«Η
Γειτονιά μου. Όπως την έζησα το χρονικό
διάστημα 1940-1960».
Ερευνά και γράφει
ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. Δημοσιογράφος
- Συλλέκτης. Ανεξάρτητος ερευνητής
πειραϊκής ιστορίας και λογοτεχνίας.
Στις
23 Ιουνίου 2022 βρέθηκα πάλι στον Χολαργό.
Στον σταθμό του Μετρό με περίμενε ο
φίλος Νώντας Μαραγκάκης. Πήγαμε στο
σπίτι του, χαλαρώσαμε κερνώντας με καφέ
και παγωτό ασχολούμενοι με τις αναμνήσεις
για τα νεανικά του χρόνια στον Πειραιά,
στον Άγιο Διονύσιο τις οποίες - όπως μου
είχε υποσχεθεί - παρέδωσε σε χειρόγραφο
αρκετών σελίδων να το χρησιμοποιήσω
ελεύθερα στην έρευνά μου. Φυσικά ανοίξαμε
το περίφημο οικογενειακό του άλμπουμ,
αυτό που με τις φωτογραφίες και τις
λεζάντες αναβιώνει τα πρόσωπα που
αποτέλεσαν το συγγενικό του περιβάλλον.
Είναι
λοιπόν το τρίτο άρθρο μου που αναφέρεται
σε αυτήν την ενδιαφέρουσα οικογένεια,
αξιόπιστο παράδειγμα ανθρώπων που
έζησαν στην πόλη μας με τις χαρές και
τις λύπες τους στα δύσκολα κατοχικά και
μετακατοχικά χρόνια.
Είχαν προηγηθεί
εκείνα στο blog
μου:
Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016. Εννέα φωτογραφίες με θέμα τον Πειραιά.
Η
Γειτονιά μου. Όπως την έζησα το χρονικό
διάστημα 1940-1960.
1.
Η ζωή μου μεταξύ 1940-1957 ήταν μεταξύ του
πατρικού μου σπιτιού Μεσολογγίου 74
(μεταξύ Ψαρρών και Αγίου Δημητρίου) και
των πατρικών σπιτιών του Πατέρα και της
Μητέρας μου στην Σαλαμίνος (μεταξύ
Θερμοπυλών και Αγίου Δημητρίου) όπου
ζούσαν οι δυο γιαγιάδες μου και τα
εξαδέλφια μου.
2. Οι δρόμοι. Όλοι οι
δρόμοι ήσαν χωματόστρωτοι με μηδαμινή
κυκλοφορία αυτοκινήτων. Ασφαλτόστρωτοι
ήσαν οι δρόμοι Αγ. Δημητρίου, Αναπαύσεως
και Κανελλοπούλου.
Από την Γέφυρα και
προς τον Άγιο Διονύσιο αλλά και προς το
κέντρο του Πειραιά οι δρόμοι είχαν ακόμη
καλντερίμι.
Τα πεζοδρόμια ήσαν σχεδόν
στο σύνολό τους πλακόστρωτα με ασπρισμένα
ρείθρα από τις νοικοκυρές. Το τετράγωνο
μεταξύ Ψαρρών - Αγ. Δημητρίου Σφακτηρίας
και Μεσολογγίου ήταν προς την Ψαρρών
άκτιστο αφήνοντας μια αλάνα για
παιχνίδι.
3. Τα εργοστάσια. Η περιοχή
ιδίως από την Αγ. Δημητρίου και προς τις
γραμμές του τραίνου (ΣΕΚ) ήταν και είναι
ακόμη γεμάτη εργοστάσια και βιοτεχνίες.
Υπήρχαν δυο γυαλάδικα στην Ψαρρών
και στην Σαλαμίνος, τρία ξυλουργεία
στην Σαλαμίνος (του Αλεξίου) στην
Μεσολογγίου (του Αθανασάκη) και στην
Σφακτηρίας.
Δίπλα στο τελευταίο ήταν
μια βιοτεχνία που έφτιαχνε ξύλινα
μανταλάκια.
Δυο μηχανουργεία στην
Αγίου Δημητρίου. Δυο υφαντήρια του
Παλατζιάν και του Γαβριήλ στην Αγ.
Δημητρίου, ένα χυτήριο ένα μεγάλο
μηχανουργείο του Μαλκότση και μια
βιομηχανία (μικρή) κατασκευής ορυκτελαίων
στην Παπαστράτου, ένα προκάδικο στην
Σαλαμίνος μια βιοτεχνία ζαχαρωδών
προϊόντων (Σαχπάζογλου) στην Μεσολογγίου,
μια βιοτεχνία κατασκευής ανθρακασβεστίου
(ασετυλίνης) στην Ψαρρών ένα πυρηνελαιουργείο
στην Σαλαμίνος εκεί που είναι τα σχολεία
και ένα σαπουνάδικο στην Μεθώνης καθώς
και πλήθος άλλων βιοτεχνιών.
4. Τα
σπίτια. Στο σύνολό τους τα σπίτια ήσαν
ισόγεια με κεραμοσκεπές. Τα οικόπεδα
ήσαν ορθογώνια με τη μικρή διάσταση
στην πρόσοψη οπότε το κτίσμα ήταν πάντα
μορφής Γ (γάμα) με την στέψη στην πρόσοψη
ή στο βάθος. Τα δωμάτια ήσαν συνεχόμενα
και τα WC
ήσαν ξεχωριστά από το όλο κτίσμα.
Η
ρυμοτομία διατηρείται ακόμα κανονική
(Ιπποδάμειο σύστημα διαιρείν και τέμνειν)
και το μόνο που διατάραξε την κανονικότητα
ήσαν οι γραμμές του τραίνου και του τραμ
(η σημερινή οδός Κιουρή [στο Κερατσίνι]).
Τα καλοκτισμένα σπίτια ήταν πετρόκτιστα
έως τα 2 μέτρα ύψος και μετά οι τοίχοι
ήταν από τούβλα. Όλα είχαν πατώματα.
Στην πρόσοψη η λιθοδομή ήταν εμφανής
και αρμολογημένη με τα περβάζια των
παραθύρων από πελεκητή πέτρα μεταξύ
των παραθύρων ο σοβάς είχε σχέδιο
τετράγλυφο ή πεντάγλυφο και τέλος η
στέγη είχε ακροκέραμα. Μερικά είχαν και
ένα υπόγειο κάτω από το πάτωμα. Έτσι
ήταν το πατρικό σπίτι του πατέρα μου
στην Σαλαμίνος 52.
5. Τα καταστήματα.
α. Φούρνοι. Υπήρχαν δυο στην Αγ.
Δημητρίου του Πάσχου και στην Ψαρρών
του Ζηλάκου.
β. Τα μπακάλικα. Υπήρχαν
τέσσερα (4) μπακάλικα. Ένα του Παπακωνσταντίνου
(υπάρχει ακόμα) και ένα του Οικονόμου
στην Ψαρρών (ήσαν μπακαλοταβέρνες), ένα
του Πέτρου Δουσλατζή στην Αγ. Δημητρίου
και ένα του Δημητρού (πολύ μικρό και
πολύ βρώμικο) στην Αγ. Δημητρίου κι
αυτό.
γ. Καφενεία. Υπήρχαν τρία καφενεία.
Το ένα (του Νικήτα) στην Μεσολογγίου το
δεύτερο σχεδόν απέναντι στην Ψαρρών
του Φίλιππα (πατέρα της Μανωλίας ονομαστός
gay
τα χρόνια εκείνα) και το τρίτο στην Αγ.
Δημητρίου και Σφακτηρίας. Στο τελευταίο
λημέριαζαν σαλταδόροι που άρπαζαν ότι
μπορούσαν από τα αγγλικά στρατιωτικά
φορτηγά αυτοκίνητα που περνούσαν (Ήμουν
μάρτυρας δυο φορές. Την μια άρπαξαν κάτι
τεράστιες κοτρόνες πετροκάρβουνο και
την άλλη 4-5 κιβώτια με άγνωστο περιεχόμενο).
Στα καφενεία αυτά κάπνιζαν στην φόρα
χασίς με ναργιλέδες. Η αστυνομία το
γνώριζε αλλά δεν επενέβαινε ποτέ.
δ.
Η Αγίου Δημητρίου έως την Γέφυρα.
Αμέσως
μετά τις γραμμές του τραμ και προς την
γέφυρα μπορούσε να δει κανείς.
Αριστερά
του COSTAL
(κουρτινόξυλα) και δεξιά το μπακάλικο
του Πέτρου Δουσλατζή. Αμέσως μετά και
μέχρι την Σφακτηρίας αριστερά ένα
ξυλουργείο και δεξιά ένα καφενείο. Στην
συνέχεια αριστερά του Γαβριήλ ένα
λουστρατζίδικο επίπλων τον φούρνο του
Πάσχου και το κουρείο του Στάθη στην
γωνία Παπαστράτου. Αμέσως μετά επί της
Παπαστράτου μια ΕΒΓΑ. Δεξιά μόνο ο
Παλατζιάν. Μετά την Παπαστράτου ήσαν
το μαγέρικο του Μεγαρίτη το χασάπικο
του Σαβιολίδη το μαγέρικο του Ρισβόγλου
το τενεκετζίδικο του Κασνακίδη και στην
γωνία το ποδηλατάδικο του Παρέα
(Μιχαηλίδης). Δεξιά ένα μικροκαφενείο
δίπλα στην ΟΑΣΗ (το είχε κάποιος
Γεράσιμος), ένα μικροζαχαροπλαστείο το
ραφείο του Κρητικού το μανάβικο του
Κώστα και του Σωτήρη και στην γωνία της
Αναπαύσεως το κεράδικο του Μάκη.
Στην
συνέχεια αριστερά προς την γέφυρα ήταν
ένα περίπτερο και δυο μικρομάγαζα. Δεξιά
επί της Αναπαύσεως ήταν ένα γαλατάδικο
και σχεδόν απέναντι ήταν τα ΒΑΛΚΑΝΙΑ.
Δεξιά
μετά την Αναπαύσεως ήταν το σχολείο
(όχι όπως είναι σήμερα) κάτι καταστήματα
(το ένα πούλαγε βιομηχανικά γάντια
νομίζω, το φαρμακείο του Όμηρου Μαυρόπουλου, ένα
σανοπωλείο (γενικά πούλαγε κτηνοτροφές
π.χ. βίκο, τριφύλλι, καλαμπόκι, βρίζα,
πίτουρα κλπ.) πιο κάτω ήταν ένα
σουβλατζίδικο, οι χαλβάδες το ΡΕΞ και
τα ψυγεία ΠΕΙΡΑΙΩΣ.
Προς τον Άγιο
Διονύσιο αριστερά εκεί που ήταν ένα
μεγάλο ρολόι κάθετα στον τοίχο θυμάμαι
ένα πεθαμενατζίδικο (Πενδέλας) ένα μικρό καφενείο
ένα ρολογάδικο και το ραφείο του Κορφίδη
με την πολύ όμορφη κόρη. Δεξιά αμέσως
μετά την γέφυρα ήταν μια αμερικανική
αγορά και το φαρμακείο του Παναγιωτίδη.
ε.
Τα γκέτο. Έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε
το σύνολο των παραγκών (τώρα είναι
γήπεδο) μεταξύ Παπαστράτου - Θερμοπυλών
και γραμμών τρένου ΣΕΚ. Εκεί μέσα ήταν
και το ποδηλατάδικο του Τσικουρλή
(λέγανε ότι ήταν κολόμπος). Απέναντι
ήταν η μάντρα του Ζαβογιάννη (Θερμοπυλών)
που είχε γύρω γύρω μικροδωματιάκια που
κατοικούσαν λούμπεν άτομα.
Στην
Δραπετσώνα ήταν το κυρίως γκέτο
(εφιαλτικές οι συνθήκες διαμονής
εκεί).
Παράγκες υπήρχαν 3-4 στο πλάι της
ΟΑΣΗΣ και 2-3 στην Μεσολογγίου αριστερά
μετά την Ψαρρών. Στις πρώτες κάθονταν
ένας συμμαθητής μου ο Χατζηχρήστος ή
Τσίτας και στις δεύτερες ο Γιώργος ο
Φατμές.
Γωνία Ψαρρών και Μεσολογγίου
ήταν μια μάντρα όπως αυτή του Ζαβογιάννη
αλλά πολύ μικρότερη όπου κατοικούσαν
πάλι λούμπεν άτομα. Χαρακτηριστικό ήταν
ένα μπαστάρδικο Ιταλού που το είχαν
βαφτίσει κανονικά Μπαντόλιο!
Τέλος
υπήρχαν 5-6 παράγκες (τα Κασιδιάρικα)
στην πλάτη του πυρηνελαιουργείου στην
Ψαρρών.
στ. Οι γείτονες. Οι γείτονες
ήσαν όλοι μικροαστοί, μικροκαματιάριδες,
εργάτες, αρκετοί ήσαν σιδηροδρομικοί
και ελάχιστοι υπάλληλοι. Από απόψεως
καταγωγής οι περισσότεροι ήσαν πρόσφυγες
και οι υπόλοιποι από την Μάνη, τις
Κυκλάδες και την Φθιώτιδα.
Τρία τέσσερα
σπίτια κατοικούνταν μόνο από ενοικιαστές
(δωμάτιο και οικογένεια οπότε η σύνθεση
άλλαζε συνεχώς). Οι σχέσεις μεταξύ των
γειτόνων ήσαν αρμονικές. Οι καυγάδες
ήσαν μεταξύ των γυναικών αποκλειστικά
και αυτοί όχι σοβαροί. Άνδρες δεν μάλωναν
ποτέ. Μια τυπική μέρα νοικοκυράς ήταν
αφού φύγει ο άνδρας για την δουλειά και
τα παιδιά στο σχολείο, να πίνει καφέ με
1-2 γειτόνισσες περιμένοντας τον πλανόδιο
μανάβη (τον Πασχάλη) που είχε ένα κάρο
με γάιδαρο ή τους πλανόδιους ψαράδες
με το επίπεδο κοφίνι πάνω στο κεφάλι
τους με τα ψάρια (ο Μπόμπατζης και ο
Παρακαλός διότι έλεγε στις γυναίκες - πελάτισσες συνεχώς «Παραλαβή παρακαλώ»). Αφού ψώνιζαν έκαναν την
«λάτρα». Μαγείρεμα αρχικά σε γκαζιέρες
PRIMUS (από Σουηδία)
αργότερα σε πετρογκάζ. Πλύσιμο στην
ξύλινη σκάφη. Άσπρισμα ρείθρων κάθε
Σάββατο και άσπρισμα της αυλής πριν το
Πάσχα.
Τα βράδια από τον Ιούνιο και
μετά οι οικογένειες ήσαν στις εξώπορτες
μέχρι αργά και κουβέντιαζαν ή καλαμπούριζαν.
Γενικά ένα ήσυχο και ανθρώπινο
περιβάλλον.
Όλοι αγωνίζονταν για τον
επιούσιο χωρίς να κάνουν παράπονα γιατί
πριν λίγα χρόνια είχαν ζήσει στην κατοχή
πολύ χειρότερες καταστάσεις.
Η θέρμανση
ήταν μαγκάλι που έκαιγε πυρήνα. Για την
συντήρηση τροφίμων χρησιμοποιούσαν
ένα κατασκεύασμα από πλαίσιο λαμαρίνας
και ψιλές σίτες που το λέγανε φανάρι.
Αυτό εξασφάλιζε αερισμό και προστασία
από τα έντομα.
Σχεδόν όλα τα σπίτια
είχαν ένα ψυγείο πάγου (παγονιέρα το
έλεγαν).
Τα τηλέφωνα ήσαν ανύπαρκτα.
Τα ραδιόφωνα όπως και τα γραμμόφωνα
σπάνια.
Θυμάμαι ότι μια φορά πήγαμε
αρκετοί από την γειτονιά εκδρομή στα
Κιούρκα (Αφίδνες) με τον ΣΕΚ με φορτηγό
βαγόνι (άνδρες 6 ίπποι 20) και καθόμαστε
στο δάπεδο ή σε πτυσσόμενους πάγκους.
Δίπλα
σπίτι μας έμενε ένας αυτοκινητιστής
που είχε ένα πανάθλιο φορτηγάκι ξύλινο
στο σύνολό του (ακόμα και η καμπίνα του
οδηγού ήταν ξύλινη) και μ’ αυτό πήγαμε
2 φορές εκδρομή στο Καβούρι. Ακόμα δεν
μπορώ να το πιστέψω πόσα άτομα είχαμε
χωρέσει στην σακαράκα και μάλιστα είχαν
πάρει και ψυγείο και ράντζα για την
μεσημεριανή σιέστα.
Δυο ή τρεις φορές
κάναμε ένα πάρτι ρεφενέ. Κάθε νοικοκυρά
ύστερα από συνεννόηση μαγείρευε ένα
φαγητό οπότε υπήρχε μεγάλη ποικιλία.
Μάλιστα ο θείος μου έφερνε κυδώνια
θαλασσινά που μάζευε στο Πέραμα για
ουζομεζέ. Το κλου ήταν το παγωτό που
φτιάχνανε με δανεική παγωτομηχανή.
Παιδεμένες οι οικογένειες ελάχιστες
οι απαιτήσεις και το καλαμπούρι σε πρώτη
ζήτηση.
Τον Ιούνιο όταν πηδάγαμε τις
φωτιές κάνανε και τον «κλείδωνα» σε δυο
δόσεις. Στην πρώτη παράσταση ήσαν και
τα παιδιά. Στην δεύτερη τα παιδιά φεύγαν
γιατί τα στιχάκια ήταν από σκαμπρόζικα
έως αισχρά. Τώρα αν εμείς τα ακούγαμε
πίσω από τις κλειστές πόρτες άλλο
αυτό!
ζ. Ποιος είμαι. Από την πλευρά
του πατέρα μου η καταγωγή μου είναι από
την Σύρο (παππούς) και Μύκονο (η γιαγιά).
Παντρεύτηκαν στην Μύκονο και ήλθαν στον
Πειραιά περί το 1905. Έκτισαν ένα σπίτι
στην Ροδόπης ή Βιτωλίων αλλά το πούλησαν
και έκτισαν ένα ολόϊδιο στην Σαλαμίνος
για να είναι πιο κοντά στο λιμάνι όπου
ο παππούς είχε καρνάγιο. Αυτός ήταν
καραβομαραγκός 3ης γενιάς. Ο πατέρας
του ήταν από την Μύκονο και ο παππούς
του από τα Μοσχονήσια από όπου έφυγε το
1821 λόγω σφαγών από τους Τούρκους.
Από
την πλευρά της Μητέρας μου η καταγωγή
μου είναι από την Κούλουρη.
Ο πατέρας
της ήταν ναυτικός επί χρόνια. Είχαν
καΐκι (φορτηγό) αλλά βούλιαξε. Αυτός
αφού ναυάγησε 7 φορές και σώθηκε μόνο
αυτός από τις 3 (σκύλος αρβανίτης) μούτζωσε
την θάλασσα και άνοιξε ταβέρνα και
πουλούσε και κάρβουνα. Αρχικά διέμεναν
στην Κούλουρη αλλά το 1914 νοικίασαν σπίτι
στην Τομπάζη πίσω από τον Άγιο Νικόλαο
για να είναι κοντά στην Καρβουνόσκαλα.
Η γιαγιά μου ήταν από την Κούλουρη το
γένος Παπαϊσιδώρου. Είχαν μεγάλη
κτηματική περιουσία και φούρνο αλλά ο
πατέρας της δολοφονήθηκε από παρεξήγηση
το 1900 σε ηλικία 40 ετών αφήνοντας ορφανά
6 παιδιά που το μεγαλύτερο ήταν 15 ετών.
Το 1913 ή 14 ένας αδελφός της μεθυσμένος
δολοφόνησε ένα συγχωριανό του και μπήκε
φυλακή. Αργότερα ο αδελφός του θύματος
δολοφόνησε τον αδελφό του δράστη.
Μπλέκοντας μεγαλοδικηγόρους της εποχής
εξανεμίστηκε η κτηματική περιουσία σε
αμοιβές τους.
Η γιαγιά μου ήταν
πολυβασανισμένη γυναίκα. Έκανε 12 παιδιά
και 6 αποβολές.
Από τα παιδιά της τα 6
πέθαναν βρέφη ή νήπια. Από τα 6 που της
απέμειναν το 1938 πέθανε η κόρη της 30 ετών
από καρκίνο και το 1943 ο γιος της μόνιμος
Αξιωματικός ΠΝ σκοτώθηκε στην βύθιση
του Υποβρυχίου ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Πολλά και
ασήκωτα βάσανα για μια θαυμάσια γυναίκα.
Ολιγόλογη έξυπνη πολύ προκομένη και
πολύ φιλέσπλαχνη.
Ο πατέρας μου
τελειώνοντας την εμπορική σχολή έπιασε
δουλειά στην ΗΕΜ το 1930 (αρχικά στην
κίνηση, στην Κατοχή στα γραφεία και μετά
πάλι στην κίνηση μέχρι το 1957. Από το 1949
δούλευε και σε δεύτερη δουλειά (σε
βιοτεχνία πολυφώτων).
Έφευγε στις 6 το
πρωί και γύριζε μετά τις 11 το βράδυ.
Αργότερα δούλευε στου ΧΟΥΤΟΠΟΥΛΟΥ μέχρι
το 1973 που πέθανε ξαφνικά από καρδιά σε
ηλικία 66 ετών.
Αναμνήσεις από τον
πόλεμο και την κατοχή.
Γεννήθηκα την
12-11-1940 στης ΕΛΕΝΑΣ. Με βάφτισαν πολύ
μικρό για τον φόβο των βομβαρδισμών
στις [ ] Δεκ. 1940. Ο πατέρας μου στρατεύτηκε
την 1-1-1941 και έφυγε για το μέτωπο.
Θυμάμαι
ότι στην Σαλαμίνος ήταν 2 αποθήκες
τροφίμων των στρατευμάτων κατοχής που
τις φύλαγε σκοπός Ιταλός αρχικά και
Γερμανός μετά τον Σεπτέμβριο 1943.
Οι
γείτονες στους βομβαρδισμούς των
Αγγλοαμερικανών κατέφευγαν στο
σαπουνάδικο (τώρα σχολεία) στην Αγ.
Δημητρίου επειδή ήταν το μόνο κτίριο
στην περιοχή με πλάκες μπετόν. Αργότερα
οι γείτονες στην Σαλαμίνος πλήρωσαν
εργάτες και σκάψανε σένα άκτιστο οικόπεδο
Σαλαμίνος και Θερμοπυλών ένα Αμπρί
δηλαδή καταφύγιο. Ήταν ένα βαθύ (2.50 μ.)
όρυγμα μήκους 4-5 μ. ύψους 2 μ. και πλάτους
1,5 μ. Από πάνω είχαν βάλει τραβέρσες
(στρωτήρες) του ΣΕΚ και πάνω από αυτές
χώμα. Παρείχε ικανοποιητική ασφάλεια
κυρίως από θραύσματα. Κινδύνευες από
άμεσο πλήγμα ή από πτώση βόμβας κοντύτερα
από 20 μ. Θυμάμαι κυρίως νυκτερινούς
βομβαρδισμούς με τους προβολείς να
σπαθίζουν τον ουρανό και ήχο αντιαεροπορικών
καθώς και τον μουντό ήχο εκρήξεων των
βομβών. Μέσα στο αμπρί έμπαινε για
προστασία και ο Γερμανός σκοπός που
θυμάμαι να γυαλίζει το κράνος του. Όπως
μού έλεγε η μητέρα μου ο Γερμανός έλεγε
αν πέσει η βόμβα εκεί (έδειχνε ένα σημείο
πάνω των 20 μ.) «καλά». Αν πέσει επάνω μας
«όλοι θα γίνουμε σκατά»).
Σ’ ένα
ημερήσιο βομβαρδισμό τον Δεκέμβρη του
1943 η μητέρα μου ζύμωνε γλυκά. Με το
ουρλιακτό των σειρήνων πήρε εμένα (3
ετών) και τον ξάδελφό μου (6 ετών) και
τρέξαμε στο αμπρί. Στο δρόμο τίναζε τα
ζυμάρια από τα χέρια της στον τοίχο.
Σ’
ένα άλλο ημερήσιο βομβαρδισμό ο πατέρας
μου για να γλυτώσει έπεσε κάτω από τον
οχετό (Αγ. Δημητρίου και Μεθώνης) πλάι
από τις γραμμές του τραμ (Νομίζω υπάρχει
ακόμη) και μετά την λήξη του συναγερμού
κατάλαβε ότι μέσα στον οχετό ήταν κι
αρκετοί άλλοι άνθρωποι.
Μετά τον μεγάλο
βομβαρδισμό του Πειραιά φύγαμε στις 12
Ιανουαρίου 44 και πήγαμε στην Καλλιθέα
σε νοικιασμένο σπίτι. Μετά τις αρχές
καλοκαιριού πήγαμε στην Πεύκη (Μαγγουφάνα
λεγόταν τότε). Στην Πεύκη μείναμε σε
νοικιασμένα δωμάτια στον συνοικισμό.
Στην άκρη του συνοικισμού προς την
Κηφισσιά σένα λόφο έκαναν όπως θυμάμαι
ασκήσεις Γερμανοί με 1-2 τάγματα μάχης.
Όταν μέναμε στην Καλλιθέα μια μέρα
μέσα στο τραμ από Φάληρο προς Σύνταγμα
ήμουν μάρτυρας δολοφονίας. Στην Αγία
Ελεούσα κατέβηκε ένας άνδρας και πίσω
του δυο άλλοι με καπαρντίνες. Μόλις
κατέβηκαν οι δυο τον πυροβόλησαν και
τον σκότωσαν. Ορισμένοι επιβάτες
σκόρπισαν πανικόβλητοι φοβούμενοι το
Γερμανικό «μπλόκο» γιατί ένας επιβάτης
είπε ότι το θύμα ήταν ταγματασφαλίτης.
Ο οδηγός οδήγησε το τραμ με ταχύτητα
στην Πλατεία της Καλλιθέας όπου ήταν
και το αμαξοστάσιο της ΗΕΜ.
Στον Πειραιά
γυρίσαμε μετά τις 15 Οκτωβρίου 1944.
Κατά
την διάρκεια της κατοχής υποφέραμε πολύ
όπως όλοι. Ο πατέρας μόλις γύρισε από
την Αλβανία αρρώστησε από Μελιταίο
Πυρετό και έμεινε στο κρεβάτι 1½ χρόνο.
Η μητέρα μου αγωνίστηκε υπεράνθρωπα
να εξασφαλίσει την διατροφή μας
ξεπουλώντας στην μαύρη αγορά την προίκα
της (κοσμήματα, μάλλινα χράμια κ.λπ.).
Ευτυχώς μέσα στο 1942 η ΗΕΜ καθιέρωσε την
παροχή μικρών ποσοτήτων βασικών τροφίμων
στο προσωπικό της.
Κατά την διάρκεια
της Κατοχής σκοτώθηκε στις 14-9-43 ο αδελφός
της μητέρας μου Σημαιοφόρος Νίκος
Παναγιώτιζας στην βύθιση του Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ
και ένας κουλουργιώτης εξάδελφος Νίκος
Ανδριανός Μον Υπ/κός που ήταν στην
αντίσταση φυγαδεύοντας Άγγλους. Αυτός
όταν τον συνέλαβαν οι Γερμανοί αυτοκτόνησε
πέφτοντας από το παράθυρο του 3ου ορόφου
της GESTAPO
Πειραιά στην Ασφάλεια της Φρεατίδας.
Στα
Δεκεμβριανά την Τετάρτη 6 Δεκ 44 ο πατέρας
μου που σιχαινόταν την πολιτικολογία
και απλώς ψήφιζε φιλελευθέρους επειδή
τον πίεζαν αριστεροί και δεξιοί να
ενταχθεί σε αυτούς αποφάσισε να φύγουμε
από το σπίτι μας. Έφτιαξε ένα μικρό
χειράμαξο φορτώσαμε τα απαραίτητα ρούχα
και ξεκινήσαμε για το Πέραμα κάτω από
τα πειράγματα και καγχασμούς των
γειτόνων.
Στο Πέραμα δεν υπήρχε
συγκοινωνία (βενζίνες) για τα Παλούκια.
Ευτυχώς τοπικός «υπεύθυνος» του ΕΛΑΣ
(ΕΛΑΝ) ήταν ένας παραγιός του παππού μου
που γνώρισε τον πατέρα μου και διέταξε
έναν βαρκάρη να μας περάσει στο Καματερό
με τα κουπιά. Στην διαδρομή δεχτήκαμε
εκφοβιστικά πυρά πυροβόλου από τον
Ναύσταθμο. Στην Κούλουρη μείναμε 1 μήνα.
Ο πατέρας μου ήλθε στον Πειραιά μια φορά
για να δει τι γίνεται στα τέλη Δεκεμβρίου
όταν η γειτονιά ήταν πεδίο αγρίων
συγκρούσεων μεταξύ Ελασιτών και Ινδών
και παραλίγο να σκοτωθεί προσπαθώντας
να φθάσει στο σπίτι μας διασχίζοντας
κάθετα την Αγίου Δημητρίου.
Τελικά
επιστρέψαμε στις 7 Ιανουαρίου 45. Θυμάμαι
το σπίτι κόσκινο (εξώπορτα και παράθυρα)
από θραύσμα των όλμων και ένα σκοτωμένο
Ελασίτη που είχε αρχίσει να μυρίζει
στον δρόμο μισοσκεπασμένο με μια
κουρελού.
Οι γείτονες που μας σάρκαζαν
πέρασαν ένα εφιαλτικό 20ήμερο στα υπόγεια
του σαπουνάδικου (Αγ. Δημητρίου και
Σαλαμίνος) όπου ψόφησαν από το κρύο την
πείνα και την απλυσιά αφού δεν τολμούσαν
να βγουν έξω γιατί οι όλμοι πέφτανε
βροχή.
Κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών
παρολίγο να εκτελεσθούν από την ΟΠΛΑ
τα δυο αδέλφια της μητέρας μου ο ένας
Μον Ανθγός και ο άλλος ξυλουργός στον
Ναύσταθμο. Ο τελευταίος συμπαθούσε το
ΕΑΜ και κουβάλαγε στον Ναύσταθμο
αριστερές προκηρύξεις μέσα στα άρβυλά
του. Γλύτωσαν την εκτέλεση γιατί είδε
τον δεύτερο αυτός που του έδινε τις
προκηρύξεις. Τελικά οι Ελασίτες τους
άφησαν αλλά πήγαν να τους ξανασυλλάβουν
την επομένη ημέρα αλλά αυτοί ευτυχώς
είχαν διαφύγει προς τον Άγ.
Βασίλειο.
Αναμνήσεις από τον
Εμφύλιο.
Οι αναμνήσεις για την περίοδο
αυτή είναι λίγες.
α. Το 1948 και 49 περνούσαν
την νύκτα μεγάλες αμαξοστοιχίες (50-60
βαγόνια) γεμάτες πυρομαχικά που τα
μετέφεραν από το ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ προς την
Βόρεια Ελλάδα.
β. Το ναυάγιο του Α/Π
ΧΕΙΜΑΡΑ που μεταξύ των νεκρών ήταν 2-3
γείτονες.
γ. Το ξεφόρτωμα στον Άγιο
Διονύσιο μουλαριών. Αυτό ήταν για τα
μάτια των παιδιών συνταρακτικό θέαμα.
Αφού κλείναν όλες οι διασταυρώσεις
άνθρωποι με μαστίγια οδηγούσαν τα ζώα
σε δυο μάντρες στην γειτονιά μου (επί
της οδού Ψαρρών) όπου υπήρχαν παλιοί
σταύλοι για άμαξες. Μια δυο φορές την
εβδομάδα έβγαζαν τα μουλάρια στην αλάνα
όπου τρέχαν γύρω γύρω κοπαδιαστά όπως
στα έργα.
Άλλα γεγονότα.
1. Το 1954 ένας
έφηβος από λούμπεν οικογένεια κακοποίησε
σεξουαλικά έναν 10χρονο και μπήκε σε
αναμορφωτήριο για 2 χρόνια.
2. Γύρω στα
1956-57 δυο τραγικά ατυχήματα σε ξυλουργεία.
Στο ένα σκοτώθηκε ο ιδιοκτήτης
ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ από μια λεπίδα δίσκου που
έφυγε από το μηχάνημα και καρφώθηκε
στον κρόταφό του. Ήμουν παρών όταν τον
έβγαλαν στον δρόμο οι γιοί του καταματωμένο
και νεκρό.
3. Την ίδια χρονιά ένα
κοριτσάκι 6-7 ετών μπήκε σε ένα ξυλουργείο
παίζοντας κρυφτό και χώθηκε στον κλειστό
χώρο κάτω από την κορδέλα. Όταν επέστρεψε
ο ιδιοκτήτης ανύποπτος έθεσε σε λειτουργία
το μηχάνημα και σκότωσε την μικρή.
4.
Πριν το Πάσχα της αυτής χρονιάς ένα
μικρό αγόρι μπήκε σε μια ακατοίκητη
μάντρα στην ΨΑΡΡΩΝ απέναντι από το
μπακάλικο του ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ για να
βοσκήσει ένα αρνάκι. Εκεί βρήκε μια
χειροβομβίδα και σκαλίζοντάς την
σκοτώθηκε από την έκρηξη.
Τα
παιχνίδια.
Όλο τον χρόνο παίζαμε
γυαλενάκια (γυάλινες μπίλιες). Στην
Αθήνα τα λέγαμε κάζες και στην Ν. Ιωνία
τζιτζίλια.
Υπήρχαν τρία παιχνίδια με
γυαλενάκια τα μπάζι το τρίγωνο και τα
λακουβάκια.
Ένα μήνα πριν την Καθαρά
Δευτέρα φτιάχναμε και πετούσαμε αετούς
σε τρία σχήματα. Το κλασικό το αστέρι
και το τσερκένι (σαν τομή αχλαδιού).
Τα
Χριστούγεννα παίζαμε καρύδια και το
καλοκαίρι σφεντόνες (Σπάζαμε όλα τα
τζάμια των εγκαταλειμμένων
εργοστασίων).
Επίσης το καλοκαίρι
κάναμε αγώνες στίβου (δρόμο γύρω από το
τετράγωνο, άλμα εις μήκος σένα σκάμμα
που σκάβαμε στο χωματόδρομο, σφαίρα και
δίσκο με κομμάτια σιδήρου από τα
μηχανουργεία, ύψος με ένα σπάγγο και
ακόντιο μένα σκουπόξυλο).
ΣΧΟΛΙΟ
Σε
ένα τόσο μεστό από καταγραφές κείμενο
θα μπορούσα να παραθέσω έναν εκτενή
σχολιασμό, να επιβεβαιώσω δηλαδή τα
καταστήματα, τα εργοστάσια και ό,τι άλλο
χρήσιμο για την Κατοχή και την πολιτική
κατάσταση που ακολούθησε στην περιοχή
του Αγίου Διονυσίου Πειραιά. Αυτό όμως
θα έπαιρνε πολύ χρόνο, περισσότερες
λέξεις και θα μείωνε ίσως την αξία μιας
αυθόρμητης, γεμάτο αναμνήσεις εξιστόρησης
των προσώπων και πραγμάτων όπως τις
έζησε ο φίλος Νώντας Μαραγκάκης.
Φωτογραφίες από το λεύκωμα
και επεξήγησή τους.
Από το πολύ
οργανωμένο οικογενειακό άλμπουμ που
με τόση φροντίδα δημιούργησε ο Νώντας
Μαραγκάκης, αντλώ στοιχεία για την δομή
της οικογένειάς του. Όπως προείπα θεωρώ
ότι παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον
αφού μπορούμε να διακρίνουμε μορφές
που γεννήθηκαν αρχικά στα νησιά και
κατόπιν συνέχισαν την ζωή τους στον
Πειραιά. Το γενεαλογικό δένδρο με τις
συγγενικές σχέσεις κάθε οικογένειας
επιβεβαιώνει κι αποδεικνύει την ένταξή
της στον κοινωνικό περίγυρο. Την συνδέει
με γνωριμίες στην γειτονιά, στην συνοικία,
στην εκπαίδευση, στην εργασία, στον
πολιτισμό, στην συνολική διαμόρφωση
του αστικού ιστού.
Η
οικογένεια του Θεοδώρου Μαραγκάκη
(πατέρας του Νώντα και Μανώλη Μαραγκάκη).
-Ο
Επαμεινώνδας Μαραγκάκης γεννήθηκε στην
Ερμούπολη Σύρου το 1878. Ο πατέρας του
Θεόδωρος ήταν καραβομαραγκός
(ναυπηγοξυλουργός). Αδέλφια του ήσαν οι
Ανδρέας, Ιωάννης, Μαριγώ, Μοσχούλα,
Φρόσω, Ελένη. Έλαβε σύζυγο την Μαρουσώ
Φιορεντίνου στην Μύκονο και εγκαταστάθηκαν
στον Πειραιά στην οδό Σαλαμίνος 70 (κοντά
στον Άγιο Διονύσιο). Αρχικά είχε ναυπηγείο
(καρνάγιο) στον Άγιο Διονύσιο και μετά
στο Πέραμα (έκλεισε γύρω στα 1935). Έκανε
τρία παιδιά: τα δίδυμα Θεόδωρο και
Νικόλαο το 1907 από τα οποία το δεύτερο
πέθανε βρέφος και μια κόρη την Ευγενία
στα 1912.
-Η Μαρουσώ Φιορεντίνου γεννήθηκε
στην Μύκονο το 1882. Ο πατέρας της Νικόλαος
ήταν αγρότης. Οι οικογένεια είχε τα εξής
παιδιά: Ανδρέας, Γεώργιος, Αντώνιος,
Δημήτριος, Μαρουσώ, Ειρήνη, Άννα, Μαρία,
Ματθαίος (Μαθιός), Ιωάννης, Σοφία. Τα
αγόρια προόδευσαν κυρίως σαν έμποροι
στην Ελλάδα και στην Ολλανδία. Ο
Επαμεινώνδας πέθανε στον Πειραιά από
καρδιακή προσβολή στις 29.5.1941. Η Μαρουσώ,
δεσποτικός χαρακτήρας, έστειλε τον γιο
της στην εμπορική σχολή χωρίς αυτός να
θέλει να γίνει έμπορος και διέκοψε την
κόρη της από το Γυμνάσιο για να την κάνει
μοδίστρα. Πέθανε στον Πειραιά από
λευχαιμία στις 24.1.1957.
Η
οικογένεια της Ελευθερίας Παναγιώτου
(μητέρα του Νώντα και Μανώλη Μαραγκάκη).
-Ο Εμμανουήλ Παναγιώτου του Νικολάου
και της Ευφροσύνης, γεννήθηκε στην
Σαλαμίνα το 1878 και πέθανε στην Σαλαμίνα
στις 1 Μαρτίου 1944 από διάτρηση στομάχου.
Έλαβε σύζυγο την Τερέζα Παπαϊσιδώρου
στα 1905 και αρχικά έμεναν στο πατρικό
του της οδού Σαλαμίνος. Γύρω στα 1914
μετοίκησαν στον Πειραιά στον οδό Τομπάζη
πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Τελικά γύρω
στα 1926 εγκαταστάθηκαν σε δικό τους σπίτι
στην οδό Σαλαμίνος 27. Οι γονείς του είχαν
επτά παιδία: Θέμις. Φώτιος. Αικατερίνη
(Κατίγκω). Αντιγόνη (Γόνια). Βασιλική
(Τση). Εμμανουήλ. Αγγελική. «Ο παππούς
μου αρχικά ήταν ναυτικός σε καΐκια επί
17 έτη. Όταν όμως ναυάγησε 7-8 φορές, άνοιξε
ταβέρνα στον Πειραιά στην οδό Σαλαμίνος
(τότε οι ταβέρνες πουλούσαν και
ξυλοκάρβουνα). Σαν χαρακτήρας ήταν
πανέξυπνος, είρων, πολύ εργατικός,
ετοιμόλογος, ατρόμητος σε φυσικούς
κινδύνους και ατομιστής. Για την μόρφωση
των παιδιών του δεν κατέβαλε καμία
φροντίδα αλλά έτσι ήταν οι συνήθειες
της τότε εποχής και ιδίως στη Σαλαμίνα..
Έπινε πολύ, όπως οι περισσότεροι την
εποχή αυτή αλλά δεν μέθαγε. Τελικά το
κρασί του έφερε έλκος από το οποίο και
πέθανε». [Τα παραπάνω λόγια αντέγραψα
αυτολεξεί, ακριβώς επειδή μού θύμισαν
δικούς μου συγγενείς και γνωστούς που
έπιναν και μεθούσαν στην περιοχή Αγίου
Δημητρίου - Υπαπαντής με τις ίδιες
συνθήκες και στα επόμενα χρόνια, μέχρι
το σταδιακό κλείσιμο των μπακαλοταβερνών]
-Η
Τερέζα ήταν κόρη του Χαραλάμπους και
της Ελευθερίας Παπαϊσιδώρου (οικογένεια
γνωστή και ως Κατσαλάμπηδες). Γεννήθηκε
στην Σαλαμίνα στα 1888 και πέθανε στην
Αθήνα στο νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ στις 12
Φεβρουαρίου 1960 από σακχαροδιαβήτη. Ο
πατέρας της είχε μεγάλη για τα μέτρα
της εποχής κτηματική περιουσία και
φούρνο πίσω από τον Άγιο Δημήτριο
Σαλαμίνας, όπου ήταν και το πατρικό της
σπίτι. Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας
κατά σειρά ήταν: Ισίδωρος (Λιάκος).
Τερέζα. Βασίλειος. Νικόλαος. Ολυμπία.
Αγγελής. Αλέξανδρος. Δυστυχώς ο Χαράλαμπος
Παπαϊσιδώρου δολοφονήθηκε γύρω στα
1901 από παρεξήγηση αφήνοντας ορφανά τα
επτά παιδία του από ηλικίας 1 έως 20 ετών.
Παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Παναγιώτου
στα 1904-1905. Στα 1912-1913 ο αδελφός της Λιάκος
δολοφονεί για λόγους τιμής κάποιο Ζερβό
και φυλακίζεται. Ο αδελφός του Ζερβού
κάποια στιγμή δολοφονεί τον αδελφό της
Βασίλη. Οι αμοιβές των δικηγόρων
εξανέμισαν την περιουσία. «Με τον παππού
μου έκανε συνολικά 12 παιδιά και 6 αποβολές.
Τελικά της έζησαν 6 παιδιά (τα υπόλοιπα
πέθαιναν μικρά). Το 1938 πεθαίνει η πρώτη
της κόρη σε ηλικία 30 ετών από καρκίνο
στην μήτρα και το 1943 ο μεγαλύτερος γιος
της σκοτώνεται κατά την καταβύθιση του
Υποβρυχίου ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Ταυτόχρονα κατά
τη διάρκεια της Κατοχής ο μεσαίος γιος
της αρχίζει να χάνει βαθμιαία την όρασή
του και ο μικρός έκανε αιμόπτυση. Τέλος
το 1944 χηρεύει. Όπως και να το κάνουμε
ήταν αβάστακτα βάσανα για έναν άνθρωπο».
Η
Ελευθερία Μαραγκάκη και τα αδέλφια
της.
«Η
μητέρα μου ήταν το τρίτο παιδί της
οικογένειας Μανώλη και Τερέζας Παναγιώτου.
Γεννήθηκε στον Πειραιά πίσω από τον
Άγιο Νικόλαο στην οδό Τομπάζη. Παντρεύτηκε
το 1939 τον Θεόδωρο Μαραγκάκη και έκαναν
δυο παιδιά. Εμένα (1940) και τον Μανώλη
(1946). Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα στις 3
Ιουνίου 1992 από πνευμονική εμβολή. Τα
άλλα της αδέλφια ήταν:
1η Μαρία σύζυγος
Ευαγγέλου Βασιλείου. Γεννήθηκε στα 1908
στην Σαλαμίνα παντρεύτηκε 15 ετών και
απέκτησε δύο παιδιά τον Βασίλη (1924-1981)
και την Αθηνά (1933-1999). Πέθανε το 1938.
2ος
Νικόλαος. Γεννήθηκε στην Σαλαμίνα το
1913. Έγινε Μόνιμος Υπαξκός του ΠΝ (Μηχανικός
Υποβρυχίων) και χάθηκε κατά την καταβύθιση
του υποβρυχίου ΚΑΤΣΩΝΗΣ από του Γερμανούς
την 21.00΄ της 14 Σεπτεμβρίου 1943 στη
Σκιάθο.
4ος Χαράλαμπος. Γεννήθηκε στον
Πειραιά το έτος 1917. Ήταν ξυλουργός. Από
το 1942 άρχισε βαθμιαία να χάνει την όρασή
του. Παντρεύτηκε το 1951 την Αγγελική
Κοθωρνού και απέκτησε το 1955 μια κόρη
την Τερέζα. Πέθανε στις 19 Μαρτίου
1996.
5ος Σταύρος. Γεννήθηκε στον Πειραιά
το 1919. Εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων το
1939 ονομάστηκε Ανθγός Μηχανικού και
αποστρατεύτηκε το 1972 ως Ταξίαρχος. Το
έτος 1962 παντρεύτηκε την Επιστήμη (Έμη)
Παναγιωτοπούλου και το 1964 απέκτησε μια
κόρη την Τερέζα. Πέθανε στις 15 Αυγούστου
2005 από καρδιά.
6η Καλλιόπη (Πόπη).
Γεννήθηκε στον Πειραιά (οδός Σαλαμίνος)
το 1929 ή 1930. Παντρεύτηκε το 1974 τον Αριστομένη
Κουτσουμπάκη και χήρεψε το 1994 χωρίς να
κάνει παιδιά. Πέθανε από καρκίνο στον
πνεύμονα το καλοκαίρι του 2007».
-Ο
θείος μου Νίκος Παναγιώτου.
«Γεννήθηκε
στη Σαλαμίνα το 1913. Εκεί πήγε σχολείο
(Δημοτικό) και πιθανόν μια τάξη του
«Ελληνικού». Επίσης πιθανότατα πήγε 2
τάξεις Γυμνάσιο στην Ιωνίδειο Σχολή
(Α΄ Πρότυπο Γυμνάσιο) στον Πειραιά, γιατί
ήθελε να πάει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Επιμελής και καλός μαθητής, γράφτηκε
μόνος του στο Γυμνάσιο (πρωτοφανές για
την εποχή αυτή) αλλά ο πατέρας του σύμφωνα
με τις αντιλήψεις της εποχής και ιδιαίτερα
τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στην
Κούλουρη (τα παιδιά στη δουλειά και όχι
σπουδές), δεν του διέθετε το ποσό των
διδάκτρων για την Σχολή Δοκίμων. Τελικά
πήγε στην Σχολή Υπαξκών Μηχανικών του
Π.Ν. το έτος 1928 και αποφοίτησε το έτος
1932. Υπηρέτησε αποκλειστικά στα Υποβρύχια
και μάλιστα διαδοχικά και στα 6 που
υπήρχαν. Έλαβε μέρος σ’ όλες τις πολεμικές
περιπολίες του Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ κατά τη
διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου
και διέφυγε με το ίδιο πλοίο στη Μέση
Ανατολή. Το Σεπτέμβριο του 1942 ζήτησε να
μετατεθεί το Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Συμμετείχε
μ’ αυτό σε τρεις περιπολίες στο Αιγαίο
και χάθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 βόρεια
της Σκιάθου. Ήταν τότε αρχικελευστής
και μόνο 30 ετών. Κρίμα! Λεπτομέρειες του
θανάτου του δεν έγιναν γνωστές. Το πιο
πιθανό είναι να σκοτώθηκε κατά την
εγκατάλειψη του σκάφους μπορεί όμως
και να εγκλωβίστηκε στο εσωτερικό του
Υποβρυχίου και να πνίγηκε. Μεταθανατίως
προήχθη σε Σημαιοφόρο και του απονεμήθηκε
για δεύτερη φορά ο Πολεμικός Σταυρός.
Δεν τον γνώρισα αλλά από τις διηγήσεις
κυρίως της Μητέρας μου, έχω την γνώμη
ότι ήταν το καλλίτερο παιδί της γιαγιά
μου, διότι ήταν δυναμικός, φιλοπρόοδος,
θεληματικός αν και νευρικός και ευέξαπτος
και φρόντιζε την πατρική του οικογένεια
αφού αυτός άλλωστε σπούδασε τον μικρό
του αδελφό Σταύρο. Ας είναι αιωνία του
η μνήμη».
Στην
οικογενειακή αυτή φωτογραφία εικονίζονται
όρθιοι από πάνω αριστερά: Μαρουσώ,
σύζυγος Επαμεινώνδα Μαραγκάκη. Ο αδελφός
της Μήτσος Φιορεντίνος. Η αδελφή της
Άννα. Ο αδελφός της Γιάννης (πηλήκιο
ΙΟΝΙΟΣ ΣΧΟΛΗ). Καθιστοί από αριστερά:
Επαμεινώνδας Μαραγκάκης. Νικόλαος
Φιορεντίνος. Μαθιός Φιορεντίνος. Το
αγόρι είναι ο Θεόδωρος οπότε η φωτογραφία
χρονολογείται γύρω στα 1909 ή 1910.
Σχολική φωτογραφία στα 1920.
Είναι κολλημένη στο άλμπουμ και δεν
μπορώ να διαπιστώσω σε ποιο σχολείο
αναφέρεται. Όμως υπάρχουν τα ονόματα
των μαθητών και δυο καθηγητών. Από
αριστερά προς δεξιά και από πάνω προς
τα κάτω:
Πρώτη σειρά. Βασιλείου.
Ανδροκλής. Δούκας. Κορωναίος. Σάρδης.
Μολιοστάθης. Βουγιουκλάκης. Χαρτοφύλαξ.
Μαντούβαλος. Μοφόρης. Γκλαβάδης.
Καραβιτάκος.
Δεύτερη σειρά. Τσακόπουλος.
Ρετετούγκος. Φασίτσας. Λειβάδης. Π.
Φασίτσας. Ματζώρος. Κολιδάκος. Βασιλείου.
Αντωνιάδης. Πρατσινάκης. Καστρίσιος.
Μαρουλάκης.
Τρίτη σειρά. Χαλιώρης
(Δάσκαλος). Βελέτζας. Μποφίλιος.
Καβρουδάκης. Μπαρούτης. Χρυσικόπουλος.
Βρεττός. Δελαζάνος. Βασιλείου. Χαρτοκώλης.
Γεωργιάδης. Γιγλεράκος. Οικονομόπουλος
(δάσκαλος).
Τέταρτη σειρά. Χρυσίνης.
Σύρμας. Γκιζαρικίδης. Δενδρινέλης.
ΜΑΡΑΓΚΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ. Σπυράκης. Στράγγας.
Λακόπουλος. Κουφός. Βορδόχειλας.
Χωριανόπουλος. Πουλάκος.
Πέμπτη σειρά.
Κολαξής. Δημητρέλης. Δερνίκος. Πατρής
[;] Βεντούρης. Μπουζαλάκος. Τσακλάνης.
Πιτσάκης. Κλεανάκος. Αγγελάκης.
Αρτεμής.
Τρεις
φωτογραφίες με τον Θεόδωρο Μαραγκάκη,
πατέρα του Νώντα στα χρόνια 1927-1930.
«Ο πατέρας μου και η αδελφή του
Ευγενία σε… Μιούζικαλ του μεσοπολέμου
γύρω στα 1930-1932. Η φωτογραφία στο ταρατσάκι
του πλυσταριού του πατρικού του σπιτιού.
Το σεντόνι άραγε είναι ντεκόρ ή το έχουν
απλώσει για να στεγνώσει;».
Χιόνια στον Πειραιά. «15
Φεβρουαρίου 1934. Η Μητέρα μου, η θεία
Ευγενία και ένας γείτονάς τους (Ρίγγας)
στη γειτονιά τους στην οδό Σαλαμίνος.
Στις 12 Απρ 1934 δώσανε λόγο με τον Πατέρα
μου και στις 16 Ιουλίου 1934
αρραβωνιάσθηκαν».
Μάιος 1937 στον Πειραιά. «Ο παππούς μου
Μανώλης σε ηλικία 59 ετών και η θεία μου
Πόπη (Καλλιόπη) 7 ετών».
18 Μαΐου 1938. «Η μητέρα μου 23 ετών, ο αδελφός
της Νίκος 25 ετών η αδελφή της Πόπη 7 ετών, ο παππούς μου Μανώλης Παναγιώτου
και ο Βαγγέλης Βασιλείου άνδρας της
μεγάλης αδελφής της μητέρας μου, της
Μαρίας που πέθανε τον ίδιο χρόνο 30 ετών.
Την φωτογραφία την τράβηξε στην αυλή
του πατρικού του σπιτιού ο θείος μου
Σταύρος».
Ο Εμμανουήλ
Παναγιώτου ναύτης (1889;. Το πηλήκιο γράφει
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ.
«Η
Τερέζα Παναγιώτου το 1945; σε ηλικία 56
ετών. Φωτογραφήθηκε για να βγάλει
βιβλιάριο συντάξεως από το ΠΝ για τον
σκοτωμένο γιο της Νίκο. Ο πόνος στο
πρόσωπό της περισσότερο από
ολοφάνερος».
Η Ελευθερία Μαραγκάκη 15 ετών
(1930) και σε επόμενα χρόνια στην αυλή του
σπιτιού της.
Ο Νίκος
Παναγιώτου στις 12 Μαρτίου 1928 σε ηλικία
15 ετών. Ο καθιστός λεγόταν Παπανικολάου.
Κατετάγησαν την ίδια χρονιά στο ΠΝ. Ο
κελευστής ΜΗΧ. Ν. Παπανικολάου σκοτώθηκε
στην «ΕΛΛΗ» 15 Αυγούστου 1940. Ο Νίκος στον
«ΚΑΤΣΩΝΗ» στις 14 Σεπτεμβρίου 1943.
Φωτογραφία πιθανόν του 1930 ή
1931. Ο Νίκος Παναγιώτου μαθητής στην
Σ.Υ.Μ.
Ο Νίκος Παναγιώτου
με τον Νίκο Ανδριανό Μον Υπαξκό Τεχνίτη
του ΠΝ. Ήταν στην αντίσταση, συνελήφθη,
βασανίστηκε και αυτοκτόνησε. Νίκος
Παναγιώτου, Ν. Παπανικολάου, Νίκος
Αδριανός, τρία νέα παιδιά από την Σαλαμίνα
που έπεσαν ηρωικά.
Ολόκληρη σελίδα αφιερωμένη στον Νικόλαο
Παναγιώτου από το οικογενειακό άλμπουμ
που δημιούργησε ο Νώντας Μαραγκάκης.
Το επώνυμο Παναγιώτιζας αντί Παναγιώτου,
με εμφανή την αρβανίτικη προσφώνηση
στην Σαλαμίνα.
Σελίδα
από το οικογενειακό άλμπουμ. Ο Θεόδωρος
Μαραγκάκης και η Ελευθερία Παναγιώτου
με παραδοσιακή ενδυμασία την εποχή του
αρραβώνα τους.
Προσκλητήριο γάμου του Θεόδωρου και
Ελευθερίας που έγινε στο σπίτι τους
στην οδό Μεσολογγίου 33 στις 15 Ιουνίου
(κι όχι Ιουλίου) 1939.
Οδός Σαλαμίνος. Φεβρουάριος 1943. Ο Νώντας
Μαραγκάκης σε μικρή ηλικία. «Όταν με
φωτογράφησε ο πατέρας μου θυμάμαι ακόμα
το γεγονός. 2 ½ ετών περίπου. Τα γράμματα
πάνω στην φωτογραφία είναι του Πατέρα
μου».
Φεβρουάριος
1943. «Με τη μαμά μου πάμε στη μαύρη αγορά.
Οδός Αγ. Δημητρίου και Μεθώνης».
Πέραμα Καθαρή Δευτέρα του 1947.
«Η γιαγιά Μαρουσώ, η οικογένεια
Νικολοπούλου και εγώ 6½ ετών. Την θυμάμαι
αυτήν την φωτογραφία» έγραψε ο Νώντας
Μαραγκάκης. Ο Νικολόπουλος παντρεύτηκε
την κόρη της Ευγενία.
Καλοκαίρι 1948. Μαγκουφάνα (Πεύκη). «Με
φιλοξενούσε η θεία μου Ευγενία. Από
αριστερά Νώντας - εγώ (σχεδόν 8 ετών) -
Σωτήρης - Άρης και η θεία μου Ευγενία.
Στο βάθος όπου περνάει το λεωφορείο
είναι ο δρόμος Μαρούσι - Πεύκη - Ν.
Ηράκλειο».
1949. Τελευταία
Κυριακή της αποκριάς. Στην οδό Σαλαμίνος
απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς
Τερέζας. Από δεξιά (Σωτήρης Νικολόπουλος
(1937). Νώντας Μαραγκάκης (12.11.1940). Μανώλης
Μαραγκάκης (14 Μαρτίου 1946). Νώντας
Νικολόπουλος (1945). Λείπει ο Αριστείδης
Νικολόπουλος (1944).
Γυμναστικές επιδείξεις Β΄ Γυμνασίου
στο γήπεδο Καραϊσκάκη, 1957.
Γυμναστικές επιδείξεις Β΄
Γυμνασίου στο γήπεδο Καραϊσκάκη,
1958.
«Στο Καματερό
Σαλαμίνας, Καλοκαίρι 1958. Στο κτήμα του
Παπά. Παπά-Γεράσιμος Ροζολής. Βασίλης
Βασιλείου (πρώτος εξάδελφός μου και
κουμπάρος μου όπως και νονός του Μανώλη).
Ο Μανώλης, ο θείος Σταύρος και ο Πατέρας
μου».
«Τον χειμώνα
του 1962 στο σπίτι μας στον ΠΕΙΡΑΙΑ. Από
αριστερά Αγγελική - Πόπη - Έμη - Εγώ με
την Τερέζα και ο Πατέρας μου».
Στον Χολαργό, Πέμπτη 23 Ιουνίου
2022. Ο Επαμεινώνδας Μαραγκάκης διαβάζει
τα χειρόγραφα με τις αναμνήσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου