Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Φύλλα και Λιθάρια.


Η ποιητική μου συλλογή από τις πειραϊκές εκδόσεις ΣΕΛΑΝΑ.

 
                                                                                          Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Έχουν περάσει τα χρόνια. Πολλοί είναι εκείνοι οι φίλοι που με ρωτούν αν συνεχίζω να γράφω ποιήματα, ζητώντας μάλιστα να τους δώσω ένα αντίτυπο της γνωστής ποιητικής συλλογής μου: εξακολουθώ να συνθέτω όποτε το έχω ανάγκη αλλά δεν δημοσιεύω.
Αν είναι αλήθεια ότι προηγήθηκε ο ποιητικός του πεζού λόγου τότε κι εγώ συνέχισα την παράδοση, τα πρώτα μου κείμενα στο γυμνάσιο ήταν σύντομες σατιρικές στροφές για πρόσωπα και πράγματα που με περιέβαλαν.
Από νωρίς είδα πολλά ποιήματά μου, κοινωνικού κυρίως περιεχομένου, να τυπώνονται σε διάφορα πολιτικά - πολιτιστικά περιοδικά και εφημερίδες.
Ένας αριθμός τους με βοήθησε να λάβω το πρώτο βραβείο ποίησης στις 19.11.1990 στον Α΄ Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διοργάνωσε το Κ.Ε.Σ./ Π.Ε.Σ.Κ.Υ./ ΠΕΨΑΣΕ των ΕΛΤΑ: τους είχα δώσει τον γενικό τίτλο ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΛΙΘΑΡΙΑ. Ήταν μια εικόνα που είχα παρατηρήσει κοντά σε ποταμό σε ένα δάσος, στις εκδρομές μου με τον ΖΗΝΩΝΑ. Είδα πεσμένα στο έδαφος κιτρινισμένα νεκρά φθινοπωρινά ΦΥΛΛΑ που κάποτε στόλιζαν τα δένδρα, να παρασέρνει ο άνεμος. Έτσι από κάτω τους εμφανίστηκαν τα λεπτά ή χοντρά κομμάτια πέτρας, τα ΛΙΘΑΡΙΑ να παραμένουν ακίνητα, γυμνά κι απροστάτευτα στην βροχή και στον ήλιο.
Μια αντίθεση πάνω στο ασταθές και στο ακίνητο της ζωής.
Στα 2003 η Μαντώ Κατσουλού με έπεισε να της δώσω να τα διαβάσει. Της άρεσαν. Αμέσως μετά επέμενε να κάνω μια επιλογή όσων είχα γράψει ώστε να τα εκδώσει.
Η Μαντώ, πολυγραφότατη, εκτόνωνε την λογοτεχνική της διάθεση τυπώνοντας στο σπίτι της η ίδια (μόνο την σελιδοποίηση έδινε αλλού) τις δικές της δουλειές, της κόρης της Ελένας αλλά και αρκετών φίλων δημιουργών, σε βιβλία κάτω από τον τίτλο των εκδόσεων ΣΕΛΑΝΑ,
Art-Selana. Ακόμα μια πρωτοτυπία, μια γυναίκα εκδότης και ένας ανεπίσημος εκδοτικός οίκος με έδρα τον Πειραιά.
Δεν χρειάστηκε πολύ να σκεφτώ για το εξώφυλλο. Ανέθεσα την σχεδίασή του στον συνάδελφο Άρη Μαράκη, του οποίου θαυμάζω τα έργα. Οι ασχολίες του δεν επιτρέπουν την επαγγελματική ενασχόληση στην ζωγραφική ώστε να έχει την γενική αναγνώριση. Με αυτόν τον τρόπο σε σύντομο διάστημα, την άνοιξη του 2003 τυπώθηκαν στην οδό Κουντουριώτου 125 γύρω στα 65 (ποτέ δεν έμαθα ακριβώς) αντίτυπα με 52 σελίδες και διαστάσεις 20,5Χ14,5.
Τα μετέφερα στο σπίτι μου στην Καλλίπολη. Κράτησα πέντε, δημιούργησα έναν κατάλογο αποδεκτών και με χειρόγραφη αρίθμηση από το 6 και μετά αφιέρωσα στον καθένα από ένα βιβλίο.
Ο αριθμός 18 παραδόθηκε στην φίλη μου Περσεφόνη Κωστέα, τότε προϊσταμένη τμήματος κεντρικής βιβλιοθήκης Πειραιά. Όταν δημιουργήθηκε η ιστοσελίδα: Δήμος Πειραιά/ Δημοτική Βιβλιοθήκη/ Δικές μας προτάσεις ανάγνωσης η Περσεφόνη παρουσίασε δείγματα γραφής από πειραιώτες λογοτέχνες (τελικά ο αριθμός τους ανέβηκε σε 19) μεταξύ των οποίων και των δικών μου. Επέλεξε και ανάρτησε τα ποιήματα: Θέατρο Ζέας, Θαλασσογραφία, Παρά λίγο, Έλλειψη, Ανεργία, Αποχώρηση, Στενότητα.

Το βιβλίο είχα αφιερώσει «Στην Μητέρα μου, την αγαπημένη απούσα» που είχα χάσει λίγους μήνες πριν (14.12.2002).


Σελίδα 6.
Εισαγωγή

Είχαν αρχίσει σχεδόν να κιτρινίζουν τα κάμποσα δακτυλογραφημένα φύλλα χαρτιού με τα ποιήματα των εφηβικών και νεανικών μου χρόνων.
Μια ενδιαφέρουσα επιλογή απ’ αυτούς τους πρωτόλειους στίχους, κατάφερε να μου δώσει το πρώτο βραβείο στην ποίηση στον Α΄ Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό των ΕΛΤΑ στις 19.11.1990. Άλλα κομμάτια είχαν κιόλας δημοσιευθεί σε (διαφορετική μεταξύ τους κατεύθυνση) εφημερίδες, περιοδικά και μικρά έντυπα σχολείων, συλλόγων, υπηρεσιών στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Ηράκλειο.
Ύστερα κλείστηκαν σε ένα φάκελο, καταχωνιάστηκαν στο ντουλάπι της βιβλιοθήκης μου και ξεχάστηκαν, ώσπου τα «ανέσυρε» η επιμονή και η καλή διάθεση της φίλης μου Μαντώς Κατσουλού - Ζολώτα.
Οι πνευματικές ανησυχίες μου είναι πια στραμμένες σε άλλη κατεύθυνση: μελετώντας την ιστορία και την πολιτιστική ζωή του Πειραιά γράφω άρθρα σε ανάλογες στήλες περιοδικών και εφημερίδων της πόλης.
Ίσως λοιπόν, ποιος ξέρει; η παρούσα έκδοση να είναι η μοναδική ποιητική μου συλλογή. Έτσι κι αλλιώς είμαι πραγματικά ευτυχής που την βλέπω τυπωμένη, έτοιμη να την προσφέρω στους στενούς και ειλικρινείς μου φίλους. 

Σελίδα 7.

Ομολογία

Διαβάστε το ψιθυριστά,
οι κτίστες με φρουρούνε
της πρωτεύουσας.
Τα βάσανα του όχλου
λούζουν και βάφουν
τα μαλλιά μου κάτασπρα.
Λερώθηκα ώσπου ν’ αλλάξω
και ξαναφόρεσα τα γανωμένα ρούχα
τ’ ασιδέρωτα,
μ’ αυτοί ’κει κάτω
στα σχισμένα,
παινεύουν τ’ ακριβό μου ντύσιμο.
Τους κάνω τον καλό και προτιμάω
να στέκω σκουπιδιάρης των φτωχών
παρά να κουβαλάω στην πλάτη
τα παράσιτα. 

Σελίδες 8 και 9.

Πλατεία Κοραή

Γλιστράω στους εμετούς
μιάς μεθυσμένης εβδομάδας
και πέφτω στα εμπόδια
των μεγάλων της ωρών.

Πρώτα χτυπούσα
κι έτρεχα απαρηγόρητος
στη χτισμένη για μένα πόλη
να με γιατρέψουν τα φώτα
των περαστικών αυτοκινήτων
οι βιτρίνες των μαγαζιών
και η ζέστη απ’ τα κορμιά
των κοιμισμένων της κατοίκων.
Ήμουν αφέντης στις γωνιές,
οι δρόμοι στρώναν προκηρύξεις
μού γλείφαν τα σκυλιά τα χέρια,
υποκλινόντουσαν τα φώτα
ενώ τα δέντρα χαιρετούσαν
κάνοντας άκρη τους κορμούς τους
να πάρω θέση σ’ ένα πάγκο
στο μαρμαρένιο σιντριβάνι.

Κάθε πρωί έχανα τη δύναμή μου∙
δεν μου ανήκε πια η πόλη
κι ήμουν κρυμμένος σε στενάχωρο κελί
λουσμένος μ’ ένα φως που ενοχλούσε.

Τη νύχτα πάλι αφήνανε οι εχθροί τον τόπο.
Ξανά αφέντης βολεμένος, σώπαινα,
μήπως ξυπνήσουν και τον χάσω.

Τα εμπόδια τώρα που σκοντάφτω είναι δικά σου.

Όσα κι αν βάζεις για δοκιμασία,
δρασκελίζονται με κόπο
κι ούτε η πόλη μου μπορεί να με γλυτώσει.

Σελίδα 10.

Επιθυμία

Αγάπα ό,τι σου δίνω χάρισμα∙
τα ορατά και τ’ αφανέρωτα
γλεντοκοπούνε σφιχταγκάλιαστα
-πόδια βαλμένα να πατούνε κρασοστάφυλα
για το μεθύσι πού ’ρχεται-.
Αργόπινε, έχω ακατάλυτες προμήθειες.

Εικόνες νύχτας με φωνές στην παραλία
μπουκάλια μπίρας, κίτρινα σώματα παιδιών
δαρμένοι θάμνοι,
κρυφομιλήματα στα βράχια.

Σε στέλνει ο άνεμος
και τ’ άσπρο κύμα μ’ ευνοεί,
γυναίκα, σαν βαρεθώ τον εαυτό μου
να ’σαι συμπλήρωμα, αποκούμπι, κτήση,
νησί που στέκει απρόσβλητο
στους πιο κρυφούς ωκεανούς μου.

Λακτίζω μουλιασμένους φράκτες
τσιμπώντας με τα αγκάθια αλύπητα.
Πληγιάζω, μα μπορώ να ’ρθω στην αυλή σου
μ’ ένα δρεπάνι κοφτερό να συγυρίσω.

Σελίδα 11.

Αποφυγή

Μοναχικός από συνήθεια
αρχίζω να φοβάμαι την παρέα σου.
Κάτι που πρέπει να με τράβηξε
σαν το σκοινί
πάει να με δέσει πιο σφιχτά
κι εσύ κρατάς την άκρη.

Κόλπα να σου ξεφύγω έχω διάφορα
μα πάλι αρχάριο με κάνεις
να ψάχνω νέους τρόπους απομάκρυνσης
καινούργια σχέδια για εφαρμογή.

Βαθιά ανασαίνω και σηκώνω το κεφάλι. 

Την ίδια στιγμή
όσα παράθυρα μπορώ θ’ ανοίξω
να σταθώ πίσω απ’ τις κουρτίνες
να μετρώ στο σκηνικό της βροχής
τα στριμωγμένα στα φανάρια αυτοκίνητα
τους βιαστικούς περαστικούς γείτονες
τα επίμονα χτυπήματα του τηλεφώνου μου.

Σελίδες 12 και 13.

Θέατρο Ζέας

Πίσω απ’ τη μάσκα μου
όποιους μορφασμούς θέλω
μπορώ να κάνω.

Με τραγικά ή κωμικά προσωπεία
- σε πηλό τυπωμένα -
διασκεδάζω συμπολίτες
και ξένους θεατές.

Κατάφερα ν’ αγαπηθώ,
να μιλούν για μένα οι άντρες
και οι γυναίκες σιγανά μεταξύ τους
έξω απ’ τις πόρτες και τα μαγειρεία.

Δύσκολα ξεφεύγω τα πλήθη στην έξοδο.

Βιαστικός τρέχω στα σκοτάδια
στους φαρδιούς πειραιώτικους δρόμους
μέσα στην έξαψη ξεσκέπαστος
στο κορμί της μικρής ερωμένης μου
πάντα φορτωμένος με δώρα
όπως αυτό το αποψινό
ένα γυάλινο αλάβαστρο
με άρωμα μακρινό,
που αρέσει.

Σελίδα 14.

Ο φόβος των γηρατειών

Οι νέοι της εποχής τρίζουν την πόρτα μου.
Αδιάκριτα θαυμάζω τα παιδιά στην παραλία
γυμνά απ’ τον ήλιο, στα ρηχά της θάλασσας.
Την λατρευτή ηλικία των θεών χαϊδεύω
αγγίζοντας με μια ματιά τα γύρω σώματα.

Γινώθηκα σ’ ευλύγιστο κλαδί και πάω να πέσω
ή θα σαπίσω με τα φύλλα του φθινόπωρου
αν δεν με κόψει η πείνα σου.

Βάζει η άμμος το σεντόνι
κι ο αέρας αρχινά το στέγνωμα.
Κάπου τελειώνει το γαλάζιο
κι ο φόβος κυβερνά στο μαύρο.
Αν ξεραθεί η πηγή μένει μια τρύπα άχρηστη.
Το αλάτι ξύνει λυσσασμένος καταρράχτης.

Σαν γερασμένος, διαχωρίζω παρορμήσεις
κρατώντας τις νωπές μορφές
δεμένες στα καρφιά παλιοσανίδων.

Σελίδα 15.

Ανεργία

Τι κάνω στον αυλόγυρο με κρύο;
Μουλιάζω ξεροκόμματα
είκοσι πέντε χρόνων ζύμωμα
αργοψημένα σε τουβλένιο φούρνο
με συνταγή πατροπαράδοτης φροντίδας.

Θα ασφαλίσω το καπάκι των ματιών μου
με πεταμένες στο λιμάνι αλυσίδες
αφού βουτήξω τη σκουριά σε καυτό λάδι
μη ερεθιστεί η κόρη και το ασπράδι.

Νηστεύω τη χαρά που κοιλιόδουλοι αγύρτες
απολαμβάνουνε νυχτόβια.
Γροθιά σφιγμένη το κακό καραδοκεί
να γονατίσω στην παλαίστρα.

Ο διαιτητής, λείπει σε άδεια∙
οι θεατές, όχλος Ρωμαίων…

Σελίδες 16 και 17.

Θαλασσογραφία

Είχα λεφτά, την όρεξη, τον χρόνο,
και πήγα ν’ αγοράσω
κανένα πίνακα καλό ζωγραφικής
στην έκθεση που γίνονταν υπαίθρια
σε κεντρική πλατεία της πόλης.

Κάδρα γυρτά στους στοιχισμένους τρίποδες,
μορφές, τοπία, συμπλέγματα
εικαστικές ροπές με τάσεις,
δημιουργοί, τίτλοι, τιμές και πονοκέφαλος.

Ήσουν απόμερα γυμνός, δυσκολοθώρητος
της μπλε θαλασσινής ομίχλης κέντρο
ναυαγισμένος, να κρατάς παλιόξυλο
ν’ αγωνιάς μπροστά μου για βοήθεια
χέρι ζητώντας ν’ αρπαχτείς
έξω να βγεις σ’ ανθρώπινες διαστάσεις.

Πόνεσα για τα χάλια σου, μαράθηκα.
Φτερούγησα να δω πόσο κοστίζεις
στολίδι γαλανό της άσπρης κάμαρας
με πλαίσιο καστανόξανθο στον τοίχο.

Δεν μου ωφέλησε η ανάταση
στο έντυπο διαβάζω ότι ΑΝΗΚΕΙς.

Φεύγοντας σ’ απομάκρυναν τα κύματα
τ’ ανάκατα με δάκρυα των ματιών μου…

Σελίδα 18.

Οδηγώντας

Κάθε επόμενη δεν θα ’σαι συ.
Στα δεξιά γυρτού μονόδρομου
κουράζομαι να δω τις στάσεις.

Στημένη στη μεσαία πόρτα
ζητάς να κατεβείς επίμονα
πατώντας το κουμπί της αποβίβασης.

Αδιάφορα κοιτούν οι πίσω θέσεις
μα απαρατήρητη δεν μένει η ανησυχία
πως ενοχλείς, παρείσακτη, ζημιάρα
και κάνουν νόημα να φύγεις.

Στ’ αλήθεια, είσαι ξελόγιασμα…

Την πρόκληση βαστά ο καθρέφτης,
εμφάνιση ελληνική, τόσο ωραία. 

Παράλληλα οδηγώ προσεκτικά.
Μην μπεις στο νου έμμονη ιδέα,
έχω ευθύνη μη χαλάσει τίποτα
κομμάτι του εαυτού μου οι φίλοι.

Μα αν σταματήσω κάπου θα παρθείς
εύκολα χέρια ψάχνουν την αιτία
έτσι δεν θ’ ακουστεί
από τυχαίο περαστικό ο πόνος
φιμωμένος πίσω απ’ τις γρίλιες
σκεβρωμένου παραθυρόφυλλου
που κλείνει την ντροπή γελώντας.

Αλλάζεις λεωφορεία και γραμμές
υπολογίζεις πρόχειρα αποστάσεις
σε όπου βγει διαδρομή.

Δεν μου ταιριάζεις.

Την πόρτα ανοίγω πεισμωμένος
και επιβάλλω σκληρούς νόμους
να ξεφορτώσω τη σκιά σου.

Συνειδητά η φθορά ξαναθυμάται συμβουλές.
θα ωριμάσεις κι ό,τι ωφελούσε θα ρεμβάζεις…

Σελίδα 20.

Γεύση γλυφή

Φύκια στα δίκτυα μου
σε όλα τα χρώματα του πράσινου
μού φέγγουν το πρόσωπο
γυαλίζουν τους ανοιχτούς μου ορίζοντες
διευκολύνουν τις επιλογές
χαράζουν συνετά την πορεία
δένοντας το στραβό τιμόνι
στο πλωρινό της σάπιας βάρκας μου.

Άστατα κύματα συνθλίβουν τα πλευρά της
χτυπημένοι αφροί ξερνούν το άσπρο τους αίμα.

Πράσινα φύκια στα κουπιά μου
τ’ αφήνω μπλεγμένα να μη ξεραθούν
έξω απ’ το στοιχείο της υγρασίας
στο περιβάλλον που συνήθισαν.

Τα φύκια μόνο στα νερά φουσκώνουν
λικνίζονται άτονα, διπλώνονται, τεντώνουν
στο πηγαινέλα κάποιας συνεννόησης
που όσο κι αν δεν καταλαβαίνω
πρέπει να δίνω σημασία.

Εικονίζομαι πάνω τους, ξεχνιέμαι
μ’ εκφράζει τρομερά
το ακατάσχετο του βάθους
και ταξιδεύοντας με συνοδεύει
το γοργό κοπάδι των χελιών
που μ’ αισθητήρια μυστικά
τα καταφέρνουνε να βγουν
στων Σαργάσσων τη θάλασσα. 

Σελίδες 22 και 23.

Αποχώρηση

Σκυλιά και κάγκελα
κι ο κηπουρός να κόβει τα κλαδιά που εξέχουν.
Δεν με συμφέρει να σκουπίζω φύλλα σαν δεν φύγει,
θα καθαρίσω μόνο τα νερά της στέρνας.

Ειδοποιώ τους καθισμένους στα παγκάκια επισκέπτες
- μετά τη δύση μισή ώρα κλείνει η πύλη.
Ας με παρακαλάει ο ζητιάνος, θα τον διώξω
έτσι μου είπανε να κάνω τη δουλειά μου.

Φύλακας στα χαλάσματα μιας πόλης κλασικής.
Τα ίδια πράγματα τριάντα χρόνια
υπόλειμμα από θραύσμα λήκυθου
βιδώνομαι στις πέτρες και στο χώμα.

Ξένος πατώ την εποχή που φύτρωσα.
Ιδιοκτήτης με άκυρα συμβόλαια στην τσέπη
ζαλίζω τα σπασμένα αγάλματα για δίκιο.
Γρήγορα μου απαντούν κι ευχαριστιέμαι.

Κοιτάζοντας μια όρθια κολώνα δωρική
ωφέλημα μαζεύω συμπεράσματα κι αξίες.
Αν θεραπεύσω τις ρωγμές, πραγματικά
να λυτρωθώ αρκούν δυο βήματα.

Μοιάζω κηλίδα σκοτεινή
κι αλλού σαράκι πετρομάρμαρου φαντάζω.
Χηρεύει η θέση μου στο θυρωρείο∙
λέω να ταφώ στο αρχαίο κοιμητήρι.

Στις όχθες του Έβρου

Δεν νύχτωσε!
Παραδομένα στη σαπίλα τους δασόφυλλα
γεμίσανε πολλά το πρόσωπό μου
και ρίξαν την ιδέα όταν ξύπνησα
πως στα τυφλά αιχμαλωτίστηκα.

Μπλεχτά κλαδιά και θάμνοι φουντωτοί
μου εξασφαλίζουν σοβαρή κρυψώνα
να μονωθώ απόλυτα
στα όρια της φύσης
παραμερίζοντας τα χέρσα.

Χοντρόκορμα δέντρα του Έβρου
σε χώμα σάρκινης απόχρωσης
νεύρα αθλητή, ρίζες βαθύσκαφτες
πηδούν και χάνονται
σαν στρατιώτες έφοδου.

Ακολουθώ τον ξεροπόταμο.
Τραύμα λοξό σε μέτωπο σφαγμένου
γέρνει τα υγρά του συμβιβαστικά
στ’ απόγεμα του χρόνου
πηγαίνοντας γι’ ανάπαψη.

Πλαγιές συνόρων βλαστερές
σκεπάζουν το χακί μου.
Θέλω και κάνω βίωμα
την περιέργεια που βλάπτει:
πατώ τις καλαμένιες όχθες.

Σελίδα 26.

Υποθετικά

Με αν αρχίζω
κι αμφίβολα βολεύομαι σε πιθανότητες
πως αν πεθάνω τώρα
και στο μικρό ταφώ
νεκροταφείο του χωριού μου
δίπλα στα κόκκαλα πολλών γενιών προγόνων
μ’ εμένα τελευταίο όνομα στην πλάκα,
αν οι νεκροί κι οι ζωντανοί ξεχάσουν
κι ο τόπος πάρει αξία αρχαιολογική
μακάρι να ’σαι ποιητής
περαστικέ του τρεις χιλιάδες χρόνου
να λυπηθείς για κάποιον νέο που ’φυγε
πάνω που άρχιζε να βράζει
να γίνω τότε ειρμός σκέψεων καλογραμμένων
να γεννηθώ μαζί τους
αφού μονάχα τέτοιο τρόπο ανάστασης…

Σελίδα 27.

Εφιάλτης

Η πλάτη μου σε ξένο τοίχο.
Στην πίσω όψη, στα σκουπίδια
τρέξιμο και σφυρίγματα
ηχούν κοντύτερα.

Θήραμα ξέφυγε ο νους μου.
Έχω παρέα μαύρες γάτες,
σπασμένες φεγγαρίσιες δέσμες
τα μπουγαδόνερα.

Κλείστηκα σ’ αδιέξοδο, σε φράκτες
ξύλινες σφραγισμένες πόρτες
σκαλιά στη μούχλα
ατσαλοκάγκελα.

Όλα εναντίον∙
βήματα ανήλεα
ένοπλου διώκτη πεισμωμένου
να με κρατήσει στο λαβύρινθο
υπόγεια.

Δένδρα φυτώρια που ανθίσαν,
πλατιές ανάσες νυχτολούλουδου
στα καμποχώραφα του ύπνου∙
κτήμα δικό μου, ο εφιάλτης.

Σελίδα 28.

Ισορροπία τύψεων

Συχνά πατώ όπου γυαλίζει
κι ολόβρεχτος γυρνώ στο σπίτι.

Φορτώνομαι το χάλκινο κασόνι
το τυλιγμένο πρόχειρα μ’ επίδεσμους
ανεβαίνω χαλασμένες σκάλες
απομονώνοντάς με στο πατάρι.

Στεγνώνω απ’ τους σωλήνες της θέρμανσης
ξαπλωμένος σε τσιμεντένιο πάτωμα.

Στους δρόμους του ύπνου που παίρνω
δεν με τραβά πια η γυαλάδα.
Για ισορροπία, περιορίζομαι απλά
να ρίχνω μια ματιά στο σχήμα της.

Σελίδα 29.

Στην Τράπεζα

Ώρες συναλλαγής περιορισμένες.
Οι πελάτες σε φάλαγγα κατ’ άνδρα
-εκτός μερικές καθισμένες κυρίες-
αναμονή.

Συνηθισμένο στιγμιότυπο της ζωής
μου φαίνεται, σαν χάντρες περιδέραιου
που απ’ τις λυμένες άκρες του
χύνονται σε στενές χαραμάδες
ξύλινων πατωμάτων
δίχως περιθώρια συναρμολόγησης.

Σελίδα 30.

Αναζήτηση

Τα σώματα σκουραίνουν τις νύχτες
γίνονται κόκκινα, κεντρίζουν
με σπρώχνουν πάνω τους.

Μια δυο φορές έκανα να τ’ αγγίξω
μα ανέβαιναν σε λεωφορεία, σε ταξί
και τα έχανα.

Οι κούκλες
ακίνητες στη βιτρίνα με το χοντρό τζάμι
δεν ζεσταίνουν...

Σελίδα 31.

Παρέα γι’ απόψε

Νυχτερινά ψώνια
στις καρέκλες της πλατείας.

Όσοι δεν πρόλαβαν στα μαγαζιά
σκαλίζουν βιαστικά το εμπόρευμα.

Παράξενη η αγορά,
σαν δεν ξεκαθαρίζεις
ποιος βαραίνει το ζύγι
τί γυαλίζει στο μάτι
αν τελικά ψωνίζεις ή ψωνίζεσαι.

Σελίδα 32.

Στενότητα

Τί να χωρέσει
στα κυβικά στείρου εγκέφαλου
στην τόση δα γωνιά εφημερίδας
στους προδομένους τόμους ιστορίας
στο στριμωγμένο από τσιμέντο χώμα
στις σκαμμένες πυρηνικές εκτάσεις
στη διαβρωμένη υπόσταση του σύνολου
στη γη που συμπιέζει μια ατμόσφαιρα
κλειστή σε αδειανό μπουκάλι κόκα κόλας!

Σελίδα 33.

Παρά λίγο

Τράβηξε βίαια
τα σανίδια από το πάτωμα
μα όσο κι αν ήθελε,
το ψάξιμο στα γόνατα τον ζόριζε.

Αποκαμωμένος άφησε το σπίτι
πριν του πω
ότι δεν είχε μείνει
παρά λίγο χώμα
που μας χώριζε.

Σελίδα 34.

Μείωση

Λιμάνια με ρηχά νερά
απαγορεύουνε την είσοδο
στο φορτωμένο μου αμπάρι
όταν το βάρος εκτοπίζεται.

Αθέατα τεντώνονται σχοινιά
και σκαρφαλώνουν κλέφτες
στερώντας με από υλικό
που δεν υπολογίζεται…

Σελίδα 35.

Στο τσίρκο

Ξετρέλανε στο τελευταίο του νούμερο.
Τα παιδιά χαχάνιζαν
οι μεγάλοι γελούσαν
μέχρι δακρύων κάποιες γυναίκες.

Ποιος να καταλάβει…

Ο αληθινός πόνος
έμοιαζε τόσο αστείος!

Μην περιμένετε στην πόρτα∙
θα φύγω με τον κλόουν της παράστασης.

Σελίδα 36.

Για προσφορά

Πριν σβήσω
έλα στη φλόγα μου.

Φέρε μακρύ φιτίλι
σε λευκό κερί
ν’ ανάψεις στη φωτιά μου.

Τρέξε μετά∙
σου δίνω τη σκυτάλη της ζωής μου.

Σελίδα 37.

Επίκυψη

Τα βλέπω ανάποδα στις επικύψεις
και καταφέρνω να κρατάω ισορροπία
όσο βαστά το σκεπτικό της αταξίας
για το αβέβαιο του πάνω-κάτω.

Ξοδεύει η περιπλάνηση της ύλης
πληθωρικό ρυθμό, αυτοσχέδιο.

Μια αλλήθωρη πηγή,
μια μαύρη τρύπα με γεννά,
κι όταν σηκώνομαι
καθυστερώ για να συνέλθω.

Σελίδα 38.

Επανάληψη

Κι άλλη μια.
Πριν κοιμηθώ θα συγκρατήσω
το όνομά της
να το θυμάμαι κάνα δυο μέρες
κι ύστερα
κάπου στο δρόμο ή στο μπαρ
ανάλογα
θα ρωτήσω την επόμενη πώς λέγεται…

Σελίδα 39.

Έλλειψη

Σκεπάσου
άκου τις φλέβες μου
παρακολούθα.

Κόσμος τρέχει στη βροχή.

Μετά τις γιορτές λένε
ο καιρός θα ’ναι
πολύ καλύτερος
μα εσύ φευγάτη.

Σελίδα 40.

Εικόνα 

Σκουπίζει τα παπούτσια,
κτυπάει το κουδούνι.
Ο φίλος λείπει…
Τι κάνουμε απόψε; 

Σελίδα 41.

Απορία

Στον ίδιο μήνα της Άνοιξης
κάποιος μου έγραψε:
-Είσαι απελπιστικά άσχημος!
Κι άλλος ένας μου είπε:
Μα είσαι τόσο ωραίος, σα θεός!

Η αλήθεια μάλλον είναι στη μέση
αλλά από περιέργεια κοιτάξτε με
προς τα πού κλείνει, να μου πείτε,
στα ουδέτερα δικά σας μάτια…

Σελίδα 42.

Πανομοιότητα

Τόσα πολλά στον ύπνο μου
πουλιά και φίδια
κ όλο να πέφτω
χωρίς βοήθεια.

Όταν ξυπνάω,
πάλι τα ίδια…

Σελίδα 43.

Ένδεια

Ασυμπλήρωτες σελίδες
σε τετράδιο εκατόφυλλο.
γυμνές, αχάιδευτες
απ’ το μολύβι - φαλλό,
στείρες κι άχρηστες
στα μάτια περαστικού ηδονοβλεψία,
ενός περίεργου αναγνώστη.

Σελίδα 44.

Πρόβλεψη 

Στο άλλο λεωφορείο
- που δεν θα μπω -
κάποια
θ’ ακουμπούσε διστακτικά
το παγωμένο χέρι μου.

Περπατώντας
κατεβαίνω στο σταθμό.

Σελίδα 45.

Στο τρένο
 
Σηκώθηκα
να ’ρθω να σταθώ δίπλα σου
μα συ αναίσθητη
πήγες
και κάθισες στη θέση μου…

Σελίδα 46.

Παράκληση 

Άγρυπνε δεσμοφύλακα,
φρουρέ μου,
ξέχνα με απόψε
στραβοκοίταξε, αφαιρέσου
να δραπετέψω τώρα
που ’χω νιάτα και μπορώ.

Σελίδες 47.

Ρινίσματα 

Γωνίες
οξείες
και αμβλείες.
Καμιά ορθή.

*

Βλέψεις
για το λουλούδι στον γκρεμό.
Ενδοιασμοί μου.
Ποιος τολμάει;

*

Πολλοί
είναι κείνοι
που δεν με γνωρίζουν.
Τους ευχαριστώ.

Σελίδα 48.

[Επίλογος]

Όσο πάει
θ’ αντέξω.
Μπροστά ή πίσω
φτάνει μην πέσω
θα τρέξω. 

Σελίδα 50. 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδα 52.



ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΡΑΣΟΝΙΚΟΛΑΚΗ
«ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΛΙΘΑΡΙΑ»
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 2003
ΣΕ 50 ΑΡΙΘΜΗΜΕΝΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΣΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
ART-SELANA ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Τα περισσότερα ποιήματα είναι γραμμένα πολύ παλαιότερα από τις αναφερόμενες χρονολογίες της ολοκλήρωσής τους. Αντικατοπτρίζουν την ψυχική διάθεση της τότε εποχής. Η επόμενη περίοδος χαρακτηρίζεται με περισσότερο αισιόδοξο και ποικιλώτερο περιεχόμενο. Κατά διαστήματα είχαν ξανακοιταχτεί και διορθωθεί ώστε να δοθεί η τελευταία τους μορφή όπως δημοσιεύτηκαν για να κριθούν στον διαγωνισμό των ΕΛΤΑ και να εκδοθούν στην συλλογή ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΛΙΘΑΡΙΑ με την εποπτεία της Μαντώς. 

Ομολογία. Το έγραψα στις 12 Ιουλίου 1983. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αγωνιστής». 

Πλατεία Κοραή. Το έγραψα στις 7 Μαρτίου 1983. Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη». Περίοδος Β΄. Τεύχος 1. Καλοκαίρι 2004. Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2004. Σελ. 26.

Επιθυμία. Το έγραψα στις 4 Αυγούστου 1983. Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντι - Παραθέσεις Σκέψης - Λόγου - Τέχνης». Τριμηνιαία έκδοση εκτός εμπορίου. Εκδότρια - Ιδιοκτήτρια: Μαντώ Κατσουλού. Τεύχος 48. Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009. Σελ. 13.  

Αποφυγή. Το έγραψα στις 2 Νοεμβρίου 1991. 

Θέατρο Ζέας. Το έγραψα στις 13 Αυγούστου 1984. Το είχα στείλει στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα».

Ο φόβος των γηρατειών. Το έγραψα στις 23 Ιουλίου 1983. Γινώθηκα = Ωρίμασα.

Ανεργία. Το έγραψα στα 25 μου χρόνια, στις 22 Ιουλίου 1983, όταν βίωσα (μετά την επιστροφή μου από την Ρόδο) για λίγο καιρό την ανεργία. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αγωνιστής». Δεκαπενθήμερη έκδοση της Νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αριθμός τεύχους 180. Πέμπτη 15 Μάρτη 1984. Σελ. 24. Τετράδιο + λεύκωμα. Την ίδια χρονιά, τον Σεπτέμβριο του 1983, είχα ολοκληρώσει και τις παρακάτω σκέψεις μου:

Γενέθλια του ’83

Σα λάστιχο τραβιέμαι.
Τον τόπο που μαντρώνεται η ψυχή μου
αγόρασα με δόσεις
και τον πληρώνω κάθε μέρα.
Θα χλιμιντρίσω για σανό στους κάμπους,
όποιος βρεθεί στο θερισμό ας συνδράμει.
Κάντε τον κόπο συνομήλικοι,
οι παρωπίδες θα μας ρίξουν στον Καιάδα.
Μου φέρνει τύχη κάποιο πέταλο στην πόρτα.
Κάπως αλλιώς διχαλωτές αξίνες
σκάνε στο χώμα και ξερνούνε τις τροφές μου.
Έχω στο ώμο άδειο πανέρι
κι η συννεφιά τού ρίχνει πέτρες.
Διπλώνοντας τέσσερις άκρες
με κουκουλώνει ο ορίζοντας.
Σβήνομαι και λεκιάζω στα λασπόνερα.
Βούτηξα τις χαρές, πικράθηκαν,
μούλιασα προσμονές, ξεβάψανε.
Πουλιέμαι σε καινούργιες αγορές
από μικτή ομάδα δουλεμπόρων.
Η Κρήτη, ο Πειραιάς, η Ρόδος
μπολιάζουν στο πετσί μου χρόνια.
Μετρώντας εικοσιπέντε βάρκες
στείλανε χωριστά λιμάνια
γερά υλικά να μεγαλώσω.
Όσο βαραίνει το φορτίο
είναι πιο μαύρα τα πανιά μου.
Αποκαμένος συγκρατιέμαι
ν’ αργήσουμε τα παραπέρα.
Στους σκεβρωμένους πια Σεπτέμβρηδες
ήσυχος γνεύω στα κατάρτια
να διακοπεί η συγκοινωνία.

Θαλασσογραφία. Το έγραψα στις 23 Σεπτεμβρίου 1983.

Οδηγώντας. Το έγραψα στις 1 Αυγούστου 1983.

Γεύση γλυφή. Το έγραψα στις 4 Μαΐου 1983. Πρώτος τίτλος, ΓΛΥΦΑΔΑ. Η Μαντώ μού τον άλλαξε, επειδή ενώ ήξερε ότι με την λέξη «Γλυφάδα» εννοούσα την γεύση του γλυφού, οι αδαείς θα νόμιζαν ότι αναφερόμουν στην πόλη Γλυφάδα. Οι δύο τελευταίοι στίχοι μπορούν ν’ αποδοθούν και ως «τα καταφέρνουνε να βρουν/ των Σαργάσσων τη θάλασσα». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δαυλός». 

Αποχώρηση. Το έγραψα στα εικοσιπέντε μου χρόνια, στις 7 Αυγούστου 1983. 

Στις όχθες του Έβρου. Το ολοκλήρωσα στις 9 Οκτωβρίου 1983 από παλαιότερη σημείωση. Πραγματικό βίωμα, όταν κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας αποφάσισα να εξερευνήσω μόνος μου τις δασωμένες πλαγιές και να φτάσω σε επικίνδυνα για την ασφάλεια σημεία, τις όχθες του ποταμού Έβρου. Ένα δεύτερο ποίημα για τον λόφο στον οποίο βρισκόταν η μονάδα (188 Π. ΠΑΡ.) όπου υπηρέτησα ως Ηλεκτρονικός Μετεωρολόγος δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΙΣΘΗΜΑ, αρ. 29, Οκτώβριος 1983, σελίδα 12. Το παραθέτω επειδή είναι δύσκολο να το εντοπίσει κάποιος: 

Ύψωμα 151

Ξυπνώ στο φως του πρωινού
εκείνου που εννοεί τον ερχομό του ήλιου.
Σ’ αριθμημένο ύψωμα
το εγερτήριο θα σηκώσει τους φαντάρους.
Το τρίξιμο της πόρτας του θαλάμου
ταράζει μερικών τα όνειρα.
Σβηστή η σόμπα χλιαραίνει το νερό
που οι παλιοί χορταίνουν ξύρισμα.
Τρεις οι σκοποί, εγώ ο τέταρτος
στάζουμε τους καημούς της πάχνης.
Δένδρα και κτήρια βουρκωμένα
πενθούν την κιτρινίλα σκόρπιων φύλλων.
Κινούμαι για να ζεσταθώ∙
ο άνθρωπος της πόλης θα γελούσε
-άτοπο γέλιο στη σιωπή-
θα μ’ ενοχλούσε άμα τ’ άκουγα.
Στο ξέφωτο πηδώ θάμνους και σύρματα
μ’ ανάλαφρο βηματισμό θηρίου.
Μ’ αφηρημάδα στέκω θεατής
τα φόντα ερωτευμένος ζωντανής κορνίζας.
Πριν απορήσω για το σήκωμα
στ’ άσπρο σεντόνι δίνει κόκκινες γραμμές
η πινελιά μικτής δημιουργίας.
Ύστερα παίρνουν χρώματα και σχήματα
τα δανεισμένα από τη μήτρα
καρπερής γης ρυτιδιασμένης.
Έτσι, πετιέται ο ήλιος στην ανατολή
κι αρχίζει ο μηχανισμός της μέρας
δίχως γρανάζια ανθρώπινα
με φόβο να χαλάσει πρόωρα.

Τα έχω όλα μα μου λείπουνε πολλά,
τα νιάτα λάμπουμε τριγύρω
κλεισμένα στους βλαστούς της άνοιξης,
μ’ ανήκουν ένα μάτσο ακτίνες
κι η ημερομηνία στα έγγραφα καλή
με φέρνει πιο κοντά στο απολυτήριο.
Ο μέσος όρος της επιλογής για δράση
πικραίνει και πονά το μέλλον μου.

Απ’ τη σβελτάδα σκίουρου
και την αργοπορία της χελώνας
στο σύρσιμο στα χόρτα του φιδιού
ύπουλα καταπίνοντας τον σπίνο,
γκρεμός και βάραθρο αγεφύρωτο∙
πώς να διαλέξω ή να τολμήσω ενέργειες;

Υποθετικά. Το έγραψα στις 28 Απριλίου 1983.

Εφιάλτης. Το έγραψα στις 11 Σεπτεμβρίου 1983.

Ισορροπία τύψεων. Το έγραψα στις 20 Φεβρουαρίου 1983. Εφημερίδα «Αγωνιστής». 
Δεκαπενθήμερη έκδοση της Νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αριθμός φύλλου 166. Παρασκευή 1 Ιούλη 1983. Σελ. 24. Τετράδιο + λεύκωμα.  

Στην τράπεζα. Το έγραψα στις 28 Ιουλίου 1982 και το διόρθωσα στις 15 Αυγούστου 1982. Εφημερίδα «Αγωνιστής». Δεκαπενθήμερη έκδοση της Νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αριθ. φύλλου 161. 8 Φλεβάρη 1983. Σελ. 28. Τετράδιο + λεύκωμα. Τίτλος «Ώρες συναλλαγής».  

Αναζήτηση. Το έγραψα τον Φεβρουάριο του 1991. 

Παρέα γι’ απόψε. Το έγραψα στις 19 Απριλίου 1984. 

Στενότητα. Το έγραψα στις 13 Απριλίου 1983. Εφημερίδα «Αγωνιστής». Δεκαπενθήμερη έκδοση της Νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Διπλό τεύχος 168 - 169. Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1983. Σελ. 12. Τετράδιο + λεύκωμα.  

Παρά λίγο. Το γράμμα «Τ» από την σύνθεση με τίτλο «Το αλφάβητο της απελπισίας». Έχω συμπληρώσει 12 από τα 24 γράμματα. 

Μείωση. Το γράμμα «Λ» από την σύνθεση με τίτλο «Το αλφάβητο της απελπισίας». Έχω συμπληρώσει 12 από τα 24 γράμματα.

Στο τσίρκο. Το έγραψα στις 23 Ιουνίου 1991. Περιοδικό Πολιτιστική Πράξη. Τριμηνιαία έκδοση μορφωτικής & κοινωνικής έρευνας. Δεκέμβριος 1991. Αριθμός τεύχους 7. Σελ. 29.

Για προσφορά. Το έγραψα στις 23 Ιουνίου 1991. Πρόχειρος τίτλος «Για εκμετάλλευση».

Επίκυψη. Το έγραψα στις 25 Ιουλίου 1983. Εφημερίδα «Αγωνιστής». Δεκαπενθήμερη έκδοση της Νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αριθμός τεύχους 179. Πέμπτη 23 Φλεβάρη 1984. Σελ. 25. Τετράδιο + λεύκωμα.  

Επανάληψη. Δεν βρήκα στοιχεία για πότε το έγραψα. 

Έλλειψη. Το έγραψα στα 1984.

Εικόνα. Το έγραψα στα 1984.

Απορία. Το έγραψα τέλη Μαρτίου 1992. 

Πανομοιότητα. Κάτω από το ποίημα είχα σημειώσει δυο ημερομηνίες πρωτοεγγραφής και διόρθωσης, 19.5.1993 και 20.11.1993.

Ένδεια. Το έγραψα στις 27 Ιουλίου 1982.

Πρόβλεψη. Το έγραψα στα 1984. 

Στο τρένο. Το έγραψα στις 16 Απριλίου 1992.

Παράκληση. Το έγραψα στις 16 Δεκεμβρίου 1982.

Ρινίσματα. Τα έγραψα στα 1984.

Επίλογος. Το έγραψα στα 1983.

Το παρόν αποτελεί προσωπική προσφορά σε μια ομάδα φίλων που αρέσκεται στην ποίηση. Δεν αναρτήθηκε για να σχολιαστεί, δεν αξίζει ο κόπος αφού αναφερόμαστε σε δημιουργίες πολλών ετών πίσω, μόνο να διαβαστεί και να εκτιμηθεί ανάλογα.
Όλα είναι σχετικά και υποκειμενικά στην ποίηση. 
Αντιγράφτηκε στην Αθήνα (οδός Πελλήνης 1 και Πατησίων) και συμπληρώθηκε στην Καλλίπολη του Πειραιά τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2016.

   
 


        
      
   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου