Μικρό
αφιέρωμα στα 180 χρόνια του Δήμου Πειραιά.
Από
το αρχείο της Φιλολογικής Στέγης.
Γράφει
ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Το παρόν τμήμα της έρευνας αφορά στα μέτρα ασφαλείας στον
Πειραιά του 1836. Μεταφέρω στην νεοελληνική ένα περιεκτικό κείμενο, απόλυτα
κατατοπιστικό, γραμμένο τον 19ο αιώνα (αρχείο Γεωργίου Κρέμου, συλλογή Γιάννη
Χατζημανωλάκη).
Ασφάλεια της πόλεως (περιπολίες). Οι πόλεις είναι ασφαλείς εφ’ όσον οι κάτοικοί τους, μισούν το έγκλημα και αγαπά ο ένας τον άλλον. Αυτό συμβαίνει συνήθως εκεί που η ενότητα της θρησκείας και η φυλετική συγγένεια συνδέουν τους συμπολίτες πάνω από κάθε τι άλλο, κάνοντάς τους να ζουν ηθικά.
Ασφάλεια της πόλεως (περιπολίες). Οι πόλεις είναι ασφαλείς εφ’ όσον οι κάτοικοί τους, μισούν το έγκλημα και αγαπά ο ένας τον άλλον. Αυτό συμβαίνει συνήθως εκεί που η ενότητα της θρησκείας και η φυλετική συγγένεια συνδέουν τους συμπολίτες πάνω από κάθε τι άλλο, κάνοντάς τους να ζουν ηθικά.
Στον Πειραιά υπήρχαν όλα αυτά την εποχή που ξανακτίστηκε.
Αλλά γρήγορα έπαψαν να υφίστανται γιατί ημέρα με την ημέρα άλλοι άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη ερχόμενοι, με ξεχωριστούς χαρακτήρες και θρησκείες, εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους ήλθαν μεν να συγκατοικήσουν χάριν συμφέροντος, αλλά συναναστρέφονταν με φόβο. Για αυτό και η ασφάλεια της νεοσύστατης πόλης ημέρα με την ημέρα έπεφτε σε κίνδυνο και παρίστατο ανάγκη να διορισθούν φύλακες.
Στα 1835 αν και δεν υπήρχε κανένας φύλακας οι κάτοικοι ζούσαν σε τάξη και ησυχία.
Στις αρχές του 1836 ακόμα ζούσαν με τον ίδιο τρόπο «επειδή», όπως έγραφε ο δήμαρχος στις 14 Ιανουαρίου 1836 στον εισαγγελέα «όχι μόνο επαγρυπνούν δραστήρια οι υπάλληλοί μας, αλλά και εμείς οι ίδιο επιτηρούμε καθημερινά».
Μετά από λίγες όμως ημέρες, ήτοι στις 21 του ίδιου μήνα διατάχθηκε ο αστυνόμος από τον δήμαρχο να μην περιφέρεται την νύχτα μόνος του, αλλά μαζί με εθνοφύλακες που να οπλοφορούν. Επειδή φρουρούσαν την πόλη μέχρι τότε οκτώ [;] χωροφύλακες, από τους οποίους οι δύο διέμεναν πάντοτε στο Φάληρο κι ένας στον στρατώνα (οπλοστάσιο)∙ ένας εγγράμματος σαν γραμματοφορέας του ενωμοτάρχη στην Αθήνα∙ άλλος συνόδευε τους διαδίκους στην Επίδαυρο ή στον Πόρο οπότε μόνον ένας απέμενε να φυλάσσει την πόλη, ο αστυνόμος ζήτησε αντί του ενός που υπήρχε ακόμα δύο εθνοφύλακες, από τους οποίους ο ένας να περιπολεί από το Άλκιμο έως την Ζέα και ένας στο μνημείο του Καραϊσκάκη, για να επαγρυπνεί το λαθρεμπόριο των ψαράδων: ο δεύτερος την μεν ημέρα να επιτηρεί την καθαριότητα της πόλεως, καταγράφοντας και καταμηνύοντας τους παραβάτες, την δε νύχτα να διανυκτερεύει στον τόπο που έχει συσσωρευτεί η ξυλεία, όπου χρησιμοποιείται ως κρησφύγετο των φαύλων και των λωποδυτών∙ ο τρίτος να διαμένει στον σταθμό∙ Πρότεινε δε τον Γεώργιο Μανίτη και Βενετζιάνο Παυλάκο άνδρες τίμιους και αγωνιστές, που είχαν αιχμαλωτισθεί το 1827 στην πολιορκία της μονής του αγίου Σπυρίδωνος. Αλλά και πάλι η πόλη δεν είχε καλή φρούρηση.
Αλλά γρήγορα έπαψαν να υφίστανται γιατί ημέρα με την ημέρα άλλοι άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη ερχόμενοι, με ξεχωριστούς χαρακτήρες και θρησκείες, εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους ήλθαν μεν να συγκατοικήσουν χάριν συμφέροντος, αλλά συναναστρέφονταν με φόβο. Για αυτό και η ασφάλεια της νεοσύστατης πόλης ημέρα με την ημέρα έπεφτε σε κίνδυνο και παρίστατο ανάγκη να διορισθούν φύλακες.
Στα 1835 αν και δεν υπήρχε κανένας φύλακας οι κάτοικοι ζούσαν σε τάξη και ησυχία.
Στις αρχές του 1836 ακόμα ζούσαν με τον ίδιο τρόπο «επειδή», όπως έγραφε ο δήμαρχος στις 14 Ιανουαρίου 1836 στον εισαγγελέα «όχι μόνο επαγρυπνούν δραστήρια οι υπάλληλοί μας, αλλά και εμείς οι ίδιο επιτηρούμε καθημερινά».
Μετά από λίγες όμως ημέρες, ήτοι στις 21 του ίδιου μήνα διατάχθηκε ο αστυνόμος από τον δήμαρχο να μην περιφέρεται την νύχτα μόνος του, αλλά μαζί με εθνοφύλακες που να οπλοφορούν. Επειδή φρουρούσαν την πόλη μέχρι τότε οκτώ [;] χωροφύλακες, από τους οποίους οι δύο διέμεναν πάντοτε στο Φάληρο κι ένας στον στρατώνα (οπλοστάσιο)∙ ένας εγγράμματος σαν γραμματοφορέας του ενωμοτάρχη στην Αθήνα∙ άλλος συνόδευε τους διαδίκους στην Επίδαυρο ή στον Πόρο οπότε μόνον ένας απέμενε να φυλάσσει την πόλη, ο αστυνόμος ζήτησε αντί του ενός που υπήρχε ακόμα δύο εθνοφύλακες, από τους οποίους ο ένας να περιπολεί από το Άλκιμο έως την Ζέα και ένας στο μνημείο του Καραϊσκάκη, για να επαγρυπνεί το λαθρεμπόριο των ψαράδων: ο δεύτερος την μεν ημέρα να επιτηρεί την καθαριότητα της πόλεως, καταγράφοντας και καταμηνύοντας τους παραβάτες, την δε νύχτα να διανυκτερεύει στον τόπο που έχει συσσωρευτεί η ξυλεία, όπου χρησιμοποιείται ως κρησφύγετο των φαύλων και των λωποδυτών∙ ο τρίτος να διαμένει στον σταθμό∙ Πρότεινε δε τον Γεώργιο Μανίτη και Βενετζιάνο Παυλάκο άνδρες τίμιους και αγωνιστές, που είχαν αιχμαλωτισθεί το 1827 στην πολιορκία της μονής του αγίου Σπυρίδωνος. Αλλά και πάλι η πόλη δεν είχε καλή φρούρηση.
Στις 8 Μαΐου διέταξε ο αστυνόμος την οπλοφορία των
εθνοφυλάκων και παράλληλα την αύξησή τους, διότι οι Βαυαροί στρατιώτες όχι μόνο
ήταν δυσκίνητοι, αλλά και άχρηστοι λόγω της άγνοιας της ελληνικής γλώσσας.
Αφύλακτο δε ένεκα τούτου έμενε και το κατάστημα της διαμετακομίσεως. Ακόμα δε
πιο προσεκτική για την ασφάλεια του Πειραιά έγινε η κυβέρνηση.
Η ιεροσυλία όμως του ναού του αγίου Σπυρίδωνος και ο φόνος
που διαπράχθηκε στην οδό που οδηγούσε από τον Πειραιά στην Αθήνα έγινε η αιτία,
να διορθωθούν με περισσότερη επιμέλεια τα θέματα της φύλαξης της πόλης.
Το φρουραρχείο δηλαδή των Αθηνών δήλωσε στις 13 Ιουνίου 1836
προς το φρουραρχείο Πειραιώς ότι «από αύριο κάθε βράδυ θα αναχωρούν από την
Αθήνα τέσσαρες περίπολοι ανά δύο ιππείς η κάθε μία για την ασφάλεια της οδού
που οδηγεί στην πρωτεύουσα. Το φρουραρχείο Πειραιώς θα διατάξει περιπόλους στην
πόλη του Πειραιώς από τις 10 η ώρα μ. μ. μέχρι τις 4 π. μ. και όλους εκτός των
εμπόρων, όσους θα συνέβαινε να συναντήσουν χωρίς φανάρι και να έχουν ισχυρές
αποδείξεις ότι είναι σε περίπατο ή να πηγαίνουν προς την Αθήνα πρέπει να τους
εμποδίζουν και να τους κάνουν αναγνώριση». Αυτά έγραψε την ίδια ημέρα και προς
τον δήμαρχο Πειραιώς. Με την πάροδο του χρόνου και μάλιστα με την αύξηση των
κλοπών προς το τέλος του Οκτωβρίου, ο αστυνόμος συνιστούσε στην διοίκηση να
διορισθεί μεν μία ακόμα ενωμοτία χωροφυλακής αντί των αχρήστων Βαυαρών
στρατιωτών∙ να δοθεί δε η άδεια οπλοφορίας στους εθνοφύλακες∙ να χορηγηθούν
διαμονητήρια έγγραφα στους ύποπτους και στους αγύρτες∙ ο δε υπολιμενάρχης να
μην επιτρέπει σε κανένα από τους ναύτες να διαμένει στην πόλη πέραν της 11ης
ώρας της νύχτας και ο φύλακας του υγειονομείου να οδηγεί τους καταπλέοντες
επιβάτες στην αστυνομία∙ δύο δε χωροφύλακες που θα κατασκηνώνουν όλη την νύχτα
κοντά στο άκρο της οδού του Πειραιώς «παρά την θέσιν των ανακτορίων» να μην
επιτρέπουν σε κανένα μετά την 11η ώρα της νύχτας την είσοδο από την
Αθήνα στον Πειραιά χωρίς να υπάρχει προέλεγχος: ούτε να μένει κάποιο αλιευτικό
πλοιάριο σε κοντινή απόσταση έξω από το λιμάνι, αλλά να αράζει μέσα σε αυτό για
την πρόληψη καταχρήσεων∙ η δε αστυνομία της Σαλαμίνος να μην επιτρέπει σε
κανέναν την διάβαση μέσω του Περάματος προς τα εκεί και από την Σαλαμίνα προς
το Πέραμα πριν παρουσιαστεί στην αστυνομία των Αμπελακίων∙ να δοθούν επίσης οι
απαραίτητες οδηγίες για τα χαρτοπαίγνια και τέλος το κατάστημα της αστυνομίας
να βρίσκεται σε κάποιο ισόγειο κτήριο της πόλης και όχι σε όροφο υψηλής
κατοικίας. Πάνω σε όλα αυτά που προτάθηκαν εφιστούσε η διοίκηση την προσοχή της
δημαρχίας την πρώτη και εντονότερα την 19 Νοεμβρίου 1836.
Φύλαξη των οδών.
Ήδη από τις 13 Ιουνίου 1836 εξ αιτίας του φόνου που συνέβη
έγινε φροντίδα, να φυλάσσεται με περιπόλους ιππέων η μεταξύ Αθηνών και Πειραιώς
οδός.
Την δε 5 Ιανουαρίου 1837 προσκαλέστηκε ο δήμαρχος σύμφωνα με
το διάταγμα που εκδόθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 1836, να φυλάσσει όχι μόνο την οδό
από τον Πειραιά στην Αθήνα, όπως είχε γίνει, αλλά και τον δρόμο που οδηγεί από
τον Πειραιά και την Αθήνα προς την Ελευσίνα.
Στις δε 9 Μαΐου 1837 ειδοποιήθηκε ο δήμαρχος να ενημερώσει
τους αγροφύλακες, ώστε μαζί τους να συνεργάζεται σε θέματα ασφαλείας η
χωροφυλακή και «όσες φορές η περίπολος της χωροφυλακής συναντιέται με τους
αγροφύλακες να δίνουν στην περίπολο
όσες πληροφορίες μπορεί να έχουν υπ’ όψη τους για τα διάφορα συμβάντα».
Σχόλια:
Ιεροσυλία του ναού
Αγίου Σπυρίδωνος: Τον Ιούνιο του 1836 κάποιος πέταξε στην ανεγειρόμενη
εκκλησία ένα ψόφιο [θνησιμαίο] ζώο το
οποίο στις 10 του μήνα διατάχθηκε να απομακρύνει [να εκρίψη] ο ενωμοτάρχης.
Ο πρώτος φόνος στον
Πειραιά: Ήταν του Αποστόλη Γ. Τριμάνη. Τα πράγματά του τα οποία
καταγράφτηκαν και τοποθετήθηκαν σε 4 κιβώτια έστειλε στις 30.6.1836 ο δήμαρχος
στον εισαγγελέα. Από πληροφορίες που βρήκα μάλλον τον σκότωσε ο Παναγιώτης
Καλκανδής (ο πρώτος διορισμένος - στις 29.12.1835 - γραμματέας του δήμαρχου) με
μαχαίρι.
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ασφάλεια (πόλεως) -
Ασφάλεια της πόλεως (περιπόλησις)
Αι πόλεις είναι ασφαλείς εφ’ όσον οι κάτοικοι αυτών, μισούσι
το έγκλημα και αγαπώσιν αλλήλους. Τούτο δε συμβαίνει συνήθως ένθα η ενότης της
θρησκείας και η φυλετική συγγένεια συνδέουσι τους ομοπολίδας είπερ τι και άλλο,
ηθικούς δήλα δη όντας. Εν Πειραιεί υπήρχον ταύτα πάντα κατά την ανάκτισιν
αυτού.
Αλλά ταχέως ταύτα εξέλιπον διότι οσημέραι άλλοι άλλοθεν
ορμώμενοι ετερότροποι και ετερόθρησκοι άνθρωποι πάντες άγνωστοι αλλήλοις
συμφέροντος ένεκα συνωκίζοντο μεν, αλλ’ ου και αδεώς συνανεστρέφοντο. Εντεύθεν
και η ασφάλεια της αρτιδόμου πόλεως οσημέραι εις κίνδυνον περιέπιπτεν και
ανάγκη παρίστατο φυλάκων της πόλεως.
Τω 1835 και μηδενός φύλακος όντος εν ευταξία και ησυχία
διήγον οι κάτοικοι.
Τω 1836 όμως αρχομένω ομοίως διήγον αλλά «διότι», ως έγραφεν
ο δήμαρχος τη 14 Ιανουαρίου 1836 τω εισαγγελεί «ου μόνον οι υπάλληλοί μας
επαγρυπνούσι δραστηρίως, αλλά και ημείς οι ίδιοι καθ’ εκάστην επιτηρούμεν».
Μετ’ ολίγας δ’ ημέρας, ήτοι τη 21 του αυτού μηνός,
[εξητείτο] ο αστυνόμος [παρά τω δημάρχω] μη μόνον περιφέρηται την νύχτα αυτός
ούτος, αλλά και οι μετ’ αυτού εθνοφύλακες οπλοφορώσιν. Επειδή δ’ εφρούρουν την
πόλιν έως τότε οκτώ χωροφύλακες, εξ ων δύο διέτριβον πάντοτε εν Φαλήρω και είς
εν τω στρατώνι (guανθία
di casarma)∙ είς εγγραμματοφόρος
ως γραμματοφόρος του ενωματάρχου εν Αθήναις∙ άλλος συνώδευεν διαδίκους εις τ’
Επίδαυρον και Πόρον και μόνον άρα είς υπελείπετο εις φύλαξιν της πόλεως, ο
αστυνόμος ητήσατο προς τω ενί υπάρχοντι δύο έτι εθνοφύλακας, ων ο μεν να
περιπολή από του Αλκίμου μέχρι της Ζέας και είς εις το μνημείον Καραϊσκάκη, ίνα
επαγρυπνή το των αλιέων λαθρεμπόριον: ο δε την μεν ημέραν επιτηρή την της
πόλεως καθαριότητα, καταγράφων και καταμηνύων τους παραβάτας, την δε νύκτα
διανυκτερεύη εν τη επισεσωρευμένη ξυλεία τω κρυσφυγέτω των φαύλων και λωποδυτών∙
ο δε τρίτος διατελή εν τω σταθμώ. Συνέστησε δε τον Γεώργιον Μανίτην και
Βενετζιάνον Παυλάκον άνδρας τιμίους και αγωνιστάς, αιχμαλωτισθέντας τω 1827 εν
τη πολιορκία της μονής του αγίου Σπυρίδωνος. Αλλ’ ουχ ήττον αμελώς εφρουρείτο η
πόλις.
Τη 8 Μαΐου εξητείτο ο αστυνόμος και αύθις την οπλοφορίαν των
εθνοφυλάκων και αύξησιν αυτών, διότι οι Βαυαροί στρατιώται ου μόνον δυσκίνητοι
ήσαν, αλλά και άχρηστοι διά την άγνοιαν της ελληνικής γλώσσης. Αφύλακτον δ’
ένεκα τούτου έμενε και το κατάστημα της διαμετακομίσεως. Έτι δ’ επιμελεστέρα
της συνασφαλείας του Πειραιώς εγένετο η κυβέρνησις.
Η ιεροσυλία όμως του ναού του αγίου Σπυρίδωνος και ο φόνος ο
διαπραχθείς εν τη εκ Πειραιώς εις Αθήνας αγούση αιτία εγένετο, ίνα
επιμελέστερον τα της φυλακής της πόλεως διορισθώσιν.
Το φρουραρχείον δήλα δη Αθηνών τη 13 Ιουνίου 1836 εδήλωσε τη
13 Ιουνίου 1836 προς το φρουραρχείον Πειραιώς ότι «απ’ αύριον κάθε εσπέρας
θέλουν αναχωρεί από Αθήνας τέσσαρες περίπολοι ανά δύο ιππείς εκάστη διά την
ασφάλειαν της οδού την φέρουσαν εις την καθέδραν. Το φρουραρχείον Πειραιώς
θέλει διατάξει περιπόλους εις την πόλιν Πειραιώς από τας 10 ώρας μ. μ. μέχρι
των 4 π. μ. και όλους εκτός των εμπόρων, τους οποίους ήθελον τύχει χωρίς
φανάριον και καλάς αποδείξεις να ήναι ή εις περίπατον ή να πηγαίνουν εις Αθήνας
πρέπει να τους εμποδίζουν και να τους αναγνωρίζουν». Τα αυτά τη αυτή έγραψε και
προς τον δήμαρχον Πειραιώς.
Οσημέραι δ’ αυξανομένων των κλοπών μάλιστα περί τον
Οκτώβριον λήγοντα, ο αστυνόμος συνίστα τη δοικήσει να διορισθή μεν μία έτι
ενωμοτία χωροφυλακής αντί των αχρήστων Βαυαρών στρατιωτών∙ δοθή δε η άδεια
οπλοφορίας των εθνοφυλάκων∙ χορηγηθώσι δε διαμονητήρια έγγραφα τοις υπόπτοις
και αγύρταις∙ ο δε υπολιμενάρχης μηδενί δ’ εκ των ναυτών επιτρέπη την διαμονήν
εν τη πόλει πέραν της 11ης ώρας της νυκτός, τους δε καταπλέοντας
επιβάτας οδηγή υπό φύλακα του υγειονομείου εις την αστυνομίαν∙ δύο δε
χωροφύλακες κατασκηνούντες δι’ όλης της νυκτός παρά το άκρον της οδού του
Πειραιώς «παρά την θέσιν των ανακτορίων» μηδενί [επιτρέπωσι] μετά την 11ην
της νυκτός επιτρέπωσι την είσοδον εξ Αθηνών εις Πειραιά άνευ
προεξελέγξεως: μηδέ δε αλιευτικόν πλοιάριον μένη εκτός του λιμένος πλησίον,
αλλ’ εν αυτώ προς πρόληψιν καταχρήσεων∙ μηδενί δ’ η αστυνομία Σαλαμίνος
επιτρέπη την διά του περάματος προς τα εκείσε και τα επί τάδε διάβασιν πριν αν
παραστή εν τη εν Αμπελακίοις αστυνομία∙ δοθώσι δ’ αι προσήκουσαι οδηγίαι περί
των χαρτοπαιγνίων και τέλος το κατάστημα της αστυνομίας κείται εν ισογείω τινί
της πόλεως και μη εν υψηλή οικία. Επί πάντων δε των προτεινομένων τούτων εφίστα
η διοίκησις την προσοχήν της δημαρχίας τη τε α΄ και εντονώτερον τη 19 Νοεμβρίου
1836.
Φύλαξις των οδών.
Ήδη από της 13 Ιουνίου 1836 διά τον επισυμβάντα φόνον
φροντίς εγένετο, ίνα διά περιπόλων ιππέων φυλάττηται η μεταξύ Αθηνών και
Πειραιώς οδός.
Τη δε 5 Ιανουαρίου 1837 προσεκλήθη ο δήμαρχος κατά το τη 1
Δεκεμβρίου 1836 εκδοθέν διάταγμα, ίνα φυλάττη ου μόνον την εκ Πειραιώς εις
Αθήνας, ως εγένετο, αλλά και την εκ Πειραιώς και Αθηνών εις Ελευσίνα άγουσαν.
Τη δ’ 9 Μαΐου 1837 προσεκλήθη ο δήμαρχος ίνα σημειώση τους
αγροφύλακας, όπως μετά τούτων συνεργή εις την ασφάλειαν η χωροφυλακή και
«οσάκις η περίπολος της χωροφυλακής συναπαντάται με τους αγροφύλακας να δίδωσιν
προς την περίπολον όσας ήθελον έχει πληροφορίας περί συμβάντων».
Πρώτη
δημοσίευση: Περιοδικό «Φιλολογική Στέγη Πειραιώς». Περίοδος Γ΄. Αρ. Φύλλου 1.
Καλοκαίρι 2016.
Σελ. 6 - 7. Εδώ με το πρωτότυπο κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου