Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Με την πειραϊκή βιβλιογραφία ασχολούμαι τόσα πολλά χρόνια που αισθάνομαι πλέον βαθύς γνώστης του αντικειμένου, ικανός να παρέχω κάθε δυνατή πληροφορία και έτοιμος κάποια στιγμή να εκδώσω τους τίτλους των βιβλίων της προσωπικής συλλογής μου.
Φυσικά στερούμαι την απόκτηση πολλών ακόμα βιβλίων αφού είναι αδύνατον να βρεθούν σε βιβλιοπωλεία και δημοπρασίες, ίσως κι εγώ κάνω αυστηρή επιλογή στις αγορές μου αφού δεν σκοπεύω να γεμίσω το σπίτι μου - ράφια και κούτες - με θέματα που δεν ενδιαφέρουν τον λογοτεχνικό και ιστορικό προσανατολισμό μου.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς είναι πλούσια σε παλαιότερες εκδόσεις, αρκετοί φίλοι και γνωστοί έχουν στην κατοχή τους δυσεύρετα και απρόσιτα έντυπα.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ίδρυσης τυπογραφείου στον Πειραιά βρίσκουμε να εκδίδονται ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα. Η παραγωγή τους διήρκησε σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Στο παρόν θα αρκεστώ στην παρουσίαση ενός θεατρικού και τεσσάρων μυθιστορημάτων που βρίσκονται στο αρχείο μου.
Με την πειραϊκή βιβλιογραφία ασχολούμαι τόσα πολλά χρόνια που αισθάνομαι πλέον βαθύς γνώστης του αντικειμένου, ικανός να παρέχω κάθε δυνατή πληροφορία και έτοιμος κάποια στιγμή να εκδώσω τους τίτλους των βιβλίων της προσωπικής συλλογής μου.
Φυσικά στερούμαι την απόκτηση πολλών ακόμα βιβλίων αφού είναι αδύνατον να βρεθούν σε βιβλιοπωλεία και δημοπρασίες, ίσως κι εγώ κάνω αυστηρή επιλογή στις αγορές μου αφού δεν σκοπεύω να γεμίσω το σπίτι μου - ράφια και κούτες - με θέματα που δεν ενδιαφέρουν τον λογοτεχνικό και ιστορικό προσανατολισμό μου.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς είναι πλούσια σε παλαιότερες εκδόσεις, αρκετοί φίλοι και γνωστοί έχουν στην κατοχή τους δυσεύρετα και απρόσιτα έντυπα.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ίδρυσης τυπογραφείου στον Πειραιά βρίσκουμε να εκδίδονται ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα. Η παραγωγή τους διήρκησε σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Στο παρόν θα αρκεστώ στην παρουσίαση ενός θεατρικού και τεσσάρων μυθιστορημάτων που βρίσκονται στο αρχείο μου.
Στα χρόνια της σκλαβιάς.
Δράμα εις δύο πράξεις. Έργο του Ιωάννη Βουλόδημου.
Τα στοιχεία στο εξώφυλλο του: Ι. Κ.
Βουλοδήμου. Στα χρόνια της σκλαβιάς. Δράμα. Εις δύο μέρη. Πειραιεύς. Εκδοτικός
οίκος Σώμου & Καλλίνη. 1927.
Τιμή δραχ. 12. Διαστάσεις 16,8Χ11,7 - σελίδες 60.
Ο Ιωάννης Κωνσταντίνου Βουλόδημος (1870-1928) ήταν καθηγητής μαθηματικών και διηύθυνε τις τεχνικές σχολές του Πειραϊκού Συνδέσμου. Τον συναντάμε να γράφει σε φιλολογικά περιοδικά και ημερολόγια αλλά και στις τοπικές εφημερίδες.
Έργα του παίχτηκαν στο Δημοτικό Θέατρο.
Στα 1926 ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Διανοουμένων Πειραιώς.
Τιμή δραχ. 12. Διαστάσεις 16,8Χ11,7 - σελίδες 60.
Ο Ιωάννης Κωνσταντίνου Βουλόδημος (1870-1928) ήταν καθηγητής μαθηματικών και διηύθυνε τις τεχνικές σχολές του Πειραϊκού Συνδέσμου. Τον συναντάμε να γράφει σε φιλολογικά περιοδικά και ημερολόγια αλλά και στις τοπικές εφημερίδες.
Έργα του παίχτηκαν στο Δημοτικό Θέατρο.
Στα 1926 ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Διανοουμένων Πειραιώς.
Στα 1927 ήταν καθηγητής των μαθηματικών στο Β΄ Γυμνάσιο
Πειραιώς.
Το έργο του «Στα χρόνια της σκλαβιάς» είναι ένα δράμα σε δυο μέρη (τρεις σκηνές το πρώτο, επτά το δεύτερο) αφιερωμένο στον Νικόλαο Ιωάννου Χατζιδάκη, «διαπρεπή καθηγητήν των μαθηματικών του Πανεπιστημίου εις ενθύμησιν συμφοιτητικής ζωής».
Τα πρόσωπα που παίζουν είναι:
Ο Κωνσταντής, ένας γέροντας, παλιός πολεμιστής που υποφέρει από δύσπνοια, από λαβωματιά στο στήθος.
Ο Ηλίας, γιος του Κωνσταντή, μεσόκοπος, διευθυντής Χωροφυλακής.
Ο Λευτέρης, γιος του Ηλία, μαθητής Γυμνασίου.
Η Φωτεινή, κόρη του Ηλία, μεγαλύτερη από τον Λευτέρη.
Ο Τάσος, νεαρός αξιωματικός του ελληνικού στρατού ή του στόλου.
Τρεις αξιωματικοί της Χωροφυλακής, εθελοντές στρατιώτες και πολίτες.
«Τόπος του δράματος κάθε σκλαβωμένη χώρα».
«Η παράστασις να γίνη με κάποια βραδύτητα».
«Το δράμα συμβολίζει την ατελείωτον διάψευσιν των ελπίδων της ελευθερίας».
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο ελληνικός στρατός, μαζί με τους συμμάχους Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς που ήλθαν με πλοία σε μια παράλια νησιώτικη πόλη, έδωσαν την εντύπωση επικείμενης απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Ο Κωνσταντής (που ο πρώτος του γιός, ο Δημητρός, σκοτώθηκε σε μια μάχη που ήταν μαζί), τιμήθηκε με δάφνινο στεφάνι. Την ελληνική σημαία ύψωσε στον Πύργο του κάστρου ο Ηλίας.
Όμως, παρά την προσμονή, «απλώς δεν έφυγαν οι ξένοι στόλοι ακόμα. Μονάχα μπήκαν στα καράβια οι ναύτες και φόρτωσαν το υλικό. Για να μη γίνη τη νύχτα καμμία ταραχή από τους Τούρκους πούναι ωργισμένοι μας έδωκαν διαταγή να φρουρήση ο Ελληνικός Στρατός και όχι η εντόπια χωροφυλακή που την διευθύνει ο πατέρας». Ξέφρενο πανηγύρι του κόσμου, δοξολογίες.
«Τα ξένα καράβια δεν έφυγαν ακόμα».
«Αλλοίμονο σ’ εμάς! Καλύτερα θα ήταν παντοτεινή να μας σκεπάζει λύπη παρά για μια στιγμή να μας γελάση μια ψεύτικη σαν αστραπή χαρά».
«Ακούγονται πολύ μακράν κανονιές εις αραιά διαστήματα».
«Γιατί είσαι ωχρός, πατέρα;».
Το έργο του «Στα χρόνια της σκλαβιάς» είναι ένα δράμα σε δυο μέρη (τρεις σκηνές το πρώτο, επτά το δεύτερο) αφιερωμένο στον Νικόλαο Ιωάννου Χατζιδάκη, «διαπρεπή καθηγητήν των μαθηματικών του Πανεπιστημίου εις ενθύμησιν συμφοιτητικής ζωής».
Τα πρόσωπα που παίζουν είναι:
Ο Κωνσταντής, ένας γέροντας, παλιός πολεμιστής που υποφέρει από δύσπνοια, από λαβωματιά στο στήθος.
Ο Ηλίας, γιος του Κωνσταντή, μεσόκοπος, διευθυντής Χωροφυλακής.
Ο Λευτέρης, γιος του Ηλία, μαθητής Γυμνασίου.
Η Φωτεινή, κόρη του Ηλία, μεγαλύτερη από τον Λευτέρη.
Ο Τάσος, νεαρός αξιωματικός του ελληνικού στρατού ή του στόλου.
Τρεις αξιωματικοί της Χωροφυλακής, εθελοντές στρατιώτες και πολίτες.
«Τόπος του δράματος κάθε σκλαβωμένη χώρα».
«Η παράστασις να γίνη με κάποια βραδύτητα».
«Το δράμα συμβολίζει την ατελείωτον διάψευσιν των ελπίδων της ελευθερίας».
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο ελληνικός στρατός, μαζί με τους συμμάχους Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς που ήλθαν με πλοία σε μια παράλια νησιώτικη πόλη, έδωσαν την εντύπωση επικείμενης απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Ο Κωνσταντής (που ο πρώτος του γιός, ο Δημητρός, σκοτώθηκε σε μια μάχη που ήταν μαζί), τιμήθηκε με δάφνινο στεφάνι. Την ελληνική σημαία ύψωσε στον Πύργο του κάστρου ο Ηλίας.
Όμως, παρά την προσμονή, «απλώς δεν έφυγαν οι ξένοι στόλοι ακόμα. Μονάχα μπήκαν στα καράβια οι ναύτες και φόρτωσαν το υλικό. Για να μη γίνη τη νύχτα καμμία ταραχή από τους Τούρκους πούναι ωργισμένοι μας έδωκαν διαταγή να φρουρήση ο Ελληνικός Στρατός και όχι η εντόπια χωροφυλακή που την διευθύνει ο πατέρας». Ξέφρενο πανηγύρι του κόσμου, δοξολογίες.
«Τα ξένα καράβια δεν έφυγαν ακόμα».
«Αλλοίμονο σ’ εμάς! Καλύτερα θα ήταν παντοτεινή να μας σκεπάζει λύπη παρά για μια στιγμή να μας γελάση μια ψεύτικη σαν αστραπή χαρά».
«Ακούγονται πολύ μακράν κανονιές εις αραιά διαστήματα».
«Γιατί είσαι ωχρός, πατέρα;».
«Κοιτάξετε γύρω τα
σημάδια της γιορτής. Είναι όλα καταφρόνια τώρα! Είναι όλα πένθιμα σημάδια.
Γιατί ήταν ψεύτικη η χαρά μας, που έφυγε σαν αστραπή. Γιατί ήταν εμπαιγμός
αυτός, ακάνθινο στεφάνι που φόρεσαν στη δύστυχή μας Χώρα!».
Ο στόλος αποσύρεται. Η σκλαβιά συνεχίζεται. Η σημαία έπρεπε να μην υψωθεί ξανά. Παρά τις αντιδράσεις και τα λόγια για να υπάρξει αντίδραση, την κατέβασε κι έφερε στο σπίτι ο Τάσος.
Ο Κωνσταντής πεθαίνει και σκεπάζεται με αυτήν την σημαία.
Ο Τάσος αποχαιρετά. Η Φωτεινή που ήταν ερωτευμένη μαζί του θρηνεί.
Την παρηγορεί ο αδελφός της:
«Έλα. Μη κλαίς. Θα ξημερώση κάποτε μια Αυγή, που δεν θα ζη κανένας Τύραννος στη Γη. Και στον Καινούργιο μας Απέραντο Καθρέφτη κανένα πρόσωπο θλιμένο δεν θα διαβή ποτέ!».
Ο στόλος αποσύρεται. Η σκλαβιά συνεχίζεται. Η σημαία έπρεπε να μην υψωθεί ξανά. Παρά τις αντιδράσεις και τα λόγια για να υπάρξει αντίδραση, την κατέβασε κι έφερε στο σπίτι ο Τάσος.
Ο Κωνσταντής πεθαίνει και σκεπάζεται με αυτήν την σημαία.
Ο Τάσος αποχαιρετά. Η Φωτεινή που ήταν ερωτευμένη μαζί του θρηνεί.
Την παρηγορεί ο αδελφός της:
«Έλα. Μη κλαίς. Θα ξημερώση κάποτε μια Αυγή, που δεν θα ζη κανένας Τύραννος στη Γη. Και στον Καινούργιο μας Απέραντο Καθρέφτη κανένα πρόσωπο θλιμένο δεν θα διαβή ποτέ!».
Χαμένο παιδί. Ρωμάντζο.
Έργο του Μίμη Γκέκα.
Το δεύτερο βιβλίο: Μίμη Ι. Γκέκα. Χαμένο
παιδί. Ρωμάντζο. Σκίτσα του ζωγράφου Τάκη Δέδε. Τύποις Ιωάν. Χαντζάρα -
Πειραιεύς. Διαστάσεις 17,2Χ12,3 - σ. 68. Πηγή για την χρονολόγηση είναι το
περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη 1/8
(Ιούλιος 1927), σελίδα 37.
«Σε σένα»
που δίχως να το καταλάβης γκρεμοτσάκισες τη ζωή μου και σπάραξες τη φτωχή μου καρδιά μπήγοντας βαθειά το ακονισμένο σου μαχαίρι.
«Σε σένα»
στέλνω ένα άδολο μα αληθινό φιλί, που μόνο όσοι πόνεσαν πραγματικά μπορούνε να το δώσουν».
«Σε σένα»
που δίχως να το καταλάβης γκρεμοτσάκισες τη ζωή μου και σπάραξες τη φτωχή μου καρδιά μπήγοντας βαθειά το ακονισμένο σου μαχαίρι.
«Σε σένα»
στέλνω ένα άδολο μα αληθινό φιλί, που μόνο όσοι πόνεσαν πραγματικά μπορούνε να το δώσουν».
ΥΠΟΘΕΣΗ: [Η σχέση ενός νέου με μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα
ήταν κατακριτέα κι απαράδεκτη σε αλλοτινές - ακόμα και πρόσφατες - εποχές και αντιμετωπιζόταν αρνητικά από
πολλές κοινωνίες]
Ο Γιώργος είναι ένας δεκαοκτάχρονος που ήλθε από την επαρχία για να σπουδάσει στην Αθήνα. Ερωτεύτηκε παράφορα την Μαίρη, μια γυναίκα με παρελθόν (είχε παντρευτεί ήδη δυο φορές) δέκα χρόνια μεγαλύτερή του.
«Κι’ από το πρώτο αντίκρυσμά της, έννοιωσε να ξυπνούν μέσα του αισθήματα και πόθοι, που δεν τα είχε νοιώσει ποτέ ως τώρα». Παρά την αρχική της αντίδραση εκείνη ενέδωσε και χάρηκαν τον έρωτά τους. Μάταια η μητέρα του και ο παππούς του έβαλαν ένα φίλο του να τον μεταπείσει. Ο Γιώργος βασανιζόταν με σκέψεις γεμάτος πείσμα και υπέρμετρη ζήλεια. «Ποιός θα μπορούσε να καθησυχάση την τρικυμισμένη ψυχή του άμοιρου παιδιού και την αμφιβολία που όλο και μεγάλωνε;».
«Η Μαίρη δεν ήταν βέβαια γρηά, μα ο παραλληλισμός της με το Γιώργο, το μεγάλο εκείνο παιδί των δεκαεννέα χρονών, την έκανε να φαίνεται ακόμα πειό μεγαλείτερη κοντά του, απ’ ότι ήτανε». Του έστειλε ένα γράμμα λέγοντάς του ότι «θα πάω σε μια εξοχή, σ’ ένα βουνό για ν’ αναλάβω απ’ την τρομερή εξάντληση». Συντροφιά και φίλος της στάθηκε ο γιατρός, ένας σαρανταπεντάρης που την αγαπούσε κρυφά και την γνώριζε από τότε που ήταν μικρό κορίτσι.
Ξανασυναντήθηκαν. «-Όχι … μη το λες αυτό. Σ’ αγαπώ με την ηλικία σου Μαίρη. Γιατί η αγκαλιά η δική σου δεν είναι μονάχα ερωτική αγκαλιά, είναι αγκαλιά μάννας στοργικής και πονετικής αδελφής… Μη μου πέρνεις τη ζωή μου». «-Ησύχασε… Δεν θα σου φύγω… -Όχι, θα μείνω άμυαλο παιδί, θα μείνω».
Η Μαίρη όμως τον εγκατέλειψε. Ο Γιώργος επέστρεψε στο χωριό του. Τον αρραβώνιασαν με την Νίνα, «μια καλή και ώμορφη γυναικούλα που του ετοίμαζε η μητέρα του». Έγιναν και οι γάμοι «σ’ ένα μικρό ερημοκλήσι».
Καιρό μετά, επέστρεψαν οι αναμνήσεις κι ο Γιώργος βαρυθύμησε. Η Νίνα βρήκε κλειδωμένα σε συρτάρι ένα πρόχειρο ημερολόγιο στο οποίο εξέφραζε την άσβηστη αγάπη του και την φωτογραφίας της Μαίρης. Έφυγαν κι οι δύο από το σπίτι.
Η Μαίρη ζούσε γεμάτη τύψεις (νομίζοντας ότι ήταν εκείνη αιτία για το παραστράτημα του Γιώργου) αυτοεξόριστη πάνω σε ένα βουνό, σε ένα εξοχικό σπίτι. Μόνος επισκέπτης, ο γιατρός. Είχε καταβληθεί, με λευκά μαλλιά και γερασμένη όψη. Σε μια κρίση της, της είπε ότι ο Γιώργος είχε παντρευτεί.
Η Νίνα βρέθηκε σε μοναστήρι και επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο Γιώργος, αναζητούσε την Μαίρη στην πόλη. «…με τρεμάμενο βήμα τραβούσε για μια απόκεντρη συνοικία της πρωτεύουσας, εκεί που είχαν στήσει το βασίλειό τους όλοι εκείνοι που με μια λέξη τους ονομάζει κανείς: «οι απόκληροι της κοινωνίας». Μπήκε σε έναν «ντεκέ» «και τράβηξε σε μια γωνιά για να καθήση και να ρουφήξη το «λουλά» του». Προσπαθούσε «να πιή και να ξεχάσει μέσα στο αλκοόλ και το χασίς».
«Η φωληά αυτή ήταν στημένη σε μια απόκεντρη και κακοφημισμένη συνοικία της πρωτεύουσας. Κανείς δεν τολμούσε πέρα απ’ τις οχτώ να περάση από κει. Φόβος και τρόμος. Τα μικρά και στενά δρομάκια ήταν βουτηγμένα στο σκοτάδι. Πού και πού να περάσουν δυο τρεις βλάμηδες σιγοτραγουδώντας τ’ αμανεδάκια τους και τραβώντας για τον «ντεκέ». Καυγάδες, μαχαιρώματα, ληστείες ήσαν στην ημερησία διάταξι. Γι’ αυτό και η Αστυνομία επιτηρούσε πιο πολύ αυτή τη συνοικία, που δεν περνούσε μέρα έτσι χωρίς να γίνη κάποιο μικροκαυγαδάκι, να πέση καμμιά μπηχτή και ν’ αρπάξουν καμμιά «παντόφλα» - πορτοφόλι».
Ένα βράδυ που ο Γιώργος ήταν εκεί «κι’ άλλοι έπιναν, άλλοι ροφούσαν τον αιώνιο λουλά κι άλλοι είχαν φτάσει στο «τσακίρ κέφι» καθώς λένε» έσπασε την πόρτα η Αστυνομία «για να συλλάβη τους μύστας του απαγορευμένου ποτού».
Μέσα στην σύγχυση, ο Γιώργος οδηγήθηκε στην φυλακή όπου ανάμεσα στους διαμαχομένους μαχαιρώθηκε και μεταφέρθηκε στο «Πολιτικό Νοσοκομείο».
Προστατεύοντάς τον από την δημοσιότητα, τον θεράπευσε ο γνωστός μας γιατρός.
Καιρό μετά, ο νέος συνήλθε εντελώς και με την περιποίηση ξαναβρήκε την παλιά του εμφάνιση. Ζήτησε να ξαναδεί την Μαίρη. Παρά τις προτροπές του γιατρού, επέμενε να την συναντήσει. Ο γιατρός προετοίμασε την όλη διαδικασία. Ο Γιώργος, δυνατότερος όσο ποτέ και με μεγάλη όρεξη οδηγήθηκε στο «σπιτάκι της αυτοεξόριστης» όπου η γυναίκα των ονείρων του καθόταν στην βεράντα.
«Κοίταξε κι’ ο Γιώργος και είδε μια γρηούλα αδύνατη, καμπουριασμένη, κουλουριασμένη στη πολυθρόνα της με κάτασπρα μαλλιά και με μαύρα πλατειά, γεροντίστικα ρούχα που της έκρυβαν όλο το κορμί της».
«-Αυτή!! Αυτή εκεί είνε η Μαίρη! ;; ξεφώνησε ο Γιώργος». Ο γιατρός «τον ελυπότανε μα ευχαριστιόταν κι’ όλας γιατί καταλάβαινε ότι αυτό ήταν η σωτηρία του».
Η Μαίρη ευγενικά του είπε ότι γνώριζε από τον γιατρό ότι ήταν παντρεμένος, ευτυχισμένος με την γυναίκα του κι ότι ήλθε απλά να την δει και να την ευχαριστήσει. Εντελώς προσποιητά του είπε μεταξύ άλλων: «Σ’ ευχαριστώ αγαπητό μου παιδί που με θυμήθηκες. Πήγαινε τώρα στο καλό, γιατί είνε ώρα να ησυχάσω. Τα γεράματα βλέπεις μ’ έχουν καταβάλλει πολύ και πρέπει να πλαγιάσω προτού βραδιάσει. Δεν είν’ έτσι γιατρε;».
«Το θαύμα είχε συντελεσθή. Η Μαίρη χάθηκε, έσβυσε όλος διόλου από το νου του και που και που να παρουσιαζότανε καμμιά ξεθωριασμένη σκιά του παρελθόντος»…
Ο Γιώργος σταμάτησε το διάβασμα από τις φωνές που ακούγονταν στο σαλόνι. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί, ενώθηκε κι αυτός με την παρέα που κρατούσε κι έπαιζε τον μικρό του ολόξανθο γιο. «Ζούσαν ευτυχισμένοι!».
Ο Γιώργος είναι ένας δεκαοκτάχρονος που ήλθε από την επαρχία για να σπουδάσει στην Αθήνα. Ερωτεύτηκε παράφορα την Μαίρη, μια γυναίκα με παρελθόν (είχε παντρευτεί ήδη δυο φορές) δέκα χρόνια μεγαλύτερή του.
«Κι’ από το πρώτο αντίκρυσμά της, έννοιωσε να ξυπνούν μέσα του αισθήματα και πόθοι, που δεν τα είχε νοιώσει ποτέ ως τώρα». Παρά την αρχική της αντίδραση εκείνη ενέδωσε και χάρηκαν τον έρωτά τους. Μάταια η μητέρα του και ο παππούς του έβαλαν ένα φίλο του να τον μεταπείσει. Ο Γιώργος βασανιζόταν με σκέψεις γεμάτος πείσμα και υπέρμετρη ζήλεια. «Ποιός θα μπορούσε να καθησυχάση την τρικυμισμένη ψυχή του άμοιρου παιδιού και την αμφιβολία που όλο και μεγάλωνε;».
«Η Μαίρη δεν ήταν βέβαια γρηά, μα ο παραλληλισμός της με το Γιώργο, το μεγάλο εκείνο παιδί των δεκαεννέα χρονών, την έκανε να φαίνεται ακόμα πειό μεγαλείτερη κοντά του, απ’ ότι ήτανε». Του έστειλε ένα γράμμα λέγοντάς του ότι «θα πάω σε μια εξοχή, σ’ ένα βουνό για ν’ αναλάβω απ’ την τρομερή εξάντληση». Συντροφιά και φίλος της στάθηκε ο γιατρός, ένας σαρανταπεντάρης που την αγαπούσε κρυφά και την γνώριζε από τότε που ήταν μικρό κορίτσι.
Ξανασυναντήθηκαν. «-Όχι … μη το λες αυτό. Σ’ αγαπώ με την ηλικία σου Μαίρη. Γιατί η αγκαλιά η δική σου δεν είναι μονάχα ερωτική αγκαλιά, είναι αγκαλιά μάννας στοργικής και πονετικής αδελφής… Μη μου πέρνεις τη ζωή μου». «-Ησύχασε… Δεν θα σου φύγω… -Όχι, θα μείνω άμυαλο παιδί, θα μείνω».
Η Μαίρη όμως τον εγκατέλειψε. Ο Γιώργος επέστρεψε στο χωριό του. Τον αρραβώνιασαν με την Νίνα, «μια καλή και ώμορφη γυναικούλα που του ετοίμαζε η μητέρα του». Έγιναν και οι γάμοι «σ’ ένα μικρό ερημοκλήσι».
Καιρό μετά, επέστρεψαν οι αναμνήσεις κι ο Γιώργος βαρυθύμησε. Η Νίνα βρήκε κλειδωμένα σε συρτάρι ένα πρόχειρο ημερολόγιο στο οποίο εξέφραζε την άσβηστη αγάπη του και την φωτογραφίας της Μαίρης. Έφυγαν κι οι δύο από το σπίτι.
Η Μαίρη ζούσε γεμάτη τύψεις (νομίζοντας ότι ήταν εκείνη αιτία για το παραστράτημα του Γιώργου) αυτοεξόριστη πάνω σε ένα βουνό, σε ένα εξοχικό σπίτι. Μόνος επισκέπτης, ο γιατρός. Είχε καταβληθεί, με λευκά μαλλιά και γερασμένη όψη. Σε μια κρίση της, της είπε ότι ο Γιώργος είχε παντρευτεί.
Η Νίνα βρέθηκε σε μοναστήρι και επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο Γιώργος, αναζητούσε την Μαίρη στην πόλη. «…με τρεμάμενο βήμα τραβούσε για μια απόκεντρη συνοικία της πρωτεύουσας, εκεί που είχαν στήσει το βασίλειό τους όλοι εκείνοι που με μια λέξη τους ονομάζει κανείς: «οι απόκληροι της κοινωνίας». Μπήκε σε έναν «ντεκέ» «και τράβηξε σε μια γωνιά για να καθήση και να ρουφήξη το «λουλά» του». Προσπαθούσε «να πιή και να ξεχάσει μέσα στο αλκοόλ και το χασίς».
«Η φωληά αυτή ήταν στημένη σε μια απόκεντρη και κακοφημισμένη συνοικία της πρωτεύουσας. Κανείς δεν τολμούσε πέρα απ’ τις οχτώ να περάση από κει. Φόβος και τρόμος. Τα μικρά και στενά δρομάκια ήταν βουτηγμένα στο σκοτάδι. Πού και πού να περάσουν δυο τρεις βλάμηδες σιγοτραγουδώντας τ’ αμανεδάκια τους και τραβώντας για τον «ντεκέ». Καυγάδες, μαχαιρώματα, ληστείες ήσαν στην ημερησία διάταξι. Γι’ αυτό και η Αστυνομία επιτηρούσε πιο πολύ αυτή τη συνοικία, που δεν περνούσε μέρα έτσι χωρίς να γίνη κάποιο μικροκαυγαδάκι, να πέση καμμιά μπηχτή και ν’ αρπάξουν καμμιά «παντόφλα» - πορτοφόλι».
Ένα βράδυ που ο Γιώργος ήταν εκεί «κι’ άλλοι έπιναν, άλλοι ροφούσαν τον αιώνιο λουλά κι άλλοι είχαν φτάσει στο «τσακίρ κέφι» καθώς λένε» έσπασε την πόρτα η Αστυνομία «για να συλλάβη τους μύστας του απαγορευμένου ποτού».
Μέσα στην σύγχυση, ο Γιώργος οδηγήθηκε στην φυλακή όπου ανάμεσα στους διαμαχομένους μαχαιρώθηκε και μεταφέρθηκε στο «Πολιτικό Νοσοκομείο».
Προστατεύοντάς τον από την δημοσιότητα, τον θεράπευσε ο γνωστός μας γιατρός.
Καιρό μετά, ο νέος συνήλθε εντελώς και με την περιποίηση ξαναβρήκε την παλιά του εμφάνιση. Ζήτησε να ξαναδεί την Μαίρη. Παρά τις προτροπές του γιατρού, επέμενε να την συναντήσει. Ο γιατρός προετοίμασε την όλη διαδικασία. Ο Γιώργος, δυνατότερος όσο ποτέ και με μεγάλη όρεξη οδηγήθηκε στο «σπιτάκι της αυτοεξόριστης» όπου η γυναίκα των ονείρων του καθόταν στην βεράντα.
«Κοίταξε κι’ ο Γιώργος και είδε μια γρηούλα αδύνατη, καμπουριασμένη, κουλουριασμένη στη πολυθρόνα της με κάτασπρα μαλλιά και με μαύρα πλατειά, γεροντίστικα ρούχα που της έκρυβαν όλο το κορμί της».
«-Αυτή!! Αυτή εκεί είνε η Μαίρη! ;; ξεφώνησε ο Γιώργος». Ο γιατρός «τον ελυπότανε μα ευχαριστιόταν κι’ όλας γιατί καταλάβαινε ότι αυτό ήταν η σωτηρία του».
Η Μαίρη ευγενικά του είπε ότι γνώριζε από τον γιατρό ότι ήταν παντρεμένος, ευτυχισμένος με την γυναίκα του κι ότι ήλθε απλά να την δει και να την ευχαριστήσει. Εντελώς προσποιητά του είπε μεταξύ άλλων: «Σ’ ευχαριστώ αγαπητό μου παιδί που με θυμήθηκες. Πήγαινε τώρα στο καλό, γιατί είνε ώρα να ησυχάσω. Τα γεράματα βλέπεις μ’ έχουν καταβάλλει πολύ και πρέπει να πλαγιάσω προτού βραδιάσει. Δεν είν’ έτσι γιατρε;».
«Το θαύμα είχε συντελεσθή. Η Μαίρη χάθηκε, έσβυσε όλος διόλου από το νου του και που και που να παρουσιαζότανε καμμιά ξεθωριασμένη σκιά του παρελθόντος»…
Ο Γιώργος σταμάτησε το διάβασμα από τις φωνές που ακούγονταν στο σαλόνι. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί, ενώθηκε κι αυτός με την παρέα που κρατούσε κι έπαιζε τον μικρό του ολόξανθο γιο. «Ζούσαν ευτυχισμένοι!».
Οι άνθρωποι της κοκαΐνης.
Απ’ τα χειρόγραφα ενός Ρώσσου εμιγκρέ. Έργο του Νίκου Μαράκη.
Νίκος Μαράκης. Οι άνθρωποι της κοκαΐνης.
Απ’ τα χειρόγραφα ενός Ρώσσου εμιγκρέ. Έκδοση: “Νέοι καιροί„ Τυπογραφεία Μαράκη
& Δασκαλάκη. [Με ένα σχέδιο του συγγραφέα από τον Κλ. Κλώνη]. Το
εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε απ’ τον καλλιτέχνη κ. Παύλο Παυλίδη. Χωρίς χρονολογία
(1932). Διαστάσεις 19,4Χ14,1 - σελίδες 80.
Για τον Νίκο Ι. Μαράκη (1904 - 1972) είναι λίγα όσα γραφούν. Από τους σημαντικότερους πειραιώτες δημοσιογράφους, ίδρυσε στα 1929 την εφημερίδα ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ με τον Δημήτρη Πιτσάκη, έγραψε θεατρικά έργα, διηγήματα, αφιερώθηκε όμως στο αστυνομικό ρεπορτάζ και στην συγγραφή μυθιστορημάτων κι αστυνομικών νουβελών σε αμέτρητα περιοδικά (ΜΑΣΚΑ, Ρομάντζο). Με το ψευδώνυμο Π. Πετρίτης εξέδωσε από το εκδοτικό τμήμα της Λογοτεχνική Ομάδας τα διηγήματα «Στις ομίχλες». Πειραιάς. 1922. Τύποις: Σημαίας - Πειραιεύς. Δραχμές 2, διαστάσεις 16Χ11,4 - σ. 48. Περιέχει επτά διηγήματα και τέσσερα «σαν πρόζες».
Η διακίνηση και χρήση κοκαΐνης/ηρωίνης/κάνναβης, με διεθνή και τοπική προέκταση, απασχολεί ακόμα και στις μέρες μας τις αρμόδιες αρχές και την δημοσιότητα. «Οι άνθρωποι της κοκαΐνης» κυκλοφόρησαν όταν ο Μαράκης ήταν 28 ετών. Για να αποδοθεί αληθοφάνεια στο κείμενο, είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο: «Ότι αναφέρεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου είνε μια πραγματική ιστορία βγαλμένη απ’ τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στην κάμαρη του Στέργιου Μικάλεφ ένα πρωΐ του 1924.
Για τον Νίκο Ι. Μαράκη (1904 - 1972) είναι λίγα όσα γραφούν. Από τους σημαντικότερους πειραιώτες δημοσιογράφους, ίδρυσε στα 1929 την εφημερίδα ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ με τον Δημήτρη Πιτσάκη, έγραψε θεατρικά έργα, διηγήματα, αφιερώθηκε όμως στο αστυνομικό ρεπορτάζ και στην συγγραφή μυθιστορημάτων κι αστυνομικών νουβελών σε αμέτρητα περιοδικά (ΜΑΣΚΑ, Ρομάντζο). Με το ψευδώνυμο Π. Πετρίτης εξέδωσε από το εκδοτικό τμήμα της Λογοτεχνική Ομάδας τα διηγήματα «Στις ομίχλες». Πειραιάς. 1922. Τύποις: Σημαίας - Πειραιεύς. Δραχμές 2, διαστάσεις 16Χ11,4 - σ. 48. Περιέχει επτά διηγήματα και τέσσερα «σαν πρόζες».
Η διακίνηση και χρήση κοκαΐνης/ηρωίνης/κάνναβης, με διεθνή και τοπική προέκταση, απασχολεί ακόμα και στις μέρες μας τις αρμόδιες αρχές και την δημοσιότητα. «Οι άνθρωποι της κοκαΐνης» κυκλοφόρησαν όταν ο Μαράκης ήταν 28 ετών. Για να αποδοθεί αληθοφάνεια στο κείμενο, είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο: «Ότι αναφέρεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου είνε μια πραγματική ιστορία βγαλμένη απ’ τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στην κάμαρη του Στέργιου Μικάλεφ ένα πρωΐ του 1924.
Δημοσιογραφική
υποχρέωση μας είχε φέρει εμένα και τους άλλους συναδέλφους στο δωμάτιο του
ρώσσου αυτού ξεπεσμένου πρίγκηπα, λίγες ώρες ύστερα απ’ την αυτοκτονία του. Η
τύχη θέλησε να πέσουν τα χειρόγραφα αυτά στα χέρια μου και σήμερα διορθωμένα
και ταξινομημένα να δουν το φως της δημοσιότητας».
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Μικάλεφ μετά την ρωσική επανάσταση βρέθηκε στο Παρίσι χορευτής, στην Σικελία πλαστογράφος, στο Βερολίνο σοφέρ. Κατέληξε στην Αθήνα όπου γνώρισε την Ζελίκα Βρανά, πλούσια χήρα με μέγαρο στην «οδό Κηφισσιάς» κι έγινε οδηγός της.
Η Βρανά είχε μια ψυχρή θεώρηση για τον έρωτα και ο πρίγκιπας, που ήδη την αγαπούσε, διαιστάνθηκε ότι έπαιζε μαζί του και ότι την σκλάβωνε η χρήση κοκαΐνης. Ο Ξενοφών Φτυαράς έμενε στο μέγαρο. Τον πληροφόρησε ότι ήταν παράλληλα ερωμένος της κι ότι της άρεσε να εξευτελίζει, να βασανίζει και να παίζει με τους εκάστοτε συντρόφους της. Ξέσπαγε πάνω του χρησιμοποιώντας μαστίγιο. Σε κάποια κρίση βρέθηκε με σημάδια πνιγμού στον λαιμό της. Του είπε ότι είχε βάλει τον γιατρό να δηλητηριάσει με αρσενικό τον σύζυγό της.
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Μικάλεφ μετά την ρωσική επανάσταση βρέθηκε στο Παρίσι χορευτής, στην Σικελία πλαστογράφος, στο Βερολίνο σοφέρ. Κατέληξε στην Αθήνα όπου γνώρισε την Ζελίκα Βρανά, πλούσια χήρα με μέγαρο στην «οδό Κηφισσιάς» κι έγινε οδηγός της.
Η Βρανά είχε μια ψυχρή θεώρηση για τον έρωτα και ο πρίγκιπας, που ήδη την αγαπούσε, διαιστάνθηκε ότι έπαιζε μαζί του και ότι την σκλάβωνε η χρήση κοκαΐνης. Ο Ξενοφών Φτυαράς έμενε στο μέγαρο. Τον πληροφόρησε ότι ήταν παράλληλα ερωμένος της κι ότι της άρεσε να εξευτελίζει, να βασανίζει και να παίζει με τους εκάστοτε συντρόφους της. Ξέσπαγε πάνω του χρησιμοποιώντας μαστίγιο. Σε κάποια κρίση βρέθηκε με σημάδια πνιγμού στον λαιμό της. Του είπε ότι είχε βάλει τον γιατρό να δηλητηριάσει με αρσενικό τον σύζυγό της.
Γύριζε στους δρόμους: «Η
Αθήνα τη νύχτα: Μια κίνηση κάτω από χιλιάδες ηλεχτρικά λαμπιόνια. Αυτοκίνητα,
τραμ, μπενζίνα, κοκαΐνη, όπιο, χασίς, καμπαρέ. Μπαλαρίνες ξανθές της οπερέττας
που χόρευαν σπις. Χορεύτριες των Βαριετέ. Μεθύσι δίπλα σ’ αδειανές μποτίλιες
σαμπάνιας, σμόκιν. Και πιο έξω: Μπαγλαμάς, ούτι, αργιλές, ζωνάρι, βρώμικα
γυναικεία κορμιά, περισέματα των χαρεμιών της Ανατολής, κοντά σε βρώμικες
ξύλινες παράγκες που μέσα θρηνούσαν τον έρωτα στις στροφές παληών αμανέδων».
«Κακή συνήθεια είναι να πέρνει κανείς κοκαΐνη». Ο πρίγκιπας σκέφτηκε την αυτοκτονία αλλά σε μια νύχτα κραιπάλης γνώρισε τον Τσερεφό. Μίλησαν για τις πληγωμένες αγάπες τους. Έγινε διακινητής της ουσίας. Περιγράφονται οι μυστικές συναντήσεις, η ατμόσφαιρα στα καπηλειά, οι νυχτερινοί δρόμοι, τα στενά της κακόφημης συνοικίας μετά τον Άγιο Διονύση, τα σπίτια συνάντησης, με αληθινές σκληρές λέξεις όλη η διαδικασία εισαγωγής του προϊόντος και η χρήση του στα μαγαζιά σε συνδυασμό ποτά (κονιάκ) και καπνό. Μια συνάντηση που του είπε ο Τσερεφός με ένα μισότρελο κουρελή, τον Βρανά δεν έγινε. Μετά, «Έρχεται μια παρτίδα ξυλεία απ’ το Γαλάτσι. Μέσα σ’ αυτά υπάρχει κι’ ένα κουφιοκαντρόνι με κοκαΐνη. Αν τα καταφέρεις σωθήκαμε…». Σε χαμηλό, φαινομενικά ακατοίκητο σπίτι είδε έναν μουσικό που ήξερε από το Παρίσι. «Ζω έτσι γιατί θέλω να καταλάβω καλλίτερα τη ζωή. Μες στο μεθύσι της κοκαΐνης, τη λεπτή υπέροχη νάρκη φεύγει κάθε ίχνος υποκρισίας απ’ την ανθρώπινη ζωή». Παίρνοντας το «δηλητήριο» ειπώθηκε μια ιστορία σωματεμπορίας. Εκεί, ήταν και Ζελίκα, διαλυμένη από την κατάχρηση. «Να το μεγάλο μυστικό της κοκαΐνης, συνέχισε [ο μουσικός]. Σου φέρνει στην αρχή μια περίφημη διάθεση. Ύστερα όμως η τρομερή κατάπτωση που ακολουθεί, όταν πάψει η επίδραση στον οργανισμό σ’ αναγκάζει να πάρεις πάλι για να συνέλθεις. Να γιατί γίνεται εύκολα κοκαϊνομανής…». Ο Μουσικός (Γιώργος Τσούκας) γνώριζε την Ζελίκα, όπως και ο Τσερεφός. Ο Στέργιος και η Ζελίκα πήγαν στο σπίτι της. Τώρα καπνίζει και χασίς.
«Και ύστερα που λες σα φυλακίστηκε ο Τσερεφός και ξέφυγα γνωρίστηκα με το Βρανά. Έγινα μαιτρέσσα του κι’ ύστερα επίσημη γυναίκα του. Τον καϋμένο τον Τσερεφό! Πως έτρεμα μη με γνωρίσει… Ξοδεύτηκε να με φέρει στην Αθήνα για να κληρονομήσω ένα πλούσιο άντρα. Έκανα κι’ άλλη αιμόπτυση ύστερα… Μα πάλι τούτες τις μέρες χειροτέρεψα..».
Ο έρωτας του Στέργιου δυνάμωνε. «Ποτέ δεν είναι αργά για μια γυναίκα να βρει τον ίσιο δρόμο που φέρνει στη γαλήνη και στην ευτυχία»… Έκανε όνειρα πως κι αυτή ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Ο Τσερεφός έστειλε γράμμα στον Στέργιο ότι είχε αναγνωρίσει την Ζελίκα, την είχε «ψωνίσει» απ’ τη Μαρσίλια για λογαριασμό ενός προαγωγού. Η Ζελίκα είπε στον Στέργιο ότι μίλησε μαζί του. «Πήρε κι’ άλλο τσιγάρο κι’ άλλο. Μούδωκε και μένα. Είμουνα κι’ εγώ τώρα ζαλισμένος». «Είμουνα πάντα δυνατός στον έρωτα. Μα τώρα, τώρα καταλαβαίνω πως νικήθηκα. Κάνε λοιπόν κάτι που θα με διώξη από κοντά σου. Σκότωσέ με. Οι άντρες στην μακρυνή μου πατρίδα αγαπούνε με δύναμη και φέρνουνται βάρβαρα στις γυναίκες. Μα εγώ, έγινα τόσο δειλός μπροστά σε σένα».
Τρεις μέρες μετά κατέβηκε στον Πειραιά. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών. Είχε πιαστεί όλη η «σπείρα πωλήσεως ναρκωτικών». Πέρασε από ανακριτή και στάλθηκε «στην Παληά Στρατώνα» όπου ήδη βρισκόταν ο Τσερεφός, ο Λέβας, ο Βρανάς και τ’ άλλα «παιδιά» της δουλειάς. «Το εμπόριο έδινε κι’ έπερνε στη φυλακή. Κι’ όλη τη δουλειά πάλι την είχε πάνω του ο Τσερεφός. Ήτανε να πούμε ο πιο παληός λαθρέμπορος της πιάτσας κι’ όλοι τον σεβάστηκαν. Ως και αυτός ο Απατεώνος πούχε στα χέρια του το εμπόριο αυτό στη φυλακή πρωτύτερα, υποχώρησε». Αρκέστηκε να πουλάει την «τσίκα». Η Ζελίκα ήλθε να δει τον Στέργιο. «Κι’ άξαφνα έτσι καθώς μου μιλούσε την είδα που άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, κιτρίνισε και κλονίστηκε». Είδε τον Βρανά ο οποίος πλησίασε, την έβρισε και την έφτυσε. Ήταν ο θεωρούμενος ως νεκρός άντρας της. Παρηγορήθηκε με μια δόση ηρωΐνης. Ο Βρανάς έκανε απόπειρα να λιώσει το κεφάλι του Στέργιου με μια πέτρα. Του ζήτησε συγνώμη. Ορκίστηκε όμως να σκοτώσει την Ζελίκα πριν πεθάνει κι αυτός. Την μισούσε θανάσιμα ή την αγαπούσε βαθιά; «Κι’ όλη τη νύχτα τον άκουγα πούκλαιγε». Αποφυλακίστηκε από τον δικηγόρο της Ζελίκας με εγγύηση. Πήγε στο σπίτι της.
Ο Φτυαράς επέμενε να του λέει ότι εκείνη του υποκρίνεται.
Η Ζελίκα ήταν άρρωστη: «Έχω πυρετό σήμερα. Φαίνεται πια πως τελειώνουν τ’ αστεία. Όχι δεν θέλω να πεθάνω».
Το βράδυ επέμενε να πάνε στης Γιολάντας, «μια χοντρή ξεπεσμένη Γαλλίδα που διατηρούσε το σαλόνι αυτό της κοκαΐνης». «Οι πελάτες δω μέσα ήταν διαλεχτοί». «Η κοκαΐνη προσφέρεται εδώ μέσα αδειασμένη σε ριχά τασάκια». «Όλοι πέρνουν». «Δεν με ικανοποιεί πια η κοκαΐνη», είπε ο ποιητής Λιάκης. «Κατάντησε συνηθισμένο δηλητήριο. Θάθελα ηρωΐνη… Θέλετε σεις;». « - Ναι, Ναι έκανε η Ζελίκα».
Στην επιστροφή η Ζελίκα άλλαξε απότομα χαρακτήρα. Έδιωξε τον Στέργιο και πήγε για ακόμα μια φορά να ξεσπάσει με το μαστίγιό της στον Φτυαρά. Ο Φτυαράς την περίμενε. «Κι ύστερα άκουσα το μαστίγιο που σφύριζε στον αέρα και χτυπούσε τις γυμνές σάρκες του». Μα τα πράγματα ήλθαν εντελώς απρόοπτα. Ο Φτυαράς σκότωσε την Ζελίκα με ένα τσεκούρι κηπουρού. «Θα μου επιτρέψετε Πρίγκηψ να σας πω πως τελείωσαν όλα. Πάω στην αστυνομία…».
«Ξαίρω τι μου χρειάζεται τώρα. Ένα ταξείδι πολύ μακρυνό, που θα μου εξασφάλιζε μια παντοτεινή αλλαγή στο περιβάλλον. Μια έστω και δυο σφαίρες στο αριστερό μέρος του στήθους, εκεί ακριβώς, εκεί που οι άνθρωποι υπολογίζουν ότι βρίσκεται η καρδιά, κι όλα τελειώνουν. Όλα…». Κι έτσι ο Στέργιος Μικάλεφ, ο Ρώσος εμιγκρέ, αυτοκτόνησε.
«Κακή συνήθεια είναι να πέρνει κανείς κοκαΐνη». Ο πρίγκιπας σκέφτηκε την αυτοκτονία αλλά σε μια νύχτα κραιπάλης γνώρισε τον Τσερεφό. Μίλησαν για τις πληγωμένες αγάπες τους. Έγινε διακινητής της ουσίας. Περιγράφονται οι μυστικές συναντήσεις, η ατμόσφαιρα στα καπηλειά, οι νυχτερινοί δρόμοι, τα στενά της κακόφημης συνοικίας μετά τον Άγιο Διονύση, τα σπίτια συνάντησης, με αληθινές σκληρές λέξεις όλη η διαδικασία εισαγωγής του προϊόντος και η χρήση του στα μαγαζιά σε συνδυασμό ποτά (κονιάκ) και καπνό. Μια συνάντηση που του είπε ο Τσερεφός με ένα μισότρελο κουρελή, τον Βρανά δεν έγινε. Μετά, «Έρχεται μια παρτίδα ξυλεία απ’ το Γαλάτσι. Μέσα σ’ αυτά υπάρχει κι’ ένα κουφιοκαντρόνι με κοκαΐνη. Αν τα καταφέρεις σωθήκαμε…». Σε χαμηλό, φαινομενικά ακατοίκητο σπίτι είδε έναν μουσικό που ήξερε από το Παρίσι. «Ζω έτσι γιατί θέλω να καταλάβω καλλίτερα τη ζωή. Μες στο μεθύσι της κοκαΐνης, τη λεπτή υπέροχη νάρκη φεύγει κάθε ίχνος υποκρισίας απ’ την ανθρώπινη ζωή». Παίρνοντας το «δηλητήριο» ειπώθηκε μια ιστορία σωματεμπορίας. Εκεί, ήταν και Ζελίκα, διαλυμένη από την κατάχρηση. «Να το μεγάλο μυστικό της κοκαΐνης, συνέχισε [ο μουσικός]. Σου φέρνει στην αρχή μια περίφημη διάθεση. Ύστερα όμως η τρομερή κατάπτωση που ακολουθεί, όταν πάψει η επίδραση στον οργανισμό σ’ αναγκάζει να πάρεις πάλι για να συνέλθεις. Να γιατί γίνεται εύκολα κοκαϊνομανής…». Ο Μουσικός (Γιώργος Τσούκας) γνώριζε την Ζελίκα, όπως και ο Τσερεφός. Ο Στέργιος και η Ζελίκα πήγαν στο σπίτι της. Τώρα καπνίζει και χασίς.
«Και ύστερα που λες σα φυλακίστηκε ο Τσερεφός και ξέφυγα γνωρίστηκα με το Βρανά. Έγινα μαιτρέσσα του κι’ ύστερα επίσημη γυναίκα του. Τον καϋμένο τον Τσερεφό! Πως έτρεμα μη με γνωρίσει… Ξοδεύτηκε να με φέρει στην Αθήνα για να κληρονομήσω ένα πλούσιο άντρα. Έκανα κι’ άλλη αιμόπτυση ύστερα… Μα πάλι τούτες τις μέρες χειροτέρεψα..».
Ο έρωτας του Στέργιου δυνάμωνε. «Ποτέ δεν είναι αργά για μια γυναίκα να βρει τον ίσιο δρόμο που φέρνει στη γαλήνη και στην ευτυχία»… Έκανε όνειρα πως κι αυτή ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Ο Τσερεφός έστειλε γράμμα στον Στέργιο ότι είχε αναγνωρίσει την Ζελίκα, την είχε «ψωνίσει» απ’ τη Μαρσίλια για λογαριασμό ενός προαγωγού. Η Ζελίκα είπε στον Στέργιο ότι μίλησε μαζί του. «Πήρε κι’ άλλο τσιγάρο κι’ άλλο. Μούδωκε και μένα. Είμουνα κι’ εγώ τώρα ζαλισμένος». «Είμουνα πάντα δυνατός στον έρωτα. Μα τώρα, τώρα καταλαβαίνω πως νικήθηκα. Κάνε λοιπόν κάτι που θα με διώξη από κοντά σου. Σκότωσέ με. Οι άντρες στην μακρυνή μου πατρίδα αγαπούνε με δύναμη και φέρνουνται βάρβαρα στις γυναίκες. Μα εγώ, έγινα τόσο δειλός μπροστά σε σένα».
Τρεις μέρες μετά κατέβηκε στον Πειραιά. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών. Είχε πιαστεί όλη η «σπείρα πωλήσεως ναρκωτικών». Πέρασε από ανακριτή και στάλθηκε «στην Παληά Στρατώνα» όπου ήδη βρισκόταν ο Τσερεφός, ο Λέβας, ο Βρανάς και τ’ άλλα «παιδιά» της δουλειάς. «Το εμπόριο έδινε κι’ έπερνε στη φυλακή. Κι’ όλη τη δουλειά πάλι την είχε πάνω του ο Τσερεφός. Ήτανε να πούμε ο πιο παληός λαθρέμπορος της πιάτσας κι’ όλοι τον σεβάστηκαν. Ως και αυτός ο Απατεώνος πούχε στα χέρια του το εμπόριο αυτό στη φυλακή πρωτύτερα, υποχώρησε». Αρκέστηκε να πουλάει την «τσίκα». Η Ζελίκα ήλθε να δει τον Στέργιο. «Κι’ άξαφνα έτσι καθώς μου μιλούσε την είδα που άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, κιτρίνισε και κλονίστηκε». Είδε τον Βρανά ο οποίος πλησίασε, την έβρισε και την έφτυσε. Ήταν ο θεωρούμενος ως νεκρός άντρας της. Παρηγορήθηκε με μια δόση ηρωΐνης. Ο Βρανάς έκανε απόπειρα να λιώσει το κεφάλι του Στέργιου με μια πέτρα. Του ζήτησε συγνώμη. Ορκίστηκε όμως να σκοτώσει την Ζελίκα πριν πεθάνει κι αυτός. Την μισούσε θανάσιμα ή την αγαπούσε βαθιά; «Κι’ όλη τη νύχτα τον άκουγα πούκλαιγε». Αποφυλακίστηκε από τον δικηγόρο της Ζελίκας με εγγύηση. Πήγε στο σπίτι της.
Ο Φτυαράς επέμενε να του λέει ότι εκείνη του υποκρίνεται.
Η Ζελίκα ήταν άρρωστη: «Έχω πυρετό σήμερα. Φαίνεται πια πως τελειώνουν τ’ αστεία. Όχι δεν θέλω να πεθάνω».
Το βράδυ επέμενε να πάνε στης Γιολάντας, «μια χοντρή ξεπεσμένη Γαλλίδα που διατηρούσε το σαλόνι αυτό της κοκαΐνης». «Οι πελάτες δω μέσα ήταν διαλεχτοί». «Η κοκαΐνη προσφέρεται εδώ μέσα αδειασμένη σε ριχά τασάκια». «Όλοι πέρνουν». «Δεν με ικανοποιεί πια η κοκαΐνη», είπε ο ποιητής Λιάκης. «Κατάντησε συνηθισμένο δηλητήριο. Θάθελα ηρωΐνη… Θέλετε σεις;». « - Ναι, Ναι έκανε η Ζελίκα».
Στην επιστροφή η Ζελίκα άλλαξε απότομα χαρακτήρα. Έδιωξε τον Στέργιο και πήγε για ακόμα μια φορά να ξεσπάσει με το μαστίγιό της στον Φτυαρά. Ο Φτυαράς την περίμενε. «Κι ύστερα άκουσα το μαστίγιο που σφύριζε στον αέρα και χτυπούσε τις γυμνές σάρκες του». Μα τα πράγματα ήλθαν εντελώς απρόοπτα. Ο Φτυαράς σκότωσε την Ζελίκα με ένα τσεκούρι κηπουρού. «Θα μου επιτρέψετε Πρίγκηψ να σας πω πως τελείωσαν όλα. Πάω στην αστυνομία…».
«Ξαίρω τι μου χρειάζεται τώρα. Ένα ταξείδι πολύ μακρυνό, που θα μου εξασφάλιζε μια παντοτεινή αλλαγή στο περιβάλλον. Μια έστω και δυο σφαίρες στο αριστερό μέρος του στήθους, εκεί ακριβώς, εκεί που οι άνθρωποι υπολογίζουν ότι βρίσκεται η καρδιά, κι όλα τελειώνουν. Όλα…». Κι έτσι ο Στέργιος Μικάλεφ, ο Ρώσος εμιγκρέ, αυτοκτόνησε.
Η ξανθούλα της Φρεαττύδας.
Ρομάντζο. Έργο του Νίκου Σκεντέρη.
Νίκου Σκεντέρη. Η ξανθούλα της
Φρεαττύδας. Ρωμάντζο. Αθήνα. 1932.
Διαστάσεις 16,5Χ12,
σελίδες 110 με σκληρό εξώφυλλο.
Με το βιβλίο αυτό είμαι συναισθηματικά δεμένος. Ο Νίκος Σκεντέρης έγραψε μια ρομαντική ιστορία με πλαίσιο τον Πειραιά του 1908 -1910, περιγράφοντας γνωστά σημεία στα οποία έζησα και περπάτησα κάποιες δεκαετίες αργότερα. Ο Σκεντέρης μάς παραπέμπει στην διεύθυνση του περιοδικού του Ιωσήφ Γκρέκα - Παπαδόπουλου «Μουσικά Χρονικά», μηνιαία καλλιτεχνική επιθεώρησις, Αχαρνών 13α – Αθήναι. Το ταλαιπωρημένο αντίτυπο που έχω φέρει ιδιόχειρη υπογραφή κι απευθύνεται «Στον εκλεκτό λόγιο και αγαπητό φίλο κ. Νίκο Μαράκη με εκτίμηση». Ένα άλλο φυλλάδιο, κολοβό όμως (με τις σελίδες 15 - 98), ιδιωτικό δέσιμο με λεπτό χαρτόνι βρήκα πρόσφατα. Δεν ξέρω αν κυκλοφόρησε τελικά το ρομάντζο του «Ρόδον το Αμάραντον» με θέμα την ανατίναξη του αντιτορπιλικού «Λέων» στο λιμάνι. Τον γιο του Νικηφόρο, που έγραψε κι αυτός ποιήματα, γνώρισα κάποτε στην έκθεση βιβλίου στο Πασαλιμάνι όταν πέρασε από το περίπτερο της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.
ΥΠΟΘΕΣΗ: Στα 1908, μήνα Μάρτη, στην Φρεαττύδα ο εικοσάχρονος Ιάσων Κέρκης ρέμβαζε στα βράχια. Συνάντησε μια γαλανομάτα κοπέλα που μάζευε λουλούδια. «Τουλάχιστον δε μου λέτε πως λέγονται τα ωραία αυτά λουλουδάκια;». Κυκλαμιές άγριες (αρκουδίτσες) και “μη με λησμόνει”. Ύστερα απομακρύνθηκε από κοντά του. Ο Ιάσων γύρισε αργά στην παρέα του. Καθώς είχε αφιερωθεί στον αθλητισμό (αθλητής του Ομίλου Φιλάθλων Πειραιώς στην ταχύτητα, στο ακόντιο, στις ρίψεις αλλά και κωπηλάτης στον Όμιλο Ερετών) δεν είχε την ευκαιρία να νιώσει τον έρωτα. «Από την μικρή πλατεία Φρεαττύδας, ένας πλατύς δρόμος αρχίζει, που βγαίνει στην οδόν Σαχτούρη όπου περνάει το τραμ 17. Αν σήμερα πάρει κανείς αυτόν τον δρόμο για να βγη στην οδό Σαχτούρη, δεξιά ανεβαίνοντας θ’ απαντήση μια μεγάλη μάντρα με μια πράσινη ξύλινη πόρτα. Μέσα στο γήπεδο, χορταράκι φυτρώνει και μερικές πιπεριές· οι τοίχοι μισογκρεμισμένοι και η πόρτα σε κακά χάλια. Ε, η απαρατημένη αυτή μεγάλη μάντρα, που τώρα γύρω της υψόνονται μέγαρα, ήταν άλλοτε ένα ωραίο και καλοφτιαγμένο γυμναστήριο. Ναι αγαπητοί μου ο Πειραιάς μιάν ημέρα το είδε με απάθεια· να κλείνη, να γκρεμίζεται, να σβήνη!». Εκεί αγωνιζόταν ο Ιάσων. Δεν είχε όρεξη να γυμναστεί. Πήγε πάλι στα βράχια και μάζεψε “μη με λησμόνει”. «Μια σκέψη είχε και μιάν επιθυμία· να ξαναδή την άγνωστη ξανθούλα». Αρρώστησε με πυρετό. Τον επισκέφτηκε ο φίλος του Γιώργος Σωτηρίου. Την ξαναείδε στα βράχια και μίλησαν για βιβλία. Της έγραψε μια επιστολή, την έβαλε σε ένα τεύχος περιοδικού και το τύλιξε. Της το έδωσε την επόμενη μέρα κι έφυγε, προχώρησε έως του Λουβιάρη «σήμερα δε χτίζεται από τους πρόσφυγες η Νέα Καλλίπολις» κι επέστρεψε. Στο γυμναστήριο πάλι, την είδε «στ’ αντικρυνό παράθυρο», στο σπίτι της θείας της. Η επίδοσή του στην σφαίρα ανέβηκε...
«Πλησιάζαν οι Πανελλήνιοι αγώνες και είχε πολλές ελπίδες επιτυχίας. Η κόρη του ευχήθηκε να τύχη και ολυμπιακής δάφνης». Πέρασαν την μπύρα Βρεττού, ο κόσμος τους κοίταζε με ζήλεια. «Είσθε νέος ειλικρινής - εσυνέχισε η κόρη - το αίσθημά σας δυνατόν να είναι αγνό, αλλά σκεφθήτε ότι η κοινωνική απόστασις που μας χωρίζει είναι μεγάλη». Την έλεγαν Ελπινίκη.
Στην προπόνηση «ο ωραίος νέος εθριάμβευσε». Σε εκείνη όφειλε τις επιτυχίες του.
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανέβηκε με την ξαδέλφη της Θάλεια η οποία έμενε στην Αθήνα, οδός Βεΐκου, αλλά έμενε τα καλοκαίρια στο σπίτι της Ελπινίκης. «Τι ωραίος που είναι! είπε η Θάλεια. Τι αγαλματένιο κορμί! Δεν μπορώ παρά να σε συγχαρώ εξαδέλφη μου…». Ήλθε πρώτος με χρόνο 11΄΄ στα 100 μέτρα. Η Ελπινίκη λιποθύμησε από την χαρά της. Ήλθε τρίτος στην σφαιροβολία, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί μεγάλα ονόματα του αθλήματος όπως του Δώριζα και του Γεωργαντά. Συναντήθηκαν και οι τέσσερις νέοι. Η Θάλεια έδειξε ενδιαφέρον για τον Γιώργο, που έμενε στον Πειραιά αλλά πήγαινε στο Πολυτεχνείο (μηχανικός). Κάθισαν στου Ζαβορίτη, μίλησαν για αθλητισμό και ακούστηκαν φιλοφρονήσεις. Στο δωμάτιο οι δυο κοπέλες συζήτησαν για τα αγόρια. «-Να σε φτύσω, για να μη σε βασκάνω! –είπε η Ελπινίκη κοιτάζοντας τα γεμάτα σφρίγος και νεανικότητα στήθη της εξαδέλφης της που έμοιαζαν σαν δυο περιστέρια έτοιμα με τα ράμφη τους να τρυπήσουν την λεπτή κομπινεζόν και να πετάξουν. –Συ τώρα τελευταία πάχυνες, ομόρφηνες, τέλεια γυναίκα». Οι αγώνες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες Παρασκευή και Σάββατο. Η κυρία Σαρρή με την κόρη της Νέλλη επισκέφτηκαν την μητέρα του Ιάσωνα. Ο Ιάσων δεν είχε ιδέα ότι οι γονείς τους - οι πατέρες τους ήταν ευκατάστατοι εργοστασιάρχες - είχαν συγκατανεύσει να τους παντρέψουν. Μετά τις απονομές, με τα μετάλλια και τα διπλώματα στο χέρι ξαναπήγαν στου Ζαγορίτη. Το βράδυ ο Ιάσων έπρεπε να πάει με τους γονείς του σε χοροεσπερίδα των Σαρρήδων. Ο Ιάσων πρόσφερε ένα δακτυλίδι στην Ελπινίκη. Τους είδαν τρεις Πειραιώτες αθλητές, έτσι σηκώθηκαν και περπάτησαν στην Πλάκα. Στο μέγαρο των Σαρρήδων, «Η κόρη του δημάρχου αρχίζει στο πιάνο ένα βιενέζικο βαλσάκι». «Ο Ιάσων χορεύει με την Νέλλη, όχι από προτίμηση, αλλά κατά σύσταση της μητέρας του». Ένας από τους Πειραιώτες αθλητές ήταν εκεί και από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ότι ο Ιάσων έχει ερωμένη.
Πρωτομαγιά. Η Ελπινίκη συνάντησε τον Ιάσωνα που ήλθε με την μηχανή του. Πήγαν στο Ρόδον το Αμάραντον. «Η μοτοσικλέτα ξεκίνησε με μικρή ταχύτητα γιατί ο παραλιακός δρόμος μετά απ’ τη θέση αυτή έχει απότομες στροφές, επέρασαν ένα μικρό κολπίσκο και μετά βγήκαν σε ευθεία που καταλήγει στη θέσι Τηλέγραφος, όπου πενήντα μέτρα απ’ τον παραλιακό δρόμο είναι το γραφικό ξωκκλήσι». Της έβγαλε φωτογραφίες («της πήρε πλάκες») και άναψαν κεριά στο εκκλησάκι. Κάθισαν στα ερείπια του αρχαίου τείχους. «Ήταν το πρώτο τους φιλί».
Η Θάλεια ετοιμάστηκε να κατεβεί για δυο μήνες στον Πειραιά. Με το τρένο έφτασε στο Φάληρο με τον Γιώργο, που είδε τυχαία. Ερωτηθείς είπε ότι τα αισθήματα του Ιάσωνα είναι ειλικρινή, οι γονείς του θα αντιδράσουν «αλλά η πραγματική αγάπη νικά κάθε εμπόδιο». Από το Φάληρο πήραν τον τροχιόδρομο για το κέντρο.
Σε διάστημα δυο μηνών τα ζεύγη έγινα δυο αφού τα έφτιαξε ο Γιώργος με την Θάλεια. Σε μια βαρκάδα από τον Όμιλο Ερετών στον κολπίσκο της Φρεαττύδας κι από εκεί στο νησάκι Κουμουνδούρου και στο Τουρκολίμανο, τους χαιρέτησε μια παρέα από μια βενζινάκατο. «-Μου φαίνεται πως είναι οι Σαρρήνες!..» είπε ο Ιάσων κι έχασε την όρεξή του.
Ο Ιάσων ντύθηκε ναύτης για να υπηρετήσει στο Λιμεναρχείο Πειραιώς. Η μητέρα του είχε ενημερωθεί για την σχέση του γιού της. «…καθόλου παράδοξο κανένα βράδυ οι γονείς κι’ οι συγγενείς του κοριτσιού να τον πιάσουν δια της βίας και να τον στεφανώσουν!» της είπε ζωηρά η κυρία Σαρρή. «-Αν είναι έτσι όπως λέτε, πρέπει να κάμω ενήμερο και τον μπαμπά του! Όπως δήποτε να λάβουμε τα μέτρα μας».
Στο Λιμεναρχείο ο Ιάσων ήταν γραφέας. Μια όμως διαταγή, τον έστελνε μαζί με άλλους αξιωματικούς και ναύτες σε αποστολή στην Αγγλία. Χωρίς να το γνωρίζει ο Ιάσων, όλα ήταν καλά ετοιμασμένα από τους δικούς του και έναν θείο της Νέλλης - ανώτερο αξιωματικό του ναυτικού - που ήταν στην προαναφερόμενη βενζινάκατο. Η μητέρας του είχε κάποιες αντιρρήσεις, ο γέρο Κέρκης όμως έλεγε ότι όταν γυρίσει «θα έχει ξεχάσει και έρωτες και κολοκύθια» και όταν απολυόταν θα έπαιρνε την Νέλλη.
«Η Ελπινίκη ήταν από την αϋπνία και το κλάμμα σαν μαραμένος κρίνος». Ο Ιάσων την παρηγόρησε ότι θα έλειπε μόνο για λίγους μήνες. Του έδωσε ένα μπουκετάκι «μη με λησμόνει» κι ένα σταυρό με καδένα. Την Δευτέρα το αντιτορπιλικό βγήκε από το λιμάνι. Ο Ιάσων χαιρετούσε με ένα μαντήλι. «Η Ελπινίκη ξέσπασε σ’ ένα δυνατό κλάμμα! Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθε τόση ερημιά στο αγαπημένο της ακρογιάλι».
Ακολουθούν μια επιστολή του Ιάσωνα από την Μεσόγειο (29.9.1908) και πέντε από το Λίβερπουλ (από 3.10. 1908 έως 15.1.1909). Αποδέκτης η Ελπινίκη. Γεμάτες άπειρη αγάπη και υποσχέσεις.
Το πρωί της 3 Φεβρουαρίου 1909 ο Κέρκης πήρε στον Πειραιά ένα επείγον τηλεγράφημα: «Λίβερπουλ. 2-2-1909. Γεώργιον Κέρκην. Βιομήχανον. Πειραιά Ελλάς. Υιός σας θύμα τροχαίου δυστυχήματος αυτοκινήτου υπέκυψε σήμερον σοβαρών τραυμάτων 9ην εσπερινήν. Συλλυπούμαι θερμώς. Ν. Π. αρχηγός ναυτικής αποστολής».
Όταν συνήλθε ο γέρο Κέρκης ειδοποίησε τον αδελφό του Λεωνίδα (διευθυντή ατμοπλοΐας) και τον Σαρρή. Έριξε τις ευθύνες πάνω του που τον έστειλε στο εξωτερικό. Στάλθηκε τηλεγράφημα να ταριχευθεί ο νεκρός και πήγαν στο Λίβερπουλ ο αδελφός Κέρκης με τον Σαρρή. Η μοτοσικλέτα που ήταν πάνω ο Ιάσων, οδηγούμενη από έναν άγγλο ναύτη είχε πέσει σε ένα αυτοκίνητο λόγω ομίχλης. Ο νέος πέθανε μετά δυο ημέρες από εγκεφαλική αιμορραγία. Η σορός ήλθε στον Πειραιά. Πλήθος κόσμου ακολούθησε το φέρετρο έως το νεκροταφείο.
Με το βιβλίο αυτό είμαι συναισθηματικά δεμένος. Ο Νίκος Σκεντέρης έγραψε μια ρομαντική ιστορία με πλαίσιο τον Πειραιά του 1908 -1910, περιγράφοντας γνωστά σημεία στα οποία έζησα και περπάτησα κάποιες δεκαετίες αργότερα. Ο Σκεντέρης μάς παραπέμπει στην διεύθυνση του περιοδικού του Ιωσήφ Γκρέκα - Παπαδόπουλου «Μουσικά Χρονικά», μηνιαία καλλιτεχνική επιθεώρησις, Αχαρνών 13α – Αθήναι. Το ταλαιπωρημένο αντίτυπο που έχω φέρει ιδιόχειρη υπογραφή κι απευθύνεται «Στον εκλεκτό λόγιο και αγαπητό φίλο κ. Νίκο Μαράκη με εκτίμηση». Ένα άλλο φυλλάδιο, κολοβό όμως (με τις σελίδες 15 - 98), ιδιωτικό δέσιμο με λεπτό χαρτόνι βρήκα πρόσφατα. Δεν ξέρω αν κυκλοφόρησε τελικά το ρομάντζο του «Ρόδον το Αμάραντον» με θέμα την ανατίναξη του αντιτορπιλικού «Λέων» στο λιμάνι. Τον γιο του Νικηφόρο, που έγραψε κι αυτός ποιήματα, γνώρισα κάποτε στην έκθεση βιβλίου στο Πασαλιμάνι όταν πέρασε από το περίπτερο της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.
ΥΠΟΘΕΣΗ: Στα 1908, μήνα Μάρτη, στην Φρεαττύδα ο εικοσάχρονος Ιάσων Κέρκης ρέμβαζε στα βράχια. Συνάντησε μια γαλανομάτα κοπέλα που μάζευε λουλούδια. «Τουλάχιστον δε μου λέτε πως λέγονται τα ωραία αυτά λουλουδάκια;». Κυκλαμιές άγριες (αρκουδίτσες) και “μη με λησμόνει”. Ύστερα απομακρύνθηκε από κοντά του. Ο Ιάσων γύρισε αργά στην παρέα του. Καθώς είχε αφιερωθεί στον αθλητισμό (αθλητής του Ομίλου Φιλάθλων Πειραιώς στην ταχύτητα, στο ακόντιο, στις ρίψεις αλλά και κωπηλάτης στον Όμιλο Ερετών) δεν είχε την ευκαιρία να νιώσει τον έρωτα. «Από την μικρή πλατεία Φρεαττύδας, ένας πλατύς δρόμος αρχίζει, που βγαίνει στην οδόν Σαχτούρη όπου περνάει το τραμ 17. Αν σήμερα πάρει κανείς αυτόν τον δρόμο για να βγη στην οδό Σαχτούρη, δεξιά ανεβαίνοντας θ’ απαντήση μια μεγάλη μάντρα με μια πράσινη ξύλινη πόρτα. Μέσα στο γήπεδο, χορταράκι φυτρώνει και μερικές πιπεριές· οι τοίχοι μισογκρεμισμένοι και η πόρτα σε κακά χάλια. Ε, η απαρατημένη αυτή μεγάλη μάντρα, που τώρα γύρω της υψόνονται μέγαρα, ήταν άλλοτε ένα ωραίο και καλοφτιαγμένο γυμναστήριο. Ναι αγαπητοί μου ο Πειραιάς μιάν ημέρα το είδε με απάθεια· να κλείνη, να γκρεμίζεται, να σβήνη!». Εκεί αγωνιζόταν ο Ιάσων. Δεν είχε όρεξη να γυμναστεί. Πήγε πάλι στα βράχια και μάζεψε “μη με λησμόνει”. «Μια σκέψη είχε και μιάν επιθυμία· να ξαναδή την άγνωστη ξανθούλα». Αρρώστησε με πυρετό. Τον επισκέφτηκε ο φίλος του Γιώργος Σωτηρίου. Την ξαναείδε στα βράχια και μίλησαν για βιβλία. Της έγραψε μια επιστολή, την έβαλε σε ένα τεύχος περιοδικού και το τύλιξε. Της το έδωσε την επόμενη μέρα κι έφυγε, προχώρησε έως του Λουβιάρη «σήμερα δε χτίζεται από τους πρόσφυγες η Νέα Καλλίπολις» κι επέστρεψε. Στο γυμναστήριο πάλι, την είδε «στ’ αντικρυνό παράθυρο», στο σπίτι της θείας της. Η επίδοσή του στην σφαίρα ανέβηκε...
«Πλησιάζαν οι Πανελλήνιοι αγώνες και είχε πολλές ελπίδες επιτυχίας. Η κόρη του ευχήθηκε να τύχη και ολυμπιακής δάφνης». Πέρασαν την μπύρα Βρεττού, ο κόσμος τους κοίταζε με ζήλεια. «Είσθε νέος ειλικρινής - εσυνέχισε η κόρη - το αίσθημά σας δυνατόν να είναι αγνό, αλλά σκεφθήτε ότι η κοινωνική απόστασις που μας χωρίζει είναι μεγάλη». Την έλεγαν Ελπινίκη.
Στην προπόνηση «ο ωραίος νέος εθριάμβευσε». Σε εκείνη όφειλε τις επιτυχίες του.
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανέβηκε με την ξαδέλφη της Θάλεια η οποία έμενε στην Αθήνα, οδός Βεΐκου, αλλά έμενε τα καλοκαίρια στο σπίτι της Ελπινίκης. «Τι ωραίος που είναι! είπε η Θάλεια. Τι αγαλματένιο κορμί! Δεν μπορώ παρά να σε συγχαρώ εξαδέλφη μου…». Ήλθε πρώτος με χρόνο 11΄΄ στα 100 μέτρα. Η Ελπινίκη λιποθύμησε από την χαρά της. Ήλθε τρίτος στην σφαιροβολία, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί μεγάλα ονόματα του αθλήματος όπως του Δώριζα και του Γεωργαντά. Συναντήθηκαν και οι τέσσερις νέοι. Η Θάλεια έδειξε ενδιαφέρον για τον Γιώργο, που έμενε στον Πειραιά αλλά πήγαινε στο Πολυτεχνείο (μηχανικός). Κάθισαν στου Ζαβορίτη, μίλησαν για αθλητισμό και ακούστηκαν φιλοφρονήσεις. Στο δωμάτιο οι δυο κοπέλες συζήτησαν για τα αγόρια. «-Να σε φτύσω, για να μη σε βασκάνω! –είπε η Ελπινίκη κοιτάζοντας τα γεμάτα σφρίγος και νεανικότητα στήθη της εξαδέλφης της που έμοιαζαν σαν δυο περιστέρια έτοιμα με τα ράμφη τους να τρυπήσουν την λεπτή κομπινεζόν και να πετάξουν. –Συ τώρα τελευταία πάχυνες, ομόρφηνες, τέλεια γυναίκα». Οι αγώνες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες Παρασκευή και Σάββατο. Η κυρία Σαρρή με την κόρη της Νέλλη επισκέφτηκαν την μητέρα του Ιάσωνα. Ο Ιάσων δεν είχε ιδέα ότι οι γονείς τους - οι πατέρες τους ήταν ευκατάστατοι εργοστασιάρχες - είχαν συγκατανεύσει να τους παντρέψουν. Μετά τις απονομές, με τα μετάλλια και τα διπλώματα στο χέρι ξαναπήγαν στου Ζαγορίτη. Το βράδυ ο Ιάσων έπρεπε να πάει με τους γονείς του σε χοροεσπερίδα των Σαρρήδων. Ο Ιάσων πρόσφερε ένα δακτυλίδι στην Ελπινίκη. Τους είδαν τρεις Πειραιώτες αθλητές, έτσι σηκώθηκαν και περπάτησαν στην Πλάκα. Στο μέγαρο των Σαρρήδων, «Η κόρη του δημάρχου αρχίζει στο πιάνο ένα βιενέζικο βαλσάκι». «Ο Ιάσων χορεύει με την Νέλλη, όχι από προτίμηση, αλλά κατά σύσταση της μητέρας του». Ένας από τους Πειραιώτες αθλητές ήταν εκεί και από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ότι ο Ιάσων έχει ερωμένη.
Πρωτομαγιά. Η Ελπινίκη συνάντησε τον Ιάσωνα που ήλθε με την μηχανή του. Πήγαν στο Ρόδον το Αμάραντον. «Η μοτοσικλέτα ξεκίνησε με μικρή ταχύτητα γιατί ο παραλιακός δρόμος μετά απ’ τη θέση αυτή έχει απότομες στροφές, επέρασαν ένα μικρό κολπίσκο και μετά βγήκαν σε ευθεία που καταλήγει στη θέσι Τηλέγραφος, όπου πενήντα μέτρα απ’ τον παραλιακό δρόμο είναι το γραφικό ξωκκλήσι». Της έβγαλε φωτογραφίες («της πήρε πλάκες») και άναψαν κεριά στο εκκλησάκι. Κάθισαν στα ερείπια του αρχαίου τείχους. «Ήταν το πρώτο τους φιλί».
Η Θάλεια ετοιμάστηκε να κατεβεί για δυο μήνες στον Πειραιά. Με το τρένο έφτασε στο Φάληρο με τον Γιώργο, που είδε τυχαία. Ερωτηθείς είπε ότι τα αισθήματα του Ιάσωνα είναι ειλικρινή, οι γονείς του θα αντιδράσουν «αλλά η πραγματική αγάπη νικά κάθε εμπόδιο». Από το Φάληρο πήραν τον τροχιόδρομο για το κέντρο.
Σε διάστημα δυο μηνών τα ζεύγη έγινα δυο αφού τα έφτιαξε ο Γιώργος με την Θάλεια. Σε μια βαρκάδα από τον Όμιλο Ερετών στον κολπίσκο της Φρεαττύδας κι από εκεί στο νησάκι Κουμουνδούρου και στο Τουρκολίμανο, τους χαιρέτησε μια παρέα από μια βενζινάκατο. «-Μου φαίνεται πως είναι οι Σαρρήνες!..» είπε ο Ιάσων κι έχασε την όρεξή του.
Ο Ιάσων ντύθηκε ναύτης για να υπηρετήσει στο Λιμεναρχείο Πειραιώς. Η μητέρα του είχε ενημερωθεί για την σχέση του γιού της. «…καθόλου παράδοξο κανένα βράδυ οι γονείς κι’ οι συγγενείς του κοριτσιού να τον πιάσουν δια της βίας και να τον στεφανώσουν!» της είπε ζωηρά η κυρία Σαρρή. «-Αν είναι έτσι όπως λέτε, πρέπει να κάμω ενήμερο και τον μπαμπά του! Όπως δήποτε να λάβουμε τα μέτρα μας».
Στο Λιμεναρχείο ο Ιάσων ήταν γραφέας. Μια όμως διαταγή, τον έστελνε μαζί με άλλους αξιωματικούς και ναύτες σε αποστολή στην Αγγλία. Χωρίς να το γνωρίζει ο Ιάσων, όλα ήταν καλά ετοιμασμένα από τους δικούς του και έναν θείο της Νέλλης - ανώτερο αξιωματικό του ναυτικού - που ήταν στην προαναφερόμενη βενζινάκατο. Η μητέρας του είχε κάποιες αντιρρήσεις, ο γέρο Κέρκης όμως έλεγε ότι όταν γυρίσει «θα έχει ξεχάσει και έρωτες και κολοκύθια» και όταν απολυόταν θα έπαιρνε την Νέλλη.
«Η Ελπινίκη ήταν από την αϋπνία και το κλάμμα σαν μαραμένος κρίνος». Ο Ιάσων την παρηγόρησε ότι θα έλειπε μόνο για λίγους μήνες. Του έδωσε ένα μπουκετάκι «μη με λησμόνει» κι ένα σταυρό με καδένα. Την Δευτέρα το αντιτορπιλικό βγήκε από το λιμάνι. Ο Ιάσων χαιρετούσε με ένα μαντήλι. «Η Ελπινίκη ξέσπασε σ’ ένα δυνατό κλάμμα! Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθε τόση ερημιά στο αγαπημένο της ακρογιάλι».
Ακολουθούν μια επιστολή του Ιάσωνα από την Μεσόγειο (29.9.1908) και πέντε από το Λίβερπουλ (από 3.10. 1908 έως 15.1.1909). Αποδέκτης η Ελπινίκη. Γεμάτες άπειρη αγάπη και υποσχέσεις.
Το πρωί της 3 Φεβρουαρίου 1909 ο Κέρκης πήρε στον Πειραιά ένα επείγον τηλεγράφημα: «Λίβερπουλ. 2-2-1909. Γεώργιον Κέρκην. Βιομήχανον. Πειραιά Ελλάς. Υιός σας θύμα τροχαίου δυστυχήματος αυτοκινήτου υπέκυψε σήμερον σοβαρών τραυμάτων 9ην εσπερινήν. Συλλυπούμαι θερμώς. Ν. Π. αρχηγός ναυτικής αποστολής».
Όταν συνήλθε ο γέρο Κέρκης ειδοποίησε τον αδελφό του Λεωνίδα (διευθυντή ατμοπλοΐας) και τον Σαρρή. Έριξε τις ευθύνες πάνω του που τον έστειλε στο εξωτερικό. Στάλθηκε τηλεγράφημα να ταριχευθεί ο νεκρός και πήγαν στο Λίβερπουλ ο αδελφός Κέρκης με τον Σαρρή. Η μοτοσικλέτα που ήταν πάνω ο Ιάσων, οδηγούμενη από έναν άγγλο ναύτη είχε πέσει σε ένα αυτοκίνητο λόγω ομίχλης. Ο νέος πέθανε μετά δυο ημέρες από εγκεφαλική αιμορραγία. Η σορός ήλθε στον Πειραιά. Πλήθος κόσμου ακολούθησε το φέρετρο έως το νεκροταφείο.
Η Ελπινίκη στην αρχή περίμενε γράμμα του. Ήθελε να
συναντήσει τον Γιώργο να μάθει νέα του. Αγόρασε το περιοδικό ΕΛΛΑΣ και διάβασε
την απώλειά του στην τρίτη σελίδα. Σωριάστηκε στο πάτωμα, την συνέφερε η
μητέρας της. Την καθησύχασε ότι δεν συμβαίνει κάτι σοβαρό. Τ’ απόγευμα κατέβηκε
στους βράχους της ακρογιαλιάς. Την επόμενη πήγε με πολλά λουλούδια στο
νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου. Πήγε στον οικογενειακό τάφο των Κέρκηδων. Ένας
παπάς έκανε επιμνημόσυνη δέηση.
Την άλλη ημέρα οι εφημερίδες έγραφαν: «Ηυτοκτόνησε χθες δια λόγους αισθηματικούς ριφθείσα εκ των βράχων της Φρεαττύδος η 19έτις Ε.Κ.». Άλλη έγραφε: «Αλιευτική λέμβος ανέσυρε παρά την Φρεαττύδα πτώμα νεάνιδος, υποτίθεται ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας». Το μέρος της ακρογιαλιάς όπου έπεσε η Ελπινίκη απέχει περί τα 300 βήματα από το τέρμα του Τραμ της Φρεαττύδας και είναι απότομη ύψους δεκαπέντε μέτρων περίπου απ’ τη θάλασσα.
«Η Θάλεια με δυο γειτόνισσες την ντύσαν νυφούλα και την στόλισαν με λουλούδια»..
Άφησε ένα γράμμα για τους γονείς της κι ένα για την Θάλεια.
Τρία χρόνια μετά σε στενό κύκλο έγιναν οι γάμοι του Γιώργου και της Θάλειας.
«Μα το δακρυσμένο βλέμμα της ζητάει κάποιον ανάμεσα στους συγγενείς· η Ελπινίκη δεν είναι να της πη αν είναι ωραία νύφη. Η αλησμόνητη Ξανθούλα της Φρεαττύδας δεν υπάρχει πια! Μήπως σ’ αυτή δεν οφείλει κατά πολύ την ευτυχία της!».
Την άλλη ημέρα οι εφημερίδες έγραφαν: «Ηυτοκτόνησε χθες δια λόγους αισθηματικούς ριφθείσα εκ των βράχων της Φρεαττύδος η 19έτις Ε.Κ.». Άλλη έγραφε: «Αλιευτική λέμβος ανέσυρε παρά την Φρεαττύδα πτώμα νεάνιδος, υποτίθεται ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας». Το μέρος της ακρογιαλιάς όπου έπεσε η Ελπινίκη απέχει περί τα 300 βήματα από το τέρμα του Τραμ της Φρεαττύδας και είναι απότομη ύψους δεκαπέντε μέτρων περίπου απ’ τη θάλασσα.
«Η Θάλεια με δυο γειτόνισσες την ντύσαν νυφούλα και την στόλισαν με λουλούδια»..
Άφησε ένα γράμμα για τους γονείς της κι ένα για την Θάλεια.
Τρία χρόνια μετά σε στενό κύκλο έγιναν οι γάμοι του Γιώργου και της Θάλειας.
«Μα το δακρυσμένο βλέμμα της ζητάει κάποιον ανάμεσα στους συγγενείς· η Ελπινίκη δεν είναι να της πη αν είναι ωραία νύφη. Η αλησμόνητη Ξανθούλα της Φρεαττύδας δεν υπάρχει πια! Μήπως σ’ αυτή δεν οφείλει κατά πολύ την ευτυχία της!».
Οι άγριοι έρωτες. Έργο του
Χρήστου Κεραμείδα.
Χρήστου Θ.
Κεραμείδου. Οι άγριοι έρωτες. Μυθιστόρημα μεγάλης πλοκής. Πειραιεύς. 1936.
Τιμή δραχμαί 12. Τύποις: Β. Τερζόπουλου. Διαστάσεις 20Χ13, σελίδες 64. Το έργο
είναι γραμμένο στην απλή καθαρεύουσα.
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Νέστωρ Ευθυμιάδης έφυγε στα 1909 από την Κωνσταντινούπολη με την σύζυγό του Βικτωρία και τα παιδιά τους Δημήτριο, Νικόλαο και Ρεοζίλη.
Ο Δημήτριος γράφτηκε στην Σχολή Ευελπίδων κι έγινε λοχαγός. Πολέμησε γενναία στο μέτωπο της Μακεδονίας και Ηπείρου αλλά τραυματίστηκε σε μια μάχη. Την διοίκηση του σώματος ανέλαβε ο Κλέων Κατωνίδης που έφερε σε πέρας την νίκη, έσωσε μάλιστα και τον αξιωματικό Ιωάννη Ζαχαρόπουλο. Ο Κλέων πήγε στο νοσοκομείο κι έδωσε στον Δημήτριο επιστολές σταλμένες από την αδελφή και την μητέρα του.
Η Βικτωρία, αφού πέθανε ο άντρας της άφησε την Μασσαλία και ήλθε με την κόρη της στην Αθήνα όπου ήδη είχε έλθει ο Νικόλαος. Η Ρεοζίλη συναντήθηκε με τον Κλέωνα για να πληροφορηθεί για την υγεία του αδελφού της. Ο Κλέων ερωτεύτηκε την κοπέλα με την πρώτη ματιά. Η Ρεοζίλη ξεπέρασε ένα βαρύ κρύωμα νοσηλευόμενη στην Κηφισιά, όμως ο αδελφός της Νικόλαος πέθανε και «μια μεγάλη λύπη εκυρίευσεν όλην την οικογένειαν».
Άνοιξη του 1914. Ο Κλέων πριν φύγει για Οδησσό όπου έμενε ο αδελφός του Περικλής και η μητέρα του Θέμιδα, είδε πάλι την Ρεοζίλη και ο έρωτας πλέον έγινε πάθος. Της έστειλε επιστολή από την Κωνσταντινούπολη. Η Βικτωρία «εξέλεξε με την τελευταίαν απόφάσίν της περιζήτητον γαμβρόν» για την κόρη της τον Ιωάννη Ζαχαρόπουλο. Η Ρεοζίλη όμως δεν συγκατάνευσε και με επιστολή της προς τον Κλέωνα φανέρωσε την αγάπη της προς εκείνον. Ο Ιωάννης «ησθάνθη νύξιν τινά, μία αγνώριστος δύναμις τον προσείλκυσε προς τα κάλλη της τον ετάραττε η σύγχυσις της ωραιοτάτης μορφής της Ρεοζίλης και ως εκ’ τούτου η αναπνοή αυτού διεκόπτετο οσάκις του λοιπού έβλεπε αυτήν». «Η Ρεοζίλη ήτο το μόνον υποκείμενον των διαλογισμών του, των επιθυμιών του, του υπερβολικού έρωτός του». «Η έξαψις του Ιωάννου υπερέβη τα όρια, η ερωτική ασθένειά του διετάραττε αυτόν και ο ιερός δεσμός του έρωτος με τον τελευταίον στεναγμόν του εφανερώθη επί των δακρυροούντων οφθαλμών του». Μια ανοιξιάτικη ημέρα συναντήθηκαν τυχαία στο Φάληρο. «Πορευόμενοι ούτοι (Ο Δημήτριος, η Βικτωρία και η Ρεοζίλη) ανά τας μαρμαρολεύκους κα μεγαλοπρεπείς πλατείας των Αθηνών έφθασαν δια τινος τραίνου εις τινα χαριεστάτην παραλίαν κόλπου τινός της θαλάσσης όπου και εκάθησαν έναντι δε αυτών ο μικρός φλοίσβος της γαληνιαίας θαλάσσης αναμεμειγμένος με την γλυκείαν φωνήν των κελαδημάτων των πτηνών διέσχιζον τον πέριξ αρωματικόν αέρα όστις ηκούετο υπό τα πυκνά φύλλα της μυροβόλου θέσεώς των». Ο Ιωάννης έχασε τα λογικά του, καταβλήθηκε από μελαγχολία ενώ «η υπερβολική λύπη πολλαπλασιασθείσα διετάραξε το νευρικόν σύστημα αυτού». Το έμαθαν οι γονείς του (Γεώργιος - Ευτέρπη) και προσπάθησαν να δουν τις προθέσεις της νέας. Αποφάσισαν να ζητήσουν επίσημα το χέρι της. Έστειλαν πρόσκληση να έλθουν στο σπίτι τους να παραστούν στην γιορτή του Γεωργίου. Η Ευτέρπη μίλησε στην Βικτωρία για την αγάπη του γιου της.
Στην Οδησσό, η μητέρα του Κλέωνα ασθένησε και εκείνος καθυστέρησε αρκετά την επιστροφή του. «Εφαίνετο σύννους, σκυθρωπός, άλαλος, δεινός την όψιν και ενίοτε οργίλος μέχρι μανίας». Η ψυχική του διάθεση ήταν σε ακραία κατάσταση, «εκυμαίνετο μεταξύ των ερωτικών αμφιβολιών κα τινων μικρών ελπίδων». Ο κοινός γνωστός γιατρός Θ. Ταρασίδης τους κάλεσε σε γεύμα, έλαβε ερωτική επιστολή από την Ρεοζίλη και την φύλαξε σε ένα κιβώτιο. Μετά γύρισε στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινουπόλεως μαζί με την στεναχωρημένη μητέρα του, αφού λόγω της κακής σχέσης με την νύφη της δεν είδε τον γιο της Περικλή.
«Όταν δε επλησίασε εις τον Πειραιά, μία ορμητική όρεξις απέπνιγε την ερωτικήν φαντασίαν του, ήτις εντός ολίγου έμελλε να τον στέλλη έξω φρενών εις τα Τάρταρα, εις τας αγκάλας του άδου και μία αόρατος δύναμις ανεπτέρωσε με καταπληκτικήν ταχύτητα την εκ της ζηλοτυπίας δεινοπαθούσαν ψυχήν του».
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Νέστωρ Ευθυμιάδης έφυγε στα 1909 από την Κωνσταντινούπολη με την σύζυγό του Βικτωρία και τα παιδιά τους Δημήτριο, Νικόλαο και Ρεοζίλη.
Ο Δημήτριος γράφτηκε στην Σχολή Ευελπίδων κι έγινε λοχαγός. Πολέμησε γενναία στο μέτωπο της Μακεδονίας και Ηπείρου αλλά τραυματίστηκε σε μια μάχη. Την διοίκηση του σώματος ανέλαβε ο Κλέων Κατωνίδης που έφερε σε πέρας την νίκη, έσωσε μάλιστα και τον αξιωματικό Ιωάννη Ζαχαρόπουλο. Ο Κλέων πήγε στο νοσοκομείο κι έδωσε στον Δημήτριο επιστολές σταλμένες από την αδελφή και την μητέρα του.
Η Βικτωρία, αφού πέθανε ο άντρας της άφησε την Μασσαλία και ήλθε με την κόρη της στην Αθήνα όπου ήδη είχε έλθει ο Νικόλαος. Η Ρεοζίλη συναντήθηκε με τον Κλέωνα για να πληροφορηθεί για την υγεία του αδελφού της. Ο Κλέων ερωτεύτηκε την κοπέλα με την πρώτη ματιά. Η Ρεοζίλη ξεπέρασε ένα βαρύ κρύωμα νοσηλευόμενη στην Κηφισιά, όμως ο αδελφός της Νικόλαος πέθανε και «μια μεγάλη λύπη εκυρίευσεν όλην την οικογένειαν».
Άνοιξη του 1914. Ο Κλέων πριν φύγει για Οδησσό όπου έμενε ο αδελφός του Περικλής και η μητέρα του Θέμιδα, είδε πάλι την Ρεοζίλη και ο έρωτας πλέον έγινε πάθος. Της έστειλε επιστολή από την Κωνσταντινούπολη. Η Βικτωρία «εξέλεξε με την τελευταίαν απόφάσίν της περιζήτητον γαμβρόν» για την κόρη της τον Ιωάννη Ζαχαρόπουλο. Η Ρεοζίλη όμως δεν συγκατάνευσε και με επιστολή της προς τον Κλέωνα φανέρωσε την αγάπη της προς εκείνον. Ο Ιωάννης «ησθάνθη νύξιν τινά, μία αγνώριστος δύναμις τον προσείλκυσε προς τα κάλλη της τον ετάραττε η σύγχυσις της ωραιοτάτης μορφής της Ρεοζίλης και ως εκ’ τούτου η αναπνοή αυτού διεκόπτετο οσάκις του λοιπού έβλεπε αυτήν». «Η Ρεοζίλη ήτο το μόνον υποκείμενον των διαλογισμών του, των επιθυμιών του, του υπερβολικού έρωτός του». «Η έξαψις του Ιωάννου υπερέβη τα όρια, η ερωτική ασθένειά του διετάραττε αυτόν και ο ιερός δεσμός του έρωτος με τον τελευταίον στεναγμόν του εφανερώθη επί των δακρυροούντων οφθαλμών του». Μια ανοιξιάτικη ημέρα συναντήθηκαν τυχαία στο Φάληρο. «Πορευόμενοι ούτοι (Ο Δημήτριος, η Βικτωρία και η Ρεοζίλη) ανά τας μαρμαρολεύκους κα μεγαλοπρεπείς πλατείας των Αθηνών έφθασαν δια τινος τραίνου εις τινα χαριεστάτην παραλίαν κόλπου τινός της θαλάσσης όπου και εκάθησαν έναντι δε αυτών ο μικρός φλοίσβος της γαληνιαίας θαλάσσης αναμεμειγμένος με την γλυκείαν φωνήν των κελαδημάτων των πτηνών διέσχιζον τον πέριξ αρωματικόν αέρα όστις ηκούετο υπό τα πυκνά φύλλα της μυροβόλου θέσεώς των». Ο Ιωάννης έχασε τα λογικά του, καταβλήθηκε από μελαγχολία ενώ «η υπερβολική λύπη πολλαπλασιασθείσα διετάραξε το νευρικόν σύστημα αυτού». Το έμαθαν οι γονείς του (Γεώργιος - Ευτέρπη) και προσπάθησαν να δουν τις προθέσεις της νέας. Αποφάσισαν να ζητήσουν επίσημα το χέρι της. Έστειλαν πρόσκληση να έλθουν στο σπίτι τους να παραστούν στην γιορτή του Γεωργίου. Η Ευτέρπη μίλησε στην Βικτωρία για την αγάπη του γιου της.
Στην Οδησσό, η μητέρα του Κλέωνα ασθένησε και εκείνος καθυστέρησε αρκετά την επιστροφή του. «Εφαίνετο σύννους, σκυθρωπός, άλαλος, δεινός την όψιν και ενίοτε οργίλος μέχρι μανίας». Η ψυχική του διάθεση ήταν σε ακραία κατάσταση, «εκυμαίνετο μεταξύ των ερωτικών αμφιβολιών κα τινων μικρών ελπίδων». Ο κοινός γνωστός γιατρός Θ. Ταρασίδης τους κάλεσε σε γεύμα, έλαβε ερωτική επιστολή από την Ρεοζίλη και την φύλαξε σε ένα κιβώτιο. Μετά γύρισε στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινουπόλεως μαζί με την στεναχωρημένη μητέρα του, αφού λόγω της κακής σχέσης με την νύφη της δεν είδε τον γιο της Περικλή.
«Όταν δε επλησίασε εις τον Πειραιά, μία ορμητική όρεξις απέπνιγε την ερωτικήν φαντασίαν του, ήτις εντός ολίγου έμελλε να τον στέλλη έξω φρενών εις τα Τάρταρα, εις τας αγκάλας του άδου και μία αόρατος δύναμις ανεπτέρωσε με καταπληκτικήν ταχύτητα την εκ της ζηλοτυπίας δεινοπαθούσαν ψυχήν του».
Η Βικτώρια και ο Δημήτριος συμφώνησαν ότι ο Ιωάννης
Ζαχαρόπουλος ήταν κατάλληλος γαμβρός για την Ρεοζίλη. Όταν ήλθε το πλοίο στον
Πειραιά, κατέβηκε ο Δημήτριος στο λιμάνι με φίλους να τον υποδεχτούν. Η Ευτέρπη
επισκέφτηκε την Βικτωρία να τελειώσει το προξενιό λόγω της επιδείνωσης της
ερωτικής ασθένειας του γιου της: «Μείνατε
ήσυχος, εν τούτω τω μικρώ διαστήματι θα ερωτήσω επί τω σκοπώ τούτω την Ρεοζίλην
και θα σας γνωστοποιήσω αμέσως την θετικήν απάντησιν του συνοικεσίου».
Η Πηνελόπη, πρώην ερωμένη του Ιωάννη, «βλέπουσα την αποστροφήν του Ιωάννου δια τον έρωτάν της» ζήτησε βοήθεια από την θεία της. Εκείνη, αφού πήρε τις με καλή θέληση πληροφορίες από την Βικτωρία, φρόντισε και τα είπε όλα στον Ιωάννη και τον συμβούλεψε τι να κάνει...
«Έξω φρενών» ο Ιωάννης πήγε στο σπίτι της Βικτωρίας, της είπε τον έρωτά του για την κόρη της και έφυγε. Η Ρεοζίλη που ήταν παρούσα, χλωμή, λυπημένη, είπε μετά στην μητέρα της ότι αγαπά τον Κλέωνα. Τότε κτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Δημήτριος μαζί με τον Κλέωνα. Ο Ιωάννης επέστρεψε στο σπίτι του. Η γριά θεία της Πηνελόπης είχε φροντίσει να κλέψει τα δυο ερωτικά γράμματα που φύλαξε η Ρεοζίλη και έβαλε στην τσέπη του το ένα. Έτσι κατάλαβε ότι ο αντεραστής του ήταν ο Κλέων, ο σωτήρας του στην μάχη.
Ο Κλέων - που φιλοξενούνταν - πληροφορήθηκε από την Ρεοζίλη ότι ενδιαφερόταν για αυτήν και ο Ιωάννης κι ακόμα ότι έχασε το δεύτερο γράμμα του.
«Όστις έχει καρδίαν, όσον σκληρός και αν είναι θα δυνηθή να καταλάβη τι κακό έκαμε η γρηά εις τον Ιωάννην χάριν της ανεψιάς της και των ατομικών συμφερόντων της».
Ο Ιωάννης κατελήφθη από σφοδρό πυρετό. Η μητέρα του κάλεσε την Βικτωρία και την Ρεοζίλη να τον δουν. «Ταύτα πάντα μαθούσα η γρηά και ιδούσα ότι απέτυχε ο σκοπός της έλαβε την άλλην επιστολήν του ετέρου αντεραστού του Κλέωνος, ο οποίος ηγάπησε ποτε την Ρεοζίλην νοσηλευομένην εν Κηφισσία, και χωρίς να χάση καιρόν εμήνυσε κρυφίως τον Κλέωνα και του ενεχείρισε την επιστολήν προσποιουμένη ότι την έλαβε εκ του Ιωάννου». Ο Ιωάννης πέθανε στα 22 του χρόνια. Κοντά του πήγαν η μητέρα του η οποία έπεσε λιπόθυμη, η Ρεοζίλη που βλέποντας την σκηνή, κραυγάζοντας έχασε επίσης τις αισθήσεις της και η μητέρα της. «Ακούσαντες την κραυγήν τρέχουσι όλοι οι εν τη οικία και εν τω μεταξύ ο Δημήτριος, ο Κλέων, η Θέμις και είς ιατρός εισέρχονται. Η σκηνή αύτη ήτο αξιοδάκρυτος και λυπηρά…. είς πυροβολισμός αντήχησε, ο Γεώργιος προσπαθεί να βοηθήση την γυναίκα του, η Βικτωρία φροντίζει δια την Ρεοζίλην, η αστυνομία εις το άκουσμα του πυροβολισμού επενέβη, η Θέμις ιδούσα την αλληλομαχίαν του υιού της μετά τον πυροβολισμόν έμεινε αναίσθητος». Ο Κλέων σκότωσε την Βικτωρία, την Ρεοζίλη και πέφτει πάνω της σπαράσσοντας και λέγοντας απελπισμένα ερωτικά λόγια. Πυροβολεί για τρίτη φορά και αυτοκτονεί. «Παντού φωναί, αλλαλαγμοί, οιμωγαί, θρήνοι και οδυρμοί».
«Το πρωΐ όλοι εν συγκινήσει ητοίμασαν την αξιολύπητον και αξιοδάκρυτον εκείνην κηδείαν των τεσσάρων λειψάνων. Μετά τινας ημέρας η δικαιοσύνη επελήφθη τακτικών ανακρίσεων αι δε εφημερίδες εδημοσίευον ότι ο Κλέων αυταπατώμενος και εκ ζηλοτυπίας κινούμενος ηυτοκτόνησε αφού εφόνευσε ακουσίως την δεκαοκταέτιδα ερωμένην του και την μητέρα αυτής παρά τον ατυχή θάνατον του Ιωάννου Ζαχαροπούλου αντί του αντεραστού του ιατρού».
Η μητέρα του Κλέωνα, η Θέμις που ασθένησε, πέθανε μετά από δυο μήνες «και ετάφη πλησίον του ανθοσπάρτου μνήματος των προσφιλών εκείνων υπάρξεων».
Τέτοιου είδους έρωτες, πάθη κι αντιζηλίες που θολώνουν το μυαλό και καταστρέφουν ψυχές, ακούγονται παράξενα στις ημέρες μας αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σε διαφορετική ένταση και μορφή, πολλές φορές μάλιστα φέρνουν τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα.
Η Πηνελόπη, πρώην ερωμένη του Ιωάννη, «βλέπουσα την αποστροφήν του Ιωάννου δια τον έρωτάν της» ζήτησε βοήθεια από την θεία της. Εκείνη, αφού πήρε τις με καλή θέληση πληροφορίες από την Βικτωρία, φρόντισε και τα είπε όλα στον Ιωάννη και τον συμβούλεψε τι να κάνει...
«Έξω φρενών» ο Ιωάννης πήγε στο σπίτι της Βικτωρίας, της είπε τον έρωτά του για την κόρη της και έφυγε. Η Ρεοζίλη που ήταν παρούσα, χλωμή, λυπημένη, είπε μετά στην μητέρα της ότι αγαπά τον Κλέωνα. Τότε κτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Δημήτριος μαζί με τον Κλέωνα. Ο Ιωάννης επέστρεψε στο σπίτι του. Η γριά θεία της Πηνελόπης είχε φροντίσει να κλέψει τα δυο ερωτικά γράμματα που φύλαξε η Ρεοζίλη και έβαλε στην τσέπη του το ένα. Έτσι κατάλαβε ότι ο αντεραστής του ήταν ο Κλέων, ο σωτήρας του στην μάχη.
Ο Κλέων - που φιλοξενούνταν - πληροφορήθηκε από την Ρεοζίλη ότι ενδιαφερόταν για αυτήν και ο Ιωάννης κι ακόμα ότι έχασε το δεύτερο γράμμα του.
«Όστις έχει καρδίαν, όσον σκληρός και αν είναι θα δυνηθή να καταλάβη τι κακό έκαμε η γρηά εις τον Ιωάννην χάριν της ανεψιάς της και των ατομικών συμφερόντων της».
Ο Ιωάννης κατελήφθη από σφοδρό πυρετό. Η μητέρα του κάλεσε την Βικτωρία και την Ρεοζίλη να τον δουν. «Ταύτα πάντα μαθούσα η γρηά και ιδούσα ότι απέτυχε ο σκοπός της έλαβε την άλλην επιστολήν του ετέρου αντεραστού του Κλέωνος, ο οποίος ηγάπησε ποτε την Ρεοζίλην νοσηλευομένην εν Κηφισσία, και χωρίς να χάση καιρόν εμήνυσε κρυφίως τον Κλέωνα και του ενεχείρισε την επιστολήν προσποιουμένη ότι την έλαβε εκ του Ιωάννου». Ο Ιωάννης πέθανε στα 22 του χρόνια. Κοντά του πήγαν η μητέρα του η οποία έπεσε λιπόθυμη, η Ρεοζίλη που βλέποντας την σκηνή, κραυγάζοντας έχασε επίσης τις αισθήσεις της και η μητέρα της. «Ακούσαντες την κραυγήν τρέχουσι όλοι οι εν τη οικία και εν τω μεταξύ ο Δημήτριος, ο Κλέων, η Θέμις και είς ιατρός εισέρχονται. Η σκηνή αύτη ήτο αξιοδάκρυτος και λυπηρά…. είς πυροβολισμός αντήχησε, ο Γεώργιος προσπαθεί να βοηθήση την γυναίκα του, η Βικτωρία φροντίζει δια την Ρεοζίλην, η αστυνομία εις το άκουσμα του πυροβολισμού επενέβη, η Θέμις ιδούσα την αλληλομαχίαν του υιού της μετά τον πυροβολισμόν έμεινε αναίσθητος». Ο Κλέων σκότωσε την Βικτωρία, την Ρεοζίλη και πέφτει πάνω της σπαράσσοντας και λέγοντας απελπισμένα ερωτικά λόγια. Πυροβολεί για τρίτη φορά και αυτοκτονεί. «Παντού φωναί, αλλαλαγμοί, οιμωγαί, θρήνοι και οδυρμοί».
«Το πρωΐ όλοι εν συγκινήσει ητοίμασαν την αξιολύπητον και αξιοδάκρυτον εκείνην κηδείαν των τεσσάρων λειψάνων. Μετά τινας ημέρας η δικαιοσύνη επελήφθη τακτικών ανακρίσεων αι δε εφημερίδες εδημοσίευον ότι ο Κλέων αυταπατώμενος και εκ ζηλοτυπίας κινούμενος ηυτοκτόνησε αφού εφόνευσε ακουσίως την δεκαοκταέτιδα ερωμένην του και την μητέρα αυτής παρά τον ατυχή θάνατον του Ιωάννου Ζαχαροπούλου αντί του αντεραστού του ιατρού».
Η μητέρα του Κλέωνα, η Θέμις που ασθένησε, πέθανε μετά από δυο μήνες «και ετάφη πλησίον του ανθοσπάρτου μνήματος των προσφιλών εκείνων υπάρξεων».
Τέτοιου είδους έρωτες, πάθη κι αντιζηλίες που θολώνουν το μυαλό και καταστρέφουν ψυχές, ακούγονται παράξενα στις ημέρες μας αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σε διαφορετική ένταση και μορφή, πολλές φορές μάλιστα φέρνουν τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου