Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Συμπληρωματικά για την δράση της Αστυνομίας Πόλεων στον Πειραιά.


Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Αντιπρόεδρος Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς - Πρόεδρος Ινστιτούτου Πειραϊκών Μελετών - Δημοσιογράφος, ερευνητής πειραϊκής ιστορίας.
 

Για θέματα σχέσης υπηρεσίας Αστυνομίας Πόλεων με τον Πειραιά έχω αναφερθεί σε κάποια άρθρα, σχημάτισα μάλιστα κι έναν κατάλογο με τα ανάλογα αστυνομικά βιβλία.
Εδώ θα ασχοληθώ με την ομώνυμη έκδοση ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΩΝ του Νικολάου Γ. Καραμπασά, τότε Αστυνομικού Διευθυντού Α΄. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1949. Αποτελούσε έναν πλήρη οδηγό διδασκαλίας για τα όργανα ώστε να μάθουν τους τρόπους και μεθόδους που επεδίωκαν να δώσουν πρακτικές και άμεσες λύσεις στις διάφορες αρμοδιότητες περιστατικών που συναντούσαν κατά την διάρκεια εξασκήσεως των καθηκόντων τους.




Νικολάου Γ. Κατραμπασά. Αστυνομικού Διευθυντού Α΄. Αστυνομία Πόλεων. Αθήναι 1949. {Ετυπώθη τον Φεβρουάριον του 1949}. Σελ. 266 και εικόνες εκτός κειμένου. 
  


Αν και ο θεσμός υπήρχε στην αρχαιότητα και πέρασε με διάφορες φάσεις δραστηριοτήτων ανά τους αιώνες, στα νεότερα χρόνια τις κατευθύνσεις έδωσε η αγγλική, Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου (Metropolitan Police Service).
Η κατά λαούς ονομασία παραπέμπει στην ελληνική λέξη ΠΟΛΙΤΕΙΑ (
POLICE, POLIZEI, POLICIA, POLIZZIA, POLIS, POLITI, полиция).
Στα 1829 ιδρύθηκε η ΠΟΛΙΤΑΡΧΙΑ. Διαλύθηκε με τον θάνατο του Καποδίστρια.
Στα 1833 συνεστήθη η ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ. Τέλη του 1836 είδαμε την ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. Στην Αθήνα συστάθηκαν τέσσερα τμήματα ενώ στον Πειραιά ένα. Καταργήθηκε από 1.1.1894, την θέση της πήρε η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ (Νόμος ΒΡΠΗ, 1893).
Στην Αθήνα αναδείχτηκε η φυσιογνωμία του αστυνομικού διευθυντού Δημητρίου Μπαϊρακτάρη, Ταγματάρχου Πεζικού. Αργότερα οι στρατιωτικοί επέστρεψαν στα καθήκοντα τους και με τον νόμο ΓΡΞΕ της 11.7.1906 ανέλαβε ξανά η ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ. (Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ, 1899-1913).
Ο νόμος 2461 του 1920 έδωσε την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΩΝ για τις πόλεις της Κερκύρας, των Πατρών, του Πειραιώς, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.
Ειδικά όσον αφορά στον Πειραιά, διαβάζουμε την πρώην επικρατούσα κατάσταση, την σταδιακή αποδοχή από τους πολίτες των διαφόρων αστυνομικών διατάξεων και τον επιδέξιο τρόπο της εξάλειψης των κακοποιών στοιχείων. Η έκφραση «Τάξη και
Aσφάλεια» μας έρχεται από εκείνη την εποχή.
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Υπό την ούτως παρεσκευασμένην ατμόσφαιραν η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΩΝ την 28ην Μαΐου του 1923 εγκατεστάθη εις τον Πειραιά.
Η πόλις την ημέραν αυτήν είχε προσλάβει εορτάσιμον όψιν.
Οι κάτοικοι με περιέργειαν και συγκίνησιν αντίκρυσαν τους νέους Αστυνομικούς που με την πρωτότυπη και επιβλητική στολή, είχον αναλάβει από της 6ης πρωϊνής την υπηρεσίαν της φρουρήσεως της πόλεως. Πολλοί που είχαν αμέσως έλθει εις πρώτην επαφήν μαζύ των, με κάποιαν αυταρέσκειαν και υπερηφάνειαν ταυτοχρόνως διηγούντο τας εντυπώσεις των, που ήσαν εξαιρετικά κολακευτικαί δια την ευγένειά των και την λεπτότητα των τρόπων των.
Ήτο γεγονός πλέον ότι είχαν αποκτήσει την νέαν Αστυνομίαν, που επερίμεναν και τόσο ήθελαν.
Ο ενθουσιασμός των Πειραιωτών από της πρώτης αυτής ήμερας ήτο γενικός και υπό την γενικήν επιδοκιμασίαν και συμπάθειαν εγκαινιάσθη η λειτουργία του νέου Θεσμού εις το Επίνειον της Πρωτευούσης.
Εδώ όμως η Αστυνομία, εις τον πρώτον Λιμένα και την τρίτην Πόλιν Ελλάδος με την μεγάλην εμπορικήν κίνησιν, με τον πυκνόν πληθυσμόν και την ποικιλίαν των τάξεων, με τον μέγαν αριθμόν των διαβατικών - ξένων και εντοπίων - με την διέλευσιν Διεθνών Τύπων Κακοποιών, Λαθρεμπόρων, Διαρρηκτών κλπ. είχε ν’ αντιμετωπίση αμέσως σοβαρά και επείγοντα ζητήματα Ασφαλείας και Τάξεως.
Η πολυπληθής εξ άλλου εργατική Τάξις και η οικονομική και η ηθική κρίσις ο οποία είχεν επακολουθήση την πρόσφατον Μικρασιατικήν καταστροφήν με την προσωρινήν εγκατάστασιν χιλιάδων πτωχών Προσφύγων, επέτειναν και επολλαπλασίαζαν τας δυσκολίας εις τα ζητήματα ταύτα.
Τα πράγματα εδώ δεν ήσαν τόσον εύκολα όσον εις την Κέρκυραν και τας Πάτρας.
Εκτός της γενικώς επικρατούσης κακής καταστάσεως Τάξεως και Ασφαλείας, εις ωρισμένα τμήματα της Πόλεως, όπως τα Καμίνια, η Λεύκα, η Δραπετσώνα, η Τρούμπα, του Τζελέπη, το Πασαλιμάνι, η Γούβα του Βάβουλα κλπ. είχον εκτραφή ίδιοι τύποι αέργων κακοποιών «ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΔΕΣ» αποζώντες κυρίως από τα χαρτοπαίγνια και την εκμετάλλευσιν των κοινών γυναικών.
Η αμφίστομος μάχαιρα και η κουμπούρα εχρησιμοποιούντο με μεγάλην ευκολίαν από τα υποκείμενα αυτά και τα μαχαιρώματα και οι κουμπουριές ήσαν συμβάντα από τα οποία δεν εφονεύοντο μόνον οι κακοποιοί μεταξύ των, αλλά και φιλήσυχοι πολλάκις πολίται.
Θέμα επίσης επείγον και σοβαρόν απετέλει η επίβλεψις  και η διατήρησις της καθαριότητος της πόλεως, η οποία λόγω κακών τινών συνηθειών των κατοίκων, των   πολλών Βιομηχανιών, της μεγάλης εργατικής κινήσεως και της επικρατούσης εις πολλά τμήματα της πόλεως πενίας, παρ’ όλας τας προσπαθείας του Δήμου, ευρίσκετο εις επικίνδυνον, δια την δημοσίαν υγείαν κατάστασιν.
Από της πρώτης λοιπόν στιγμής η Αστυνομία Πόλεων ευρέθη αντιμέτωπος και του εξόχως σοβαρού αυτού ζητήματος, το οποίον ήτο μεν της αμέσου αρμοδιότητος του Δήμου, αλλ’ εξ ίσου και δι’ αυτήν ενδιαφέρον.
Ούτω κατά την μελέτην των ληπτέων γενικώς Αστυνομικών μέτρων εθεωρήθη αμεσωτέρας ανάγκης η λήψις πρωτίστως των μέτρων Τάξεως και Καθαριότητος δια της αυστηράς και συστηματικής εφαρμογής διαφόρων συγχρονισμένων Αστυνομικών Διατάξεων.
Από της πρώτης λοιπόν ημέρας η Αστυνομία έθεσεν εις λειτουργίαν το δίκτυον των Σκοπών Τάξεως και των Περιπόλων και η παρουσία της εξησφαλίσθη πυκνή και συνεχής καθ’ όλην την έκτασιν της πόλεως.
Οι άνδρες των Τμημάτων Τάξεως με την οξείαν παρατηρητικότητά των και την ακριβή γνώσιν των καθηκόντων των, σύμφωνα και προς τας οδηγίας τας οποίας είχον λάβει από τους Προϊσταμένους των Διοικητάς, επεδόθησαν ευθύς αμέσως εις την καθοδήγησιν και την ενημέρωσιν των κατοίκων της περιφερείας των εφ’ όλων των αντικειμένων των Αστυνομικών Διατάξεων.
Αι οδηγίαι των, δια την καθαριότητα των καταστημάτων, των πεζοδρομίων και το ασβέστωμα των ρείθρων αυτών, εγένοντο δεκταί παρ’ αυτών ως είδος συνταγών υγιεινής, τας οποίας ήσαν υποχρεωμένοι να τηρούν καθ’ εκάστην, δεδομένου ότι θα υφίσταντο τον σχετικόν καθημερινόν έλεγχον των Σκοπών.
Αλλά και η ακρίβεια της ώρας του κλεισίματος των καταστημάτων και η αφ’ ωρισμένης ώρας απαγόρευσις των ασμάτων και των παντοειδών θορύβων, που διετάρασσον την ησυχίαν των κατοίκων ερρυθμίσθησαν εξ αρχής δια της υπό των πολιτών κατανοήσεως της ανάγκης προς υποβοήθησιν των επιδιώξεων και των σκοπών της Αστυνομίας.
Αι δε δι’ ευγενούς και υποχρεωτικού τρόπου Συστάσεις των Αστυνομικών έπαιξαν και εδώ τον αποτελεσματικόν ρόλον τον οποίον είχον ήδη παίξει τόσον επιτυχώς εις τας πόλεις των Πατρών και της Κερκύρας.
Παραλλήλως προς ταύτα η Αστυνομία εμελέτα επειγόντως και προητοίμαζε την τακτικήν την οποίαν θα ηκολούθει εις τα ζητήματα της Δημοσίας Ασφαλείας, προβαίνουσα καταλλήλως εις αναγνωριστικάς εξακριβώσεις και εις την συλλογήν πληροφοριών, επιδιώκουσα να θέση εκποδών τα διάφορα κακοποιά στοιχεία ουχί δι’ αμέσου προς αυτά ρήξεως (ομαδικής διώξεως), η οποία συχνά αποβαίνει επισφαλής, αλλά διά συστηματικών και νομίμων μέσων, τα οποία είναι τα αποτελεσματικώτερα και ασφαλέστερα.
Οι κακοποιοί δεν αντελήφθησαν εξ αρχής τον επερχόμενον κίνδυνον. Ήσαν ανίδεοι των μεθόδων και των μέσων τα οποία θα έθετεν εις εφαρμογήν η νέα Αστυνομία και ούτω εις την αρχήν παρετήρουν μετά κάποιας περιεργείας, αν όχι και περιφρονήσεως, τους αόπλους Αστυφύλακας, όταν τους έβλεπαν έξω από τα Κέντρα εις τα οποία εσύχναζαν να κάνουν ατάραχοι τας παρατηρήσεις των εις τους Καταστηματάρχας, είτε διότι δεν είχαν εγκαίρως ενεργήσει την καθαριότητα του πεζοδρομίου είτε διότι δεν είχαν ασβεστώσει κανονικά το ρείθρον αυτού.
Αλλά σιγά-σιγά άρχισαν ν’ αντιλαμβάνωνται ότι οι φαινομενικώς αδιάφοροι, γαλήνιοι και άοπλοι αυτοί Αστυφύλακες δεν ήσαν και τόσον ευκαταφρόνητος δι’ αυτούς εχθρός. Διότι οι περιορισμοί που έθεσαν άρχισαν να τους ενοχλούν.
Τα καταστήματα άρχισαν να κλείουν ωρισμένην ώραν και ούτω ήσαν υποχρεωμένοι να φεύγουν ενωρίς από τα νυκτερινά των πόστα.
Άρχισαν ν’ απαγορεύωνται τα άσματα με τα οποία κατά τας προκεχωρημένας ώρας της νυκτός εσυνήθιζαν να σημειώνουν την διέλευσίν των από τας Συνοικίας.
Έπειτα κάπου-κάπου οι Αστυφύλακες τούς εσταματούσαν δια να τους συστήσουν να μη περιφέρωνται τόσον αργά εις τους δρόμους.
Αργότερα πάλιν άρχισαν αι προσαγωγαί των υπόπτων εις τα Τμήματα προς εξακρίβωσιν κλπ., αι ομαδικαί σωματικαί έρευναι εις Χαρτοπαίγνια, τα Καφωδεία και διάφορα άλλα Κέντρα που εσύχναζαν και σιγά-σιγά οι περιορισμοί της νέας Αστυνομίας τούς έκλεισαν εις ένα κύκλον πολύ δυσάρεστον και πολύ ύποπτον δι’ αυτούς.
Οσάκις τέλος απεπειρώντο καμμίαν επίθεσιν εναντίον μεμονωμένων Αστυφυλάκων, και επίστευον ότι θα είχαν μίαν εύκολον και ασφαλή νίκην, υφίσταντο πραγματικήν πανωλεθρίαν, διότι πάντοτε ο υφιστάμενος την επίθεσιν Αστυφύλαξ μη φέρων ουδέν όπλον πλην της Αστυνομικής Ράβδου, η οποία ήτο ανεπαρκής εις τοιαύτας επιθέσεις να τον προστατεύση, έκανε χρήσιν της Αστυνομικής συρίκτρας του, εις το άκουσμα της οποίας κατέφθανον σχεδόν αμέσως από όλα τα σημεία πλήθος Αστυνομικών και κατά τας μάλλον απιθάνους ώρας.
Δεν εσημειώθη ποτέ περίπτωσις χρήσεως Αστυνομικής συρίκτρας, που να μη συνεκεντρώθησαν τουλάχιστον πεντήκοντα Αστυνομικοί.
Άλλοι κατέφθανον, ιδίως κατά τας νύκτας, ανυπόδητοι, ατελώς ενδεδυμένοι, αλλά πάντως έφθαναν εγκαίρως δια να βοηθήσουν τον κινδυνεύοντα συνάδελφόν των και να δώσουν ένα μάθημα εις τους θρασείς κακοποιούς. Και το φαινόμενον αυτό δεν είχε μόνον την αξίαν του διά την βοήθειαν του συναδέλφου και την τιμωρίαν των κακοποιών, αλλά και δια την κατάπληξιν και το δέος τα οποία επροκαλούσεν εις τους κύκλους των κακοποιών, οι οποίοι κατόπιν των σκληρών μαθημάτων τα οποία εις πλήστας τοιαύτας περιπτώσεις έλαβον, δεν ετολμούσαν πλέον να επαναλάβουν τοιαύτας επιθέσεις.
Μετά πάροδον επίσης ολίγου χρόνου οι κακοποιοί άρχισαν ν’ αντιλαμβάνωνται εις τας τάξεις των μακράς απουσίας ωρισμένων συναδέλφων των.
Οι διάφοροι ασύλληπτοι Διαρρήκται ο ένας μετά τον άλλον έπιπτον εις χείρας των Αστυνομικών είτε συλλαμβανόμενοι κατά τας ώρας της διαρρήξεως είτε αμέσως μετά την κλοπήν, είτε βραδύτερον κατά την πώλησιν των κλοπιμαίων και ούτω οι άγνωστοι του Αστυνομικού δελτίου ήρχισαν ταχεώς να σπανίζουν.
Αλλ’ εκείνο που τους είχε ιδιαιτέρως ανησυχήσει ήσαν τα Δακτυλικά Αποτυπώματα.
Δεν ήτο μόνον ο εξευτελισμός που υφίσταντο, υποχρεούμενοι ν’ απλώνουν τα δάκτυλά των ένα ένα εις την μεταλλικήν πλάκαν του Εργαστηρίου της Σημάνσεως και η φωτογράφησίς των κατά διαφόρους στάσεις, αλλά κυρίως ο φόβος που τους εκυρίευε αρχίζοντας πλέον να πιστεύουν ότι είχαν τεθή οριστικώς υπό τον διαρκή έλεγχον της Αστυνομίας.
Άρχισαν λοιπόν σιγά-σιγά ν’ αποσύρωνται από τα κέντρα των, ν’ αραιώνουν τας εμφανίσεις των και να διασκορπίζωνται προς πλέον άγνωστα και απομεμακρυσμένα σημεία της Πόλεως.
Το Πασαλιμάνι, η Τρούμπα, του Τζελέπη, η Καστέλλα, τα Καμίνια, η Λεύκα, τα Βούρλα απηλλάγησαν από την μάστιγα του Κουτσαβακισμού και τους εξ επαγγέλματος κακοποιούς.
Έτσι ο Ειρηνικός και Πολιτισμένος Πόλισμαν επεβλήθη απ’ άκρου εις άκρον εις την Πόλιν του Πειραιώς και κατέστη αντικείμενον αγάπης και εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών.
Οι κάτοικοι του Πειραιώς έβλεπαν να ικανοποιούνται αι ελπίδες, που είχαν στηρίξει επί της νέας Αστυνομίας και δεν παρέλειπαν καμμίαν ευκαιρίαν να εκδηλώνουν τα αισθήματά των αυτά και να κάνουν ότι ημπορούν δια να την βοηθήσουν εις το έργον της.
Η Τάξις είχε πλέον επιβληθή απόλυτος και παραδειγματική, και η καθαριότης σιγά-σιγά με την επιμονή των Σκοπών Αστυφυλάκων έγινε συνήθεια των κατοίκων.
Η καθαριότης του πεζοδρομίου και το ασβέστωμα των ρείθρων ήτο η πρώτη πρωινή απασχόλησις κάθε Νοικοκυράς.

Οι νέοι Αστυνομικοί είχαν τόσον κατακτήσει την κοινήν γνώμην, ώστε παντού όπου παρουσιάζοντο εγίνοντο αντικείμενον εκδηλώσεως αγάπης και συμπαθείας και όλοι επιθυμούσαν να τους γνωρίσουν και να τους περιποιηθούν. Είχαν κατορθώσει με την συμπεριφορά των να εξαλείψουν ολοσχερώς την έμφυτον εκείνην φιλυποψίαν και δυσπιστίαν, που αισθάνονται δια τους Αστυνομικούς οι πολίται όλων των Χωρών του Κόσμου και να κερδίσουν την αμέριστον εκτίμησιν και εμπιστοσύνην των κατοίκων του Πειραιώς.
Προτού κλείσω τα κεφάλαιον της εγκαταστάσεως και δράσεως της Αστυνομίας Πόλεων εις τον Πειραιά θέλω να τονίσω κάτι από το νέον Αστυνομικόν Σύστημα που έκανε μεγάλην εντύπωσιν στους Πειραιείς.
Ήτο η ακρίβεια του δρομολογίου του Σκοπού.
Ένας σεβαστός καθηγητής των Μαθηματικών, που ήλθε κάποτε εις το Τμήμα μου δια να εκφράση τα συγχαρητήρια και τον θαυμασμόν του δια τους νέους Αστυνομικούς, και δια το αίσθημα της ασφαλείας που είχεν αποκτήσει από της εγκαταστάσεως της νέας Αστυνομίας, εκθειάζων την ευγένειαν των Σκοπών και την προσήλωσίν των εις το καθήκον, προσέθεσε μεταξύ των άλλων:
«Και τι ακρίβεια είναι αυτή στη διαδρομή της Σκοπιάς! Σας βεβαιώ ότι όταν βλέπω το πρωί το Σκοπό έξω από το σπήτι μου ξέρω πάντοτε ότι η ώρα είναι 8 ακριβώς και βάζω το ρολόι μου. Αληθινό Αστεροσκοπείο!»

Η εφαρμογή του θεσμού στον Πειραιά ήταν και μια προετοιμασία για την καλλίτερη εγκατάσταση στην Αθήνα, όπου τα ίδια προβλήματα ήταν σε χαμηλότερη μεν ένταση αλλά εκεί είχαν κυρίως να αντιμετωπίσουν και την τροχαία κίνηση.
Τον Οκτώβριο του 1925 αφαιρέθηκε από την Αστυνομία Πόλεων η αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ασφαλείας και περιορίστηκε σε αυτά της Τάξεως - Τροχαίας Κίνησης, Αγορανομίας και Ηθών. Μετά από ισχυρή πίεση αποκαταστάθηκε σε πλήρη αρμοδιότητα τον Ιανουάριο του 1929.
 


Ο Αστυφύλαξ (Αστυνομία Πόλεως). Σχέδιο στολής από το βιβλίο Αστυνομία Πόλεων, Νικολάου Γ. Κατραμπασά, Αστυνομικού Διευθυντού Α΄, Αθήναι 1949. 

 
Ένα παράδειγμα επιτυχίας του αστυνομικού έργου:
Στις αρχές του 1936 γινόταν διάρρηξη σε μονοκατοικίες της Νέας Σμύρνης, Παλαιού Φαλήρου, Κυπριάδου, Χαροκόπου, Κάτω Πατησίων. Μετά από έρευνες και θετικά για την εξέλιξη γεγονότα ο δράστης συνελήφθη στον Πειραιά. Ήταν μεταμφιεσμένος και είχε καλύψει το ένα του μάτι με κομμάτι υφάσματος ώστε να φαίνεται μονόφθαλμος. Διεπραγματεύετο προς έναν ταξιδιώτη την πώληση ενός χρυσού δακτυλιδιού, όταν δυο Αστυνομικοί τού πέρασαν τις χειροπέδες…
Γενικά οι υπεύθυνοι για τους κρατούμενους πρέπει να συμπεριφέρονται με ευγένεια και ανθρωπισμό. Πολλές φορές η επίδραση κάμπτει την αντίσταση και των πιο σκληρών εγκληματιών, έτσι λύνονται πολλές υποθέσεις. Ο συγγραφέας φέρνει μια τέτοια περίπτωση:
Κατά το έτος 1924 εις την περιφέρειαν του Δ΄ Αστυνομικού Τμήματος Πειραιώς, του οποίου ήμην Διοικητής και συγκεκριμένως εις την Συνοικίαν Προφήτου Ηλιού, διέμενεν ένας επικίνδυνος κακοποιός, ο οποίος απασχολούσε διαρκώς την Συνοικίαν ταύτην και την Υπηρεσίαν του Τμήματος δι’ αδίκων επιθέσεων και εξυβρίσεων, όχι μόνον εις βάρος των κατοίκων της περιφερείας, αλλά και αυτών των Αστυνομικών Οργάνων.
Επρόκειτο περί ενός θρασυτάτου και επιθετικού τύπου, ο οποίος ηρέσκετο να δημιουργή επεισόδια, αψηφών τας συνεπείας του Νόμου.
Το θράσος του και η επιθετικότης του ηυξήθησαν εις οξύτατον σημείον, όταν ούτος εκλήθη εις το Στράτευμα και περιεβλήθη την στολήν του στρατιώτου. Τότε η Συνοικία όλη εδοκίμαζε ζωηρώς τας συνεπείας της νέας του ιδιότητος. Περιεφέρετο καθημερινώς, κρατών ένα μαστίγιον, παρηνώχλει τας γυναίκας και αν κανείς ετολμούσε να του απευθύνη παρατηρήσεις, έκανε χρήσιν του μαστιγίου. Παρατυχών, εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν, ο Σκοπός Αστυφύλαξ, επεχείρησε να τον συλλάβη. Επηκολούθησε συμπλοκή μεταξύ των και μετά ζωηράν πάλην, τη συνδρομή και ετέρου προσδραμέντος Αστυφύλακος, κατωρθώθη η σύλληψίς του. Τότε ούτος εξηπλώθη επί του εδάφους και ήρχισε να ωρύεται και να καλεί εις βοήθειαν. Κατά την πτώσιν του υπέστη μικροτραυματισμόν της χειρός, οι δε Αστυφύλακες εχαλάρωσαν όλιγον την δέσμευσίν του. Τούτο επωφεληθείς ηγέρθη αιφνιδίως και τραπείς εις φυγήν ανήλθεν διερχομένου Τροχιοδρομικού Οχήματος καταδιωκόμενος υπό των εκμανέντων Αστυφυλάκων, οι οποίοι ανήλθον και ούτοι επί του Οχήματος, μη εννοούντες φυσικά να τον αφήσουν να διαφύγη. Εκεί εζήτησεν υπέρ αυτού την επέμβασιν ενός επιβαίνοντος του Οχήματος Λοχαγού, ο οποίος μη δυσκολευθείς ν’ αντιληφθή περί τίνος επρόκειτο, τον διέταξε ν’ ακολουθήση τους Αστυφύλακας.
Το Τροχιοδρομικόν Όχημα εσταμάτησε και ο κακοποιός ήχθη εκτός αυτού υπό των δύο Αστυφυλάκων, αλλ’ ευθύς αμέσως εξηπλώθη εκ νέου επί του εδάφους, επ’ ουδενί λόγω εννοών να σηκωθή και ν’ ακολουθήση τους Αστυφύλακας. Προσήλθον τότε τρεις ακόμη Αστυφύλακες και τότε όλοι μαζύ τον εσήκωσαν εις τα χέρια κρατούντες αυτόν εκ των χειρών, των ποδών και της κεφαλής, ούτω δε αιωρούμενον τον ωδήγουν εις το Τμήμα.
Η όλη αυτή διαδικασία και αι φωναί του μεταγομένου ανεστάτωσαν την περιφέρειαν  και πλήθος άπειρον παρηκολούθει την πρωτότυπον σκηνήν της μεταγωγής.
Λαβών γνώσιν του Συμβάντος εξήλθον του Αστυνομικού Καταστήματος και, εις την είσοδον, διέταξα τους Αστυφύλακας να τον αφήσουν να εισέλθη μόνος του εις το Τμήμα. Άμα όμως ούτος απηλευθερώθη μού επετέθη και δια μιάς κινήσεώς του μού εξέσχισε το σακάκι. Η αγανάκτησις των παρακολουθέντων πολιτών, εναντίον του κακοποιού τούτου, ήτο μεγάλη, αλλά και οι Αστυφύλακες συνεκρατούντο μόνον χάρις εις την παρουσίαν μου.
Κατωρθώθη τέλος να οδηγηθή υπό των Αστυφυλάκων εις το Κρατητήριον, όπου ήρχισε να φωνάζη, «Βοήθεια! Βοήθεια! Με σκοτώνουν». Εννοείται ότι εφώναζε προκαταβολικώς, διά να αποφύγη με τούτο το ξυλοκόπημα, το οποίον ασφαλώς θα επηκολούθη, εάν δεν μετέβαινα αυτοπροσώπως να επιβλέψω το κλείσιμόν του εις το Κρατητήριον.
Εκεί μέσα ηθέλησα ν’ αντιληφθώ περί του ποιού και της ψυχοσυνθέσεως του κακοποιού αυτού, ο οποίος τόσον μας απασχολούσε και τον ηρώτησα κατ’ αρχάς πού είχε τραυματισθή. Ούτος αμέσως επέρριψε τον τραυματισμόν του εις τους Αστυφύλακας, ενώ ως προανέφερα είχε τραυματισθή μόνος του. Εζήτησα εν συνεχεία να μου φέρουν, από το πρόχειρον Φαρμακείον του Τμήματος, αντισηπτικά και επιδεσμικά είδη και επεδόθην προσωπικώς εις παροχής σχετικής περιθάλψεως.
Περιποιούμενος την μικράν εκδοράν της χειρός του, απέφευγα τα βλέμματά του, διότι αντελήφθην ότι με παρηκολούθει, εξετάζων την φυσιογνωμίαν μου με κατάπληξιν, δυσπιστίαν και απορίαν, μη δυνάμενος να εξηγήση την μεταχείρισίν του ταύτην, καθ’ ην στιγμήν είχε την βεβαιότητα, ότι τουλάχιστον θα εξυλοκοπείτο αγρίως.
Όταν λοιπόν είδε ότι, αντί του ξυλοκοπήματος που ανέμενε, του παρείχοντο Πρώται Βοήθειαι και μάλιστα από τον ίδιον τον Αστυνόμον, του οποίου έβλεπε και το σακάκι που του είχε σχίσει, υπέστη αιφνιδίως τοιούτον ψυχικόν κλονισμον, ώστε μη δυνάμενος να συγκρατηθή εγονυπέτησε κλαίων υστερικώς και άρχισε να λέγη:
«Κύριε Αστυνόμε! Τώρα σκοτώστε με δεν με μέλει, είμαι ένας παληάνθρωπος. Σκοτώστε με».
Του απήντησα τότε, ότι η δουλειά μας δεν είναι να σκοτώνωμε, αλλά να κάνωμε ό,τι λέει ο Νόμος για το καλόν όλων και να προσπαθούμε να διορθώνωμε και τους κακούς, οι οποίοι πολλές φορές μπορεί να γίνουν καλοί άνθρωποι…

Ο κρατούμενος στάλθηκε την επόμενη στο Φρουραρχείο και η περίπτωσή του θα ξεχνιόταν, αν πάλι μετά από λίγο καιρό, την ημέρα το Πάσχα, πυκνοί και επαναλαμβανόμενοι πυροβολισμοί δεν συντάραζαν την περιοχή του Προφήτη Ηλία.
Είχε λιποτακτήσει με τον οπλισμό του, πήρε θέση σε ένα ύψωμα και άρχισε να πυροβολεί προς τα κοντινά σπίτια των οποίων οι κάτοικοι κλείστηκαν έντρομοι.
Ο σκοπός αστυφύλακας που πλησίασε να τον εξουδετερώσει απειλήθηκε ότι θα του έριχνε. Τότε, μη χάνοντας την ψυχραιμία του, είπε ότι τον ζητούσε ο κύριος Αστυνόμος. Αμέσως θυμήθηκε την περιποίηση που του είχε κάνει στο Τμήμα, ηρέμησε, δέχθηκε να τον ακολουθήσει, συναντήθηκε με τον αξιωματικό και σε στάση προσοχής είπε «Κύριε Αστυνόμε! Μόλις έμαθα ότι μ’ εζητήσατε ήλθα αμέσως. Είμαι στη διάθεσί σας». Παρέδωσε το όπλο του και τα φυσίγγια οπότε τον έστειλαν πάλι στο Φρουραρχείο…




Σύγχρονος Τύπος Στολής Αστυφύλακος (Αστυνομία Πόλεως). Σχέδιο στολής από το βιβλίο Αστυνομία Πόλεων, Νικολάου Γ. Κατραμπασά, Αστυνομικού Διευθυντού Α΄, Αθήναι 1949. 

 
Ο πανικός μεταδίδεται πολύ εύκολα μεταξύ του πλήθους. Η Αστυνομία σε κάθε έκτακτο συμβάν πρέπει να διαχειριστεί και αυτήν την παράμετρο. Ειδήσεις μεταδίδονται με ταχύτητα ανέμου δίχως να ελέγχεται η αιτία αλλά με ευκολία επικρατεί η πρώτη ευτελής εντύπωση. Η αυθυποβολή δίνει εντελώς διαφορετική ερμηνεία στην πραγματικότητα. 
ΨΑΡΙΑ ΖΩΝΤΑΝΑ ΣΤΙΣ ΤΑΡΑΤΣΕΣ
Ένα πρωί, ώρα 11, του Νοεμβρίου 1941, η εχθρική Αεροπορία εβομβάρδισε σφοδρώς τον Λιμένα του Πειραιώς. Το βράδυ ανέβηκα στην Αθήνα δια να δώσω, ως Αστυνομικός Διευθυντής της Πόλεως, την συνήθη καθημερινήν αναφοράν εις τον Υπουργόν της Δημοσίας Ασφαλείας. Μόλις ενεφανίσθην εις τα Γραφεία του Υπουργείου έσπευσαν προς συνάντησίν μου διάφοροι Αξιωματικοί δια να μάθουν τα του πρωινού βομβαρισμού.
Αφού τους έδωσα σχετικάς πληροφορίας, κάποιος εξ αυτών, μη ικανοποιημένος απ’ αυτάς, με ηρώτησε: «Και με τα ψάρια πώς έγινε;». Βεβαίως δεν μπορούσα να καταλάβω την ερώτησιν, όταν δε του εξέφρασα την απορίαν μου, μου εδήλωσεν ότι το πρωί, μετά την λήξιν του Συναγερμού, όταν εζήτησε πληροφορίας από κάποιο Αστυνομικό Τμήμα του Πειραιώς, περί των αποτελεσμάτων του Βομβαρδισμού, του ανεκοίνωσαν, εκτός των άλλων, ότι εις την Ταράτσαν του κτιρίου όπου εστεγάζετο το Τμήμα ευρέθησαν ψάρια σχεδόν ζωντανά, τα οποία είχον εκσφενδονισθή εκ της θαλάσσης κατά την έκρηξιν των ριφθεισών βομβών.
Έχω υπ’ όψιν μου τας αποστάσεις των διαφόρων Αστυνομικών Τμημάτων από τα σημεία του Λιμένος εις τα οποία έπεσαν βόμβαι, απήντησα ότι το πράγμα δεν μπορούσε να θεωρηθή, ούτε ως αστείον.
Εθεώρησα όμως υποχρέωσίν μου να εξακριβώσω πώς είχε δοθή η είδησις αύτη και όταν επέστρεψα εις Πειραιά εξήτασα. Οι δόντες λοιπόν την πληροφορίαν εξηκολούθουν να υποστηρίζουν, ότι είχαν δη με τα μάτια τους τα ψάρια εις την Ταράτσαν ασπαίροντα!!
Βεβαίως ήσαν εν καλή πίστει, με την διαφοράν ότι τα ψάρια δεν είχαν φθάσει εκεί εναερίως.
Ιδού τι είχε συμβή:
Όταν το πρωί εδόθη το Σύνθημα του Συναγερμού, εις την Ταράτσαν του κτιρίου τούτου ανήλθον δια να παρακολουθήσουν την πτήσιν των αεροπλάνων, μεταξύ των άλλων και μερικοί Ναύται μιάς γειτονικής Λιμενικής Υπηρεσίας. Είς εξ αυτών εκρατούσε εις τα χέρια του μια χαρτοσακκούλα, από αυτάς που χρησιμοποιούν οι ψαράδες σε σχήμα χωνιού, γεμάτη γόπες τις οποίες είχε αγοράσει από την Αγοράν δια κάποιον Αξιωματικόν του. Όταν τα εχθρικά αεροπλάνα έφθασαν άνωθεν του Λιμένος και εξαπέλυσαν τας βόμβας των, έντρομοι έσπευσαν να κατέλθουν εις το καταφύγιον. Εις την σπουδήν της καθόδου, από την χαρτοσακκούλα που εκρατούσεν ο Ναύτης, εξέφυγαν μερικές γόπες, τις οποίες ούτος δεν είχε την ψυχραιμίαν να σταματήση και περισυλλέξη.
Τοιουτοτρόπως, μετά την λήξιν του Συναγερμού, οι ανελθόντες εις την Ταράτσαν τις βρήκαν και διατελούντες εισέτι εν ταραχή εκ του βομβαρδισμού, εφαντάσθησαν ότι είχαν φθάσει εκεί εκτιναχθείσαι εκ της θαλάσσης εκ της εκρήξεως των βομβών.
Όταν τοις εξηγήθη ποία ήτο η πραγματικότης, αντελήφθησαν αμέσως την παρεξήγησιν και ο Μύθος διελύθη.
Είχε όμως κάμει ούτος την διαδρομήν του, μέχρι του Υπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας, μέσω ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΧΕΙΛΕΩΝ.  

Ένα ακόμα επεισόδιο πανικού λίγους μήνες πριν, είχε στοιχίσει άδικα τις ζωές συνανθρώπων μας.
ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΕΚΡΟΙ!
Ως μας είναι γνωστόν, την πρωίαν της 6ης Απριλίου 1941, οι Γερμανοί, προς ενίσχυσιν των Ιταλών οι οποίοι ηττώμενοι εις το Αλβανικόν Μέτωπον κατεδιώκοντο υπό των ηρωικών στρατευμάτων μας εις το εσωτερικόν της Αλβανίας, εξαπέλυσαν εναντίον μας, δια μεγάλων Στρατιωτικών Σχηματισμών, Πεζών και Μηχανοκινήτων, επίθεσιν εις την Μακεδονίαν και την Θράκην.
Περί  ώραν 11ην της ημέρας ταύτης έν μικρόν Γερμανικόν αεροπλάνον αναγνωρίσεως, εμφανισθέν άνωθεν του Λιμένος Πειραιώς, επροκάλεσε τον πρώτον αεροπορικόν Συναγερμόν.
Οι Πειραιείς ψύχραιμοι, συμφώνως προς τας διαταγάς της Υπηρεσίας Παθητικής Αεραμύνης, ώδευον προς τα διάφορα Καταφύγια.
Προ ενός Καταφυγίου της Ελευθέρας Ζώνης, λόγω της παρουσίας εκεί πολλών εργατών και γυναικοπαίδων εκ του πλησίον Προσφυγικού Συνοικισμού, παρουσιάζετο συνωστισμός.
Το αεροπλάνον διαγράφον κύκλους άνωθεν του λιμένος, φαίνεται ότι ελάμβανε φωτογραφίας, διότι εις μίαν στιγμήν εξαπέλυσεν εκ του οπισθίου μέρους του νέφος καπνού, δια να προκαλέση κατά τους ειδικούς σκιάν προς διευκόλυνσιν της φωτογραφήσεως.
Και ενώ, οι προ τους ανωτέρω καταφυγίου, παρηκολούθουν την κίνησιν του αεροπλάνου  και εισήρχοντο ησύχως εις αυτό, κάποιος από τους παρισταμένους, εις την θέαν του εξαπολυθέντος καπνού, εφώναξε: «Ρίχνει ΒΟΜΒΕΣ. Ρίχνει ΒΟΜΒΕΣ!».
Η μικρά αυτή φράσις ήρκεσε δια να κάμη έν μέγα κακόν.
Το συγκεντρωμένον πλήθος κατελήφθη υπό Πανικού και έν βιαιότατον κύμα ωθήσεως εδημιουργήθη προς την είσοδον του Καταφυγίου. Οι κατερχόμενοι την λίαν κατωφερή κλίμακα αυτού, ωθηθέντες αιφνιδίως εκ των άνω, κατεκρημνίσθησαν και κατεπλακώθησαν υπό των κρημνισθέντων επίσης όπισθεν αυτών ερχομένων και εις μίαν στιγμήν, εις διάστημα δευτερολέπτων, μία ανθρωπίνη μάζα είχε περιπλακή εις ένα τραγικόν και θανάσιμον εναγκαλισμόν και κραυγαί πόνου, αγωνίας και θανάτου αντήχησαν εις την Ελευθέραν Ζώνην.
Πέντε μόνον λεπτά της ώρας ύστερον, εδόθη το Σύνθημα της λήξεως του Συναγερμού και πλήρης γαλήνη απεκαταστάθη.
Αλλ’ εις το Καταφύγιον η τραγωδία είχε συντελεσθή. ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΕΚΡΟΙ και ΔΙΠΛΑΣΙΟΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ εξήχθησαν εξ αυτού.
Οι θρήνοι και ολοφυρμοί των συγγενών των θυμάτων συνώδευον την ΑΝΕΥ ΑΙΤΙΑΣ τραγικήν αυτήν συμφοράν.
 



Αστυνομικά όργανα και αξιωματικοί στην Αθήνα. Πίσω τους η Ακρόπολη. ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ/ Π. ΤΖΟΪΤΗ/ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ ΣΕΡΒΙΑΣ 10/ ΑΘΗΝΑΙ. Χωρίς χρονολογία.
  











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου