Σκαλεύοντας
το απώτερο παρελθόν.
Γράφει
ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Ο
παλιός κόσμος, κοινωνίες που έζησαν σε ξεχασμένες εποχές κάτω από τον ήλιο στον
πειραιώτικο χώρο, τότε που το περιβάλλον ήταν γνήσια φυσικό, πατούσε σε
διαφορετικό από το δικό μας στέρεο έδαφος, που θάφτηκε κάτω από τόνους
καινούργιο
χώμα, φερμένο λίγο-λίγο από τις βροχές και τον άνεμο, για να σκεπάσει τελικά τα
ίχνη των ανθρώπων, να σβήσει τη μνήμη τους από την ιστορία, να δώσει την ίδια
θέση - μα κάμποσους πόντους ή μέτρα ψηλότερα - σε νεότερες, πιο εξελιγμένες
γενιές.
Η
σύγχρονη πόλη και οι Δήμοι του ευρύτερου Πειραιά χτίστηκαν πάνω στα σημεία που
κάλυπταν τα σπίτια, οι αυλές, οι δρόμοι, τα νεκροταφεία και τα χωράφια των
αρχαίων κατοίκων αυτού του τόπου, εκτός από τις πετρώδεις, υψηλές περιοχές που
δεν επιχώθηκαν.
Πολλά
από τα ευρήματα είναι επιφανειακά, άλλα όμως βαθιά χωμένα περιμένουν την
αρχαιολογική σκαπάνη να τ’ ανακαλύψει.
Αρκετές
φορές δίνεται η ευκαιρία να γίνει μια έρευνα από τυχαία περιστατικά, σ’ ένα
άνοιγμα υπονόμου, μιας τάφρου για να περάσουν σωλήνες, καλώδια, στη θεμελιώση
μιας πολυκατοικίας κλπ.
Τα
μόνα που μπορούν ν’ αποδείξουν το πέρασμα των προγόνων μας είναι τα κόκαλα, τα
σπασμένα πήλινα αγγεία και τ’ άλλα οικιακά τους σκεύη, τα υπολείμματα των
τροφών, των κτηρίων και των εργαλείων τους.
Δυστυχώς
μια ανασκαφή έχει περιορισμένη ακτίνα δράσης, οι γύρω οικοδομές και οι δρόμοι
εμποδίζουν την επέκτασή τους κι έτσι το ψάξιμο γίνεται αναγκαστικά στα λίγα
μέτρα του σκαμμένου.
Μ’
αυτόν τον τρόπο παίρνουμε μόνο τις πληροφορίες που μας δίνουν τα απομεινάρια
που θα βρεθούν στο συγκεκριμένο μέρος.
Κατά
τη διάρκεια εργασιών για τη διάνοιξη ενός χαντακιού για να περάσει ο αποχετευτικός
αγωγός στην οδό Θεσσαλονίκης στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, κοντά στα σύνορά του με
την Παλιά Κοκκινιά και τα Άσπρα Χώματα, ο εκσκαφέας χτύπησε σ’ ένα μεγάλο
ταφικό πίθο: είχαν ήδη καταστραφεί άλλοι δυο τάφοι από το μηχάνημα όταν το
πήραν είδηση και σταμάτησαν για ν’ αναλάβει η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Διατέθηκε
μια μικρή πίστωση από το Υπουργείο Παιδείας αλλά τα περισσότερα έξοδα ανέλαβε η
Αρχαιολογική Εταιρεία.
Βρισκόμαστε
στα 1951.
Ο
τόπος της ανασκαφής είχε το ήδη το λησμονημένο όνομα «Βαρελούστρα» κι ήταν γεμάτος
εύφορα αγροκήπια.
Η
ομαλή και επίπεδη επιφάνεια αποδείχτηκε πως αποτελόταν από επισωρεύσεις χωμάτων
σε ένα παλιό, στέρεο έδαφος από κιμιλιά (κουμουλιά; κιτρινωπό ημίσκληρο
πέτρωμα) που κατηφόριζε αισθητά.
Είμαστε
δηλαδή στην πλαγιά ενός χαμηλού υψώματος δίπλα στον Κηφισό ποταμό, κοντά σε
μονοπάτια που κατευθύνονταν από τα λιμάνια του Πειραιά προς τα περάσματα του
Αιγάλεω αλλά και του δρόμου από τη Σαλαμίνα προς την Αθήνα.
Ρωμαϊκοί
τάφοι είχαν ανακαλυφθεί στις γραμμές των τρένων, μα και προς τη Θηβών
βορειότερα υπήρχαν ορατά ακόμα λείψανα «ηρίων», δηλαδή τύμβων (τάφων).
Τα
πάνω χώματα της τάφρου, που είχε 6 μέτρα πλάτος, μάζεψαν οι εργάτες της
Εταιρείας Υδραυλικών και Εξυγιαντικών Έργων.
Κάτω
από την επιφάνεια του Δυτικού μέρους της ανασκαφής αφαιρέθηκε ένα στρώμα
λάσπης, ένα άλλο λεπτό με άμμο, πάλι με λάσπη ώσπου έφτασαν στο στρώμα που
περιείχε Γεωμετρικά κι ελάχιστα Πρωτογεωμετρικά όστρακα (σπασμένα κομμάτια
αγγείων).
Τέλος
το από κάτω στρώμα είχε άλλα τεμάχια αγγείων, οψιανό, οργανικές ουσίες, στάκτη
και πέτρες.
Η
περιοχή έδωσε συνολικά ένδεκα τάφους των Γεωμετρικών χρόνων (9ος - 8ος π. Χ.
αιώνας) λαξευμένους στο βράχο.
Οι
Α, Β , Δ και Η τάφοι είχαν νεκρούς σε ύπτια θέση με το κεφάλι προς Βορρά και τα
σώματα ελαφρά στραμμένα προς τα δεξιά.
Ο
Η τάφος ήταν πιο προσεγμένος, περιείχε ένα παιδί ύψους 1.30 μ. και κτερίσματα
οκτώ αγγείων. Ο Γ τάφος ήταν το πιθάρι που έσπασε στην ανασκαφή.
Οι
τάφοι Ε, Ζ, Θ, Ι, Λ, ήταν λάκκοι με αμφορείς με τη στάκτη των νεκρών. Στο
δάπεδο τριγύρω υπήρχαν πυξίδες, σκύφοι και άλλα αγγεία.
Το
όρυγμα Α έβγαλε τα πιο νέα όστρακα αγγείων, του Ε΄ π. Χ. αιώνα.
Οι
ρηχοί λάκκοι απορριμμάτων (Β και Γ) είχαν στάκτη, θαλασσινά κοχύλια. Στον Γ
υπήρχαν μέρη αγγείων των τελευταίων Νεολιθικών χρόνων.
Πολύ
μακρύτερα, σε βάθος 2,5 μ. και μισό μέτρο πάνω από στέρεο έδαφος, ένα πιθάρι
(μ) είχε οστά παιδιού με δυο μελανόμορφα ληκύθια με σχέδια, Αρχαϊκών
χρόνων.
Σ’
άλλη τέτοια ταφή (ν) σε βάθος 2,70 μ. και 0,45 από το βράχο βρέθηκε μια κομψή
πυξίδα με 17 λεπτές μορφές, δείγμα του τέλους του 6ου π. Χ. αιώνα.
Το
νεκροταφείο φαίνεται να καταλάμβανε σημαντική έκταση, οπότε θ’ ανήκε σε κάποιο
κοντινό χωριό ή Δήμο, γειτονικό του Πειραιά, ίσως της Ξυπέτης (Τροίας;).
Το
σπουδαιότερο όμως εύρημα ήταν αυτό κάτω από την οδό Θεσσαλονίκης.
Σε
βάθος τεσσάρων μέτρων φανερώθηκε λαξευμένο στο βράχο το δάπεδο πεταλόσχημης
προϊστορικής καλύβας. Τα τοιχώματά της,
από καλάμια και κλαδιά, δεν διασώθηκαν.
Δίπλα
της, μια σπαστή τάφρος βάθους 0,45, 0,75 και 0,90 μ., μια εστία και δυο μέτρα
παραπέρα ένας λάκκος σκουπιδιών.
Μια
μεγάλη τάφρος, 9 μ. ανατολικότερα, 3,25 μ. πλάτους και βάθους 1,45 μ. πρέπει να
περικύκλωνε τον συνοικισμό, κατάλληλη για οχύρωση αφού είχε ενισχυθεί με
τείχος.
Εκεί
βρέθηκαν πολλά πρωτόγονης τεχνικής αγγεία, μελανά, ερυθρά, μονόχρωμα, καστανά,
με ή χωρίς επίχρησμα, άλλα Κυκλαδικά, τρία πήλινα σφονδύλια, δυο πηνία
(κουβαρίστρες), δυο ειδώλια, τεμάχια λεπίδων, εργαλεία, ένα στιλβωτήριο
βελόνων, πέτρινα περίαπτα, οστά ζώων, κοχύλια θαλάσσης κ.ά..
Αποκαλύφτηκε
λοιπόν η άκρη ενός οικισμού του τέλους της Νεολιθικής εποχής που μόλις άρχιζε η
Χαλκοκρατία. Δεν ξέρουμε την έκτασή του, ούτε πότε και πώς έσβησε, αφού λείπουν
νεότερα απομεινάρια.
Ποιος ξέρει ποιο ήταν το όνομά του, ποιοι το κατοικούσαν, πόσα άλλα
χωριά χτίστηκαν εκείνη την περίοδο, πρόγονοι των επόμενων «κωμών» που
αποτέλεσαν το γνωστό μας, στην αυγή της ιστορίας, «Τετράκωμον Ηράκλειον».
Την
ανασκαφή έκανε ο Δημήτρης Ρ. Θεοχάρης (1919 - 1977) και τη δημοσίευσε στα
«Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας» του 1951 (Τόμος 107, σελ. 93 - 127,
Αθήναι 1952).
Πρώτη
δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 1999, σελ. 17.
Μεταφορά εδώ, Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου