. Καθάριζε το σουσάμι από τα μαυράδια, αγόραζε το παστέλι προς επτά δεκάρες και το πουλούσε μια δραχμή.
Πανέξυπνος όπως ήταν παρακολουθούσε πως γινόταν με αναλογία δύο οκάδων θρεψίνης και οκτώ οκάδων σουσαμιού. Τον επόμενο κιόλας χρόνο κάνει δική του «επιχείρηση» με παστέλια μεγαλύτερου μεγέθους που πούλαγε στα εργοστάσια και γίνονταν ανάρπαστα.
Τέλη του ’40 έπιασε δουλειά στον φούρνο του Φριλίγγου, Αγίου Δημητρίου 137 και Π. Μαυρομιχάλη. Ζύμωναν με τα χέρια σε μεγάλες σκάφες 170-200 οκάδες στην φουρνιά, περίπου 1.000 οκάδες την μέρα. Αρχικά ήταν βοηθός και μετά έγινε αρτεργάτης, με ωράριο από 3 την νύχτα μέχρι 11 το πρωί. Στις αρχές του ίδιου χρόνου πέθανε η αδελφή του Βασιλική.

Φωτογραφιά γύρω στα 1995. Οδός Κουμουνδούρου 134 και Θερμοπυλών. Στο γωνιακό αυτό κτήριο, απέναντι από τον παλιό φούρνο του Μπιρμπίλη και κοντά στο σπίτι του κυρίου Σταμάτη έμεναν για χρόνια ο παππούς Γεώργιος Αθανασάκης (15.1.1908 - 2.4.1990) και η γιαγιά μου Δέσποινα (15.2.1913 - 8.4.2006). Στις σπάνιες φορές που περνώ από την γειτονιά νομίζω ότι θα ξαναβγεί να με καλωσορίσει, όπως έκανε σε αυτήν την εικόνα. Πόσες οικογενειακές αναμνήσεις...

Κατοχή, πείνα.
Ο Σταμάτης είχε εφοδιαστεί με ταυτότητα για να κυκλοφορεί πριν τις 6. Τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους μα η εργασία στον φούρνο του εξασφάλιζε την τροφή.
Ο κόσμος έπαιρνε το ψωμί με το δελτίο. Στην χειρότερη περίπτωση έφτασε να διανέμονται 30 δράμια μέρα παρά μέρα, αυξήθηκε σταδιακά σε 50, 60, 70 και 100 δράμια το 1945. Για αυτό είχε φροντίσει καλά κι ο Ερυθρός Σταυρός που μοίραζε ξηρούς καρπούς, ρύζι, ζάχαρη κ.ά.
Στον βομβαρδισμό του Πειραιά (11.1.44) έπεσαν οβίδες στην Ανάσταση, στην Καλλέργη μεταξύ Ψαρών κι Αγίου Δημητρίου, στο μπακάλικο του Καζάκου, Δογάνη - Γυθείου και στον Παρθένη που δεν έσκασε αλλά άνοιξε στα δύο.
Τα παιδιά έπαιρναν κομμάτια θειάφι, έβαζαν ελάχιστη ποσότητα στις τρύπες των κλειδιών και τα χτυπούσαν στους τοίχους για να κάνουν κρότο και να βγάλουν λάμψη.

1994. Οδός Δράμας. Όποτε έβλεπα αυτό το σπίτι στεκόμουν και θαύμαζα τις απλές συμμετρικές γραμμές του. Κάποια στιγμή μάλιστα μου δόθηκε η ευκαιρία και είδα το εσωτερικό του και την πίσω αυλή με μια μεγάλη ελιά στο κέντρο της. Κατεδαφίστηκε. Την θέση του και τα γύρω παλιά σπίτια πήραν ψηλές πολυκατοικίες, νομίζω στους αριθμούς 180 - 182 - 184.
 
Μπλόκο της Κοκκινιάς, 17.8.44. Ο 18χρονος Σταμάτης βγήκε από το σπίτι του κι έστριψε στην Αγίου Δημητρίου. Στην γωνιά τον σταμάτησε ένας Γερμανός.
Του δείχνει την ταυτότητα και του λέει «αρμπάϊτ», δηλαδή ότι πήγαινε στο φούρνο να δουλέψει. Ήταν τρεις την νύχτα. Προχωράει στην Δράμας, ένας άλλος Γερμανός τον αφήνει να περάσει. Φτάνει στην Αγχιάλου και συλλαμβάνεται. Η περιοχή είχε μπλοκαριστεί και μάζευαν όσους είχαν βγει από το σπίτι τους.
Σαν ξημέρωσε οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν με τα πόδια στην Οσία Ξένη.
Οι «τσολιάδες» μίλησαν με τα χωνιά να φύγουν οι γυναίκες, οι άνδρες από 60 και πάνω και τα παιδιά από 15 και κάτω. Αφού ξεκαθάρισαν τους χώρισαν κατά επάγγελμα κι έπεσαν οκλαδόν σε σειρές ανά έξι.
 Ένας κουκουλοφόρος με συνοδεία ενός Γερμανού πέρναγε κι έδειχνε με νόημα το υποψήφιο θύμα. Ανά δέκα τους πήγαιναν πίσω στην μάντρα για εκτέλεση. Οι υποφήφιοι για θανάτωση έβαζαν πρώτα στην άκρη τα πτώματα κι ύστερα στέκονταν οι ίδιοι για σκότωμα…
Ο Σταμάτης πήρε την θέση του στην έξοδο, δεύτερος στην σειρά. Ο Γερμανός έπιασε τον διπλανό του! 
Η τρομερή σκηνή εξακολούθησε μέχρι αργά το απόγεμα.
Πέρασε με την ταυτότητα στο χέρι από μια Επιτροπή και τον άφησαν να φύγει.
Τότε «παίρνω ένα δρόμο και τα πόδια μου χτυπάγανε στο εδώ» (έδειξε τον σβέρκο του) κι έφτασε στο σπίτι του όπου οι δικοί του τον υποδέχτηκαν με φιλιά και δάκρυα. Σ’ ένα ακόμη μπλόκο σε σπίτι στον Νέο Κόσμο γλίτωσε πάλι γιατί κρύφτηκε κάτω από ένα κρεβάτι και δεν τον αντιλήφτηκαν στην έρευνα.
Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί έπιασαν σε ενέδρα τον αδελφό του Σπύρο στην οδό Αθηνάς. Πούλαγε ψωμιά που του έδινε ο Σταμάτης από τον φούρνο. Τον έκλεισαν στου Γουδή.
Ο Σπύρος είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ. Τον πρόδωσε ένας γνωστός του που από Εαμίτης έγινε «τσολιάς». 
Σε μάχη στην Καλλιθέα μεταξύ Γερμανών και Εαμιτών τραυματίστηκε ένας Γερμανός και για αντίποινα εκτέλεσαν με κλήρο 23 συνολικά παλικάρια. Το 23ο ήταν ο Σπύρος.
Μετά τον πόλεμο, ο Σταμάτης ασχολήθηκε με το εμπόριο, άνοιξε ψιλικατζίδικο το 1949 στο σπίτι του στην Καλλέργη. Έχοντας πλέον τακτοποιηθεί άφησε το 1953 τον φούρνο και μετέτρεψε το κατάστημά του σε εμπορικό με υφάσματα, είδη προικός, κουβέρτες κ.ά. Λειτούργησε με το παραδοσιακό σύστημα των δόσεων, βοηθούσε έτσι τον κόσμο των συνοικιών να καλύπτει τις ανάγκες του και να εξοφλεί χωρίς πίεση το χρέος του σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Νυμφεύτηκε το 1956 την Βασιλική Μπάνου (γεν. 1932)  από το χωριό Βέλος της Εύβοιας. Σύντομα μετακόμισε σε ιδιόκτητο σπίτι στην οδό Κουμουνδούρου και μετέφερε το εμπορικό του στο ισόγειο. Αργότερα πάνω του ύψωσε και άλλους ορόφους για κατοικία των παιδιών του.
Απέκτησε πέντε παιδιά, δύο κόρες και τρεις γιους. Τον ένα βάφτισε Σπύρο..
Το κατάστημα συνεχίζει με επιτυχία η κόρη του Ελευθερία.

Η ιστορία των ανθρώπων, κομμάτι της ιστορίας της πόλης.
Οι μνήμες μιας ολόκληρης ζωής μπορούν να διατηρηθούν μόνο στα γραπτά κείμενα, αλλιώς είναι καταδικασμένες να χαθούν στην φυσιολογική φθορά και στην λήθη.


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Πέμπτη 20 Μαρτίου 1997, σελ. 18. 
Μεταφορά εδώ με επανέλεγχο, 3 Ιουλίου 2010.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 
Πολλοί από τους δρόμους της περιοχής του Αγίου Δημητρίου πήραν την ονομασία τους στο Δημοτικό Συμβούλιο της 23 Ιουνίου 1937.




                    
Με την ευκαιρία θα αναφερθώ ξανά αλλά αναλυτικώτερα (δες και άρθρο μου στο blog της Κυριακής 21.7.2013 «Υπόμνημα κατοίκων του Χατζυκυριάκειου προς Πειραιώτες βουλευτές»), στο ειδικό βιβλίο που τηρούσαν οι αρτοποιοί στην κατοχή και στα αμέσως επόμενα χρόνια για την καταχώρηση παραγωγής άρτου ώστε να πληρώνονται οι υπάλληλοι. Αντίστοιχο θα υπήρχε και στον φούρνο όπου εργαζόταν και ο Σταμάτης Ελευσινιώτης. Εγώ έχω στην συλλογή μου ένα αντίτυπο του αρτοποιού Σταύρου Λογαρά. Το κατάστημα, πρώην Π. Στεργιοπούλου, βρισκόταν στην οδό Δομοκού 19 στην Παλιά Κοκκινιά. Η περιοχή ανήκε στην δικαιοδοσία του Ε΄Αστυνομικού Τμήματος.  
Το Σωματείο Αρτοποιών Νομού Πειραιώς ιδρύθηκε το έτος 1896, υπό τον τίτλο: ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΑΡΤΟΠΟΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ “Η ΔΗΜΗΤΡΑ”. H έδρα του στον  Πειραιά βρίσκεται σήμερα στην οδό Δ. Γούναρη 21 - 23, 
3ος όροφος.
Με απόφαση της Επιτροπής Διατιμήσεων Αλεύρων και Άρτου (24.12.1941) αυξήθηκε η αμοιβή των αρτεργατών και εργαζομένων στα αρτοποιεία από 1,10 σε 2,18 δραχμές «κατ’ οκάν παραγομένου άρτου» από 31 Ιανουαρίου 1942. Γενικός Επόπτης Αγορανομίας ήταν ο Ν. ΚΙΝΝΑΣ, Αστυνομικός Διευθυντής Α΄. 
Το βιβλίο περιέχει τις καταχωρήσεις των καταβληθέντων εβδομαδιαίων ημερομισθίων τριών υπαλλήλων 
από 5 Αυγούστου 1946 έως 2 Ιουνίου 1947.
Ο Δημήτριος Μπέης, ο Δημήτριος Αντωνίου και ο Ευάγγελος Καράλης λαμβάνοντας τα ημερομίσθιά τους και τις διάφορες άλλες αποδοχές τους δήλωναν ότι «ουδεμίαν απαίτησιν έχομεν εκ του αρτοποιού..». 
Για την παρουσίαση ενδεικτικών σελίδων του ανωτέρω βιβλίου διάλεξα την εβδομάδα 27 Ιανουαρίου - 
2 Φεβρουαρίου 1947 σαν ημερομηνιακά αντίστοιχη με την περίοδο ανάρτησης του κειμένου.

Η Βασιλική, σύζυγος Σταμάτη Ελευσινιώτη, έφυγε από την ζωή την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014. 
Το παρόν αφιερώνεται στην μνήμη της..       



  

7 σχόλια:

  1. Ειμαι 7 χρονια νεοτερος απο τον κ.Ελευσινιωτη.Το πατρικο μου σπιτι ηταν και ειναι ακομα στη Μεσολογγιου
    (Σταση Costal) και στη Σαλαμινος ηταν τα πατρικα σπιτια των γονιων μου.Μπορω να ειπω παρα πολλα και
    νομιζω ενδιαφεροντα για την παλια μου γειτονια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ κ.Νώντα για το σχόλιό σας. Θα χαρώ να επικοινωνήσω μαζί σας. Στείλτε μου αν θέλετε το τηλέφωνό σας στο mail μου: dkrasonikolakis@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κε Κρασονικολάκη, έμενα στην Καλλέργη απέναντι από το σπίτι του Σταμάτη, το θυμάμαι σαν εμπορικό και κάποια στιγμή και σαν φροντιστήριο. Το θαυμάσιο αυτό σπίτι (χωρίς πεζοδρόμιο) με την ελιά και το πέτρινο τραπέζι (υπήρχε και κάποια καλόγρια?), εκεί πρωτοείδα φανάρι με τρόφιμα να κρέμεται...Δίπλα από την μια μεριά ήταν το σπίτι της νονάς μου και από την άλλη το σπίτι της ξαδέλφης μας (Λέοντα). Πήγαινα όπως και ο μεγαλύτερος αδελφός μου στο 4ο γυμνάσιο ως το 1977. Θυμάμαι και το μαγαζί δίπλα στο φούρνο, είμαστε πελάτες του Σταμάτη. Το ποτάμι όντως πέρναγε απ έξω στις μεγάλες βροχές και ακόμη περνάει. Πολύ ωραίο το αφιέρωμά σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είδα και κάποιες φωτογραφίες από τη τάξη του 1958 (τότε γεννήθηκα) Λέγομαι Παπαευαγγέλου Γιάννης , ήμουν στην ΣΤ2 τάξη με Λεκάκο, Τσαμαδό, Τριανταφύλου, Τζεφεράκο, Σκυλογιάννη(+) Πετροβατζή, Πετσόπουλο, Λεωτσάκο, Τερεζάκη(+) Πάτρα κ.α

    ΑπάντησηΔιαγραφή