Του Δημήτρη Κρασονικολάκη.
Νεώσοικοι στη Ζέα - Ασκληπιείο.
Με την ανασκαφή που έγινε στα τέλη Απριλίου 1885 από το
Δραγάτση, τη διακοπή και τη συνέχισή
της από τις 11 Νοεμβρίου έως τις 5
Δεκεμβρίου, αυτή τη φορά με τη συνεργασία του Wilhelm Dörpfeld ή Doerpfeld
(1853 - 1940), «εγνώσθη ακριβώς το
τι ήσαν οι κατά την ανατολικήν ακτήν της Ζέας (Πασιά λιμάνι) προ ικανού χρόνου
φαινόμενοι τοίχοι και κίονες και άλλα λείψανα οικοδομών».
Βεβαιώθηκε ότι ήταν τα υπολείμματα των αρχαίων νεώσοικων,
μετρήθηκε το πλάτος, το μήκος και το ύψος τους από την θάλασσα και αποφασίστηκε
να καθαριστεί η περιοχή, ιδίως μετά το άνοιγμα του δρόμου που πήγαινε προς το
νεόχτιστο θερινό θέατρο του Τσόχα.
Αποκαλύφτηκαν τότε, ο τοίχος (περίβολος καλύτερα) που χώριζε
το στρατιωτικό ναύσταθμο της Ζέας από την υπόλοιπη διάταξη της πόλης, τρεις
τετραγωνικές βάσεις κιόνων από τοπική πέτρα καθώς και μέρη αράβδωτων κιόνων.
Κοντά τους βρέθηκαν δύο ενεπίγραφα μάρμαρα που δημοσιεύτηκαν
στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, 1885, σελ. 88 - 90.
Η έρευνα άρχισε από την άκρη του δρόμου, εκεί δηλαδή που
συναντιέται με την παραλία. Τα ευρήματα παρέπεμψαν στη θεμελίωση των νεώσοικων.
Η ανασκαφή σταμάτησε στο οικόπεδο του Γ. Κούπα, που απουσίαζε και προχώρησε στο
οικόπεδο του Αναστασίου Μπόνη που τη δέχτηκε ευχαρίστως. Φάνηκε μια μεγάλη
οικοδομή που ποτέ δεν υπολογίστηκαν οι διαστάσεις της.
Βγήκαν στο φως οι κεκλιμένες σχάρες για τα πλοία δέκα
νεώσοικων, κίονες για τη στήριξη της στέγης τους, επιγραφές ΔΙΙ ΦΙΛΙΩ (Ζεύς
Φίλιος), ΔΙΙ ΜΙΛΙΧΙΩ (Ζεύς Μειλίχιος), πλάκες με ανάγλυφα φίδια, μέλη των
κτιρίων, γείσα, ορειχάλκινες πρόκες,
ορθοκέραμα, σπασμένα αγγεία, μια πήλινη λεκάνη κ.ά.
Σε πολλές πέτρες ήταν χαραγμένα ή βαμμένα κόκκινα διάφορα
γράμματα και σύμβολα, γνωστή τακτική των αρχιτεκτόνων για την εύκολη σύνδεση
των λίθινων όγκων.
Ενδιαφέρον προκαλεί μια επιγραφή σε στήλη των αρχών του 4ου
αι. π Χ. με περιεχόμενο τον τρόπο που θα γίνεται η πρόθυσις, τα
προκαταρκτικά της θυσίας, στο ιερό του Ασκληπιού. Το ίδιο το ιερό (ναός και
περίβολος) μαζί με το άγαλμα του θεού (περ. 200 π. Χ.), βρέθηκε στα 1888 στο
χώρο του θεάτρου του Αναστασίου Τσόχα (εγκαίνιά του στις 9 Ιουνίου 1885). Ένας
μεγάλος αριθμός αφιερωμάτων σε ανάγλυφες πλάκες από αυτό το πειραϊκό Ασκληπιείο
που μάλλον χτίστηκε γύρω στα 420 π.Χ. είχε σκορπιστεί σε απόσταση, ώστε με
ευκολία τις άρπαζαν κάποιοι επιτήδειοι.
Ο Δραγάτσης αναφέρει ότι πριν από χρόνια είχε βρεθεί στο
οικόπεδο του Μπόνη ανάγλυφο του Ασκληπιού με φίδι. Κρύφτηκε από τους εργάτες
και χάθηκε. Άλλη μια πλάκα «αποκρυβείσα
μετηνέχθη εις Αθήνας προς πώλησιν, ως έμαθον».
Ο Ασκληπιός λατρευόταν στον Πειραιά και οι πιστοί έκαναν
τις προσφορές τους πάντα μαζί με τους
άλλους θεούς της συνοδείας του. Παιδιά του Ασκληπιού ήταν η Υγιεία, η Ακεσώ, η
Ιασώ, η Πανάκεια, η Αίγλη,
ο Μαχάων και ο Ποδαλείριος.
Άκεσις και ίασις σημαίνουν θεραπεία, πανάκεια είναι το
φανταστικό φάρμακο που τα θεραπεύει όλα, αίγλη είναι η λάμψη.
Κάποια από αυτά τα ονόματα συναντάμε σαν οδούς κοντά στο
Τζάνειο νοσοκομείο.
Η επιγραφή με το νόμο της προθυσίας, αρ. 1622 του
Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά:
«Θεοί. Με τον ακόλουθο τρόπο θα γίνεται η πρόθυσις. Στο
Μαλεάτη (επωνυμία του Ασκληπιού) τρία πόπανα. Στον Απόλλωνα τρία πόπανα. Στον
Ερμή τρία πόπανα. Στην Ιασώ τρία πόπανα. Στην Ακεσώ τρία πόπανα. Στην Πανάκεια
τρία πόπανα. Στους σκύλους τρία πόπανα. Στους κυνηγούς τρία πόπανα».
Το πόπανο ήταν ένα είδος γλυκίσματος, πίτα. Παρακάτω η
επιγραφή διευκρινίζει:
«Ο Ευθύδημος ο Ελευσίνιος ιερέας του Ασκληπιού αφιέρωσε τις
στήλες που βρίσκονται δίπλα στους βωμούς που πάνω τους ήταν ο πρώτος που
περιέγραψε (εξηικάσατο) τα πόπανα τα
οποία χρειάζονται για την προκαταρκτική θυσία…».
Στην πλάγια πλευρά της στήλης αναγράφεται: «Στον Ήλιο,
αρεστήρα, κήριον, στη Μνημοσύνη, αρεστήρα, κήριον, νηφάλιοι τρεις βωμοί…».
Τα αρεστήρα ήταν ευχαριστήρια γλυκίσματα, το κήριον γλυκό
από μέλι, τα νηφάλια σπονδές με νερό μέλι
ή γάλα, χωρίς δηλαδή κρασί.
Αναφορά του Δραγάτση της 30 Ιουλίου 1886.
Απέναντι από την οικία Σαχτούρη που στην αυλή του «ίσταται κατά χώραν» ο γνωστός «Ηόρος εμπορίο και Ηοδό», στη γωνία της
οδού Αρτέμιδος (Χ. Τρικούπη) και Νοταρά, τέθηκαν τα θεμέλια του σπιτιού του
Αντώνη Λουκίσα κατά το μήνα Ιούλιο. Φάνηκε ένα αρχαίο κτίσμα με μεγάλες
ισόδομες πέτρες, ίσως δημόσιο, των ελληνιστικών χρόνων. Την εποπτεία της
ανασκαφής, που κράτησε δύο εβδομάδες ανέλαβε
ο Δραγάτσης. Διαπιστώθηκε πως το
κτίριο συνεχιζόταν και κάτω από το δρόμο. Με διαστάσεις το λιγότερο
12 μ.
μήκος, 15,55 πλάτος και ύψος μέχρι 5 μέτρα βγήκε το συμπέρασμα ότι επρόκειτο
για την τελευταία, πέμπτη Μεγάλη Στοά του λιμανιού του Πειραιά. Πίσω της ήταν
τετράγωνα χωρίσματα για τα καταστήματα -εργαστήρια. Το σχέδιό της έβγαλε ο
Καβεράου (Georg Ferdinand Kawerau, 1856 -1909). Φάνηκε
ένα στρώμα γεμάτο θραύσματα αμφορέων, λύχνοι, ένα κομμάτι αγγείου με
γράμματα «ΣΩΤΗ…»
Ύστερα, κλείστηκαν οι δοκιμαστικοί λάκκοι στους δρόμους ο δε
Λουκίσας αναγκάστηκε να χτίσει πιο πλάγια, όχι πάνω στα αρχαία. Η δαπάνη ανήλθε
στο ποσό των 468,75 δραχμών.
[Περνώντας από εκεί κάθε παραστικός ακόμα και σήμερα μπορεί
να συναντήσει μέρος από τα απομεινάρια των καλοβαλμένων αρχαίων λίθων. Έτσι θα
λυθεί η απορία μερικών που με ρωτάνε κατά καιρούς τι είναι αυτές οι πέτρες..]
Ιούνιος 1892.
Στη δυτική παραλία της Ζέας, σήμερα περίπου Ακτή
Μουτσοπούλου και Φιλελλήνων, σε οικία των ρωμαϊκών χρόνων που ανάσκαψε ο
Δραγάτσης στο οικόπεδο του Αγγέλου Καμπά αποκαλύφτηκε το περίφημο μωσαϊκό της
Μέδουσας, «αρίστης τέχνης». Το κεφάλι της, φτιαγμένο από μικρές πολύχρωμες
ψήφους ήταν στο κέντρο συσπειρωμένου ακτινοειδούς κοσμήματος που έκλεινε με
άλλο κυκλικό διάκοσμο. Τις γωνίες στόλιζαν τέσσαρα μεγάλα φύλλα κισσού. Το
ψηφιδωτό αγοράστηκε 1000 δραχμές από την Αρχαιολογική Εταιρία, αποσπάστηκε και
μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Μουσείο όπου τοποθετήθηκε «εν τω κέντρω του εδάφους της αιθούσης των Κοσμητών».
Αναφορά της 7ης Ιουνίου 1900.
Κατά τον περασμένο Μάρτιο σκάβοντας στην αυλή της οικίας Αρ.
Αλεγιζάκη, βόρεια της οδού Θεάτρου και δυτικά από τη θέση του θεάτρου
Μουνιχίας, αποκαλύφθηκε όρυγμα με κυλινδρικό θόλο πάνω του,
6 μέτρων, από
ισοδομικά κομμένο πειραϊκό λίθο. Από την ανασκαφή μέχρι το βάθος των 14 μέτρων,
αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για υπόγειο λατομείο που κατηφόριζε προς τη μεριά του
αρχαίου Ιπποδρόμου. Στην είσοδό του, ριγμένη στα χώματα βρέθηκε μια ενεπίγραφη
πλάκα ύψους 0,80 - πλάτους 0,54 - πάχους 0,14 εκ. Η σημασία της ήταν σπουδαία
για την ταύτιση της περιοχής με τη Μουνιχία, το λόφο και τα τείχη της, αλλά και
την οχυρωματική τέχνη, αφού οι στίχοι 1 - 45 αναφέρονται στην επισκευή των
τειχών του Πειραιά και της Ηετιώνειας (Ητιώνεια στο κείμενο), τη νομική κάλυψη,
τις διευκολύνσεις αλλά και τις πειθαρχικές ποινές των εργολάβων. Με το τέλος
τους ξεκινούν δύο στήλες με το πλήρες συμβόλαιο για την επισκευή του τείχους
της Μουνιχίας «Συγγραφαί του τείχους του
Μονιχίασι». Τα χρήματα θα εξοφλούνται
σε δόσεις! Ανάγεται στην εποχή του
ρήτορα Λυκούργου, πρώτο μισό του 4ου αι. π. Χ.
Επιτύμβια.
Στο λιμένα των Αλών έκαναν συχνούς καθαρισμούς για την
εξυγίανσή του.
Πιθανότατα προς εκείνη τη μεριά απλωνόταν το αρχαίο πειραϊκό
κοιμητήριο.
Πολλές επιτύμβιες πλάκες είχαν πεταχτεί κατά τη διάρκεια των
αιώνων στα αβαθή και σχεδόν λιμνάζοντα νερά..
Έτσι η βυθοκόρος έβγαζε πολλές τέτοιες στήλες, λουτροφόρους,
αναθηματικά ανάγλυφα με επιγραφές κ.ά., όπως το πάνω μέρος με γυναίκα που
κρατούσε καθρέπτη, ένα βάθρο για προτομή με τη φράση ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΚΝΟΥ
ΑΝΑΦΛΥΣΙΟΣ, μια λουτροφόρο που έγραφε ΠΕΙΣΙΚΡΑΤΕΙΑ, ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΣΟΥΝΙΕΥΣ
κι ένα
επιτύμβιο με τον πένθιμο - και τόσο διαχρονικό - νεκρικό αποχαιρετισμό:
«Πάντων ανθρώπων νόμος
εστί κοινός το αποθανείν.
Ενθάδε κείται Θεοίτης
παις Τελέσωνος Τεγεάτης Τεγεάτου και μητρός Νικαρέτης χρηστής γε
γυναικός.
Χαίρετε οι παριόντες,
εγώ δε γε τα μα φυλάττω».
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ, τεύχος 9, Οκτ. - Δεκ.
2004, σελ. 13 - 14,
στήλη «Αναδιφήσεις».
Αντιγραφή εδώ, 6 Μαΐου 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου