Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Η ζωή κυλά στον Πειραιά.


Δηλαδή, τα χρόνια μας φεύγουν.


                                                                                            Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Φτάνουμε στα Χριστούγεννα, πλησιάζει η Πρωτοχρονιά, θα’ ρθουν, θα φύγουν κι εκείνες οι ημέρες σαν τις υπόλοιπες του 2015 που ζήσαμε κάπως έντονα ή άτονα, κεφάτα ή κακοδιάθετα, με προσμονή για κάτι καλό ή έτσι, για πολλούς, ασυναίσθητα, αδιάφορα. Κυρίαρχη και βασανιστική σκέψη του καθένα είναι η διαχείριση της οικονομικής κρίσης - όπως την επέβαλαν οι ξένοι δολοπλόκοι - από την κυβέρνηση, τα βαριά μέτρα που αφαιρούν τις χρηματικές απολαβές των πολιτών και καταστρέφουν τον επαγγελματικό - οικογενειακό μας προγραμματισμό, καθώς επίσης το μεταναστευτικό - προσφυγικό πρόβλημα. 
Τα μελλούμενα είναι μπροστά μας, η ελπίδα για κάτι καλλίτερο δίνει φτερά στις προσμονές, έτσι κανείς δεν φαίνεται να είναι ευχαριστημένος με την εποχή του.
Ο κόσμος κοιτάζει προς τα πίσω, εκεί που η μνήμη έχει συμπυκνώσει τα γεγονότα, τα έχει φιλτράρει αφαιρώντας τις κακές - τραυματικές εμπειρίες, έχει ωραιοποιήσει και προσθέσει μέσα σε ένα αχνό σύννεφο δόσεις νοσταλγίας, αγάπης για το παλιό, το δροσερό των εφηβικών - νεανικών χρόνων.
Είναι γιατί πολλά πράγματα αλλάζουν τόσο γρήγορα που εμείς αργούμε να τα προφτάσουμε και να τα κατανοήσουμε, να τα χωνέψουμε, που ξεβολευόμαστε, δείχνουμε αδυναμία, νιώθουμε ανασφάλεια, φόβο και καθυστερώντας την μνήμη, δεν απομένει παρά ν’ αναπολούμε την ησυχία των προηγούμενων εποχών «των παχιών αγελάδων» ή των γόνιμων φτωχών αλλά τόσο ζεστών σε αισθήματα και όνειρα ημερών.
Τι πιο πιστευτό λοιπόν από το «κάθε πέρσι και καλύτερα;».
Η τάση για απόρριψη του σήμερα και η αναμάσηση του παρελθόντος είναι ένα ανθρώπινο ελάττωμα αφού με αυτόν τον τρόπο χάνουμε σαν άτομα την ουσία του χρόνου που τρέχει, στερούμαστε την γεύση της ζωής που πρέπει συνεχώς να ανανεώνουμε, να τροφοδοτούμε και να στολίζουμε, να εμπλουτίζουμε με νέες εικόνες ώστε να συσσωρεύουμε στην άκρη του μυαλού μαζί με τις άλλες αναμνήσεις, όλες μας τις εμπειρίες, μέχρι τέλους... 
Οι μεγάλοι της δεκαετίας που διανύουμε ανατρέχουν στα ευοίωνα χρόνια του τέλους του 20ού αιώνα, έχουν μυθοποιήσει το ’50 και το ’60, οι μεσήλικες του τότε επαναφέρουν το ’20 και το ’30, αυτοί με την σειρά τους τα χρόνια του 1880 -1900 και πάει λέγοντας, πάντα σε συνδυασμό με τα νιάτα τους, την κοινωνία που είχαν γνωρίσει και που σιγά αλλά σταθερά έβλεπαν με την υποκειμενική κρίση τους να μεταβάλλεται αρνητικά.
  
ΕΛΛΑΣ. ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ. 69442. Souvenir du Pirée. Phalère. Γράφει στην πίσω όψη: «Εν Πειραιεί τη 5 Ιουνίου.       Έτος 1924. Προ τριών ημερών εφτάσαμε εις Πειραιά και μένομεν εντός του πλοίου ένεκα της απεργίας. Σας χαιρετώ εγκαρδίως   ο κουμπάρος σας. Σας ασπάζεται ο Πίπης είναι πολύ καλά. Ανέστης Φωτιάδης». Ανάποδα στο πλάι: «Σας χαιρετώ Ι. Γ. Σαλπικτίδης».

«Οι παλαιοί Πειραιείς, και εμείναμεν πολλοί ολίγοι, ενθυμούμεθα με πίκραν τας καλάς ημέρας των κοινωνικών συγκεντρώσεων του Πειραιώς όπου γνώριμοι όλοι εχαιρόμεθα την απόλαυσιν που δίδει μία οικογένεια ή η επικοινωνία μακράν από τας σκέψεις της κοσμοπολιτικής νοοτροπίας της σημερινής κοινωνίας...
Δεν ξεύρω τι θα γίνη δια το μέλλον, ημείς όμως οι ζήσαντες εν Πειραιεί από ετών μετά θλίψεως θα νοσταλγούμεν ένα παρελθόν εύμορφον, πλήρες αναμνήσεων, μίαν τέλος κοινωνικήν κίνησιν, την οποίαν εζήλευεν η κοινωνία της πρωτευούσης...
Τα πλείστα των εν τη κοινωνική τότε εμφανίσει δρασάντων προσώπων εξέλιπον ή κατέβαλεν ο χρόνος, αλλά ολίγοι εκ των παλαιών Πειραιωτών που εμείναμεν θα αναμιμνησκώμεθα μετά νοσταλγίας ένα παρελθόν που ίσως δεν θα επανέλθη υπό την μορφήν της εποχής του» έγραψε ο Γεώργιος Στρίγκος [12.10.1878 - 13.1.1956], πρόεδρος του ΕΒΕΠ, στον Μέγα Οδηγό Πειραιώς, 1928-29, σελ. 22-23.

POST CARD. Π. Κ. ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΟΔΟΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥ 114 Β ΑΘΗΝΑΙ. Νο 43. Χρησιμοποιημένη καρτποστάλ του μεσοπολέμου με τίτλο: ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΒΟΡΕΙΟΣ). Η πίσω όψη είναι γραμμένη με μολύβι. «Φάληρον 29/5/32. Αγαπητή μου Σοφία. Έκαμα ωραίον ταξίδι αλλά είχα πολλές σκοτούρες με τον Κώσταν διά να πάει εις Βερολίνον. Συγγνώμη που δεν σας έγραψα αμέσως. Εγώ ίσως την Κυριακήν εις τας 5 αναχωρήσω διά την πόλιν με συντροφιά μεγάλη. Όχι βέβαιον: Δεν ξεχνώ πόσον ωραία πέρασα και σας ευχαριστώ. Χαιρετισμούς στον κ. Ανδρόνικο. Σε φιλώ Ευδοκία». Είχε παραλήπτρια την Σοφία Μολφέση στην Θεσσαλονίκη.
  
«Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο τον απέραντο, συναντώμεν έμψυχα και άψυχα, ή εκτελούμε πράξεις, ή δοκιμάζομεν στιγμές ζωής, προ πάντων κατά την πρώτην περίοδόν της, την συντροφευμένην με το όνειρο, που ενώ επακολουθούν άλλα σημαντικώτερα, επανέρχονται διαρκώς εις την μνήμη μας και μας προκαλούν βαθειά συγκίνησιν, πολλές φορές μιά νοσταλγία, ένα πόθον να τα ξανασυναντήσωμε, να τα ξαναδοκιμάσωμε, να τα ξαναζήσωμε και επειδή αυτό δεν είνε κατορθωτόν, αρκούμεθα εις την απόλαυσιν της αναμνήσεως, που είναι μιά από της καλλίτερες απολαύσεις της ζωής...  
Από τη ζωή την περασμένη που με χωρίζουν τώρα μερικές δεκαετίες, μου φαίνεται ότι δεν με χωρίζει πια ούτε μια στιγμή· την ξαναβρίσκω ζωντανή, ωραιοτέρα παρ’ ό,τι την έβλεπα και την αισθανόμην τότε που ήταν πραγματική..
Όλα αυτά, αφού περάση η κυριαρχία των ρεμβασμών μου και αφού επανέλθω εις την πραγματικότητα, τ’ αφίνω κατ’ ανάγκην, αφού εξακολουθώ να ζω και να χαράσσω την γραμμήν της ζωής μου· μα τα έχω κατατάξει εις την τάξιν εκείνην των περασμένων που δεν είνε και ξεχασμένα: - Περασμένα κι’ αλησμόνητα» προλόγισε στα 1938 (σελ. 13 και 15) στο ομώνυμο - με την τελευταία ρήση - βιβλίο του ο Άγγελος Κοσμής [1879 - 5.12.1951].
«Τι χρόνια, Θεέ μου, τι καιροί. Να’ ταν να ξαναγύριζαν έστω για λίγο εκείνα τα «δικά μας» χρόνια τα ξένοιαστα τα ωραία έτσι σαν μια ανάσα για νέο ξεκίνημα και σκοπό.. Να’ τανε άραγε πιο ωραία τα τότε χρόνια ή εμείς τα ζήσαμε έτσι και δε θέλουμε να παραδεχτούμε τη σημερινή σύγκριση και πραγματικότητα;
Σήμερα ήλθε η πολυκατοικία, το τσιμεντένιο μας κελί και τα ισοπέδωσε όλα. Τώρα χάσαμε κι αυτήν ακόμα την ταυτότητά μας...
Σήμερα ζούμε μια απρόσωπη ζωή τελείως μηχανική, μια ζωή αγωνίας απανθρωπιάς, μια ζωή ταχύτητας ανέσεων, αδιαφορίας, εγκλήματος, ευκόλου χρήματος.. Για όνομα του Θεού δεν θα’ θελα να πω πως ήταν ζωή εκείνη για μας με τόσες στερήσεις, απλά σαν αντιπαράθεση τα γράφω για την τότε ζωή... Το αν ήταν καλύτερα τότε ή χειρότερα από το σήμερα, βρες το μόνος σου καλοπροαίρετα, φίλε αναγνώστη..
Ήταν τότε που η πόλη αυτή λεγόταν «ο ευτυχισμένος Πειραιάς». Τι να πρωτοθυμηθείς όταν στη ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων παθαίνεις σύγχυση του ονείρου με την πραγματικότητα κι αρνείσαι να προσγειωθείς σ’ αυτή, και μένεις κοντά στο όνειρο αμετανόητος νοσταλγός μιας ζωής που πέθανε και που δε θέλεις να το παραδεχτείς» μονολογεί σχεδόν ο Στέλιος Μπινιάρης [1916 - 31.1.2000] σε πολλά σημεία στο βιβλίο του «Ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου και της Κατοχής» το 1988.

Φωτογραφία σε χαρτί Agfa, υπάρχει τυπωμένη και μιά ημερομηνία, -9.1.61. Μικρολίμανο. Ένα κοριτσάκι αν και καθισμένο στην καρέκλα με θέα προς τις βάρκες, στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω, στον φακό την στιγμη που το απαθανατίζει. Τα χρόνια πέρασαν, η ζωή κύλησε, η μικρούλα, γυναίκα πλέον θα εξηνταρίζει ενώ το Μικρολίμανο υποδέχεται τους επισκέπτες του εντελώς αλλαγμένο, λιγότερα αθώο αλλά πάντα ελκυστικό. 

Φυσική απόρροια των δεδομένων είναι το παιδί που μεγάλωσε στα 1990 να θυμάται όταν ωριμάσει και γεράσει τα χρόνια που έζησε έφηβος και νέος, σαν τα καλύτερα και ιδανικότερα από αυτά που θα έχει μπροστά του, στο 2040, το 2050 για παράδειγμα.
Θα παρακαλεί μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του να γινόταν να περπατήσει στους πειραιώτικους δρόμους ας πούμε του 1999, που εμείς - κι εκείνο - δεν δώσαμε τότε καμιά σημασία, να σταθεί μπροστά στις βιτρίνες που θαύμαζε με τα αθώα του μάτια και που εμείς προσπερνούσαμε αδιάφορα, να πιάσει στα χέρια του ένα περιοδικό, μια εφημερίδα που κάποτε θα είναι ίσως κάτι σπάνιο, τώρα όμως τα πετάμε στα σκουπίδια αφού τα διαβάσουμε, να δακρύσει μπροστά σ’ ένα κτήριο, την πολυκατοικία που έμενε γιατί ίσως θα έχει αντικατασταθεί με κάποιο άλλο, προχωρημένο σε αρχιτεκτονική μεγαθήριο, που εμείς πάλι θεωρούμε άχαρο συγκρίνοντάς το με τα νεοκλασικά των δικών μας εφηβικών χρόνων.
Θα ήθελε να πάρει μια κάρτα με τον Πειραιά, ένα βιβλίο, κάποιο αναμνηστικό, να μπει σε μια καφετέρια που είχε άλλο ύφος και διαρύθμιση, μια ταβέρνα που πήγαινε, ένα παραδοσιακό σινεμά, ένα μικρομάγαζο, ιδέες ίσως ξεπερασμένες τότε, χαρακτηριστικές για μας, ν’ αγγίξει τα τελευταία ελληνικά νομίσματα σε δραχμές αφού ήταν γνωστό ότι σύντομα θα μετατρέπονταν σε ΕΥΡΩ (EURO), να ξαναζωντανέψει  τους νεκρούς γονείς, συγγενείς και φίλους του..
Από τα Χριστούγεννα στο Πάσχα, από το Καλοκαίρι στον Χειμώνα μια αδιατάρακτη συνέχεια και τα χρόνια, σαν χάντρες στο νήμα από πετονιά, κυλάνε προς τα πίσω, αθόρυβα.
Κάποιος πέθανε στην γειτονιά, ένα καινούργιο μωρό έρχεται, το σπίτι αυτό κατεδαφίζεται, υψώθηκαν μεγαλύτερες πολυκατοικίες, δίπλα εκτελούνται έργα, σηκώθηκαν μεγάλες γέφυρες, ένας πεζόδρομος φτιάχτηκε, οδοί μονοδρομήθηκαν, χτίστηκαν νέες νησίδες, λεωφορεία και τρόλεϊ άλλαξαν διαδρομή και στάσεις, έρχεται το μετρό, το τραμ κατεβαίνει στο λιμάνι, ο φωτισμός άλλαξε, τοποθετήθηκαν κι άλλα δένδρα, φυτεύτηκαν πανύψηλοι φοίνικες, το κατάστημα έκλεισε, η βιτρίνα ανακαινίστηκε, η μόδα φέτος μας θέλει ντυμένους διαφορετικά..  
Κινήσεις αέναες της ζωής που κάθε φορά δίνουν μια διαφορετική όψη στην πόλη.
Σαν σύνολο, χρειάζεται να περάσει καιρός για να γίνει αντιληπτή η αλλαγή στο τοπίο από τον παλιό στον νεότερο, μετά στον σύγχρονο και παραπέρα στον μελλοντικό Πειραιά.
«Ο Πειραιεύς πυκνοκατοικείται και η κίνησις κυρίως εις το κέντρον της πόλεως αυξάνεται τρομακτικά. Όπως υποστηρίζεται ανωτέρω τα πάντα αλλάζουν.
Ο Πειραιεύς του άλλοτε λησμονείται και οι νέοι κάτοικοι ας φροντίσουν να συντελέσουν εις την δημιουργίαν μιάς νέας ζηλευτής ζωής την οποία με υπερηφάνειαν θα ιστορούν οι μεταγενέστεροι ως μίαν νέαν εποχήν του Πειραιώς του άλλοτε». [Πάνος Λώζος, 1908 - 1994, Ο Πειραιεύς του άλλοτε, 1987, σελ. 169].
Για να θυμάσαι  πρόσωπα, πράγματα, τόπους και καταστάσεις κρατάς σημειώσεις, διαβάζεις παλιά βιβλία κι εφημερίδες, ψάχνεις στο διαδίκτυο, φτιάχνεις αρχείο, μαζεύεις καρτποστάλ, φωτογραφίες, ό,τι εφήμερο από έντυπο υλικό και μικροαντικείμενα.
Γιατί όπως ο άνθρωπος στην διαδρομή της ζωής του, έτσι κι ο Πειραιάς θα πρέπει να φέρει πάνω του και να δείχνει θαρρετά τα «χαρτιά» του για να αναγνωριστεί κάποτε.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 1999, σελ. 17. 
Μεταφορά κειμένου στο περιοδικό Πειραϊκό Ορόσημο, τεύχος 53, Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου 2015, προσαρμοσμένο στα σημερινά δεδομένα. Οι φωτογραφίες ανήκουν στην συλλογή μου.

    
        


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου