Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Ξημερώματα στον Πειραιά του 1999.


Κάποια πρωϊνά στις γωνιές της πόλης.


                                                                                   Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Το κείμενο θα μπορούσε να έχει γραφτεί για οποιαδήποτε πόλη - λιμάνι του κόσμου. 
Εμείς όμως ζούμε εδώ κι απολαμβάνουμε τις καθημερινές πρωϊνές της εικόνες, όπως διαμορφώθηκαν από την παρουσία των Ελλήνων και το ήπιο μεσογειακό κλίμα...
Ακολουθώντας τους βιορυθμούς των κατοίκων του, ο Πειραιάς μεγαλώνει, κοιμάται, ξυπνάει, εργάζεται, σπουδάζει, κυκλοφορεί, γιορτάζει, διασκεδάζει, αγχώνεται, ηρεμεί μαζί τους, γερνάει, ανανεώνεται, αλλάζει διάθεση, χρώμα και ύφος ανάλογα με τις ώρες της μέρας και νύχτας, τους μήνες του χρόνου,      τις καιρικές συνθήκες.
Την ιδιαίτερη «συμπεριφορά» του τοπίου μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαρεί κάθε ευαίσθητος σιγοπερπατώντας κάποια πρωϊνά στο λιμάνι, στην παραλία, στους δρόμους της πόλης.

26 Σεπτεμβρίου 1999. Η οδός Κανθάρου όπως φαίνεται από την Ακτή Μιαούλη.   


  
Ακτή Κονδύλη, Άγιος Διονύσιος, χειμώνας, ξημέρωμα:
Ο μεγάλος προβλήτας, φωτισμένος από τις κίτρινες λάμπες, ψηλά στους στύλους του ΟΛΠ, είναι βρεγμένος, ψυχρός.
Σκοτεινά κύματα σκάνε ελαφρά στο τσιμέντο. Ούτε ένα καράβι αραγμένο, ερημιά. Τα λεπτά περνούν. Αυτοκίνητα πλησιάζουν και παρκάρουν αθόρυβα. Στη θέση τους οι οδηγοί, καπνίζουν, ακούνε μουσική περιμένοντας.
Η κίνηση γίνεται πιο έντονη. Ταξί έρχονται, μαζεύονται πολλοί που στέκονται στραμμένοι προς το βάθος του λιμανιού. Με την εμφάνιση των λιμενικών υπαλλήλων όλα πια είναι έτοιμα: Το πρώτο κρητικό καράβι φαίνεται να πλησιάζει.
Σύντομα αράζει μπροστά μας, ενώ φτάνουν κι άλλα. King Minos, Νίκος Καζαντζάκης, Άπτερα, Λατώ, Ρέθυμνο κά. εναλλάσσονται σύμφωνα με το προκαθορισμένο δρομολόγιο και τη σειρά αγκυροβόλησης.
Η άγκυρα κατεβαίνει, τα σκοινιά, η μπουκαπόρτα επίσης, για να βγεί το πλήθος των ταξιδιωτών φορτωμένο τσάντες, βαλίτσες. Φιλιά, βιαστικοί χαιρετισμοί και βήματα για να παραλάβουν από την αποθήκη τις υπόλοιπες αποσκευές, τσουβάλια με τρόφιμα, μπετόνια με ρακί και τενεκέδες με λάδι...
Μες στη φασαρία, νταλίκες, φορτηγά, Ι.Χ. και ταξί κατευθύνονται προς τις εξόδους: ΄Υστερα, επικρατεί η ηρεμία μέχρι τις βραδυνές αναχωρήσεις. Η κίνηση μεταφέρεται στους δρόμους από και προς το κέντρο, με ουρές τ’ αυτοκίνητα, δοκιμάζοντας τα νεύρα των πολιτών που πάνε αγουροξυπνημένοι στις δουλειές τους.

Ηρώων Πολυτεχνείου, στάση της πλατείας Κοραή, ώρα 05: 
Στην άδεια λεωφόρο, μόνο τα περίπτερα δεν κλείνουν κι εξυπηρετούν τους ελάχιστους περαστικούς οδηγούς και πεζούς.
Η τεράστια διαφημιστική πινακίδα της Panafon στο γιαπί της πρώην Ραλλείου μετρά αντίστροφα τις μέρες, τις ώρες μέχρι και τα δευτερόλεπτα για την εκπνοή του1999.
Μια γυναίκα, τυλιγμένη με το παλτό της, κουκουλωμένη με μαντήλι, δίπλα σε τσάντες - όλη της η περιουσία - κοιμάται στο παγκάκι κάτω από το υπόστεγο της στάσης... Τα δρομολόγια των λεωφορείων αρχίζουν με επιβάτες τις καθαρίστριες, τις αποκλειστικές νοσοκόμες, εκείνους που δουλεύουν τη νύχτα ή τους πολύ πρωϊνούς εργαζόμενους.
Νύχτα και τα φώτα χαϊδεύουν τους όγκους των κτηρίων, τ’ αντικείμενα, τους ανθρώπους, χωρίς διάκριση..

Μετά από τα μπαρ και τη διασκέδαση στα «ορθάδικα» οι ξενύχτηδες χορταίνουν την πείνα τους στα «φαστφουντάδικα».
Οι παρέες σταματούν στα ΕΒΕΡΕΣΤ (Γρ. Λαμπράκη - Σωτήρος και Η. Πολυτεχνείου -  Αγ. Κωνσταντίνου), στην καντίνα (Ακτή Καλλιμασιώτη και Κόνωνος), στο καροτσάκι της Ακτής Μιαούλη (σάντουϊτς με κρέας καλαμάκι και λουκάνικα) και αλλού.
Ζεστή σούπα διαθέτει ο ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ στην Ευαγγελίστρια ενώ διανυχτερεύει και το εστιατόριο ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ στην οδό Ευαγγελιστρίας και Ανδρούτσου, με κουρτινάκια στη τζαμαρία.
Το χοντ ντογκ ΙΜΑΛΑΪΑ [Ακτή Μουτσοπούλου 50] στο Πασαλιμάνι κάνει χρυσές δουλειές με τις συντροφιές τω νέων να γεμίζουν τα τραπέζια και το πεζοδρόμιο.

Την ίδια ώρα, καθώς ροδίζει ο ουρανός στον Υμηττό για να σκάσει ο ήλιος ξυπνάνε και τα σμήνη των πουλιών (ψαρόνια) που βαραίνουν τις κορυφές στις πανύψηλες λεύκες της οδού Φρεαττύδος.                   Οι κουτσουλιές του λερώνουν το δρόμο, τ’αυτοκίνητα (τυχεροί όσοι βρίσκουν να τα βάλουν κάπου, τα σταθμεύουν ακόμα και μέσα στις φαρδιές νησίδες με τους καχεκτικούς θάμνους) και βρωμάνε μετά τη βροχή.
Αναστατώνοντας τα κλαδιά πετούν σαν μαύρο σύννεφο στον πεντακάθαρο πρωϊνό αέρα ώσπου χάνονται στα πυκνά φυλλώματα της λεύκας του κήπου του Ναυτικού Μουσείου. Τα κελαηδήματά τους - που πολλοί τα θεωρούν εκνευριστικά - «ντύνουν» ηχητικά την ατμόσφαιρα.
 
Στην αυλή και στην πλατεία του Ναυτικού Μουσείου βγάζουν τ’ απογεύματα περίπατο τα σκυλιά οι ιδιοκτήτες τους. Φιλόζωοι κάθε ηλικίας, πιάνουν εύκολα γνωριμίες μιλώντας για τα έξυπνα τετράποδά τους. Άλλοι έφηβοι και νέοι περνάνε την ώρα τους ακουμπισμένοι στα εκθέματα του Πολεμικού Ναυτικού, σκηνικό που έρχεται σ’ αντίθεση με την πρωϊνή όψη του χώρου: τότε είναι ελεύθερα να δράσουν μόνο τα αδέσποτα σκυλιά και τα περιστέρια.

Στα τμήματα των δρόμων που γίνονται οι λαϊκές αγορές έχουν από την προηγούμενη απομακρυνθεί       τα οχήματα.
Από τα αγροτικά οι παραγωγοί ξεφορτώνουν τα μεταλλικά και ξύλινα μέρη και στήνουν τους πάγκους στη σειρά που τους έχει δωθεί.
Στις 5 με 7 το πρωΐ συνεχίζεται ήσυχα το άπλωμα των προϊόντων στη λαϊκή της οδού Καραϊσκάκη Νέου Φαλήρου (Δευτέρα), στη Γ. Θεοτόκη Πηγάδας (Τρίτη), στην οδό Καρατζά Καστέλλας (Τρίτη), στην Καραολή - Δημητρίου στην Ευαγγελίστρια (Πέμπτη), στην Φωτίου Κορυτσάς ή Δράμας στην Αγία Σοφία εναλλάξ (Πέμπτη), στη Δογάνη ή Σπάρτης στην Υπαπαντή (Παρασκευή), στην Κατσούλη στα Καμίνια (Παρασκευή), στην Μ. Χατζηκυριάκου στην Καλλίπολη (Σαββατο). Γύφτοι κοιμούνται στα Ντάτσουν και Τογιότα τους για να πουλήσουν κι αυτοί χαλιά, κρεμμύδια, πατάτες...

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 1999.  Η Βασ. Γεωργίου Α' σημαιοστολισμένη για την εθνική επέτειο.

Μετά το χάραμα, η μέρα δείχνει ορατά πια τη διάθεσή της αν θα’ ναι κατά πολύ συννεφιασμένη ή ηλιόλουστη.
Η ιδιοσυγκρασία του καθ’ ένα από μας δίνει στα χαρακτηριστικά του προσώπου και στις κινήσεις το χαρούμενο ή κατσούφικο ύφος, προετοιμασμένοι ή απρόθυμοι να αντεπεξέλθουμε στις καθημερινές μας υποχρεώσεις.
Τα λόγια ενός παλιού τραγουδιού πάντως, ευτυχώς δεν ισχύουν στην εποχή μας, μας θυμίζουν όμως  ότι υπάρχουν και καημοί χειρότεροι:  

Κάποιο πρωϊνό στον Πειραιά
έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά.
Ήσουνα ο ήλιος μου κι η Χρυσαυγή
έφυγες κι έσβησε το φως απ΄τη γη.
 Ήσουν τ’ αστέρι μου το φωτεινό
σ’ έχασα ταίρι μου και τώρα πονώ.
Κάποιο πρωϊνό ξημέρωσε ξημέρωσε
έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε..

(Στίχοι Χρήστος Κολοκοτρώνης. Μουσική Μίκης θεοδωράκης. Πρώτη εκτέλεση Πάνος Γαβαλάς, Ρία Κούρτη).


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 1999, σελ. 17. 
Μεταφορά εδώ, Κυριακή 5 Αυγούστου 2012. 

1 σχόλιο:

  1. Οκτώβριος 1999... Πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια. Ήμουν 22 χρονών, δόκιμος πλοίαρχος στο ναυτικό κολλέγιο του Σαουθάμπτον της Αγγλίας, στο δεύτερο έτος, και σε λίγο καιρό θα μπαρκάριζα στο τρίτο μου μπάρκο σαν δόκιμος... Η παλιοπαρέα στο Πασαλιμάνι δεν με περίμενε πια, η μάνα μου στο σπίτι όμως περίμενε πως και πως να γυρίσω σπίτι και να με περιποιηθεί πριν ξαναφύγω για μπάρκο. Ο πατέρας μου υπερήφανος και συμπαραστάτης σε όλα, άριστος οικογενειάρχης.

    Περάσανε κιόλας 18 χρόνια... Ο πατέρας μου έφυγε από τα μάταια εγκόσμια και ελπίζω να αναπαύεται εν Κυρίω, εγώ την δική μου οικογένεια πια, αλλά ο Πειραιάς η μεγάλη μου αγάπη. Το σημείο αναφοράς.
    Αν και άλλαξε τόσο πολύ, οι γειτονιές δεν είναι πια όπως ήταν, "πολυπολιτισμικότητα" γαρ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή