Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΙΔΕΑ. Ένα πειραιώτικο περιοδικό του 1907.


Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Ένα ανύποπτο παλαιό εξώφυλλο από σκληρό χαρτόνι βιβλιοδεσίας κλείνει τις 80 σελίδες ενός νεανικού περιοδικού που κυκλοφόρησε το έτος 1907 στον Πειραιά.
Τον τίτλο του, αν και γνωστός αφού αναφέρεται σε ελάχιστους κατάλογους των λογοτεχνικών κι άλλων περιοδικών του πειραϊκού χώρου (όπως στο Πειραϊκό Πανόραμα του Γιώργου Μπαλούρδου, σελ. 189), δεν είχα αναζητήσει σε κάποια τοπική βιβλιοθήκη μέχρι που βρέθηκε στα χέρια μου κατόπιν αγοράς του από το Μοναστηράκι.
Στο πορτοκαλί εσώφυλλο η σφραγίδα ΑΓΓΕΛΟΣ Α. ΣΟΥΛΗΣ παραπέμπει στον αρχικό ιδιοκτήτη του παρόντος τόμου, ο οποίος φαίνεται να έδεσε τα τεύχη της χρονιάς στο ΒΙΒΛΙΟΧΑΡΤΟΠΩΛΕΙΟΝ ″Ο ΕΡΜΗΣ″ Γ. Ν. ΑΛΕΞΑΚΗ ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΕΙΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ, σύμφωνα με την καλλιτεχνική επίσης σφραγίδα. Ακριβώς από κάτω με μολύβι και όμορφα γράμματα είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του Σούλη, ″Έτος 1907″ ο οποίος μας βεβαιώνει ότι υπήρξε ″Συνεργάτης της «Ιδέας»″.
Η πρώτη δεκαετία του 1900 ήταν σημαντική για τα πειραϊκά γράμματα, αφού ξεκίνησε με το ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΣ (1899-1906) του Γεωργίου Μακρή (1871-1942) και συνέχισε με ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ (1900-1902) και τον Οδηγό του Πειραιώς (1901-1902) του Γεράσιμου Βώκου (1868-1927), ΤΑ ΗΛΥΣΙΑ (1906) των Άριστου Καμπάνη (1883-1956) και Παύλου Νιρβάνα (1866-1937). Παράλληλα εκδόθηκαν τα ημερολόγια - λευκώματα: Το Φιλολογικόν/ Επιστημονικόν/ Χρονογραφικόν/ και ευθυμογραφικόν ΛΕΥΚΩΜΑ (1901)  το οποίο στα 1902  μετονομάστηκε σε ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΥΚΩΜΑ Η ΣΦΑΙΡΑ του Ηρακλή Παπαμανώλη (1854-1933), η  ΚΥΨΕΛΗ, Φιλολογική  επιθεώρησις (1901,1902,1903) του Άγγελου Κοσμή (1879-1951), η ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ (1905) του Τέλη Χρύσανθου. Παράλληλα ο Δημοσθένης Βουτυράς είχε τυπώσει το πρώτο του βιβλίο, ο Λαγκάς, στο τυπογραφείο της εφημερίδας ΣΦΑΙΡΑ στα 1903.

Ιδρυτές του ΙΔΕΑ ήταν ο Θανάσης Τ. Λιμπερόπουλος, Αθανάσιος Π. Μίχας και ο Αλέκος Ι. Καψαμπέλης. Ο Άγγελος Ανδρέου Σούλης (1890-1923) με το να γράψει ότι ήταν συνεργάτης θα εννοούσε ή ότι είχε συμμετάσχει ως αφανής στην ομάδα ή είχε δημοσιεύσει εκεί ποιήματά του. Ο Σούλης μαζί με τους Ν. Κουμπή και Ά. Καμπάνη έβγαλαν το ημερολόγιο ΠΑΡΘΕΝΩΝ (1907-1910). Αργότερα διηύθυνε την εφημερίδα ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ μετά το θάνατο του Γεωργίου Κριτή στα 1914.
Ο Χρήστος Λεβάντας έγραψε ότι ο Σούλης είχε αρχίσει να συνθέτει την ιστορία του Πειραιώς, είχε μάλιστα δημοσιεύσει μερικά κεφάλαια στον ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟ. Πέθανε πρόωρα όμως «από την ενσκήψασα επιδημία τύφου».  
 

Έτος Α΄. Εν Πειραιεί - Ιανουάριος 1907. Αριθ. 1. Μηνιαίον περιοδικόν.
Γραφεία: Οδός Πραξιτέλους αριθμός 230. Διευθυντής Αθανάσιος Τ. Λιμπερόπουλος. Τιμή φύλλου Λεπτά 10.
Τα περισσότερα κείμενα και ποιήματα είναι γραμμένα στην δημοτική και στην καθαρεύουσα με τους τυπογραφικούς χαρακτήρες που συνηθίζονταν τον καιρό εκείνο.
ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ, είναι το εισαγωγικό  με τους στόχους και τα όνειρα των ιδρυτών. Υπογράφει ο Αθανάσιος Μίχας. Το περιοδικό, σαν λυχναράκι, θέλει να ζήσει και να φωτίσει. Το περιεχόμενο θα είναι ελληνικό, όχι μεταφράσεις. Απευθύνεται στην νεολαία που γράφει, «τους νεαρούς ποιητάς και τους μικρούς χειριστάς του καλάμου», να στείλουν έργα τους, να φανερωθούν στο Ελληνικό κοινό  «γιατί κανένας δεν βρίσκεται να τους οδηγήση στο Φως!».
Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος έγραψε τα ποιήματα: ΣΤΟ ΝΕΟ ΧΡΟΝΟ, σελ. 2.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΙΧΟΥΣ. Έξι πεζοτράγουδα αφιερωμένα στον φίλο του Παντελή Φωστίνη (1888-1962. Πειραιώτης από το Κρανίδι, μετέπειτα Μητροπολίτης Χίου), σελ. 2-3.
Σ’ ένα τριαντάφυλλο.
Φτωχό τριαντάφυλλο, σε θυμάμαι χθε στα στήθη της.
Έσκυβαν όλοι οι θαυμασταί της να σε μυρίσουν και σε ζηλεύανε.
Όλοι θα λέγαν νάχαν την τύχη σου.
Σε θυμάμαι ακόμη που μοσχομύριζες δροσερό και περήφανο.
Και τώρα;
Τώρα πεταγμένο κάτω από το παράθυρό της με τα μαραμένα φύλλα πατιέσαι απ’ τον κάθε θαυμαστή της που περνά.
Φτωχό!

Ο Βάσος Καλής έγραψε τα ποιήματα: ΣΥΝΝΕΦΑ (Ευτυχία), σελ. 3.
Ο Θανάσης Βιολέττης έγραψε τα ποιήματα: ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΛΟΥ (ΑΓΑΠΗ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΥΛΑ), σελ. 3.
Ο Παντελέων Φωστίνης το κείμενο ΜΑΓΙΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ (Η ΝΗΡΗΪΣ), σελ. 4-5.
Ένας ευαίσθητος νέος πήγε σε μια μικρή λίμνη και ανάμεσα στις καλαμιές είδε να αναδύεται πανέμορφη Νηρηίδα που άρχισε το τραγούδι. Ακούγοντας τον θόρυβο που έκανε ο νεανίας, εξαφανίστηκε στα νερά. «Ηγάπησε χωρίς ελπίδα. Εις την καρδίαν του ενεφώλησεν είς έρως προς μίαν ασύλληπτον παρθένον των υδάτων. Ήτο έν γέννημα της ρέμβης!».
Ο Αθανάσιος Π. Μίχας έγραψε το διήγημα Η ΚΡΙΝΙΩ που αφιέρωσε στον εξάδελφό του Γιάννη Περγιαλίτη (Γιάννης Γιαννούκος) από τις Σπέτσες. Σε όλα του τα κείμενα βάζει χρονολογία. Ένας βάναυσος πατέρας σκότωσε με ξυλοδαρμούς την γυναίκα του επειδή την θεώρησε ανάξια λόγω του ότι γέννησε κορίτσι. Το παιδί μεγάλωσε μια γειτόνισσα. Ο μεθύστακας το πήρε πίσω με το ζόρι όταν έγινε δέκα ετών. Επί πέντε χρόνια  το έδερνε και το τυραννούσε. Μια μέρα που γύρισε στο σπίτι γλίστρησε και φώναξε την Κρινιώ. «Την βρήκε πεσμένη χάμω και το πρόσωπό της ήτανε σαν κερένιο, τα χείλη της ήσανε κάτασπρα». Είχε πεθάνει. «–Πάει στο διάβολο κι’ αυτή, εσκέφτηκε». Εν Πειραιεί  6 Δεκεμβρίου 1906.  Σελ. 5-8.
Ο Λιστ είχε την ευτυχισμένη ιδιοσυγκρασία να μην φοβάται καθόλου τους μεγαλειότατους. Ο αυτοκράτορας Νικόλαος τον είχε προσκαλέσεις να παίξει, κατά τη διάρκεια όμως της συναυλίας ο ηγεμόνας είχε την μεγάλη έμπνευση να ανοίξει κουβέντα με ένα από τους υπασπιστές του.
Ο Λιστ έπαυσε να παίζει. Ο τσάρος έστειλε τότε ένα από τους υπασπιστές του να ρωτήσει τι συμβαίνει. –Όταν ο αυτοκράτωρ ομιλεί όλοι πρέπει να σιωπούν απάντησε ο Λιστ. Ο τσάρος εννόησε τον λεπτό υπαινιγμό και σιώπησε. 



Έτος Α΄. Εν Πειραιεί Ι Φεβρουαρίου 1907. Αριθ. 2. Μηνιαίον περιοδικόν.
Ο Αθανάσιος Π. Μίχας έγραψε το διήγημα με φιλοσοφική χροιά: ΠΑΡΑΔΟΞΕΣ ΙΔΕΕΣ. Σελ. 9-11.
Ο Βάσος Καλής, ποίημα ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΜΑΤΙΑ. Σελ. 11.
Η Μαρία Β. Φωστίνη έγραψε μικρές απαισιόδοξες σκέψεις τις, Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΤΑΦΟΣ και το ποίημα ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ. Σελ. 11.
Αείποτε ωνειροπόλησα μιαν καλύβην και ένα τάφον. Την καλύβην μακράν της κοινωνικής τύρβης, εκεί ένθα αιθρία βασιλεύει, ένθα το κρίνον και το ρόδον φύεται υπό μιαν σκιάν εντός δάσους μαγευτικού.
Πλησίον αυτής τον τάφον.
Ήθελον να ευρίσκεται ούτος πλησίον εμού υπό τα ίδια όμματά μου, η μια κατοικία πλησίον της άλλης.
Η πρόσκαιρος πλησίον της αιωνίου!
Και προ του τάφου αυτού εσταμένη εγώ η ζώσα έτι να ρεμβάζω και ονειροπολώ προ της αιωνίου μου κατοικίας, προ της ψυχράς του θανάτου κλίνης, ήτις θα με αναμένη!
Μαρία Β. Φωστίνη
.
Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος έγραψε το ποίημα Η ΝΥΜΦΑΙΑ που αφιέρωσε στον φίλο του Αλκίνοο Βανδώρο. Σελ. 12.
Ο Αλέξανδρος Καψαμπέλης, στην σελ. 13 το ποίημα:
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Η σκοτεινιά βασιλεύει στο φτωχικό δωμάτιο, που ένας δυστυχισμένος ποιητής, έρημος κι’ αυτός όπως όλοι εκείνος που λάτρευσαν την τέχνη παλαίβει με το θάνατο.
Στο φρικτό φίλημα του Χάρου παγόνουν σιγά-σιγά τα στήθεια του. Αλήθεια τι ωραίος θάνατος ο θάνατος του ποιητή.
Αργά πετάει η ψυχή του σε κάποιον άλλον κόσμο, που τον έκλεινε βαθειά στην ψυχή του, που τον έψαλλε στα τραγούδια του.
Ξάφνου η ματιά του στηρίζεται σ’ ένα ωρισμένο σημείο και ολοένα σβύνει.
Μα στη μορφή του τη χλωμή ένα πικραμένο χαμόγελο ανθίζει. Σβύνεται λίγο, λίγο η πνοή του! Στο τέλος ένας σπασμός συνταράζει το ισχνό του σώμα και η ψυχή του πετάει στα ουράνια.
Μα τότε σαν κάποιο φως θεϊκό να φώτισε το νεκρικό δωμάτιο κι’ η λάμψις εκείνη απλώθηκε στο πρόσωπό του και φαινότανε σαν ένα στεφάνι αμάραντο από αχτίδες τριγύρω στο ρυτιδιασμένο του μέτωπο.
Ήταν η Μούσα πούλθε να στεφανώση το φτωχό παιδί της.
Αλέξανδρος Καψαμπέλης.
Ο Κώστας Δεπάστας με το ποίημα ΚΡΥΦΟΙ ΠΟΘΟΙ – ΤΡΕΛΛΟ ΟΝΕΙΡΟ! Σελ. 13.
Ο Θανάσης Βιολέτης με τα «Λόγια ενός τρελλού» ΧΙΟΝΙΑ, σελ. 13.           
Ο Τάκης Κουρτέσης προσέφερε μια καθαρά πειραιώτικη εικόνα,  σελ. 13-14.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Ερρόδιζεν η αυγή της πρώτης Μαΐου.
Από το παράθυρόν μου εθαύμαζα τας ερυθράς λάμψεις του λυκαυγούς, αίτινες ετρεμόσβυνον εις τον ορίζοντα.
Είς περίπατος μέχρι της ακτής θα ήτο τόσον ζωογόνος δια την πάσχουσαν ψυχή μου! Μετ’ ολίγον το μαγευτικόν πανόραμα της θαλάσσης ηπλούτο προ των οφθαλμών μου. Ο μεθυστικός φλοίσβος και τα θεσπέσια χρώματα του λυκαυγούς απεκοίμισαν την καρδίαν μου και παρεδόθην εις γλυκείας ονειροπολήσεις.
Δεν παρήλθε πολύ και εις τον πυρπολούμενον ορίζοντα της Ανατολής εφάνη αναδυόμενος από των κυμάτων ο Φοίβος. Χίλιαι χρυσαί μαρμαρυγαί παρήχθησαν εις την γαλανήν θάλασσαν από τας πρώτας ακτίνας.
Τι θεσπέσιον θέαμα!
Ευρισκόμην ως εν εκστάσει, ότε μεμακρυσμένον τι άσμα επλήρωσεν αρμονίας τα πέριξ και μετ’ ολίγον από του όπισθεν μέρους της ακτής εφάνη μια λέμβος.
Είς νέος ξανθός εκωπηλάτει και εις το πηδάλιον μια θεσπεσία κόρη έψαλλεν ένα θλιβερόν άσμα. Η μελωδία εκείνη με έθελγε και με συνήρπαζε.
Η λέμβος διήλθε πλησίον της ακτής και ταχεία ως όνειρον εχάθη από των εκπλήκτων οφθαλμών μου.
Εσβύσθη και το θείον άσμα, αλλ’ εις την ψυχήν μου πάντοτε θ’ αντηχή η μελωδία του. Περίλυπος επέστρεψα εις την οικίαν μου χωρίς να δρέψω ούτε έν καν ανθύλλιον.
Η φευγαλέα εκείνη σκιά έφερεν εις την καρδίαν μου την Οδύνην και εις τους οφθαλμούς μου τα δάκρυα.
Τάκης Κουρτέσης.
 
Ο Αλέξανδρος Ι. Καψαμπέλης έδωσε τέσσερα ποιήματα ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ, σελ. 14.
Όλοι όσοι γράφτηκαν και προπλήρωσαν την συνδρομή τους, τους στάλθηκε το πρώτο τεύχος. Όσοι παραπονιούνται ότι δεν το έλαβαν, οι εκδότες είναι ανεύθυνοι, «διότι εις τούτο πταίουν τα Ταχυδρομεία». Δηλώνουν μάλιστα ότι θα το ξαναστείλουν σε όσους απευθυνθούν δι’ επιστολής στα γραφεία του περιοδικού ότι δεν το πήραν.
Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος έγραψε μια στιχομυθία ενός μισανοιγμένου ρόδου με την μάνα τριανταφυλλιά. Παρεμβαίνει και μονολογεί η Ψυχή. Ο ΒΟΡΡΙΑΣ παρασέρνει το ρόδο και η μάνα δεν μπορεί να τρέξει να το σώσει… Σελ. 15.
Ο Αλέξανδρος Καψαμπέλης σε ένα διήγημά του με τίτλο Ο ΠΑΠΠΟΥΣ. «Η ευτυχία έρχεται πολλάκις με δάκρυα». Σελ. 16.
Η ΙΔΕΑ οργάνωσε τον Α΄ διηγηματογραφικό διαγωνισμό. Θέτει τους όρους (αποκλείοντας τα σατιρικά, μέχρι 600 λέξεις, να είναι πρωτότυπα), όποιος πάρει το πρώτο βραβείο θα δει την φωτογραφία του στο περιοδικό και θα πάρει το βιβλίο ΣΤΑΔΙΟΝ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ. Ο δεύτερος θα λάβει τα  ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑΣ του Περγιαλίτη. Ο τρίτος την ΟΔΟ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ του
Bringer. Το τεύχος κλείνει με το ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΝ, ευχαριστίες στους εγγραφέντες συνδρομητές και δυο απαντήσεις, στον Θ. Π. Τρικογλίδη (Ενταύθα) και στον Γ. Α. Χαρβαλιά (Κέα). Σελ. 16.


Έτος Α΄. Εν Πειραιεί Ι Μαρτίου 1907. Αριθ. 3. Μηνιαίον περιοδικόν.
 ΣΚΕΨΕΙΣ του Αθανασίου Π. Μίχα αφιερωμένες στον Σπύρο Μελά. Σελ. 17.
Στην ίδια σελίδα, το ποίημα ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΡΗΑ του Θανάση Τ. Λιμπερόπουλου.
Τώρα το κρασάκι στο ποτήρι αφρίζει
και σε κάθε χείλι ρόδινα φιλιά,
πλάνα την καρδιά μας η χαρά γεμίζει
την αποκρηά, την αποκρηά.

Τρέλλα! Λησμονάμε κάθε δυστυχία
και νομίζουν όλοι τη ζωή γλυκειά.
Παίζετε, γελάτε, φεύγ’ η Ευτυχία
φεύγ’ η αποκρηά, φεύγ’ η αποκρηά.
Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος συνεχίζει με νέα ποιήματα (τέσσαρα μικρά κι ένα με 5 ΠΑΡΑΠΟΝΑ των τριών στίχων) αφιερωμένα στον φίλο Νίκο Γεωργόπουλο.
Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού αναβάλλονται, δέχονται ακόμη διηγήματα μέχρι τις 15 Μαρτίου. Σελ. 18.
Ο Βάσος Καλής, το ποίημα ΣΥΝΝΕΦΑ - ΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥ. Ο Τάκης Κουρτέσης, το ποίημα ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ. Ο Θ. Π. Τρικογλίδης, το ποίημα ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ. Σελ. 19.
Η Τζένια Δεπάστα, ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Ο Θανάσης Βιολέτης, Λόγια ενός τρελλού, ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΑ. Ο Νίκος Μάλλιαρις, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑΙ. Γαλήνη - Αγωνία. Σελ. 20.
Ο Αλέξανδρος Ι. Καψαμπέλης στην σειρά ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ, δίνει το ποίημα ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ αφιερωμένο στον Άγγελο Κουτσούκο. Στην ίδια σελίδα 21 ο δωδεκάχρονος Γιάννης Διαμαντόπουλος πρωτοπαρουσιάζεται με το ποίημα ΤΟ ΚΕΛΛΑΔΗΜΑ.
ΣΤΟ ΠΑΣΣΑ-ΛΙΜΑΝΙ ΜΑΣ, κείμενο του Θανάση Τ. Λιμπερόπουλου, σελ. 22. [Τα Ηι - ᾑ είναι το άρθρο «οι»]
Ώ μικρό μου λιμανάκι, μέσα σ’ αυτό το μικρό σου χώρο κρύβεις χιλιάδες ωμμορφιές.
Ηι μικρές σου ψαροπούλες μέσα στα νερά σου σκορπισμένες σου δίνουν κάποια ζωή. Ηι ωραίες σου δύσες, που κάνουν το συννεφιασμένο ουρανό πότε αληθινό παράδεισο με χίλιων λογιών λουλούδια και πότε κόλασι αληθινή με της απέραντες κόκκινες φλόγες, με τα κρεμασμένα πυρακτωμένα κομμάτια, με τους μαύρους καπνούς από πάνω μαγεύουν το πλανεμένο μάτι.
Τα γλυκά ανατριχιάσματα των νερών σου στης χειμωνιάτικες γαλήνες, όταν πνέη κρύο αεράκι, σε δείχνουν ένα εύπαθο, ένα χιλιώμμορφο λιμανάκι.
Και ᾑ βαρκούλες τα βράδια με τα ερυθρωπά πυροφάνια τους κυκλωμένες απ’ τα δίχτια, όταν το κρύο κρυσταλλόνη τάστρα απάνω στον διάφανον ουρανό, τι αντίθεσι κάνουνε με τα φώτα του απείρου;
Όταν πάλι δαιμονισμένος φυσάη ο νοτιάς και τα κύματα απ’ έξω έρχονται απειλητικά, τι τραγικήν όψι δείχνεις ενός αδύνατου, που οι μεγάλοι τον παιδεύουν.
Ω μικρό λιμανάκι, είσαι πλασμένο για την ησυχία.
Ω! πόσο μεγάλη είνε η ωμορφιά σου, που αρχίζει από τα δειλινά, και τόσο είνε ακόμη μεγαλείτερη, όταν δεν είναι άνθρωποι τριγύρω σου χαρίζοντας σε σέ την ασχημιά τους.
Σε θέλω έρημο, τότε είσαι χίλιες φορές ωραιότερο.
Μόνον οι ψαράδες που κάθονται μέσα στη βάρκα και δίπλα τους αχνίζει το νόστιμό τους φαΐ, είνε ένα μέρος από τη ζωή σου, μόνον αυτοί δεν σ’ ασχημίζουν.
Και κείνοι που διορθόνουν τα δίχτια τους κάτω από τον ζωοδότη μεσημεριανόν ήλιο του χειμώνα είναι δικοί σου.
Κι’ εγώ αισθάνομαι, πως δεν σου πρέπω, αλλά σ’ αγαπώ.
Μικρό μου λιμανάκι, νάμουνα κ’ εγώ δικός σου.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ. Κείμενο του Αθανασίου Μίχα. Εν Πειραιεί τη 7η Ιανουαρίου 1907. Σελ. 22-24. Το ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΝ απευθύνεται σε τέσσερα πρόσωπα (Ρόκκος Ξυδάκτυλος Ληξούρι, Αριστείδης Βεκιαρέλλης Ενταύθα, Θ. Π. Τρικογλίδης Ενταύθα, κ. Τσιαμούρης Ενταύθα).


Έτος Α΄. Εν Πειραιεί Ι Απριλίου 1907. Αριθ. 4. Μηνιαίον περιοδικόν.
 Ο Σπύρος Μελάς δίνει ένα σύντομο κείμενο ως εισαγωγή: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΟΝ ΖΩΗΝ. Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ. Σελ. 4.
Στην σιωπηλήν χαράν της ανοιξιάτικης ζωής του κήπου, στην ευτυχισμένην ησυχίαν της εφημέρου ζωής, στο παιχνίδισμα των χρυσών ακτίνων επάνω στα φύλλα των νεογεννήτων ανθών, που αύριον θα πεθάνουν, στο αβρόν ανάσασμα της βιολέτας και του χαμομηλιού, που κρεμούν χαύνα τα φύλλα των εις τα χάδια του ανοιξιάτικου ηλίου, η κίτρινη πεταλούδα με το ελαφρόν πέταγμά της και τα ξελογιάρικα φιλία στης καρδιές των ανθών μου μοιάζει την ψυχήν της ανοίξεως…
Και όταν το καλοκαίρι εξατμίση την αβράν ωσάν όνειρον ζωήν της ανοίξεως και υψώση απάνω εις τον κατάθερμον κορμόν του δένδρου τον βάρβαρον υμνητήν του, τον τζίτζικα, και ακόμα όταν ηχήση ο βαρβαρόφωνος ύμνος εκεί όπου η άρπα με της χρυσές χορδές του ανοιξιάτικου ηλίου έμελπε την αιθέριαν προσευχήν της ανοίξεως, όταν αισθάνωμαι πως έχω μπροστά μου  τον θάνατόν της, θα ιδώ νεκρή την κίτρινη πεταλούδα σκεπασμένη με ένα ροδοπέταλον, που θα είνε το τελευταίον.
Ο Αλέξανδρος Ι. Καψαμπέλης στην σειρά ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ, που αφιερώνει στον Θανάση Μίχα, δίνει πάλι τέσσερα ποιήματα. Σελ. 25-26.
Στο Πασσά-λιμάνι μας.
Ο τόπος, πουν’ κλεισμένος στην καρδιά μου.
Χωρίς φροντίδες σαν ήμουν μικρός
εκεί ’τρεξα κ’ εκεί στα σωθικά μου
ενοιώθη της αγάπης ο παλμός.

Περπάτησα στης ώρες της χαράς μου
ανάλαφρος καθώς και το πουλί
και σ’ άλλες ώρες κάποιας συμφοράς μου
εκεί ’τρεξα να γιάνω την πληγή.

Περπάτησα τα βράδια, που μαγεία
τ’ άστρα, η σελήνη εστέλνανε στη γη,
στα ουράνια τα γαλαζοκρύσταλλα λατρεία
εκεί για πρώτα αισθάνθηκε η ψυχή.

Αυγές και Δύσες πόσο ωραίες είστε
στον τόπο αυτόν οπού έχω στην ψυχή,
και σεις νερά καθάρια σαν φλοισβίστε
στέλνετε κάποια μάγισσα πνοή.

Ω τόπε, σ’έχω μέσα μου κλεισμένο,
σαν κάτι μούχεις πάρει απ’ την καρδιά
κι’ αν θε να φύγω σε μέρος μακρυσμένο
θα σ’ ενθυμούμαι ακόμα πειό γλυκά.
Από τα δέκα διηγήματα που στάλθηκαν διαλέχτηκαν τρία στα οποία και θα δοθούν τα ορισθέντα βραβεία. Το τρίτο διήγημα αποδείχτηκε αντιγραφή που είχε δημοσιευθεί με άλλη υπογραφή στην παλαιά ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ. Έτσι το βραβείο έλαβα ένας επόμενος. Σελ. 26-27.
Ο Κώστας Δεπάστας δίνει δυο ποιήματα με γενικό τίτλο ΠΟΝΟΙ ΣΕ ΓΡΑΜΜΕΣ. Ορφάνεια! Άνοιξη - Χειμωνιά. Τα αφιερώνει στον φίλο Αριστ. Βεκιαρέλλη. Σελ. 27.
«Πλήρη Αττικού άλατος με κάποιαν αληθινήν ζωήν» εκδόθηκαν τα τρία πρώτα φύλλα του περιοδικού ΔΙΑΠΛΑΣΙΤΙΣ που διευθύνει ο Παύλος Πέππας. Ο Μπόσακας έβγαλε ένα βιβλίο με συναγωγή ηθικών και πολιτικών γνωμών του Θουκυδίδη, κριτικάρει ο Αλ. Καψαμπέλης. Σελ. 27.
Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος με τρία ποιήματα ΔΕΙΛΙΝΑ: Στοχασμοί, Γέννηση, Παιγνίδια.
Ο Αθανάσιος Μίχας το διήγημα ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ, Μεθύσι. Πειραιεύς Μάρτιος 1907.
Ο Θανάσης Βιολέτης, Λόγια ενός τρελλού, ΑΠΟΛΟΓΙΑ. Σελ. 29.
ΣΥΝΝΕΦΑ
ΟΝΕΙΡΑ
Κάποιοι πλάνοι λογισμοί
απ’ το νου περνάνε
κι’ όλοι στον απέραντον
ουρανό κυττάνε.

Μ’ απ’ τη γην ως τ’ ουρανού
τον γαλάζιο αιθέρα
πόσα τους χωρίζουνε
στρώματα του αγέρα!
ΒΑΣΟΣ ΚΑΛΗΣ

Ο Άγγελος Σούλης τύπωσε τρία πεζοτράγουδα: ΣΚΙΕΣ. Μακρυά της, Όνειρα, Στα κρίνα της. Αν γεννήθηκε στα 1890, θα ήταν 17 ετών όταν συνεργάστηκε με την ΙΔΕΑ. Το ίδιο νέοι θα ήταν και οι ιδρυτές και συμμετέχοντες στο περιοδικό. Σελ. 30.
Ο Νίκος Μάλλιαρις αποδίδει μια ερωτική ιστορία: ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΩΝ ΑΙΘΟΥΣΩΝ. ΤΟ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΝ ΑΓΓΕΛΜΑ. Η Λέλα αγαπά ένα νέο αλλά δεν θέλει να το αποδεχθεί λόγω της κοινωνικής διαφοράς τους. Έτσι παρά τις νουθεσίες της φίλης της Ουρανίας (Νίτσας) αρνείται να συνάψει σχέση μαζί του. «Προχθές ακόμα η Σάσα της είχεν είπη να φροντίση να αποφύγη τας επιθέσεις του Νίκου, διότι αν προέκυπτε θα εξηυτελίζετο ελεεινώς!». Περνάει ένα δίμηνο και η αντίστασή της κάμφθηκε αφού τον σκεπτόταν συνέχεια. Με κακή διάθεση έστειλε επιστολές στους γνωστούς της για μια απογευματινή συγκέντρωση στο σπίτι της. Ειδικά έγραψε στην Νίτσα να φέρει και τον Νίκο. Το απόγευμα ήλθε η παρέα εκτός από την Νίτσα και τον Νίκο. Αντ’ αυτών λαβαίνει μια επιστολή από την Νίτσα. Δεν θα μπορέσει να έλθει επειδή το ίδιο βράδυ είναι καλεσμένη στους αρραβώνες της Σάσας και του Νίκου… Σελ. 30-32.
Το ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΝ απευθύνεται στους Γιάννη Περγιαλίτη (Σπέτσες), Λέαντρον Κ. Παλαμά και πάλι τον Θ. Π. Τρικογλίδη (Ενταύθα). Ο Λέανδρος Παλαμάς (1891-1958), ήταν γιος του Κωστή Παλαμά και της Μαρίας Βάλβη. Στα 1907 εξέδωσε την ποιητική συλλογή ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.
Σε λίγες ημέρες θα τοποθετηθεί ο θεμέλιος λίθος των Εθνικών Σκοπευτηρίων. Αμέσως μετά για τον σκοπό αυτό η νεολαία του Πειραιώς θα δώσει παράσταση με το έργο ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, αποσπάσματα από την ΓΚΟΛΦΩ, θα απαγγελθούν πατριωτικά ποιήματα και θα ακουστούν δημοτικά τραγούδια.


Έτος Α΄. Εν Πειραιεί Ι Μαΐου 1907. Αριθ. 5. Μηνιαίον περιοδικόν.
Στην ομάδα των τριών υπευθύνων του περιοδικού προστίθεται ο Κώστας Δεπάστας.
Έτσι μας δίνει το ΠΟΝΟΙ ΣΕ ΓΡΑΜΜΕΣ, Ένα γράμμα σ’ ένα φίλο! Πειραιάς 5 του Απρίλη 1907. Σελ. 33-34.         
Ακολουθούν τα ποιήματα ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ - Η ΘΛΙΨΙ ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ του Αλέξανδρου Καψαμπέλη, ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΛΟΥ - ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ! του Θανάση Βιολέτη, ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ του Κώστα Δεπάστα, ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ του Θανάση Λιμπερόπουλου. Σελ. 34-35.
ΠΡΩΤΟΒΓΑΛΤΟ
Πουλάκι το φτερούγισμα που αρχίζεις στον αγέρα
μη θέλης στα μεσούρανα με μιας να πεταχτής,
αγάλι αγάλι ανέβαινε τ’ άϋλα σκαλιά του αιθέρα,
γιατί αν κουράσης τα φτερά, ταχειά θα γκρεμιστής!

ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΠΑΣΤΑΣ
Το ποίημα ΝΥΧΤΑ του Λέαντρου Παλαμά. Σελ. 36.
Ο Β΄ διαγωνισμός της ΙΔΕΑΣ θα έχει ποιητικό περιεχόμενο. Το πρώτο βραβείο θα πάρει επτά βιβλία του Κωστή Παλαμά. Το δεύτερο, ένα τόμο ανεκδότων ποιημάτων του Παράσχου. Το τρίτο μια δωρεάν ετήσια συνδρομή της ΙΔΕΑΣ.
Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος, τα ποιήματα ΔΕΙΛΙΝΑ (Πόθοι, Ανοιξιάτικο δειλινό, Θυσία). Σελ. 36.
Στο ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΝ, αναφορά ότι εκδόθηκε το βιβλίο ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΟΥ του Άγγελου Κοσμή (1879-1951) με αναμνήσεις του από την Σίφνο. [Αγγέλου Α. Κοσμή. Του Νησιού μου. # Λιθ. ″ΣΦΑΙΡΑΣ″ ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ. {1907, τιμή δραχ. 2}. Διαστάσεις 19,2Χ 13. Σελ. 120. Αντίτυπό του βρίσκεται στην συλλογή μου. Αποσπάσματα από το βιβλίο κυκλοφόρησαν στα 2000 οι εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ με τον ίδιο τίτλο (εισαγωγή, επιλογή και επιμέλεια από την Άννα Χρυσογέλου - Κατσή)].
Εξεδόθη μικρότατον βιβλιάριον «Ο επιτάφιος Θρήνος. Από τα ερείπια του ναού της Αγχιάλου» υπό Ιωάννου Βουλοδήμου. Αι εισπράξεις διετέθησαν διά το Πάσχα των εν Πειραιεί προσφύγων.
Ο Αθανάσιος Μίχας τέλος παραθέτει το θαλασσινό διήγημά του ΣΤΗΣ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ - ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ. Ενώ ο ψαράς, πατέρας μιας οικογένειας με δυο παιδιά, που ζούσε σε ένα ακρογιάλι χάθηκε με την βάρκα του μέσα στην φουρτούνα ο δωδεκάχρονος γιος σώζει ηρωικά έναν ναυαγό. «Μητέρα, μη βλαστημάς. Ποιος ξέρει αν εκείνη τη στιγμή που έσωσα εγώ αυτό τον άνθρωπο, ποιός ξέρει, αν την ίδια εκείνη στιγμή σε μιαν άλλη ακρογιαλιά δεν έσωζε ένας άλλος τον πατέρα μου έτοιμο να πνιγή;» … Πειραιεύς 7 Απριλίου 1907. Σελ. 37-40.


Έτος Α΄. Εν Πειραιεί Ι Ιουνίου 1907. Αριθ. 6. Μηνιαίον περιοδικόν.
Ο Αθανάσιος Μίχας παραθέτει δυο ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΙΧΟΥΣ, Χλωμά δειλινά και Λευκός θάνατος. Πειραιεύς 23 Απριλίου 1907. Σελ. 41. Η λογοτεχνία της εποχής απαιτούσε ευαισθησία, ρέμβη, λέξεις δυνατές για την περιγραφή της φύσης, του τοπίου, των ενδόμυχων σκέψεων γύρω από την ζωή το θάνατο και την αγάπη. «Έλα, έλα , ω θάνατε λευκότατε σαν την μορφή της και σαν την ψυχούλα της άσπιλε θάνατε, σίμωσε γελαστός αγάλι-αγάλι σαν όνειρο γλυκύτατο και απαλά-απαλά πάρε την σκεπασμένη με λευκότατα κρίνα και λευκά μπουμπούκια ρόδων»…
Ο Γιάννης Χυνοπωρινός με γενικό τίτλο ΑΥΓΗ θέτει στην σελίδα 42 έξι ποιήματα.  Φυσικά πρόκειται για το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Καψαμπέλη.
Ο Θανάσης Βιολέτης ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΛΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ. «Βλέπω τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από της μάσκες της ψευτιάς … Θα στραγγίζωμε της τελευταίες σταγόνες απ’ το κύπελλο της Ευτυχίας χύνοντας θερμά δάκρυα χαράς για την Ανάστασί μας».
Στο περιοδικό τα ποιήματα που παραλήφθηκαν για τον διαγωνισμό δεν είχαν ποιότητα, κάτι όχι περίεργο αφού συμβαίνει ακόμα και σήμερα: Στον ποιητικό διαγωνισμό μάς έστειλαν τραγούδια, τα οποία ούτε για διάβασμα δεν είνε άξια και όχι για δημοσίευμα. Εντελώς παιδικά κατασκευάσματα χωρίς κανένα μέτρο, χωρίς καμμία αρμονία και χωρίς καμμία πρωτοτυπία.  Έτσι δεν δόθηκαν βραβεία.
Τα φύλλα του Ιουλίου, του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου θα εκδοθούν όλα μαζύ την 1ην Σεπτεμβρίου. Αυτό το κάνουμε μονάχα για ν’ αναπαυτούμε τους μήνες αυτούς του καλοκαιριού.
Ο Κώστας Δεπάστας έδωσε το ποίημα ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ, ΙΔΑΝΙΚΟ, ο «Τροβαδούρος» το ποίημα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΝΥΧΤΑ ΤΡΟΜΟΥ. Σελ. 43.
Πέντε ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ του Λώρη Αποσπερίτη (μάλλον του Λιμπερόπουλου): Στην έμπνευση, Πόθος, Νέκρωση, Κάτω από της λεύκες, Ανοιξιάτικο όνειρο.
Ο Θ. Π. Τρικογλίδης τα ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙΑ - Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΟΥ (Κάρυστος, 10 του Μάη 1907). Σελ. 44. Ο Τρικογλύδης ήταν πλέον στην Κάρυστο όπου και επικοινωνούσε δι’ αλληλογραφίας. 
ΘΡΥΛΟΙ. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ. Του Αθανασίου Μίχα. Αφιερωμένο στον Βάσω Καλή. Πειραιεύς 17 Απριλίου 1907. Σελ. 45-46.
Στο ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΝ διαβάζουμε ότι ο Παύλος Νιρβάνας τους έστειλε την «Παγά Λαλέουσα».
Ο Βάσος Καλής στο τίτλο ΣΥΝΝΕΦΑ περιέκλεισε τρία ποιήματα, Το τραγούδι των λουλουδιών, Δάκρυα, Δύο στοιχειά. Σελ. 46.
Δάκρυα.
Ψιλή-ψιλή αρχίνησε βροχούλα να κρεμιέται
πάνω απ’ τα μαύρα σύννεφα, σαν πέπλον απλωμένα,
στο παραθύρι το σκεβρό, χλωμή μορφή αγναντιέται.
Ποιος ξέρει τι να σκέπτεται την ώρ’ αυτή θλιμμένα!
Τα μάτια της υγράθηκαν, απ’ τη βροχή ζηλέψαν
και δυο δάκρυα πικρά κάτω στο χώμα ρίχνει.
Τα είδε η βροχή και νόμισε, πως κάτι τι της κλέψαν,
κ’ έσμιξε της σταγόνες της με των δακρύων τα ίχνη.
Ο Γιάννης Χυνοπωρινός πάλι μετάφρασε απόσπασμα από το ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ (
XIV-XVI, για την αθανασία της ψυχής). Σελ. 47-48.
Ο «Τροβαδούρος» έστειλε το ποίημα ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ - Σ’ ένα συγνεφάκι.
Στην Αθήνα κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΗΓΗΣΩ. «Περιέχει μονάχα λυρικά τραγούδια νεαρών ποιητών, οι οποίοι είνε γνωστοί οπωσδήποτε στη φιλολογία μας τη σημερινή». Το ΗΓΗΣΩ, μηνιαία έκδοση, βγήκε από ομάδα δέκα νέων λογοτεχνών, Βάρναλης, Λαπαθιώτης, Φιλύρας, Χαντζάρας κ.ά. (Μάιος 1907 - Φεβρουάριος 1908). Σελ. 48.


Έτος Α΄. Ιούλιος - Αύγουστος - Σεπτέμβριος. Αριθ. 7. 8. 9. Μηνιαίον περιοδικόν.
Ο Γιάννης Περγαλίτης από τις Σπέτσες, το ποίημα ΤΡΕΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΕΡΜΗ ΨΥΧΗ.
Ο Ρώμος Φιλύρας έδωσε από τις
BALLADES ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ. Ξέρουμε την αδυναμία του για την φύση και τα άνθη:
Τα χείλη τους ανοίξανε τα κρίνα στο περβόλι
κ’ ήπιανε της αυγής το φως και τ’ άϋλο δροσοβόλι.
Τα πελαργόνια ελύγιζαν κ’ εγέλαγαν οι ιβίσκοι
κ’εμίσευαν απόμακρα με το σκοτάδι οι Ήσκιοι.
κ’η κόρη επαραστράτισε μες των μηλιών τη γράνα
κι’ αυτιάζονταν εκστατική την αυγινή καμπάνα.
Μέσα η καρδιά της στων παλμών εβόγγαε το τραγούδι,
που είχε κάτι απ’ τη βροντή και κάτι από το χνούδι,
κ’έτρεμε κι’ ιδροκόπαγεν η θειοφοκέρινη όψη
κι’άπλωσε το χεράκι της κάποιον ανθό να κόψη.
το μόσκο του ένοιωσε βαθειά, που λίγο εζούσε μόνο,
κ’ ύστερα τον απάρηασε σε μιας μηλιάς τον κλώνο…
Το δειλινό που τα πουλιά μέλπανε θείους παιάνες
το αγόρι επαραστράτιζε κι’ αυτό στις έρμες γράνες…
Ήρθε κοντά σε μια μηλιά που είχε κεντρώσει η Μάγια
κι’ έξαφνα βλέπει τον ανθό κομμένο απ’ τα πλάγια
και λιγωμένη απ’ τη χαρά κι’ από τη θλίψη ομάδι
η αγνή ψυχή του φτερουγάει σαν κύκνος μεσ’ στο βράδυ!
Ο Κώτσος Νίαρχος από την Κωνσταντινούπολη έστειλε το ποίημα ΘΡΗΝΟΣ. Σελ. 49.
Ο Λώρης Αποσπερίτης αφιερώνει στον Γιάννη Χυνοπωρινό τα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, Θρήνος του Μάη, Τραγουδάκι, Θλιμμένη χαρά, Ονείρου ξύπνημα, Εικόνα.
Όπως προείπα τα ονόματα είναι λογοτεχνικά ψευδώνυμα, του Λιμπερόπουλου και του Καψαμπέλη αντίστοιχα.
Ένα μεταφρασμένο ποίημα του
Jean Morèas, το STANCES και ένα μιμητικό από τον Βάσο Καλή. Σελ. 50. O Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος ή Jean Morèas, 1856-1910, δημοσίευσε την συλλογή του LES STANCES (Στροφές) νομίζω σε επτά βιβλία.  
ΔΙΧΩΣ ΡΥΘΜΟ, πέντε μικρά κείμενα του Αθανάσιου Μίχα (Σεπτέμβριος 1906). Σελ. 51.
Από ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, «ένα κομψό βιβλιαράκι» που έβγαλε ο Λέαντρος Κωστή Παλαμάς, διαβάζουμε λίγες στροφές. «Ο νεαρώτατος ποιητής δείχνει πολλές ελπίδες ενός ωραίου μέλλοντος». Το ποίημα ΑΥΓΗ του Βάσου Καλή και τα ΡΟΔΑ ΧΥΝΟΠΩΡΟΥ του Γιάννη Χυνοπωρινού. Σελ. 52.
Ο Αθανάσιος Μίχας παραθέτει το διήγημα ΜΙΑ ΨΥΧΗ στις σελίδες 53-58.
Οκτώ ποιήματα με διάφορους τίτλους κάτω από την ονομασία ΑΥΓΗ του Γιάννη Χυνοπωρινού είναι αφιερωμένα σε φίλους του, στον Μήτσο Πραπόπουλο και Παύλο Πέππα. Σελ. 58-60.
Μια κριτική για το έργο του Παύλου Νιρβάνα:
«Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΑΡΘΑΣ»
Ο κ. Νιρβάνας μας έκανε μια μεγάλην έκπληξη. Μέσα στη στείραν εποχή για τη φιλολογία μας σε λίγο χρονικό διάστημα εμφανίστηκε με τρία έργα διάφορα στην επιφάνεια, μα έχοντας μιαν εσωτερικήν ομοιότητα, την ποιοτική πνοή που διαπνέει όλα τα έργα του κ. Νιρβάνα. Από τα τρία έργα ώμορφα και τα τρία - ομολογώ, ότι με συγκίνησε περισσότερον «ο Αρχιτέκτων Μάρθας», ένα δράμα με μιαν απαλή, μα βαθειά χυνόμενη ποιητική πνοή, σαν έν απαλό - απαλό δοξάρισμα γλυκύτατου βιολιού, σαν έν’ απόμακρο τραγούδι που μισοσβυσμένο φτάνει σαν ένα των φύλλων ψιθύρισμα στο πέρασμα της πρωινής αύρας.
Ω ποιος μπορεί να ξεχάση στη δεύτερη πράξι τα γλυκύτατα πλην βαθειά λόγια της Μίνας, που τόσον πολύ ’γγίζουν κάθε αισθανούμενη καρδιά. Πόσον υπέροχη είνε η στιγμή, που, για να μη νοιώση η Μίνα τη συμφορά, ο Μάρθας αρχίζει ν’ απαγγέλη στίχους του Χάμλετ. Τι ωραία πάλι η σκηνή του μεθυσιού! Και περνάει όλο το έργον ζωντανόν απάνω στο πάρκο, γιατί ο συγγραφέας έχει φυσήξη στους ήρωές του της ζωής την πνοή. Για να πούμε όμως την αλήθεια πολύ συντέλεσαν στην απόδοση του έργου η δνίς Κοτοπούλη, ο κ. Βονασέρας και ο κ. Μυράτ δείχνοντας πως βαθειά αιστάνθηκαν έργο πολύ πολύ στο βάθος δυσκολονόητο, έργο, που θα παιζόταν όλο το καλοκαίρι, αν το κοινό δεν θρεφότανε με τις Κασσιανές και τους Όθωνες. Ε.Ν.
[Κασσιανή, Όθων, λαϊκά μυθιστορήματα που μεταφέρθηκαν στην σκηνή]
Δίνεται προσεχώς στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς η τιμητική εσπερίδα της καλλιτέχνιδος Χριστίνας Κουκούλα με το έργο του μεγάλου κοινωνιολόγου Μαξ Νορδάου «Δικαίωμα ο έρως;». Είναι γνωστή στο ελληνικό θέατρο, καλλιτέχνης με αληθινή αγάπη προς την σκηνή, μελετηρή κατορθώνει πάντοτε να αποδίδει με την μεγαλύτερη λεπτότητα και τους δυσκολότερους ρόλους. Για πολλά βράδια  κρατούσε τους θεατές σε θαυμασμό στο εθνικό δράμα του Βώκου Η ΚΑΤΟΧΗ όπου υποκρινόταν την Αμαλία. Την φετινή θερινή θεατρική περίοδο την θαυμάσαμε στο ιταλικό έργο Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ όπου μας έδειξε όλη την λεπτότητα του ταλέντου της… υπογράφει ο Α. Μ. Π.
[Η Χριστίνα, 1885;-1968, κόρη του Παντελή Ρούσσου παντρεύτηκε πρώτα τον Νικόλαο Κουκούλα και μετά τον Πάνο Καλογερίκο. Το πόνημα
Max Simon Nordau, 1849-1923, εκδόθηκε σε βιβλίο: Das Recht, zu lieben. Berlin, 1894 και είχε μεταφραστεί στα ελληνικά]
Από το θέατρο του Συντάγματος παίζεται το δράμα του Σπύρου Μελά Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΙΣΚΙΟΥ. Μικρή κριτική του έργου από τον Θανάση Λιμπερόπουλο. Σελ. 60.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: Ρόδου θάνατος, Όνειρο φεύγεις; του Λώρη Αποσπερίτη.
ΑΥΓΗ: Προσευχή. Μια νύχτα. Της αυγής το φως. Παραμυθάκι, ποιήματα του Γιάννη Χυνοπωρινού. Σελ. 62.
Μαγνήτης, Χίμαιρα, [
Les] Stances (Jean Morèas), Νύχτα με χιόνι (Guy de Maupassant) του Λάμπρου Εφτάστρη. Ομοίως το ποίημα ΧΥΝΟΠΩΡΙΝΟ. Σελ. 63.
STANCES
Σαν θάρθη το χυνοπωρο και φύλλα μαραμμένα
Τη λίμνη θα σκεπάσουνε του μύλου του παληού,
Στις θύρες σαν θα μπαίνουνε τ’ αγέρια μανιασμένα
Κι’ εκεί, που η πέτρα γύριζε στην άκρια του γκρεμού,
Στο μέρος τούτο να σταθώ μονάχος θα πάω,
Εκεί π’ απλώνεται ο κισός στον τοίχο τον παληό
Και μέσ’ στα αχνά και σκυθρωπά νερά θε να κυττάω
Την όψη μου να σβύεται και τον ύπνο το στερνό.

ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ, Σ’ ένα μνήμα, του Άγγελου Σούλη. Σελ. 63.
Πάντοτε μόνη έμενες, φίλη,
ζητώντας στη Φύσι τον άγνωστο τόνο
να ψάλλης μπροστά, όταν σβή το καντήλι,
στην άγιαν εικόνα, που τρίζει με πόνο.

Ζητούσες να πιάσης τον ήχο που πέρα
τον θάβει ο λόγγος, ψαλμό απ’ την ψυχή σου,
εν ώ τρεμοσβύνει το φως στον αγέρα,
που μοιάζει την έρμη και μαύρη ζωή σου.
 
Μα τώρα, που ο ίσκιος του μαύρου θανάτου
σε σκέπασεν, άκου πως γύρω στο μνήμα
ψέλνοντ’ εικόνες ονείρου φευγάτου
με άγνωστον ήχο κι’ ουράνια ρίμα.

Στην σελίδα 64, ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΛΟΥ/ ΦΟΥΡΤΟΥΝΕΣ του Θανάση Βιολέτη.
Ω σκοτεινές θάλασσες φουρτουνιασμένες, που τα κύματά σας μουγκρίζουν και λούζουν με κατάλευκους αφρούς τους απόκρημνους κ’ υπερύψηλους βράχους στα ερημικά κι’ απρόσιτα περιγιάλια, ω απέραντοι ωκεανοί, που αναδεύετε στα άμετρα βάθη σας όλη τη σκοτεινή μανία των εγκάτων σας, μέσ’ στη ψυχή μου μανιάζουν όλα τα φριχτά ανθρώπινα πάθη και κάνουν μιαν απαίσια τρικυμία όμοια που δεν είδαν ποτέ οι απέραντοι πόντοι.
Κι’ άπειρη αγάπη κι’ ακράτητο μίσος και χαρά τρελλή και λύπη θανάτου και πόθοι νεκρής γαλήνης της σάρκας κι’ οργίων διαβολικές επιθυμίες και ηδονής ποθοφουρτουνίασματα, όλα μανιάζουν εντός μου και συνταράζουν φριχτά όλο το είναι μου.   
Και είμαι αγγελικός τρελλός ευχαριστημένος να θυσιάσω την ζωή μου για την αγάπη του κόσμου και είμαι θηρίο που διψάει κόκκινο αίμα για να σβύση τους ακράτητους αιμοβόρους πόθους και είμαι πρόστυχος υπηρέτης της Λαγνείας έτοιμος να χυθώ ανάμεσα στα κατάλευκα κύματα της επιθυμητής σάρκας.
Και είμαι φτωχό ερείπιο, όργανο των παθών μου, που έχω ανάγκη από τον οίκτο του κόσμου...

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ, ποίημα του Λώρη Αποσπερίτη.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ, της Τζένιας Δεπάστα.
Κ’ είνε ονείρων στοχασμοί
κ’ είνε καρδιές ερωτευμένες
κι’ είνε – ωιμένα – στεναγμοί
κι’ αγάπες πεθαμμένες.

Γύρω σκορπίζονται καϋμοί
και γύρω χάρου ανατριχίλα,
σκόρπια τα ρόδα τα λευκά,
σκόρπια τα δόλια φύλλα.

Κι’ αν η καρδιά μου χτύπησε
κάποια εποχήν ευτυχισμένη,
κι’ αν η καρδιά μου αγάπησε,
τώρα βουβή θα μένη.

Τα πάντα πειά στον κόσμο αυτό
σβύστηκαν, τα όνειρα για μένα
ξεφύλλισαν και σκόρπισαν
σαν φύλλα μαραμένα.

Ο Θανάσης Λιμπερόπουλος κριτικάρει το βιβλίο ΜΑΘΗΤΗΣ - ΜΑΘΗΤΡΙΑ του Ε. Μπόσακα. «Αν και το βιβλίο δεν το είδα ακόμη, μπορώ να βεβαιώσω πως θα είνε ευσυνείδητο. Κι’ αν δεν μας δώση κανένα νέον εκπαιδευτικό σύστημα – και πιστεύω ακράδαντα πως δεν θα το κάνη, γιατί δεν είνε από τους ανθρώπους που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα – θα μας δώση τέλος πάντων ένα βιβλίο έξω από τον κύκλο της Γραμματικής, που και τίποτα αν δεν λέη θα είνε τουλάχιστον αβλαβές». Σελ. 64.


Έτος Α΄. Οκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1907. Αριθ. 10-11-12. Μηνιαίον περιοδικόν.
 Με τα φύλλα αυτά κλείνει ο πρώτος τόμος του περιοδικού. Μικρό το έργο αλλά δύσκολο. Αναγγέλλεται η έκδοση του επόμενου τεύχους τον Ιανουάριο του 1908 με διευθυντή πλέον τον Βάσο Καλή. «Η «Ιδέα» θα βγαίνη μια φορά το μήνα σε δεκαεξασέλιδα τεύχη». Σελ. 65.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: Γαλήνη, Καϋμός, Ανάμνηση, του Λώρη Αποσπερίτη.  
ΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΛΟΥ, Ο ύμνος της σιωπής, του Θανάση Βιολέτη.
Ελάτε μαζί μου…
Θα πάμε εκεί που δεν είναι φως.
Μέσα εις την αιωνίαν σιγήν των υγρών σπηλαίων, όπου ζουν οι σταλακτίται.
Θα πάμε εκεί, όπου δεν βεβηλώνει την ιεράν Σιωπήν κανείς ήχος. Εκεί τα πάντα είνε παρθένα, τα πάντα είνε όνειρα…
 
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ, του Άγγελου Σούλη. Σελ. 66.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ,
Sonnetta, υπογράφει ο Τρoβαδούρος.
ΣΥΝΝΕΦΑ, ΠΟΝΟΣ του Βάσου Καλή.
ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ (μίμηση), ΣΚΛΑΒΟΣ, ΠΕΡΝΟΥΝΕ… (μίμηση) του Λάμπρου Εφταστέρη. Σελ. 67.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ. Ποίημα του Μίμη Κ. Μπεκύρου.
ΠΑΡΘΕΝΙΚΟ ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ, ποίημα του Ι. Κ. Σ.
ΠΟΝΟΙ, ΣΕ ΓΡΑΜΜΕΣ, ποίημα του Κώστα Δεπάστα. Σελ. 68.
Απ’ τη στιγμή που εφίλησε νεκρό τον έρμο γυιό της
Έχασε η μάνα η άμοιρη και το συλλοϊκό της.
Τώρα το γέλιο σύντροφο παντοτεινό της έχει,
Όλο τραγούδια και χορούς κι’ όλο στους δρόμους τρέχει.

Απ’ τη στιγμή που αγκάλιασεν η μάνα το παιδί της,
Που ήρθε απ’ τα ξένα, αδάκρυτη δεν έμεινε η μορφή της·
Κάθε φιλί και δάκρυο, κάθε φιλί και κλάμα,
Τρελλή χαρά μέσ’ στην ψυχή, δάκρυα στα μάτια αντάμα.

Η μια γελάει αδιάκοπα στη θλίψη τη μεγάλη,
Εις την τρανή ευτυχία της όλο δακρύζει η άλλη.
Η Μοίρα έτσι τα έβαλε, το ένα στην άλλη άκρη,
Γέλοιο να φέρνει η συφορά κι’ η ευτυχία δάκρυ.
ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ (δράμα εις μιαν πράξιν). Του Αθανάσιου Μίχα, Πειραιεύς Σεπτέμβριος 1907. Σελ. 69-75.
ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ. ΔΙΧΩΣ ΧΡΩΜΑΤΑ. Της φύσεως ο ναός, Ώρες, ποιήματα του Κώστα Δεπάστα. Ομοίως του ίδιου: Πόνοι σε γραμμές (Πόθοι). Σελ. 75-76.
Διάφορα ποιήματα με γενικό τίτλο ΑΥΓΗ του Γιάννη Χυνοπωρινού. Σελ.77-79.
ΜΙΑ ΒΡΥΣΟΥΛΑ
Τώρα με το χυνόπωρο
στο δάσος ξεραΐλα,
στίβες στο χώμα κοίτουνται
τα πεθαμμένα φύλλα.
Τα δένδρα αγριωθήκανε
απ’ το μεγάλο πόνο,
μοιρολογάει ο ποταμός
σε τρισθλιμμένο τόνο.
Μα μέσ’ σ’ αυτό το μάραμα
που τον καθένα θλίβει
κάποια βρυσούλα, μια χαρά
που ζώνει την, δεν κρύβει.
Κι’ από ’να δένδρο κάτωθι
κατασκελετωμένο
τραγούδι στέλνει ολόγυρα,
τραγούδι ερωτεμένο.

Sonneti.  ΣΑΝ ΕΙΔΥΛΛΙΑ. L. PETRICH. Σελ. 79.
Η τελευταία σελίδα, η 80, με τα τεύχη του πρώτου τόμου του περιοδικού ΙΔΕΑ, διακωμωδεί την έκδοση του βιβλίου ΜΑΘΗΤΗΣ - ΜΑΘΗΤΡΙΑ του Ευάγγελου Γ. Μπόσακα από το Αίγιο. Είναι γνωστό και το έργο του Ο ΛΟΙΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΝ, που  κυκλοφόρησε στα 1915 από το τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου.   

ΣΧΟΛΙΑ
Νομίζω ότι πρώτη φορά γίνεται εδώ μια αναλυτική παρουσίαση του πειραιώτικου περιοδικού ΙΔΕΑ.
Στο ΕΛΙΑ, μετά τα ΗΛΥΣΙΑ του Νιρβάνα (1927, έχω το δεύτερο τεύχος, 29 Μαΐου 1927) ακολουθεί ένα άλλο συνώνυμο έντυπο, το ΙΔΕΑ, μηνιαίο περιοδικό όργανο της ελεύθερης σκέψης και τέχνης. Χρόνος Α΄. Τόμος 1. Γενάρης 1933. Αριθμός 1 το οποίο έβγαλε ο Σπύρος Μελάς στα 1933-1934.
Στα νεανικά περιοδικά που συμπεριλαμβάνονται σε εκδόσεις του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών δεν κατόρθωσα να το εντοπίσω.
Ούτε στην τετράτομη Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, Αθήνα 2008, αναφέρεται.  

 
 


         

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος28/6/19, 7:56 μ.μ.

    Ωραία και χορταστική παρουσίαση για ένα πειραιώτικο περιοδικό μάλλον όχι και γνωστό.

    Να συμπληρώσω τα εξής:
    Το περιοδικό παρουσιάζεται στις σελ. 151-152 στο Χ. Λ. Καράογλου, «Περιοδικά Λόγου και Τέχνης (1901-1940)», Α', Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996.
    Επίσης στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας-Πρόσωπα - Έργα - Ρεύματα – Όροι», ΠΑΤΑΚΗΣ 2007.
    Τέλος το ίδιο το περιοδικό απόκειται στη βιβλιοθήκη του Ε.Λ.Ι.Α (όχι στα Ψηφιοποιημένα Περιοδικά που κοιτάξατε) και στη Βιβλιοθήκη του Α.Π.Θ.
    Κ. Βλησίδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή