Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Άγνωστα έγγραφα για ετερόκλητα γεγονότα στον Πειραιά στα χρόνια της επανάστασης.

Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. Δημοσιογράφος - Συλλέκτης. Ανεξάρτητος ερευνητής πειραϊκής ιστορίας και λογοτεχνίας.

Για την σχεδόν απόλυτη ερημιά (φυσικό περιβάλλον) του πειραϊκού τοπίου στα χρόνια πριν την ανεξαρτησία έχω ξαναγράψει. Για τα πολεμικά συμβάντα που κυριολεκτικά εδώ περιορίζονται σε ελάχιστους μήνες στα 1821 και 1826-1827, λίγο ή πολύ υπάρχει άφθονη πληροφόρηση στα βιβλία των ιστορικών συγγραφέων, σε περιοδικά και στο διαδίκτυο. Θα χρειαζόταν πολλές σελίδες για να αναφερθώ στα πλοία που αγκυροβόλησαν στην υδάτινη λεκάνη του Πειραιά στο διάστημα από το 1821 έως το 1830, στους έμπορους και στις αμέτρητες προμήθειες που μετέφεραν στην Αθήνα, στους Έλληνες και φιλέλληνες μαχητές, στους ξένους αξιωματικούς και στα πληρώματα που κατέφτασαν με τις πολεμικές φρεγάτες τις γολέτες και τα καΐκια, στους πολιτικούς, στους περιηγητές και στους κάθε λογής ενδιαφερόμενους που αποβιβάστηκαν με φελούκες στις αδημιούργητες «προβλήτες ακτές», στις προχειροφτιαγμένες ξύλινες και πέτρινες παλιές αποβάθρες («το σκάλωμα») του μεγάλου λιμένα.
Η κυκλοφορία ανθρώπων και ζώων περιορίζονταν στον σκονισμένο ή λασπώδη δρόμο της Κούλουρης και στην στράτα που ανέβαινε στην Αθήνα. Το χριστιανικό στρατόπεδο στο Κερατσίνι και στην Καστέλλα, τα εχθρικά και δικά μας ορύγματα, οι καταλήψεις θέσεων, οι αψιμαχίες στα γύρω υψώματα στα τσαΐρια (λιβάδια) και στον λόγγο (έτσι λεγόταν ο ελαιώνας) που στήθηκαν ανά διαστήματα, κυρίως στα 1827, σκοπό είχαν την κατάληψη του φρουρίου των Αθηνών, το πάρσιμο της Ακρόπολης από τους Τούρκους και την απελευθέρωση της Αττικής. Μελανή σελίδα η σφαγή των Τουρκαλβανών μετά την παράδοσή τους από την πολιορκία της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα και ο άδικος χαμός του Καραϊσκάκη μετά από μια ασήμαντη αφορμή.
Οι μεν μαρτυρίες ή τα απομνημονεύματα των αγωνιστών και των μετέπειτα συγγραφέων αποδίδουν κάπως υποκειμενικά ή ακριβέστερα τα περιστατικά αλληλοσυμπληρώνοντας την πλοκή, τα δε επίσημα έγγραφα, τα κατάστιχα, οι αναφορές και οι επιστολές στέκονται αληθινά τεκμήρια, είναι πιο κοντά στην αλήθεια, γίνονται αιτία να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες και να κατανοήσουμε ευκολότερα την τότε καθημερινότητα. Στις μακρές ώρες, ημέρες, στους μήνες των χρόνων 1821-1830 σχετικά περιορισμένο ήταν το διάστημα των μαχών. Επικρατούσε μια μέση κατάσταση, σαφώς με εξαιρέσεις, στην σφαίρα της οποίας είχαμε και στιγμές ηρεμίας, φυσιολογικής ανθρώπινης δραστηριότητας με μεταφορά ειδήσεων, σημάδια αναμονής, αγωνίας για το μέλλον και την έκβαση του πολέμου. Στον Πειραιά βλέπαμε μια ασυνήθιστη κίνηση κόσμου, ένα πάρε δώσε με τα νησιά, κυρίως την Αίγινα, την Ύδρα, τον Πόρο, την Σαλαμίνα. Ας δούμε κάποια στιγμιότυπα:
-Γράμμα των Βουλευτών Αθηναίων «περί των εκδουλεύσεων του καπετάν Γεωργίου Δημητρίου Νέγκα». Από την Ύδρα ήλθε στον Πειραιά με την γολέτα «Αθηνά» στις 2 Μαΐου 1821 αρματωμένη με δέκα κανόνια και με εξήντα ναύτες «ικανούς να βοηθήσουν την πόλιν μας». Διορίστηκε «ναύαρχος σε όσα καράβια μικρά ή μεγάλα ήτον αραγμένα εις τον λιμένα μας φερμένα δια να μας βοηθήσουν». Τον Ιούλιο τον έστειλαν «εις το κάτω μέρος του Ευρίπου δια να εμποδίζει την από εκεί έξοδον των εχθρών». Για την πολιορκία της Ακρόπολης άφησε ένα κανόνι.
-Ο Δημήτριος Υψηλάντης έστειλε τον Λιβέριο Λιβερόπουλο ως «πληρεξούσιο αρχηγό των εν Αθήναις στρατευμάτων». Ήλθε στον Πειραιά στις 28 Ιουνίου με στολή ιερολοχίτη. «Έτυχε λαμπράς υποδοχής και συνωδεύθη εν πομπή εις Αθήνας».
-Ο Γεώργιος Παντολέοντος Ψύλλας (1794-1879) ήταν υπότροφος της Φιλομούσου Εταιρείας που ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1813. Ερχόμενος στην Ελλάδα με σκοπό να συμμετάσχει στην επανάσταση, βρέθηκε (1822) χωρίς χρήματα στην Αίγινα. Ζήτησε βοήθεια από τον Ανδρούτσο που παρέμενε στην Σαλαμίνα. Φιλάργυρος όπως ήταν έστειλε την επιστολή στον Γκούρα στην Αθήνα. Εκείνος την έδειξε στους Δημογέροντες οι οποίοι «έστειλαν εις Αίγιναν τον ηγούμενον του Αγίου Σπυρίδωνος Μαρμαροτούρην να μοι φέρη δυο κιλά σίτου και δυο τάλληρα και να με επαναφέρη εις Αθήνας με το πλοίον επί του οποίου ήλθεν εις Αίγιναν».
Ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος, «Άνθρωπος του Κόσμου» κατά τον Σουρμελή, πέθανε ογδοντάρης στα 1847.
Τέλη του 1823 έφθασε στην Ελλάδα ο
Leicester Fitzgerald Charles Stanhope (1784-1862) ως απεσταλμένος μαζί με τον Βύρωνα του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Παρέλαβε δυο τυπογραφικά και δυο λιθογραφικά πιεστήρια με τα ανάλογα στοιχεία για την έκδοση διακηρύξεων και εφημερίδων. Στην Καλαμάτα βγήκε από τον Θεόκλητο Φαρμακίδη η Ελληνική Σάλπιγξ. Στο Μεσολόγγι από τον Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγερ τα Ελληνικά Χρονικά και ο Ελληνικός Τηλέγραφος από τον Πιέτρο Γκάμπα. Στα 1824 ο Ψύλλας ανέλαβε συντάκτης της Εφημερίδος των Αθηνών που όμως το πρώτο φύλλο (20.8.1824) τυπώθηκε στην Σαλαμίνα. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα μέσω Πειραιά (δεύτερο φύλλο 6.9.1824) και συνέχισε μέχρι την Άνοιξη του 1826. Λίγο μετά το τυπογραφείο καταστράφηκε στην εισβολή του Κιουταχή (3.8.1826).
-Ο έπαρχος Αθηνών Μιχαήλ Σούτσος, όταν στις 26 Μαΐου 1824 έφτασε στην πόλη, αναφέρει αργότερα (4 Ιουλίου 1824) προς το Υπουργείο των Εσωτερικών για την κατάσταση της περιοχής: «Αναχωρήσας αυτόθεν δια θαλάσσης κατά την 22 του ήδη παρελθόντος μετά τρεις ημέρας δι’ Ύδρας κατευωδώθην εις Πειραιά, όπου πλοίον και μόνον εύρον και εκείνο εις τα πανιά μετακομίζον φυγάδας Αθηναίους εις Σαλαμίνα παρά του οποίου και έμαθον, ότι πέριξ των Αθηνών είναι εχθροί…». Επειδή βράδιαζε διανυκτέρευσε στο πλοίο και την επόμενη, πληροφορούμενος ότι ο εχθρός ήταν ακόμα μακριά ανέβηκε στην πόλη. Όποτε διέτρεχε κίνδυνος, οι Αθηναίοι έστελναν τα γυναικόπαιδα στην Σαλαμίνα, στην Αίγινα κι αλλού, αυτό συνέβαινε επανειλημμένως. Γέμιζε η παραλία μέσα και γύρω από την Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα.
-Στον Πειραιά λειτουργούσε μια άτυπη αγορά. Τίποτα δεν γίνονταν χωρίς αμοιβή, οι μεταφορές προϊόντων-τροφίμων από τα νησιά και τις γειτονικές στεριές στην Αθήνα μέσω του λιμανιού και της στράτας (οδός Πειραιώς), οι πληρωμές κάποιων καταγράφονταν αναλυτικά σε κατάστιχα εξόδων όπως αυτό του1824: 3808 οκάδες σιτάρι κορνόβι και μισιριώτικο οπού ηγοράσθη εις Πειραιά εις διαφόρους τιμάς και εδόθη ταΐνια (τροφές)… γρόσια 1.154, παράδες 6. Αγώγια όπου το έφεραν επάνω, γρόσια 46. Σύνολο γρόσια 1200,6.
Ο υπαστυνόμος που βρισκόταν στον Πειραιά έπαιρνε ένα γρόσι την ημέρα. Τον ίδιο Σεπτέμβριο έλαβε 50 γρόσια. Άτομα που αναφέρονται σε τέτοιες εμπορικές συναλλαγές, οι Γιαννάκος Καντζιλέρης ή Καντζελέρης ή Καντζιλλέρης (σιτάρι), Αναγνώστης Πρίφτης (σιτάρι), Στέριος Λαρσινός (ψωμί, ήταν και «γουαρδιάνος», φύλακας στην καραντίνα). Με αγωγιάτες μεταφερόταν τακτικά χαρτί από τον Πειραιά στην Αθήνα. Στην στήλη «Έξοδα κουαραντίνας» του κατάστιχου ο Ν. Λιανοσταφίδας και ο Σωτήρης Κυριακός που ήταν διορισμένοι στον Πειραιά, έλαβαν μισθό 50 γρόσια. Ο Κυριακός αναγράφεται επίσης μαζί με τον Γιαννούλη Καλεφρουνά (Καλλεφουρνά) «διωρισμένους εις τον Πειραιά» για τον ίδιο λόγο να λαμβάνουν 25 γρόσια τον μήνα Μάιο. Αυτό συνεχίστηκε για τους δυό τους και την επόμενη χρονιά.
Το καλοκαίρι 1824, «εις Χ΄΄ Κούταβον δια ναύλον 1.500 κοιλών σταροκρίθι από την δεκατίαν Μεσογείων οπού έφερεν εις Πειραιά» γρόσια 795. Αναφέρεται και ως «λιμενάρχης». Επίσης τον Σεπτέμβριο του 1824, 1,20 γρόσια δόθηκαν «εις τους χαμάληδες οπού εσήκωσαν και φόρτωσαν την βιβλιοθήκην εις τον αραμπά από Σαλαμίνα». Δεν γνωρίζουμε τίνος…
Τον Νοέμβριο, στα «Έξοδα διάφορα» πληρώθηκαν 16,35 γρόσια «εις 15 αγώγια [οπού] εκατέβασαν τας φαμελίας Καρατάση εις Πειραιά».
Στα διάφορα έξοδα που έγιναν τον Ιανουάριο 1825, δόθηκαν 80 γρόσια «εις τον Κ. Ν. Ζαχαρίτζα δια κιράδες (αγωγιάτες) οπού εκατέβασαν το κριθάρι εις τον Πειραιά οπού είχαν πουλήσει εις τον Κ. Ρούκη». Αναφέρεται στους Νικόλαο Ζαχαρίτσα και Γιάννη Ρούκη. Το Κ. σημαίνει Κύριος.
Στον Πειραιά υπήρχε ένα μικρό, άγνωστο σε μας «αργαστήρι» αφού στα έξοδα κατά μήνα Φεβρουάριο 1825 κατέγραψαν ότι πήρε 6 γρόσια.
Από 22 Απριλίου έως 15 Μαΐου 1825 ο Κωνσταντίνος, γραμματικός του στρατηγού Γκούρα ήταν στον Πειραιά «δια φύλαξιν με 7 στρατιώτας». Στα έξοδα Ιουλίου καταχωρήθηκαν 36,06 γρόσια για 120 οκάδες ψωμί που αγόρασαν εκεί. Ο Κωνσταντίνος πληρώθηκε άλλα 36 γρόσια για τα έξοδα που έκανε στην Σαλαμίνα. Είχε παραλάβει την συνεισφορά από τους νοικοκυραίους του νησιού, ανερχόμενη σε 1.400 γρόσια…
-Στο 48 τεύχος του περιοδικού ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ, στο άρθρο μου «Η απόπειρα κατοίκησης των Ψαριανών στον Πειραιά», είχα παρουσιάσει κάποια σχετικά έγγραφα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Συνεχίζοντας την έρευνα βρήκα περισσότερες πληροφορίες για την πρόθεση στα 1825 των Ψαριανών να χτίσουν την πόλη τους στον Πειραιά. Το Εκτελεστικό Σώμα της Προσωρινή Διοικήσεως της Ελλάδος διεύθυνε στο Βουλευτικό Σώμα τέσσαρα έγγραφα για να ληφθούν υπ’ όψη και να αποφασίσουν τα δέοντα (28.2.1825). Αφού οι δημογέροντες Αθηναίοι συσκέφτηκαν και πήραν κι άλλων την γνώμη, έστειλαν επίτηδες στο Ναύπλιο τρεις άνδρες, «τους κυρίους Ηγούμενον του Μοναστηρίου του Αγ. Σπυρίδωνος, Στέφανον Χ΄΄ Φιλίππου και Σπύρον Γιαλούρην» για να δώσουν εξηγήσεις ώστε και οι δυστυχισμένοι Ψαριανοί να μην αγνοηθούν και ο Αθηναίοι να μην αδικηθούν και μείνουν παραπονεμένοι (17.2.1825). Ο Κωνσταντίνος Δεληγιάννης που στάλθηκε στον Πειραιά να «εξετάση την γην», έκανε την καταμέτρηση παρουσία των πληρεξουσίων Ψαριανών και έδωσε το αποτέλεσμα στις 17.2.1825.
Στις 26 Φεβρουαρίου οι τρεις Αθηναίοι, Ηγούμενος του Αγίου Σπυρίδωνος Συμεών, Στέφανος ο Φιλιππίδης και Σπυρίδων Γιαλούρης που κατέθεσαν την αναφορά, έστειλαν επιστολή στην Διοίκηση ότι δεν καλέστηκαν ακόμα να μιλήσουν και δεν μπορούν να παραμείνουν άλλο στο Ναύπλιο. «Παρακαλούμεν να μας δοθή η άδεια να αναχωρήσωμεν». Στο τέλος έγραψαν και το υπονοούμενο: «γνωρίζουμε ότι η σεβαστή διοίκηση έχει σοβαρότερες υποθέσεις και δεν έχει καιρό να ασχοληθεί με την δική μας». Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι έφυγαν και μάλλον δεν ξαναγύρισαν. Τον Μάρτιο 1825 έχουμε την είδηση ότι από το Εκτελεστικό, βάσει προηγούμενης απόφασης οι κάτοικοι των Αθηνών «διετάχθησαν εντόνως δια να στείλωσιν όσον τάχος τους πληρεξουσίους των » … «διά την περί του Πειραιώς υπόθεσιν». Μάταια κάνει έκκληση στις 21 Απριλίου ο Ψαριανός Ιωάννης Μ. Μιλαΐτης να έλθουν «μίαν ώραν πρότερον» για να πάρει την τελική απόφαση η Διοίκηση. Ίσως να πήγε στο Ναύπλιο ο απεσταλμένος των Αθηνών Νικόλαος Καρόρης, αφού έλαβε 100 γρόσια αυτός και 9,30 ο Νικολός ο πεζός του. Μπροστά στις αντιρρήσεις των Αθηναίων, το πράγμα αφέθηκε, οι Ψαριανοί αργότερα κατοίκησαν την Ερέτρια που αρχικά ονομάστηκε Νέα Ψαρά (στο πλαίσιο της ίδρυσης νέων πόλεων, την σχεδίασε στα μέσα του 1834 ο αρχιτέκτονας
Eduard Schaubert σύμφωνα με το αποτύπωμα του γεωμέτρη J. B. Beck. Την ίδια χρονιά είχε παραδοθεί το σχέδιο της νέας πόλεως του Πειραιά από τους Schaubert και Κλεάνθη).
- Στις 25 Μαρτίου 1825 ο λαός των Αθηνών εξέλεξε νέους δημογέροντες επειδή οι ήδη ενεργοί κατείχαν αρκετό καιρό το αξίωμα. Έτσι δημογέροντες εκλέχτηκαν ρητώς για ένα χρόνο οι Συμεών Ηγούμενος Σπυριδωνίτης, Στάμος Σεραφείμ, Σπυρίδων Πατούσας και Μιχαήλ Βουζίκης.
-22.4.1825. Το Υπουργείο της Αστυνομίας έμαθε ότι ο «κονσόλος τις Ιμπερίαλος» δηλαδή ο Αυστριακός πρόξενος των Αθηνών Γρόπιος (
Georg Christian Gropius 1776-1850), καθισμένος στον αιγιαλό προσκαλούσε τους πλοιάρχους των Ευρωπαϊκών δυνάμεων και τους παρακινούσε καθοδηγώντας τους εναντίον των ελληνικών συμφερόντων (να μην ξεφορτώνουν και άλλα). Τέθηκε υπό παρακολούθηση ώστε να ελέγχονται οι κινήσεις του…
-Τον Αύγουστο του 1825 προτάθηκε μεταξύ άλλων από τον Έπαρχο Αθηνών Γενοβέλη να καταγραφούν και τα «εργαστήρια εις τον Πειραιά» ώστε να τα γνωρίζει το Υπουργείο της Οικονομίας.
-
Το υπουργείο της Οικονομίας ενοικίαζε εθνικές γαίες και τα επ’ αυτών καταστήματα σε άτομα λεγόμενα «ενοικιασταί των δεκατώσεων των δημοσίων προσόδων Αθηνών». Σε έκθεσή τους της 21 Σεπτεμβρίου 1825 γράφουν ότι τους χρωστούνε 800 γρόσια «δια ενοίκιον μαγαζίων εθνικών ευρισκομένων εις τον Πειραιά» τα οποία οι Δημογέροντες λένε ότι είναι δημόσια, δηλαδή της δικαιοδοσίας τους και τα οικειοποιούνται.
-Ερχόμαστε στις 9 Ιανουαρίου 1826. Μια πρόταση με μεστό περιεχόμενο για μια πόλη που μπορεί να ιδρυθεί στον Πειραιά και να δώσει πολλά κέρδη στο κράτος: Βρήκα μια αναφορά του Επαρχείου Αθηνών προς το Βουλευτικό Σώμα για εξοικονόμηση πόρων για τον τακτικό στρατό: «… Κατά τας πληροφορίας οπού έλαβον, η γη του Πειραιά ανήκει σχεδόν όλη του έθνους, εξαιρουμένου μικρού τινος μέρους δεσποζομένου από το Μοναστήριον ονομαζόμενον του Σπυριδωνίτου. Το παράλιον διδόμενον με ενιαύσιον τοπιάτικον τουλάχιστον προς 6 ή πέντε γρ.[όσια] την οργυιά θέλει ευρεθούν αγορασταί να πληρώνουν ετησίως περισσότερον ή ολιγώτερον κατά την απόστασιν εκάστης θέσεως από την θάλασσαν, και εκ τούτου ν’ ανεγερθή εντός ολίγου και μια πόλις λαμπρά από το εμπόριον της οποίας και το ταμείον ν’ απολαμβάνη μέγα όφελος. Από την δήμευσιν του Μοναστηρίου ημπορεί νάχη το ταμείον ετησίως 100 εκατόν χιλιάδας γρόσια περίπου». Υπογράφει ο Έπαρχος Αθηνών Ιωάννης Γενοβέλης και ο Γεν. Γραμματεύς Δημήτριος Βύας.
Με την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τον Πειραιά στα μέσα του 1827 και την συνθήκη παράδοσης του φρουρίου στην Αθήνα συνεχίστηκε η τουρκική κυριαρχία. Τα πράγματα ησύχασαν. Αυτό που φάνηκε να αλλάζει έγινε πραγματικότητα, η πολιτική έδωσε την ποθητή λύση. Γύρω στις 27.1.1833 κυβερνητικά πλοία από το Ναύπλιο απέκλεισαν κάποιες ημέρες του λιμάνι του Πειραιά «δια να επιφέρη ζημίαν εις το εμπόριον και εις τα τέλη της Τουρκικής Εξουσίας». Μετά από διαμαρτυρία των δημογερόντων αποσύρθηκαν. Οι προετοιμασίες για την αλλαγή εξουσίας είχαν δρομολογηθεί. Την Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1833 στον πολύπαθο ιερό βράχο ανταλλάχτηκαν τα επίσημα έγγραφα παράδοσης του φρουρίου. Ο Πειραιάς όμως ήταν από πολύ πριν ελεύθερος…

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ. Τεύχος 74, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2021. Σελ. 21-23. Αποτελεί συντόμευση διαφόρων σημειώσεων και ενός μεγαλυτέρου σε έκταση κειμένου που θα παρουσιάσω σε επόμενη ανάρτηση.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου