Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Ήξερα το όνομα του Ηλία Χαϊδεμένου, ότι υπήρξε πρώην Αστυνομικός Διευθυντής Α΄. Ότι στα 1962 είχε αφιερώσει το βιβλίο του ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, σελ. 48, «Στην πόλι του Πειραιώς, που μου έδωσε μια θέσι στα σχολικά της θρανία και την υπηρέτησα από μια σκοπιά, του υπεραξίου Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων».
Αργότερα τον βρήκα να συνεργάζεται με τα ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. [Στο όνομα Ηλία Χ. Χαϊδεμένου γνωρίζω επίσης τα βιβλία: «Ο Γολγοθάς ενός λαού» 1980 και «Η άγνωστη Μάνη» 1984]
Σε ένα σύντομο άρθρο του στο διπλό τεύχος 478 - 479 Μαρτίου - Απριλίου 1976 (σελ. 262-265 και 269) με τίτλο «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιώς και η Αστυνομία» αναφέρθηκε σε γεγονότα που έζησε ή άκουσε αργότερα κι έκανε τους προσωπικούς συνειρμούς του. Από αυτό αντλώ και συμπληρώνω τα παρακάτω.
Οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 εξακολουθώντας να βομβαρδίζουν θέσεις που θεωρούσαν ότι θα σταθούν εμπόδιο.
«Έτσι, δεν σταμάτησαν να βομβαρδίζουν και τον Πειραιά ίσαμε τα τέλη Απριλίου που μπήκαν στην πόλη. Η πόλις του Πειραιώς, λόγω λιμένος, είχε καταστεί ένας από τους κυριώτερους στόχους, αλλά, και από τον ίδιο λόγο, μετά την κατάληψη, είχε καταστεί κέντρο στρατηγικό για την περαιτέρω διεξαγωγή του πολέμου στην Κρήτη και στην Αφρική, αλλά και κέντρο διαμετακομιστικό υλικών και εφοδίων.
Την στρατηγική αυτή σημασία του Πειραιώς για τους Γερμανούς, τη γνώριζαν βέβαια τα συμμαχικά επιτελεία, όμως, είναι ν’ απορή κανείς, γιατί μ’ όλο που άργησαν να τους επισκεφθούν στο φρούριο του Πειραιώς, σαν τους επισκέφθησαν στις 11.1.44, δεν άφησαν το επισκεπτήριό τους σε Γερμανικές εγκαταστάσεις και σε κάποιους στόχους, αλλά στην ίδια την πόλη. Κι’ έτσι, που, αυτός ο ένας συμμαχικός βομβαρδισμός, προξένησε τόσα πολλά θύματα στον άμαχο πληθυσμό, όσα νομίζω, δεν είχαν προξενήσει όλοι οι απριλιανοί του’41 Γερμανικοί βομβαρδισμοί».
Η συμμαχική επιδρομή στον Πειραιά θυμίζει λίγο, χωρίς να συγκρίνεται, με το ολοκαύτωμα της Δρέσδης που ο όλεθρος πλησιάζει εκείνον της Χιροσίμα. «Και η πόλις του Πειραιώς στις 11.1.1944 υπήρξε σμικρογραφία ολέθρου».
Την εποχή εκείνη είχαν διαταχθεί όλες οι υπηρεσίες να κρατούν εμπιστευτικό πολεμικό ημερολόγιο, εκείνο που συνέταξε η αστυνομία του Β΄ τμήματος χάθηκε «σε επιτυχή» γερμανικό βομβαρδισμό. Έτσι ο Χαϊδεμένος γράφει τις αναμνήσεις του στηριζόμενος επίσης σε σημειώσεις κι αναφορές. Υπηρετούσε στην Αστυνομική Διεύθυνση, την ημέρα της κήρυξης του πολέμου ήταν διοικητής στο Β΄ Α.Τ.
Το τμήμα στεγαζόταν στην οδό Καποδιστρίου, πολύ κοντά στον Ηλεκτρικό Σταθμό.
Η περιφέρεια δράσης του ήταν από τις αντίστοιχες γραμμές του τρένου, μέχρι το Γηροκομείο, τα Κρητικά, την Τερψιθέα και την Τρούμπα με τις παρόδους της καθώς και την Ακτή Τζελέπη που ήταν και τα Λεμονάδικα «κι’ η Λαχαναγορά που κάηκε, σε μια ευεργετική πυρκαϊά, ένα δυο χρόνια πριν από το πόλεμο». Κάλυπτε δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης, εκτός από την Πειραϊκή και την Δραπετσώνα, που παρουσίαζε τα κυριότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα από την ταυτότητα του Πειραιά, που μέσα από αυτή έβλεπε κάποιος και το ποινικό μητρώο της πολιτείας του παλιού καιρού. Ποια ήταν η εικόνα του προπολεμικού Πειραιά; «Βλέπατε ναύτες μεθυσμένους και ξεμέθυστους, τύπους ζόρικους και μαχαιροβγάλτες, αγαπητικούς προστάτες και ψευτοπαλληκαράδες, χασικλήδες, λωποδύτες και διαρρήχτες, παπατζήδες κι’ απατεώνες, μανιταριτζήδες που ξελάφρωναν τα πορτοφόλια των μεταναστών με την πιο κουτή μέθοδο. Βλέπατε ταχυδακτυλουργούς και σαλτιμπάγκους, γόητες και αγύρτες να γιατρεύουν τα δόντια με σκόνη «Μικάδου», που πολλοί κατέβαιναν κι’ από την Αθήνα, υπαίθρια κουρεία και τηγανιτζίδικα, και σύννεφα από μύιγες, κι’ όλους τους τύπους που συναντάει κανείς στα μεγάλα λιμάνια. Κι’ ο Πειραιάς, ήταν από τότε ένα μεγάλο μεσογειακό λιμάνι, και τούτη η περιοχή του Β΄Αστυν. Τμήματος, που είχε ένα μεγάλο μερδικό από τα κατακάθια του υποκόσμου, είχε κι’ όλον τον πλούτο της πόλεως, όλο το χονδρικό, και σχεδόν όλο το λιανικό εμπόριο».
Από την πλατεία του Ηλεκτρικού ίσαμε την Ιπποδαμείας και την Μακράς Στοάς (Δ. Γούναρη), σε όλες τις παρόδους και σε κάθε μαγαζί σε κάθε πόρτα και ρολό βλέπατε κι από ένα δίτροχο καροτσάκι μέρα και νύχτα, από εκείνα που διακινούσαν τα εμπορεύματα τα χονδρομάγαζα. Τις νύχτες έμεναν αλυσοδεμένα σαν οδοφράγματα, κάνοντας τόπο για τα απόβλητα των μεθυσμένων και των ξεμέθυστων της νυχτερινής ζωής της πόλης. Όμως μέσα σε όλα τα παραπάνω, τον καιρό του ατμού φαίνονταν και οι μαύροι άνθρωποι της εργατιάς της δουλειάς και του μόχθου να ανηφορίζουν στις συνοικίες προερχόμενοι από τα καρβουνιάρικα.
Αυτά συνέβαιναν μέχρι της εμφάνιση της Αστυνομίας Πόλεων. Στο διάστημα του μεσοπολέμου όλα τα είχε σαρώσει. Εκτός από τους μαύρους ανθρώπους που σάρωσε το πετρέλαιο και οι «δηζελομηχανές» για τους υπόλοιπου τύπους και για όλες τις άλλες πληγές είχε φροντίσει η Αστυνομία. Ήταν η ειδυλλιακή εποχή της στον τομέα της Δημοσίας Ασφαλείας, με την ανάπτυξη των επιστημονικών και τεχνικών μεθόδων στην δίωξη των εγκλημάτων.
«Κι’ αυτή η συμβολή της αστυνομίας, στην πολιτιστική πρόοδο του Πειραιώς, με το κατακάθαρο λιμάνι του, που η ζωή βούϊζε σα μελίσσι, με τα ποντοπόρα πλευρισμένα στις προβλήτες, με τ’ ακτοπλοϊκά με την αναπτυγμένη δικτύωση και κίνηση λόγω χερσαίων ειδικών συνθηκών, και με τα μικρά του Αργοσαρωνικού που κάθε ώρα αυλάκωναν το λιμάνι και πόντιζαν μπροστά σ’ εκείνο το γραφικό «Ρολόϊ», όλ’ αυτά έδιναν όλο το ύφος του Πειραιώς του μεσοπολέμου. Ας προσθέσωμε μόνο πως, που και που, μαζί με τις σειρήνες των πλοίων, μπορούσατε ν’ ακούσετε και τις σειρήνες της πυροσβεστικής για κάποια πυρκαϊά, που μπορεί νάταν κι εμπρησμός».
Σε αυτήν την θεία αρμονία της ζωής και της ειρήνης, με την σχεδόν άπνοια στον τομέα της εγκληματικότητας σε αυτή την πόλη, καθώς πλησίαζε το σημαδιακό 1940 κάποια νέφη άρχισαν να συσσωρεύονται στους ελληνικούς ορίζοντες. Τότε, κάποιες άλλες αόρατες κι αλλόκοτες σειρήνες καλούσαν σε πρόβες τον άμαχο πληθυσμό, μ’ ένα ανατριχιαστικό πρόδρομο σύριγμα, για την θύελλα που έμελλε να ξεσπάσει.
Ώσπου, καθώς ήλθε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, νάσου μετά και τα ιταλικά αεροπλάνα στον πειραϊκό ουρανό. Λίγες βόμβες δώθε, κείθε, στην Πηγάδα, στην Τρούμπα, στα Ταμπούρια, λίγα θύματα από τον άμαχο πληθυσμό, κι έκλεισε κιόλας τούτη η σελίδα για τον Πειραιά από πλευρά ιταλικών φτερών.
Από τα πρώτα μελήματα του πολέμου, που ήθελαν άμεση λύση, ήταν η μεταστέγαση των υπηρεσιών του Β΄ Α.Τ. σε πιο κατάλληλο οίκημα, έτσι ώστε να πληροί κάποιους όρους ασφαλείας, όχι σαν την Καποδιστρίου που δεν είχε κανένα καταφύγιο κοντά και βρισκόταν δίπλα σε σταθερό στόχο, τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
Το πρόβλημα λύθηκε γρήγορα, το Τμήμα μεταφέρθηκε στους δυο πρώτους ορόφους του μεγάρου της Εμπορικής Τραπέζης, απέναντι, στην βορεινή πλευρά της Αγίας Τριάδος. Το κτήριο, πολύ γερής κατασκευής, διαμπερές προς την Τσαμαδού, διέθετε δαιδαλώδη καταφύγια στα υπόγεια του, μελετημένα και σχεδιασμένα από τον αρχιτέκτονα Κ. Κιτσίκη. Παρείχε ασφάλεια και άνεση στην λειτουργία της αστυνομίας.
«Ανάταση ψυχών και καρδιών συνείχε τον πληθυσμό της πολιτείας, σ’ όλο το διάστημα του Ιταλικού πολέμου, όπως στους πολέμους του ’12 και του ’13».
Ο Πειραιάς, σαν κόμβος που περνούσε όλο το στρατεύσιμο δυναμικό των νησιών και των Ελλήνων της διασποράς, ζούσε πάντα πολύ ζωηρά τους παλμούς του πολέμου. Έτσι πέρασε κι όλη η Μεραρχία Κρήτης με το πολεμικό υλικό της για να προωθηθεί στο μέτωπο. Η κίνηση ήταν αδιατάραχτη από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς εκτός από τον αρχικό και κάποιους κούφιους συναγερμούς χωρίς να εμφανίζονται αεροπλάνα. Το ίδιο ήρεμη ήταν και η διακίνηση τραυματιών καθώς τα νοσοκομειακά πλοία, υποχρεωμένα να ταξιδεύουν νύχτα για λόγους ασφαλείας, πλεύριζαν τις πρωινές ώρες στην προβλήτα της Τρούμπας. Σε τέτοια ατμόσφαιρα όλα έμοιαζαν με γιορτή, με την παρουσία επισήμων και υψηλών προσώπων που κατέβαιναν από την Αθήνα να τους υποδεχτούν, με κυρίες της ψυχαγωγίας που πρόσφεραν γλυκίσματα και αναψυκτικά. Σε μια περίπτωση συναγερμού, κάποια ημέρα κατά τις 10, ερήμωσαν οι δρόμοι και η παραλία ενώ οι τραυματίες λούφαξαν στα υποστρώματα του νοσοκομειακού περιμένοντας την όποια, μοιραία ίσως, εξέλιξη. Ευτυχώς δε έγινε τίποτα, άλλος ένας κούφιος συναγερμός δηλαδή. Φανταστείτε, μερικά πρόσωπα που δεν δέχτηκαν την προστασία της αστυνομίας και κυρίες της ψυχαγωγίας, «υπό συναγερμόν κάναν περίπατο στην Τρούμπα».
Μετά τους Ιταλούς, που σύμφωνα με την γνώμη του Χαϊδεμένου σεβάστηκαν φαίνεται, την κίνηση του λιμανιού και την διακίνηση μεγάλου στρατιωτικού και πολεμικού δυναμικού, ήλθε το κεφάλαιο των γερμανικών βομβαρδισμών, την μεγαλύτερη δοκιμασία που γνώρισε ο Πειραιάς. Η νύχτα της 6-7 Απριλίου 1941 ήταν νύχτα κολάσεως, πυρός και σιδήρου. «Η έκρηξη κάποιου πλοίου με πυρομαχικά στον προλιμένα, [εννοεί το Clan Fraiser] σφενδόνισε συντρίμματα από σίδερα και ξάρτια του καραβιού, ως πέρα στις συνοικίες, κι’ ίσαμε την κεντρική πλατεία, την Κoραή. Πυρκαγές άναψαν σε παραλιακά καταστήματα και σε κτήρια, και μεγάλες γλώσσες από φωτιές φώτιζαν το λιμάνι. Μαύρες τουλίπες καπνού σα μαύρα σύννεφα, κάλυψαν τον ουρανό, κι’ ένα σάβανο την τόσο ζωντανή πόλη. Οι εκρήξεις συνεχίζονταν ώρες πολλές, και με τη δόνηση, σπάζαν τζάμια και πόρτες και παράθυρα και πέφτανε κτίσματα παλιά και ετοιμόρροπα. Ο Πειραιάς κείνη τη νύχτα, ήταν με φλόγες ζωσμένος». Οι ανθρώπινες ζωές δεν ήταν τόσες πολλές, όσο οι υλικές καταστροφές. Κτήρια γκρεμισμένα, μαγαζιά σπασμένα, εμπορεύματα καμένα, όλα εκτεθειμένα στον δρόμο σε κλοπές, σε απώλειες, σε φθορές, σε αλλοιώσεις κι εκείνη η ζάχαρη η καμένη, από αυτόν ή από άλλο βομβαρδισμό, έδιναν μια εικόνα που οι ζημιές δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν. Η αστυνομία έτρεξε από τη πρώτη στιγμή, όπως η πυροσβεστική και το λιμενικό. Είχε καταργήσει κι εκείνο το τετράωρο αλλαγής που ήταν στηριγμένο σε προληπτικό σύστημα της υπηρεσίας. Περιέζωσε ολόκληρα τετράγωνα για να υποβοηθήσει το έργο της πυροσβεστικής και να κρατήσει τα πλήθη μακριά από την πυρίκαυστη ζώνη, όσα περίεργα άτομα δεν είχαν αρχίσει να παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα. Όταν καταλάγιασαν τα παραπάνω, κι έφυγε ο κόσμος, έμεινε η αστυνομία να φρουρεί την πόλη. «Και τη νύχτα, μετά την πρώτη νύχτα, βλέπατε μόνο αστυνομικούς, ν’ αργοπερπατάνε σα φαντάσματα, γύρω από τους σωρούς των ερειπίων. Και την ημέρα, μετά την έξοδο του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, μεγάλα ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, ξεσπάζανε στις σκάλες των αστυνομικών τμημάτων, καθώς οι μέτοικοι κατέβαιναν από την Αθήνα να φροντίσουν για τα μαγαζιά τους και για τα σπίτια τους, κι’ ύστερα για τα δελτία τροφίμων, για τις ταυτότητές τους, για τις δηλώσεις τους, για τ’ ακατοίκητα και τ’ ανασφάλιστα, και για καμμιά καταγγελία».
Ποτέ άλλοτε δεν γνώρισαν τα τμήματα αυτή την κοσμοσυρροή, δεν ασχολήθηκαν με τόσα πολλά ζητήματα της πόλης και των πολιτών. Ειδικά το Β΄ Α.Τ. είχε επιβαρυνθεί ικανό μέρος των ευθυνών και των υποχρεώσεων. «Κι’ ήταν αυτή η κίνηση των πολιτών στους κεντρικούς δρόμους, αλλόκοτη και βιαστική, από το φόβο κάποιου συναγερμού, που δεν αργεί κιόλας να σημάνη. Κι’ αρχίζει πάλι η ερήμωση μέσα σε λίγα λεφτά της ώρας, κι’ ύστερα μετά τη λήξη, πάλι η ίδια κίνηση στους δρόμους, η φευγαλέα και η βιαστική. Κι’ έτσι περνούσαν οι μέρες, με κάποια βόμβα δώθε, κείθε με το αντιαεροπορικό να βάλη, και με την αστυνομία πιασμένη από τα μαλλιά τι να πρωτοκάνη, γιατί από τη μια μέρα στην άλλη συσσωρεύονταν και περισσότερα προβλήματα». Ένα από αυτά ήταν οι στρατευμένοι νησιώτες που μετά την διάλυση του μετώπου άρχισαν να καταφτάνουν στον Πειραιά ταλαιπωρημένοι, προ πάντων πεινασμένοι περιμένοντας στα κράσπεδα του λιμανιού κανένα πλωτό μέσο να πάνε στον τόπο τους. Παράλληλα με τους πολεμιστές αυτούς η αστυνομία φρουρούσε τα ανασφάλιστα καταστήματα, καμένα και σπασμένα με εκτεθειμένα εμπορεύματα, οπότε είχε πέσει σε ένα μεγάλο πονοκέφαλο. Η καθημερινή πολεμική ζωή της πολιτείας άλλαξε, και φάνηκε σαν αντιπερισπασμός που έδωσε ανάσα στις υπηρεσίες, όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί από την Ρετσίνα, την Ιπποδαμείας και την Τροχιοδρόμων. Ήταν η λεηλασία στις αποθήκες που είχαν τα εφόδια της Αγγλικής Επιμελητείας.
Φτάσαμε στον απογευματινό βομβαρδισμό της 18 Απριλίου 1941. «Σ’ αυτόν τον βομβαρδισμό, έγινε ολοκαύτωμα και το θαλαμηγό «Ελλάς», ένα από τα καλύτερα της ακτοπλοΐας, την ώρα που, πλευρισμένο σε κάποια προβλήτα του Ο.Λ.Π., ήταν έτοιμο ν’ αναχωρήση μ’ επιβάτες στρατιωτικούς, κυβερνητικούς και ιδιώτες, που πήγαιναν στην Κρήτη». Οι φωτιές το περιζώσανε από την πρύμνη ως την πλώρη, τα θύματα καμένοι, σκοτωμένοι, πνιγμένοι, τραυματισμένοι πρέπει να ανήλθαν σε εκατοντάδες. Τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στο νοσοκομείο Σαπόρτα, το ένα πίσω από το άλλο. Ανάμεσά τους και το αυτοκίνητο του Β΄ Α.Τ., που μετέφερε τραυματίες, όπως δυο ηθοποιούς του θεάτρου που θα πήγαιναν κι αυτοί στην Κρήτη.
Έφτασε και η δραματική νύχτα της 21-22 Απριλίου. Όχι από άποψη θυμάτων όσο για την παρ’ ολίγο ύπαρξη πολλών θυμάτων. Το περιστατικό δεν είναι ευρέως γνωστό στους σημερινούς ερευνητές.
Δυο βόμβες, η μια στην ΒΔ και η άλλη στην Α. πλευρά, έπεσαν στο Μέγαρο της Εμπορικής Τραπέζης. Αποτέλεσμα, να φράξουν με συντρίμματα την είσοδο και την έξοδο των καταφυγίων όπου είχαν μπει λίγες εκατοντάδες πολιτών και περί τους εκατό αστυνομικούς. Ανάμεσα στα σημεία κρούσης των βομβών πάνω στο κτήριο βρισκόταν ένα φυλάκιο. Την ώρα εκείνη παρατηρητής ήταν ο αστυφύλακας Κεραμιδάς που παρά την δοκιμασία σώθηκε. Οι εγκλωβισμένοι στα καταφύγια δεν κατάλαβαν τι συνέβαινε έξω. Θα ήταν θανάσιμο αν το ήξεραν αφού λίγες μέρες πριν είχαν σημειωθεί θανατηφόρα κρούσματα από πανικό στα καταφύγια των αποθηκών του Παπαστράτου. Αβοήθητοι, μπορούσαν να πεθάνουν όλοι από ασφυξία. «Μετά τη λήξη του συναγερμού, ήταν αξιοσημείωτη, η τάξη που έβγαιναν ανεβαίνοντας μια κάθετη σιδερένια σκάλα, γαντζωμένη κάπου στο πεζοδρόμιο της Τσαμαδού, από το άλλο μέρος του οικοδομικού τετραγώνου, και από μια καταπακτή σκεπασμένη με μια λαμαρίνα στο πεζοδρόμιο που ξεσκεπάστηκε».
Αυτός ήταν ο τελευταίος βομβαρδισμός των Γερμανών και σε λίγες ημέρες, στις 27, μπήκανε στην πόλη κι άπλωσαν χάμω στην μεγάλη προβλήτα μια μεγάλη σημαία προς γνώση των φίλιων αεροπλάνων. «Κι’ από τότε, αρχίζει η πείνα, κι’ η φοβέρα, κι’ η σκλαβιά, κι’ ο Πειραιάς έγινε φρούριο Γερμανικό».
«Πέρασαν κοντά τρία χρόνια. Άλλα αεροπλάνα, συμμαχικά τούτη τη φορά, στις 11.1.44, μεσ’ το καταμεσήμερο, γαζωτά σκόρπισαν τη φωτιά και το σίδερο πάν’ απ’ την πόλη. Από το Κερατσίνι ως τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα και τη Κεντρική αγορά, κι’ ίσαμε την Τσαμαδού πάνω στο εστιατόριο Βίρβου κοντά στη πλατεία Κοραή, γεμάτο πελάτες. Τότε κατερειπώθη και ο περικαλλής ναός της Αγίας Τριάδος. Τα θύματα ήταν πολλά. Είχε και η αστυνομία τα θύματά της αν θυμάμαι καλά, σ’ αυτόν ή σε άλλο βομβαρδισμό. Τον αστυνόμο Λεβέντη Γ. τον υπαστυνόμο Κουφό Αθανάσιο, τον πρώην υπαστυνόμο Θωμάκο Λεωνίδα.
Τα περισσότερα όμως θύματα από μια βόμβα από τις πολλές, ήταν στο υποστυλωμένο ισόγειο καταφύγιο της ηλεκτρικής εταιρείας, που είχαν καταφύγει υπερεκατό μαθήτριες της παιδαγωγικής ακαδημίας. Θάφτηκαν κάτω από τα συντρίμματα δύο υπερκειμένων ορόφων. Μέρες πολλές τα συνεργία εκταφής εργάζονταν στο κατερειπωμένο κτίριο, ακόμα και μια μέρα που, ο Πειραιάς ξύπνησε κάτασπρος, στρωμένος από χιόνια».
ΣΧΟΛΙΑ
*Να δείτε επίσης τα άρθρα μου:
Ήξερα το όνομα του Ηλία Χαϊδεμένου, ότι υπήρξε πρώην Αστυνομικός Διευθυντής Α΄. Ότι στα 1962 είχε αφιερώσει το βιβλίο του ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, σελ. 48, «Στην πόλι του Πειραιώς, που μου έδωσε μια θέσι στα σχολικά της θρανία και την υπηρέτησα από μια σκοπιά, του υπεραξίου Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων».
Αργότερα τον βρήκα να συνεργάζεται με τα ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. [Στο όνομα Ηλία Χ. Χαϊδεμένου γνωρίζω επίσης τα βιβλία: «Ο Γολγοθάς ενός λαού» 1980 και «Η άγνωστη Μάνη» 1984]
Σε ένα σύντομο άρθρο του στο διπλό τεύχος 478 - 479 Μαρτίου - Απριλίου 1976 (σελ. 262-265 και 269) με τίτλο «Οι βομβαρδισμοί του Πειραιώς και η Αστυνομία» αναφέρθηκε σε γεγονότα που έζησε ή άκουσε αργότερα κι έκανε τους προσωπικούς συνειρμούς του. Από αυτό αντλώ και συμπληρώνω τα παρακάτω.
Οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 εξακολουθώντας να βομβαρδίζουν θέσεις που θεωρούσαν ότι θα σταθούν εμπόδιο.
«Έτσι, δεν σταμάτησαν να βομβαρδίζουν και τον Πειραιά ίσαμε τα τέλη Απριλίου που μπήκαν στην πόλη. Η πόλις του Πειραιώς, λόγω λιμένος, είχε καταστεί ένας από τους κυριώτερους στόχους, αλλά, και από τον ίδιο λόγο, μετά την κατάληψη, είχε καταστεί κέντρο στρατηγικό για την περαιτέρω διεξαγωγή του πολέμου στην Κρήτη και στην Αφρική, αλλά και κέντρο διαμετακομιστικό υλικών και εφοδίων.
Την στρατηγική αυτή σημασία του Πειραιώς για τους Γερμανούς, τη γνώριζαν βέβαια τα συμμαχικά επιτελεία, όμως, είναι ν’ απορή κανείς, γιατί μ’ όλο που άργησαν να τους επισκεφθούν στο φρούριο του Πειραιώς, σαν τους επισκέφθησαν στις 11.1.44, δεν άφησαν το επισκεπτήριό τους σε Γερμανικές εγκαταστάσεις και σε κάποιους στόχους, αλλά στην ίδια την πόλη. Κι’ έτσι, που, αυτός ο ένας συμμαχικός βομβαρδισμός, προξένησε τόσα πολλά θύματα στον άμαχο πληθυσμό, όσα νομίζω, δεν είχαν προξενήσει όλοι οι απριλιανοί του’41 Γερμανικοί βομβαρδισμοί».
Η συμμαχική επιδρομή στον Πειραιά θυμίζει λίγο, χωρίς να συγκρίνεται, με το ολοκαύτωμα της Δρέσδης που ο όλεθρος πλησιάζει εκείνον της Χιροσίμα. «Και η πόλις του Πειραιώς στις 11.1.1944 υπήρξε σμικρογραφία ολέθρου».
Την εποχή εκείνη είχαν διαταχθεί όλες οι υπηρεσίες να κρατούν εμπιστευτικό πολεμικό ημερολόγιο, εκείνο που συνέταξε η αστυνομία του Β΄ τμήματος χάθηκε «σε επιτυχή» γερμανικό βομβαρδισμό. Έτσι ο Χαϊδεμένος γράφει τις αναμνήσεις του στηριζόμενος επίσης σε σημειώσεις κι αναφορές. Υπηρετούσε στην Αστυνομική Διεύθυνση, την ημέρα της κήρυξης του πολέμου ήταν διοικητής στο Β΄ Α.Τ.
Το τμήμα στεγαζόταν στην οδό Καποδιστρίου, πολύ κοντά στον Ηλεκτρικό Σταθμό.
Η περιφέρεια δράσης του ήταν από τις αντίστοιχες γραμμές του τρένου, μέχρι το Γηροκομείο, τα Κρητικά, την Τερψιθέα και την Τρούμπα με τις παρόδους της καθώς και την Ακτή Τζελέπη που ήταν και τα Λεμονάδικα «κι’ η Λαχαναγορά που κάηκε, σε μια ευεργετική πυρκαϊά, ένα δυο χρόνια πριν από το πόλεμο». Κάλυπτε δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης, εκτός από την Πειραϊκή και την Δραπετσώνα, που παρουσίαζε τα κυριότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα από την ταυτότητα του Πειραιά, που μέσα από αυτή έβλεπε κάποιος και το ποινικό μητρώο της πολιτείας του παλιού καιρού. Ποια ήταν η εικόνα του προπολεμικού Πειραιά; «Βλέπατε ναύτες μεθυσμένους και ξεμέθυστους, τύπους ζόρικους και μαχαιροβγάλτες, αγαπητικούς προστάτες και ψευτοπαλληκαράδες, χασικλήδες, λωποδύτες και διαρρήχτες, παπατζήδες κι’ απατεώνες, μανιταριτζήδες που ξελάφρωναν τα πορτοφόλια των μεταναστών με την πιο κουτή μέθοδο. Βλέπατε ταχυδακτυλουργούς και σαλτιμπάγκους, γόητες και αγύρτες να γιατρεύουν τα δόντια με σκόνη «Μικάδου», που πολλοί κατέβαιναν κι’ από την Αθήνα, υπαίθρια κουρεία και τηγανιτζίδικα, και σύννεφα από μύιγες, κι’ όλους τους τύπους που συναντάει κανείς στα μεγάλα λιμάνια. Κι’ ο Πειραιάς, ήταν από τότε ένα μεγάλο μεσογειακό λιμάνι, και τούτη η περιοχή του Β΄Αστυν. Τμήματος, που είχε ένα μεγάλο μερδικό από τα κατακάθια του υποκόσμου, είχε κι’ όλον τον πλούτο της πόλεως, όλο το χονδρικό, και σχεδόν όλο το λιανικό εμπόριο».
Από την πλατεία του Ηλεκτρικού ίσαμε την Ιπποδαμείας και την Μακράς Στοάς (Δ. Γούναρη), σε όλες τις παρόδους και σε κάθε μαγαζί σε κάθε πόρτα και ρολό βλέπατε κι από ένα δίτροχο καροτσάκι μέρα και νύχτα, από εκείνα που διακινούσαν τα εμπορεύματα τα χονδρομάγαζα. Τις νύχτες έμεναν αλυσοδεμένα σαν οδοφράγματα, κάνοντας τόπο για τα απόβλητα των μεθυσμένων και των ξεμέθυστων της νυχτερινής ζωής της πόλης. Όμως μέσα σε όλα τα παραπάνω, τον καιρό του ατμού φαίνονταν και οι μαύροι άνθρωποι της εργατιάς της δουλειάς και του μόχθου να ανηφορίζουν στις συνοικίες προερχόμενοι από τα καρβουνιάρικα.
Αυτά συνέβαιναν μέχρι της εμφάνιση της Αστυνομίας Πόλεων. Στο διάστημα του μεσοπολέμου όλα τα είχε σαρώσει. Εκτός από τους μαύρους ανθρώπους που σάρωσε το πετρέλαιο και οι «δηζελομηχανές» για τους υπόλοιπου τύπους και για όλες τις άλλες πληγές είχε φροντίσει η Αστυνομία. Ήταν η ειδυλλιακή εποχή της στον τομέα της Δημοσίας Ασφαλείας, με την ανάπτυξη των επιστημονικών και τεχνικών μεθόδων στην δίωξη των εγκλημάτων.
«Κι’ αυτή η συμβολή της αστυνομίας, στην πολιτιστική πρόοδο του Πειραιώς, με το κατακάθαρο λιμάνι του, που η ζωή βούϊζε σα μελίσσι, με τα ποντοπόρα πλευρισμένα στις προβλήτες, με τ’ ακτοπλοϊκά με την αναπτυγμένη δικτύωση και κίνηση λόγω χερσαίων ειδικών συνθηκών, και με τα μικρά του Αργοσαρωνικού που κάθε ώρα αυλάκωναν το λιμάνι και πόντιζαν μπροστά σ’ εκείνο το γραφικό «Ρολόϊ», όλ’ αυτά έδιναν όλο το ύφος του Πειραιώς του μεσοπολέμου. Ας προσθέσωμε μόνο πως, που και που, μαζί με τις σειρήνες των πλοίων, μπορούσατε ν’ ακούσετε και τις σειρήνες της πυροσβεστικής για κάποια πυρκαϊά, που μπορεί νάταν κι εμπρησμός».
Σε αυτήν την θεία αρμονία της ζωής και της ειρήνης, με την σχεδόν άπνοια στον τομέα της εγκληματικότητας σε αυτή την πόλη, καθώς πλησίαζε το σημαδιακό 1940 κάποια νέφη άρχισαν να συσσωρεύονται στους ελληνικούς ορίζοντες. Τότε, κάποιες άλλες αόρατες κι αλλόκοτες σειρήνες καλούσαν σε πρόβες τον άμαχο πληθυσμό, μ’ ένα ανατριχιαστικό πρόδρομο σύριγμα, για την θύελλα που έμελλε να ξεσπάσει.
Ώσπου, καθώς ήλθε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, νάσου μετά και τα ιταλικά αεροπλάνα στον πειραϊκό ουρανό. Λίγες βόμβες δώθε, κείθε, στην Πηγάδα, στην Τρούμπα, στα Ταμπούρια, λίγα θύματα από τον άμαχο πληθυσμό, κι έκλεισε κιόλας τούτη η σελίδα για τον Πειραιά από πλευρά ιταλικών φτερών.
Από τα πρώτα μελήματα του πολέμου, που ήθελαν άμεση λύση, ήταν η μεταστέγαση των υπηρεσιών του Β΄ Α.Τ. σε πιο κατάλληλο οίκημα, έτσι ώστε να πληροί κάποιους όρους ασφαλείας, όχι σαν την Καποδιστρίου που δεν είχε κανένα καταφύγιο κοντά και βρισκόταν δίπλα σε σταθερό στόχο, τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
Το πρόβλημα λύθηκε γρήγορα, το Τμήμα μεταφέρθηκε στους δυο πρώτους ορόφους του μεγάρου της Εμπορικής Τραπέζης, απέναντι, στην βορεινή πλευρά της Αγίας Τριάδος. Το κτήριο, πολύ γερής κατασκευής, διαμπερές προς την Τσαμαδού, διέθετε δαιδαλώδη καταφύγια στα υπόγεια του, μελετημένα και σχεδιασμένα από τον αρχιτέκτονα Κ. Κιτσίκη. Παρείχε ασφάλεια και άνεση στην λειτουργία της αστυνομίας.
«Ανάταση ψυχών και καρδιών συνείχε τον πληθυσμό της πολιτείας, σ’ όλο το διάστημα του Ιταλικού πολέμου, όπως στους πολέμους του ’12 και του ’13».
Ο Πειραιάς, σαν κόμβος που περνούσε όλο το στρατεύσιμο δυναμικό των νησιών και των Ελλήνων της διασποράς, ζούσε πάντα πολύ ζωηρά τους παλμούς του πολέμου. Έτσι πέρασε κι όλη η Μεραρχία Κρήτης με το πολεμικό υλικό της για να προωθηθεί στο μέτωπο. Η κίνηση ήταν αδιατάραχτη από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς εκτός από τον αρχικό και κάποιους κούφιους συναγερμούς χωρίς να εμφανίζονται αεροπλάνα. Το ίδιο ήρεμη ήταν και η διακίνηση τραυματιών καθώς τα νοσοκομειακά πλοία, υποχρεωμένα να ταξιδεύουν νύχτα για λόγους ασφαλείας, πλεύριζαν τις πρωινές ώρες στην προβλήτα της Τρούμπας. Σε τέτοια ατμόσφαιρα όλα έμοιαζαν με γιορτή, με την παρουσία επισήμων και υψηλών προσώπων που κατέβαιναν από την Αθήνα να τους υποδεχτούν, με κυρίες της ψυχαγωγίας που πρόσφεραν γλυκίσματα και αναψυκτικά. Σε μια περίπτωση συναγερμού, κάποια ημέρα κατά τις 10, ερήμωσαν οι δρόμοι και η παραλία ενώ οι τραυματίες λούφαξαν στα υποστρώματα του νοσοκομειακού περιμένοντας την όποια, μοιραία ίσως, εξέλιξη. Ευτυχώς δε έγινε τίποτα, άλλος ένας κούφιος συναγερμός δηλαδή. Φανταστείτε, μερικά πρόσωπα που δεν δέχτηκαν την προστασία της αστυνομίας και κυρίες της ψυχαγωγίας, «υπό συναγερμόν κάναν περίπατο στην Τρούμπα».
Μετά τους Ιταλούς, που σύμφωνα με την γνώμη του Χαϊδεμένου σεβάστηκαν φαίνεται, την κίνηση του λιμανιού και την διακίνηση μεγάλου στρατιωτικού και πολεμικού δυναμικού, ήλθε το κεφάλαιο των γερμανικών βομβαρδισμών, την μεγαλύτερη δοκιμασία που γνώρισε ο Πειραιάς. Η νύχτα της 6-7 Απριλίου 1941 ήταν νύχτα κολάσεως, πυρός και σιδήρου. «Η έκρηξη κάποιου πλοίου με πυρομαχικά στον προλιμένα, [εννοεί το Clan Fraiser] σφενδόνισε συντρίμματα από σίδερα και ξάρτια του καραβιού, ως πέρα στις συνοικίες, κι’ ίσαμε την κεντρική πλατεία, την Κoραή. Πυρκαγές άναψαν σε παραλιακά καταστήματα και σε κτήρια, και μεγάλες γλώσσες από φωτιές φώτιζαν το λιμάνι. Μαύρες τουλίπες καπνού σα μαύρα σύννεφα, κάλυψαν τον ουρανό, κι’ ένα σάβανο την τόσο ζωντανή πόλη. Οι εκρήξεις συνεχίζονταν ώρες πολλές, και με τη δόνηση, σπάζαν τζάμια και πόρτες και παράθυρα και πέφτανε κτίσματα παλιά και ετοιμόρροπα. Ο Πειραιάς κείνη τη νύχτα, ήταν με φλόγες ζωσμένος». Οι ανθρώπινες ζωές δεν ήταν τόσες πολλές, όσο οι υλικές καταστροφές. Κτήρια γκρεμισμένα, μαγαζιά σπασμένα, εμπορεύματα καμένα, όλα εκτεθειμένα στον δρόμο σε κλοπές, σε απώλειες, σε φθορές, σε αλλοιώσεις κι εκείνη η ζάχαρη η καμένη, από αυτόν ή από άλλο βομβαρδισμό, έδιναν μια εικόνα που οι ζημιές δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν. Η αστυνομία έτρεξε από τη πρώτη στιγμή, όπως η πυροσβεστική και το λιμενικό. Είχε καταργήσει κι εκείνο το τετράωρο αλλαγής που ήταν στηριγμένο σε προληπτικό σύστημα της υπηρεσίας. Περιέζωσε ολόκληρα τετράγωνα για να υποβοηθήσει το έργο της πυροσβεστικής και να κρατήσει τα πλήθη μακριά από την πυρίκαυστη ζώνη, όσα περίεργα άτομα δεν είχαν αρχίσει να παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα. Όταν καταλάγιασαν τα παραπάνω, κι έφυγε ο κόσμος, έμεινε η αστυνομία να φρουρεί την πόλη. «Και τη νύχτα, μετά την πρώτη νύχτα, βλέπατε μόνο αστυνομικούς, ν’ αργοπερπατάνε σα φαντάσματα, γύρω από τους σωρούς των ερειπίων. Και την ημέρα, μετά την έξοδο του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, μεγάλα ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, ξεσπάζανε στις σκάλες των αστυνομικών τμημάτων, καθώς οι μέτοικοι κατέβαιναν από την Αθήνα να φροντίσουν για τα μαγαζιά τους και για τα σπίτια τους, κι’ ύστερα για τα δελτία τροφίμων, για τις ταυτότητές τους, για τις δηλώσεις τους, για τ’ ακατοίκητα και τ’ ανασφάλιστα, και για καμμιά καταγγελία».
Ποτέ άλλοτε δεν γνώρισαν τα τμήματα αυτή την κοσμοσυρροή, δεν ασχολήθηκαν με τόσα πολλά ζητήματα της πόλης και των πολιτών. Ειδικά το Β΄ Α.Τ. είχε επιβαρυνθεί ικανό μέρος των ευθυνών και των υποχρεώσεων. «Κι’ ήταν αυτή η κίνηση των πολιτών στους κεντρικούς δρόμους, αλλόκοτη και βιαστική, από το φόβο κάποιου συναγερμού, που δεν αργεί κιόλας να σημάνη. Κι’ αρχίζει πάλι η ερήμωση μέσα σε λίγα λεφτά της ώρας, κι’ ύστερα μετά τη λήξη, πάλι η ίδια κίνηση στους δρόμους, η φευγαλέα και η βιαστική. Κι’ έτσι περνούσαν οι μέρες, με κάποια βόμβα δώθε, κείθε με το αντιαεροπορικό να βάλη, και με την αστυνομία πιασμένη από τα μαλλιά τι να πρωτοκάνη, γιατί από τη μια μέρα στην άλλη συσσωρεύονταν και περισσότερα προβλήματα». Ένα από αυτά ήταν οι στρατευμένοι νησιώτες που μετά την διάλυση του μετώπου άρχισαν να καταφτάνουν στον Πειραιά ταλαιπωρημένοι, προ πάντων πεινασμένοι περιμένοντας στα κράσπεδα του λιμανιού κανένα πλωτό μέσο να πάνε στον τόπο τους. Παράλληλα με τους πολεμιστές αυτούς η αστυνομία φρουρούσε τα ανασφάλιστα καταστήματα, καμένα και σπασμένα με εκτεθειμένα εμπορεύματα, οπότε είχε πέσει σε ένα μεγάλο πονοκέφαλο. Η καθημερινή πολεμική ζωή της πολιτείας άλλαξε, και φάνηκε σαν αντιπερισπασμός που έδωσε ανάσα στις υπηρεσίες, όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί από την Ρετσίνα, την Ιπποδαμείας και την Τροχιοδρόμων. Ήταν η λεηλασία στις αποθήκες που είχαν τα εφόδια της Αγγλικής Επιμελητείας.
Φτάσαμε στον απογευματινό βομβαρδισμό της 18 Απριλίου 1941. «Σ’ αυτόν τον βομβαρδισμό, έγινε ολοκαύτωμα και το θαλαμηγό «Ελλάς», ένα από τα καλύτερα της ακτοπλοΐας, την ώρα που, πλευρισμένο σε κάποια προβλήτα του Ο.Λ.Π., ήταν έτοιμο ν’ αναχωρήση μ’ επιβάτες στρατιωτικούς, κυβερνητικούς και ιδιώτες, που πήγαιναν στην Κρήτη». Οι φωτιές το περιζώσανε από την πρύμνη ως την πλώρη, τα θύματα καμένοι, σκοτωμένοι, πνιγμένοι, τραυματισμένοι πρέπει να ανήλθαν σε εκατοντάδες. Τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στο νοσοκομείο Σαπόρτα, το ένα πίσω από το άλλο. Ανάμεσά τους και το αυτοκίνητο του Β΄ Α.Τ., που μετέφερε τραυματίες, όπως δυο ηθοποιούς του θεάτρου που θα πήγαιναν κι αυτοί στην Κρήτη.
Έφτασε και η δραματική νύχτα της 21-22 Απριλίου. Όχι από άποψη θυμάτων όσο για την παρ’ ολίγο ύπαρξη πολλών θυμάτων. Το περιστατικό δεν είναι ευρέως γνωστό στους σημερινούς ερευνητές.
Δυο βόμβες, η μια στην ΒΔ και η άλλη στην Α. πλευρά, έπεσαν στο Μέγαρο της Εμπορικής Τραπέζης. Αποτέλεσμα, να φράξουν με συντρίμματα την είσοδο και την έξοδο των καταφυγίων όπου είχαν μπει λίγες εκατοντάδες πολιτών και περί τους εκατό αστυνομικούς. Ανάμεσα στα σημεία κρούσης των βομβών πάνω στο κτήριο βρισκόταν ένα φυλάκιο. Την ώρα εκείνη παρατηρητής ήταν ο αστυφύλακας Κεραμιδάς που παρά την δοκιμασία σώθηκε. Οι εγκλωβισμένοι στα καταφύγια δεν κατάλαβαν τι συνέβαινε έξω. Θα ήταν θανάσιμο αν το ήξεραν αφού λίγες μέρες πριν είχαν σημειωθεί θανατηφόρα κρούσματα από πανικό στα καταφύγια των αποθηκών του Παπαστράτου. Αβοήθητοι, μπορούσαν να πεθάνουν όλοι από ασφυξία. «Μετά τη λήξη του συναγερμού, ήταν αξιοσημείωτη, η τάξη που έβγαιναν ανεβαίνοντας μια κάθετη σιδερένια σκάλα, γαντζωμένη κάπου στο πεζοδρόμιο της Τσαμαδού, από το άλλο μέρος του οικοδομικού τετραγώνου, και από μια καταπακτή σκεπασμένη με μια λαμαρίνα στο πεζοδρόμιο που ξεσκεπάστηκε».
Αυτός ήταν ο τελευταίος βομβαρδισμός των Γερμανών και σε λίγες ημέρες, στις 27, μπήκανε στην πόλη κι άπλωσαν χάμω στην μεγάλη προβλήτα μια μεγάλη σημαία προς γνώση των φίλιων αεροπλάνων. «Κι’ από τότε, αρχίζει η πείνα, κι’ η φοβέρα, κι’ η σκλαβιά, κι’ ο Πειραιάς έγινε φρούριο Γερμανικό».
«Πέρασαν κοντά τρία χρόνια. Άλλα αεροπλάνα, συμμαχικά τούτη τη φορά, στις 11.1.44, μεσ’ το καταμεσήμερο, γαζωτά σκόρπισαν τη φωτιά και το σίδερο πάν’ απ’ την πόλη. Από το Κερατσίνι ως τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα και τη Κεντρική αγορά, κι’ ίσαμε την Τσαμαδού πάνω στο εστιατόριο Βίρβου κοντά στη πλατεία Κοραή, γεμάτο πελάτες. Τότε κατερειπώθη και ο περικαλλής ναός της Αγίας Τριάδος. Τα θύματα ήταν πολλά. Είχε και η αστυνομία τα θύματά της αν θυμάμαι καλά, σ’ αυτόν ή σε άλλο βομβαρδισμό. Τον αστυνόμο Λεβέντη Γ. τον υπαστυνόμο Κουφό Αθανάσιο, τον πρώην υπαστυνόμο Θωμάκο Λεωνίδα.
Τα περισσότερα όμως θύματα από μια βόμβα από τις πολλές, ήταν στο υποστυλωμένο ισόγειο καταφύγιο της ηλεκτρικής εταιρείας, που είχαν καταφύγει υπερεκατό μαθήτριες της παιδαγωγικής ακαδημίας. Θάφτηκαν κάτω από τα συντρίμματα δύο υπερκειμένων ορόφων. Μέρες πολλές τα συνεργία εκταφής εργάζονταν στο κατερειπωμένο κτίριο, ακόμα και μια μέρα που, ο Πειραιάς ξύπνησε κάτασπρος, στρωμένος από χιόνια».
ΣΧΟΛΙΑ
*Να δείτε επίσης τα άρθρα μου:
Βιβλία και πληροφορίες για την δράση της Αστυνομίας Πόλεων στον Πειραιά στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της.
*«Ηλία Χαϊδεμένου. Χρονικό του Πειραιώς. Αθήναι 1962». Διαστάσεις 21Χ13,9 σελίδες 48. Το βιβλίο πραγματεύεται την κατάσταση στον Πειραιά με τους βομβαρδισμούς και την κατοχή, παρεμβάλλει θέματα έμμεσου ενδιαφέροντος, επικεντρώνεται στην ανεπάρκεια των τροφίμων, στην πείνα, στην μαύρη αγορά, ενώ συνδέει διάφορα γεγονότα με την δράση της τοπικής αστυνομίας. Το πρώτο κεφάλαιο Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ είναι η πηγή που επαναχρησιμοποιεί ο Χαϊδεμένος για να ξετυλίξει το άρθρο του στα ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.
Το Χρονικό του Πειραιώς γράφτηκε μετά την έκδοση του Λευκώματος για τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων. [Τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων.{Αρχηγείον Αστυνομίας Πόλεων. 1921-1961. Το παρόν λεύκωμα εξεδόθη δαπάναις του περιοδικού «Αστυνομικά Χρονικά» και θέλει διατεθή δωρεάν εις τους συνδρομητάς της}. Σελ. 184]
*Από στοιχεία που έχω συγκεντρώσει, στον Πειραιά η Αστυνομία λίγο πριν την κατοχή στεγαζόταν:
Η Αστυνομική Διεύθυνση ήταν στην Καραΐσκου 117.
Το Τμήμα Γενικής Ασφαλείας, Αλκιβιάδου 118.
Α΄Α.Τ. Βασιλέως Κωνσταντίνου 103.
Β΄Α.Τ. Καποδιστρίου 9γ.
Γ΄ Α.Τ. Ασκληπιού και Στενημάχου.
Δ΄ Α.Τ. Μανούσου Κούνδουρου 1.
Ε΄Α.Τ. Βοσπόρου, Νέα Κοκκινιά.
ΣΤ΄ Α.Τ. Ταμπούρια.
Ζ΄ Α.Τ. Αθ. Σιώκου Ν. Φάληρο.
Η΄Α.Τ. Βασιλικών και Υμηττού, Καμίνια.
Θ΄ Α.Τ. Δραπετσώνα.
Ο Αγορανομικός Σταθμός, στην Κεντρική Αγορά.
Το Τμήμα Αγορανομίας, Κουντουριώτου 130.
Τμήμα Τροχαίας Κινήσεως, Σαχτούρη 5.
Τμήμα Μεταγωγών, Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας (Γρ. Λαμπράκη) 79.
Η Διοίκηση της Χωροφυλακής ήταν στην Υψηλάντου 130.
*Η Εμπορική Τράπεζα προέρχεται από την Τράπεζα του Γρηγορίου Εμπεδοκλέους. Στα 1907 μετονομάστηκε σε Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. Το πρώτο κατάστημά της στον Πειραιά ήταν στην Λεωφόρο Μιαούλη (1908). Όταν στα 1918 αγόρασε το εκεί κτήμα Παπαλεονάρδου μεταφέρθηκε στην οδό Ομήρου 14 [Ομήρου 20 στα 1932], η οποία άλλαξε σε Ιωάννου Δροσοπούλου 15 και ύστερα Μακράς Στοάς 15. Οι παλαιότεροι θυμούνται την ψηλά στημένη επιγραφή στα γαλλικά: BANQUE COMMERCIALE DE GRECE. Προπολεμικά [1939] είχε και υποκατάστημα στην Δημητρίου Γούναρη 3 [Μακράς Στοάς 62 στα 1932]. Αφού μεταβιβάστηκε σταδιακά το μετοχικό κεφάλαιο του Ομίλου της στην γαλλική Credit Agricole η τελευταία την ενσωμάτωσε στην Alpha Bank το 2012/13. Η Alpha χρησιμοποίησε λίγα χρόνια το κτήριο και μετά το έκλεισε. Τέλος πουλήθηκε σε ξένη εταιρεία (fund από το Ισραήλ κλπ), είναι κενό και ενοικιάζεται...
Πολλές αίθουσές του διατέθηκαν για άλλες χρήσεις. Στους πάνω ορόφους του λειτούργησαν τα γραφεία του Ο.Λ.Π. (1948-1955) και αργότερα επί Παύλου Ντεντιδάκη (1959-1964) για κάποια χρόνια (έως το 1968) κεντρικές υπηρεσίες του Δήμου Πειραιώς. Στα τέλη 2019 ο Δήμος Πειραιά σκέφτηκε να ενοικιάσει μέρος του μεγάρου με σκοπό να μεταφέρει εκεί ξανά κάποια δημοτικά τμήματα (Κ.Ε.Π.).
*Στο περιοδικό απανθίζονται σε άρθρο και κάποια συμβάντα του 1895 με τίτλο «Αστυνομικά αμίμητα στην παλιά Αθήνα». Εκεί διάβασα για την μεγάλη πυρκαγιά στον ατμόμυλο του Παναγιωτόπουλου στην οδό Πλούτωνος (Τρίτη 28 και Τετάρτη 29 Μαρτίου {9.4 και 10.4} 1895). Βοήθησαν Ρώσοι και Έλληνες ναύτες, πυροσβέστες ενώ οι αστυνομικοί απομάκρυναν τα πλήθη…
Επίσης για το ελεεινό θέαμα που παρουσίαζε από πολλές ημέρες η οδός στον λιμένα Αλών «όπου κείνται τα λεμονοπωλεία» (Κυριακή 9 {21} Απριλίου 1895). «Άνθρωποι της χειροτέρας υποστάθμης, άγνωστον υπό τινων υποκινούμενοι προς βλάβην των πέριξ οινοπωλών και καφεπωλών, ρίπτουσι επί των διαβατών λεμόνια σάπια εις τοιούτον σημείον, ώστε η οδός έγεινε αδιάβατος πλέον. Χάριν της τάξεως συνιστώμεν εις τον αστυνόμον να σωφρονίση τους ταραξίας τους υποκινούντας αυτούς πριν συμβώσι ταραχαί εκ του ερεθισμού των πέριξ της οδού καταστηματαρχών».
Τρίτη 4 {16} Ιουλίου 1895. Στην έκθεση που έγινε ύστερα από επιθεώρηση των ξενοδοχείων στο Παλαιό και Νέο Φάληρο, το Μέγα Ξενοδοχείο Κακουριώτου και το ξενοδοχείο Στ. Στυλιανού (οικία Κεχαγιά) στο Νέο Φάληρο βρέθηκαν άμεμπτα από πάσα άποψη. Όμως στο εστιατόριο του Γ. Τσελεμεντέ το μαγειρείο βρέθηκε «εν ρυπαρότητι και αταξία».
*Ένα εμπεριστατωμένο κείμενο του Δ. Σ. Σούτσου (σελ. 292-293 και 300) για την θρακιώτισσα ηρωίδα Δόμνα Βισβίζη (1783-1850, πέθανε στην πόλη μας) θυμίζει μια πρόσφατη παρουσίασή της σε πειραιώτικη εφημερίδα που πέρασε και στο διαδίκτυο.
*Τέλος στις επιτυχίες των υπηρεσιών ασφαλείας αναφέρονται λίγα περιστατικά που καταγράφηκαν στον Πειραιά το 1976.
*«Ηλία Χαϊδεμένου. Χρονικό του Πειραιώς. Αθήναι 1962». Διαστάσεις 21Χ13,9 σελίδες 48. Το βιβλίο πραγματεύεται την κατάσταση στον Πειραιά με τους βομβαρδισμούς και την κατοχή, παρεμβάλλει θέματα έμμεσου ενδιαφέροντος, επικεντρώνεται στην ανεπάρκεια των τροφίμων, στην πείνα, στην μαύρη αγορά, ενώ συνδέει διάφορα γεγονότα με την δράση της τοπικής αστυνομίας. Το πρώτο κεφάλαιο Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ είναι η πηγή που επαναχρησιμοποιεί ο Χαϊδεμένος για να ξετυλίξει το άρθρο του στα ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.
Το Χρονικό του Πειραιώς γράφτηκε μετά την έκδοση του Λευκώματος για τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων. [Τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων.{Αρχηγείον Αστυνομίας Πόλεων. 1921-1961. Το παρόν λεύκωμα εξεδόθη δαπάναις του περιοδικού «Αστυνομικά Χρονικά» και θέλει διατεθή δωρεάν εις τους συνδρομητάς της}. Σελ. 184]
*Από στοιχεία που έχω συγκεντρώσει, στον Πειραιά η Αστυνομία λίγο πριν την κατοχή στεγαζόταν:
Η Αστυνομική Διεύθυνση ήταν στην Καραΐσκου 117.
Το Τμήμα Γενικής Ασφαλείας, Αλκιβιάδου 118.
Α΄Α.Τ. Βασιλέως Κωνσταντίνου 103.
Β΄Α.Τ. Καποδιστρίου 9γ.
Γ΄ Α.Τ. Ασκληπιού και Στενημάχου.
Δ΄ Α.Τ. Μανούσου Κούνδουρου 1.
Ε΄Α.Τ. Βοσπόρου, Νέα Κοκκινιά.
ΣΤ΄ Α.Τ. Ταμπούρια.
Ζ΄ Α.Τ. Αθ. Σιώκου Ν. Φάληρο.
Η΄Α.Τ. Βασιλικών και Υμηττού, Καμίνια.
Θ΄ Α.Τ. Δραπετσώνα.
Ο Αγορανομικός Σταθμός, στην Κεντρική Αγορά.
Το Τμήμα Αγορανομίας, Κουντουριώτου 130.
Τμήμα Τροχαίας Κινήσεως, Σαχτούρη 5.
Τμήμα Μεταγωγών, Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας (Γρ. Λαμπράκη) 79.
Η Διοίκηση της Χωροφυλακής ήταν στην Υψηλάντου 130.
*Η Εμπορική Τράπεζα προέρχεται από την Τράπεζα του Γρηγορίου Εμπεδοκλέους. Στα 1907 μετονομάστηκε σε Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. Το πρώτο κατάστημά της στον Πειραιά ήταν στην Λεωφόρο Μιαούλη (1908). Όταν στα 1918 αγόρασε το εκεί κτήμα Παπαλεονάρδου μεταφέρθηκε στην οδό Ομήρου 14 [Ομήρου 20 στα 1932], η οποία άλλαξε σε Ιωάννου Δροσοπούλου 15 και ύστερα Μακράς Στοάς 15. Οι παλαιότεροι θυμούνται την ψηλά στημένη επιγραφή στα γαλλικά: BANQUE COMMERCIALE DE GRECE. Προπολεμικά [1939] είχε και υποκατάστημα στην Δημητρίου Γούναρη 3 [Μακράς Στοάς 62 στα 1932]. Αφού μεταβιβάστηκε σταδιακά το μετοχικό κεφάλαιο του Ομίλου της στην γαλλική Credit Agricole η τελευταία την ενσωμάτωσε στην Alpha Bank το 2012/13. Η Alpha χρησιμοποίησε λίγα χρόνια το κτήριο και μετά το έκλεισε. Τέλος πουλήθηκε σε ξένη εταιρεία (fund από το Ισραήλ κλπ), είναι κενό και ενοικιάζεται...
Πολλές αίθουσές του διατέθηκαν για άλλες χρήσεις. Στους πάνω ορόφους του λειτούργησαν τα γραφεία του Ο.Λ.Π. (1948-1955) και αργότερα επί Παύλου Ντεντιδάκη (1959-1964) για κάποια χρόνια (έως το 1968) κεντρικές υπηρεσίες του Δήμου Πειραιώς. Στα τέλη 2019 ο Δήμος Πειραιά σκέφτηκε να ενοικιάσει μέρος του μεγάρου με σκοπό να μεταφέρει εκεί ξανά κάποια δημοτικά τμήματα (Κ.Ε.Π.).
*Στο περιοδικό απανθίζονται σε άρθρο και κάποια συμβάντα του 1895 με τίτλο «Αστυνομικά αμίμητα στην παλιά Αθήνα». Εκεί διάβασα για την μεγάλη πυρκαγιά στον ατμόμυλο του Παναγιωτόπουλου στην οδό Πλούτωνος (Τρίτη 28 και Τετάρτη 29 Μαρτίου {9.4 και 10.4} 1895). Βοήθησαν Ρώσοι και Έλληνες ναύτες, πυροσβέστες ενώ οι αστυνομικοί απομάκρυναν τα πλήθη…
Επίσης για το ελεεινό θέαμα που παρουσίαζε από πολλές ημέρες η οδός στον λιμένα Αλών «όπου κείνται τα λεμονοπωλεία» (Κυριακή 9 {21} Απριλίου 1895). «Άνθρωποι της χειροτέρας υποστάθμης, άγνωστον υπό τινων υποκινούμενοι προς βλάβην των πέριξ οινοπωλών και καφεπωλών, ρίπτουσι επί των διαβατών λεμόνια σάπια εις τοιούτον σημείον, ώστε η οδός έγεινε αδιάβατος πλέον. Χάριν της τάξεως συνιστώμεν εις τον αστυνόμον να σωφρονίση τους ταραξίας τους υποκινούντας αυτούς πριν συμβώσι ταραχαί εκ του ερεθισμού των πέριξ της οδού καταστηματαρχών».
Τρίτη 4 {16} Ιουλίου 1895. Στην έκθεση που έγινε ύστερα από επιθεώρηση των ξενοδοχείων στο Παλαιό και Νέο Φάληρο, το Μέγα Ξενοδοχείο Κακουριώτου και το ξενοδοχείο Στ. Στυλιανού (οικία Κεχαγιά) στο Νέο Φάληρο βρέθηκαν άμεμπτα από πάσα άποψη. Όμως στο εστιατόριο του Γ. Τσελεμεντέ το μαγειρείο βρέθηκε «εν ρυπαρότητι και αταξία».
*Ένα εμπεριστατωμένο κείμενο του Δ. Σ. Σούτσου (σελ. 292-293 και 300) για την θρακιώτισσα ηρωίδα Δόμνα Βισβίζη (1783-1850, πέθανε στην πόλη μας) θυμίζει μια πρόσφατη παρουσίασή της σε πειραιώτικη εφημερίδα που πέρασε και στο διαδίκτυο.
*Τέλος στις επιτυχίες των υπηρεσιών ασφαλείας αναφέρονται λίγα περιστατικά που καταγράφηκαν στον Πειραιά το 1976.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Έτος ΚΔ΄. Τεύχος 478-479. Μάρτιος -
Απρίλιος 1976. Σελ. 193-368.
Από το φωτογραφικό άλμπουμ της Αστυνομίας Πόλεων που εμφανίζει
επτά ντοκουμέντα, ξεχώρισα την τελευταία με πειραϊκό ενδιαφέρον. Αξιωματικοί
και κατώτεροι έξω από το Αστυνομικό Εστιατόριο Πειραιώς την ημέρα του Πάσχα του
1946. Διακρίνονται ο αστυνομικός διευθυντής Πειραιώς Δημ. Βρανόπουλος, ο
αστυνόμος Αναστασίου, ο αστυνομικός διευθυντής Τσιγαρής και ο αστυνόμος
Χυτήρης.
Το χρονικό του Πειραιώς
του Ηλία Χαϊδεμένου, Αθήναι 1962.
Το μέγαρο της Εμπορικής
Τραπέζης στην οδό Μακράς Στοάς σε παλαιότερη φωτογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου