Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Ο επίμονος μελετητής, αφού βρει και καταγράψει ένα παλιό
πειραιώτικο τοπωνύμιο, συνεχίζει να ερευνά για την αξιολόγησή του, προσπαθώντας
να ταυτίσει τη λέξη με το συγκεκριμένο χώρο στον οποίο δόθηκε
το όνομα, να
ταξινομήσει χρονολογικά και να διαλευκάνει την ετυμολογία του.
Πολλές φορές συμβαίνει να μην δίνεται εύκολα κάποιο σημείο
αναγνώρισης.
Έτσι μένει για καιρό «σκοτεινό» και συνάμα «ελκυστικό»..
Ένα τέτοιο «δύσκολο» τοπωνύμιο ήταν και το Γωνία, Γωνιά, Γκονία, Γκωνέα που την ιστορική ύπαρξή του στο
νεότερο Πειραιά θα αναλύσω τώρα μέσα από όσες έντυπες πηγές μπόρεσα να έχω στη
διάθεσή μου.
Πρώτη λοιπόν αναφορά για «τον λεγόμενον Γωνίαν τόπον»
έχουμε στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος,
αρ. 24, σελ. 94, εν Αιγίνη, Σαββάτω,
29 Ιανουαρίου 1827, στις εγχώριες ειδήσεις.
Στις 24 Ιανουαρίου 1827 στρατιωτική δύναμη από ξηρά και
θάλασσα «αποφασισμένη εις κυρίευσιν του
Πειραιώς εκίνησεν...» και «Η έμβασις
των στρατευμάτων άρχισε κατά την εννάτην ώραν της ημέρας, και ετελείωσε κατά
την πρώτην της νυκτός, και κατά την τετάρτην ώραν απήραν τα πολεμικά πλοία,
προηγουμένου του ατμοκινήτου, και παρακολουθούντων των άλλων πλοιαρίων, και
μετά τεσσάρων ωρών πλουν έφθασαν εις το Πασσά Λιμάνι (Φαληρέα), όπου έμελλε να
γενή η απόβασις. Η απόβασις άρχισε κατά την ογδόην ώραν της νυκτός, και
διήρκεσε μίαν ώραν εις τον λεγόμενον Γωνίαν τόπον. Η επί του λόφου Καστέλλα
λεγομένου Τουρκική φυλακή ετουφέκισε την εμπροσθοφυλακήν· αλλ’ είς αλαλαγμός
του στρατεύματος κατετρόμασε τους εχθρούς, και τους έκαμε να κλεισθώσιν εις το
μοναστήριον του αγίου Σπυρίδωνος, και εις το τελώνιον..».
Την πληροφορία αυτή αλλά ίσως και διάφορες άλλες μαρτυρίες
χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος Ράδος
(1862 - 1931) στο βιβλίο «Φρανκ Άμπνεϋ
Άστιγξ - έγγραφα και σημειώσεις περί του έργου αυτού εν Ελλάδι», βιβλιοπωλείον
Ελευθερουδάκη και Μπαρτ, 1917: «Οι
στρατιώται εισεβιβάσθησαν νύκτωρ εις τα πλοία άτινα αναχθέντα την τετάρτην ώραν
της πρωΐας, εξ Αμπελακίων της Σαλαμίνος, μετά τινας διαδρομάς εν τω Σαρωνικώ,
ενεφανίζοντο περί την ογδόην ώραν εις Φάληρον και μετ’ ολίγον εξετέλουν
απόβασιν εις Γωνιάν, όπου νυν περίπου η πλατεία "Αλεξάνδρας",...».
Ο Ράδος φρόντισε γρήγορα να διορθώσει το σκεπτικό του, επικαλούμενος
τη γνώμη του καθηγητή Ιάκωβου Δραγάτση, δημοσιεύοντας μέρος της επιστολής του:
«Ο εντριβέστατος εν τούτοις περί τα πειραϊκά Δραγάτσης
παρατηρεί ημίν: Σήμερον ουδέν σημείον της
ακτής φέρει την ονομασίαν ταύτην, ήτις έχει διαγραφή εντελώς και λησμονηθή. Δεν
είναι δ’ εκεί ένθα σημειώνεις. Γέρων εντόπιος μοι έδειξε προ ετών το μέρος της
αποβάσεως, το οποίον ήτο ακριβώς η προεξοχή η ελαφρώς χωρούσα εις την θάλασσαν
κατά την ανατολικήν ακτήν της Μουνυχίας (Καστέλλας) και στενουμένη εις μικράν
χερσόνησον εφ’ ης εκτίσθη η έπαυλις Ζαχαρίου επί της γωνίας της σχηματιζομένης
υπ’ αυτής και της άλλης παραλίας, προφυλασσομένης δε υπό της άνωθεν ακτής.
Είναι η μόνη κατάλληλος θέσις προς απόβασιν και αιφνιδιαστικήν της Καστέλλας
κατάληψιν, ενώ η άλλη, η κατά το Σηράγγιον, τώρα φαίνεται προσιτή πως. Ομοιάζει
ολίγον με την Κοινόσουραν εν σμικρώ. Θα ίδης την θέσιν προχωρών ολίγα βήματα
από της οικίας Μακά προς το Φάληρον. Είναι σύνοπτος κάτωθεν».
Στεκόμαστε κυρίως σε αυτά τα κείμενα, αφού ο Δημήτρης
Φωτιάδης (1898 - 1988) στον «Καραϊσκάκη» του, Αθήνα 1956, ακολουθεί πλέον τους
άλλους συγγραφείς που παραβλέπουν να αναφέρουν τον τόπο:
«Την προηγούμενη νύχτα, 24 με 25 του Γενάρη, έπειτα από τρεις ώρες που
σκοτείνιασε, ξεκινάει ο Γκόρντον από τη Σαλαμίνα. Τ’ ασκέρι του το παράστεκε
από τη θάλασσα τ’ ατμοκίνητο "Καρτερία" με κυβερνήτη τον Άστιγγα,
τρία μπρίκια, πέντε γολέτες κι ένα μίστικο... Φτάνουν όξω από το Πασαλιμάνι
κατά τα μεσάνυχτα κι ο Γκόρντον διορίζει τον Μακρυγιάννη να πρωτοβγεί. Παίρνει
μαζί του όσα παληκάρια χωρούσαν σε δύο φελούκες και κάνει ντισμπάρκο...».
Ο δε Μακρυγιάννης γράφει στα «Απομνημονεύματα»: «Το ταχτικό, ο Ναταράς ο Γιάννης κι’ εγώ ως
χιλιοχτακόσοι άνθρωποι να βούμεν εις τον Πειραιά τα μεσάνυχτα. Πήγαμεν· με
διορίζει ο Γκόρδον με το σώμα μου να πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις την θέσιν του
Φαληρέως. Ράξαμεν εις το Πασιά Λιμάνι. Πρωτοβήκα με δυό φελούκες μ’ ανθρώπους μου και τότε πολεμήσαμεν
γενναίως τους Τούρκους, μας πολέμησαν κι’ αυτείνοι παληκαρίσια, και τους
τζακίσαμεν και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως το μοναστήρι εις τον Άγιον Σπυρίδωνα,
εις τον Δράκον ....».
Ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Διονύσιος Σουρμελής μιλάνε
αόριστα: «οι φθάσαντες εις το Φάληρον
απέβησαν ανενοχλήτως αυτονυχτεί...» και «άμα δε απέβησαν οι Έλληνες εις την Μουνιχίαν...», ενώ ο Ιωάννης
Μελετόπουλος (Πειραϊκά, 1945, σελ. 44) μνημονεύει: «Περί την 8ην εσπερινήν της 24ης Ιανουαρίου 1827
στολίσκος υπό τας διαταγάς του Άστιγγος, αποτελούμενος εκ της
"Καρτερίας", δύο Ψαρριανών πολεμικών βρικίων υπό τους πλοιάρχους Κ.
Δημητρίου Παπανικολήν και Κ. Γιαννίτσην, εξ ετέρου βρικίου, ούτινος επέβαινεν ο
συνταγματάρχης Γόρδων, ως και εκ μερικών μικρών μεταγωγικών πλοιαρίων,
εισήρχετο εις τον λιμενίσκον της Μουνυχίας, οπόθεν εσκοπείτο απόβασις προς
κατάληψιν του Πειραιώς».
Γεγονός λοιπόν είναι ότι η αποβίβαση έγινε κάπου μεταξύ
Πασαλιμανιού και Νέου Φαλήρου σε τμήμα της ακτής που πάνω της υψώνεται η
Καστέλλα.
Καστέλλα λεγόταν το ψηλότερο επίπεδο του λόφου της αρχαίας
Μουνιχίας, όπου επί βενετοκρατίας υπήρχαν οχυρωματικός πέτρινος χτιστός
περίβολος και χαρακώματα.
Η Έλσα Σοφού παρουσίασε στα 1973 ένα χάρτη του Πειραιά που
συντάχτηκε στα 1687 από τους Βενετούς. Πάνω στο λόφο της Μουνυχίας, όπως λέει ο
τίτλος και χαράχτηκε στο σχέδιο, είχε προταθεί να χτιστεί ένα μεγάλο φρούριο: «con la propositione d’ una fortezza in sito più opportuno lineata di giallo».
Επειδή το Μικρολίμανο που σχηματιζόταν από κάτω του,
νομιζόταν ότι ήταν το παλαιό λιμάνι της Αθήνας,
το Φάληρον, λεγόταν και
Φαληρέας.
Φανταζόμαστε απλά ότι το σημείο θα είχε προεπιλεγεί από
κάποιους που ήξεραν τα κατατόπια ή θα το είχαν κατασκοπεύσει από πριν, επειδή
μια νυχτερινή έφοδος θέλει προετοιμασία, προσοχή και κατάλληλες κινήσεις.
Μπορεί και να προτιμήθηκε «επί χάρτου» στο τραπέζι των αποφάσεων των
επιχειρήσεων.
Η πρόταση του Δραγάτση συμφωνεί και διευκολύνει μια τέτοια
πράξη.
Οι επιχωματώσεις με τα τεχνικά έργα έχουν σχηματίσει στις
μέρες μας ένα διαφορετικό περιβάλλον που απέχει πολύ από τη φυσική ακτογραμμή
των επαναστατικών χρόνων, όλου του 19ου αιώνα και πολλών από τον 20ό.
Παρά τη διαβεβαίωση του Δραγάτση ότι η ονομασία έχει
λησμονηθεί και σε πείσμα της άγνοιάς μας έρχονται τα παλαιά συμβόλαια - έγγραφα
τίτλων κατοχής, αγοραπωλησίες οικοπέδων και σπιτιών, υποθηκών κ.ά., - να μας
διαφωτίσουν.
Εκεί εμφανίζονται στη σωστή γραφή ή παρεφθαρμένα τα
αυθεντικά τοπωνύμια που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι γεωργοί, βοσκοί, κτηματίες,
για αναγνώριση των εδαφών τους.
Η «Γωνία» ή «Γωνέα» φαίνεται να είναι καθαρά ελληνική
- βυζαντινή λέξη.
Ως τοπωνύμιο έχει γεωγραφική σημασία και μας παραπέμπει σε
«τόπο που γωνιάζει».
Συμβαίνει πολλές φορές ένα «μικρό» σε έκταση τοπωνύμιο να
προεκτείνεται σε γειτονικές περιοχές (ειδικά όταν αυτές στερούνται ή δεν έχουν
ισχυρή ονομασία) να διατηρείται εκεί και να ξεχνιέται στην αρχική του θέση.
Αν η απόβαση πραγματοποιήθηκε στη φερόμενη «Γωνία»,
ανατολικά του Μικρολίμανου, δεξιά ή αριστερά της έξαρσης που σημειώνεται σε
πολλούς πειραιώτικους χάρτες - μπορείτε να τους βρείτε εύκολα - προς τη
σύγχρονη ακτή Δηλαβέρη θα ήταν χρήσιμο να προχωρήσουμε στη Βασιλέως Παύλου,
πρώτα μέχρι την οδό Τζαβέλα και μετά στη Ρεπέτσα, ώστε να βρεθούμε αναπάντεχα
σε μια ευχάριστη έκπληξη.
Σε συμβολαιογραφική πράξη (αριθμός 179, 14.7.1902) η Χρυσή
Κ. Κυριακοπούλου δανείστηκε 600 δραχμές από το Νικ. Α. Απέργη και έβαλε υποθήκη
ένα σπίτι «κείμενον εν Πειραιεί κατά την θέσιν " Γκονία" που συνόρευε με τις ιδιοκτησίες Μιχ. Σπυθουράκη, Ανδρ.
Κροντιρά, οδό Τζαβέλα» (Χάρης Κουτελάκης, περιοδικό ΨΥΤΤΑΛΕΙΑ, τεύχος 10 - 11,
σελ. 11).
Σε συμβόλαιο επίσης της οδού Λοχαγού Ρεπέτσα 3, βρίσκω ότι η
οικία είχε κτιστεί στη θέση "Γκωνέα".
Στις 28 Φεβρουαρίου
2014 βρέθηκα σε μια αληθινά «δυνατή» στιγμή.
Για πολύ καιρό περίμενα να δώσει τις πληροφορίες του ο φίλος
μου δικηγόρος, συλλέκτης και ιστοριοδίφης Μιχάλης Βλάμος. Συναντηθήκαμε για
καφέ και έφερε να δω κάτι συμβόλαια. Το πρώτο ήταν η υπ’ αριθμόν 2347/1964
άδεια εργασιών ανακαίνισης του σπιτιού του στο Μικρολίμανο. Στο όνομα του
ιδιοκτήτη πατέρα του Γεωργίου Βλάμου στην οδό Μίνωος 12, τώρα 16, καταγράφεται
ότι βρίσκεται στην θέση «Γκονέα ή Γωνία»!
Το δεύτερο συμβόλαιο, αριθμός 13060 της 15.9.1955, μια
«διανομή κοινού ακινήτου», αναφέρει
«...εν
Πειραιεί και εντός του σχεδίου της πόλεως κατά την θέσιν "Τουρκολίμανο ή
Φανάρι ή Γωνιά Φαλήρου" της περιφερείας του Δήμου Πειραιώς.. εκτάσεως 876
και 81 % μέτρων τεκτονικών τετραγώνων συνορευόμενον Βορείως με κτήμα Γεωργίου
Βλάμου εν μέρει και κληρονόμους Αναγνωστάκη εν μέρει, Νοτίως με Ακτήν Αλεξ.
Κουμουνδούρου, Ανατολικώς με κτήμα Θεοδώρου Βαρβαρέσσου και Δυτικώς με κτήμα
κληρονόμων Ευστρατίου Πατσούρη...». Σε επόμενο συμβόλαιο που αφορά το ίδιο
οικόπεδο ιδιοκτησίας Ειρήνης Βαρβαρέσου, 17922/30.10.1989, «σύστασις οριζοντίου
ιδιοκτησίας», ο συντάκτης διευκρινίζει
«που
τώρα η θέση αυτή λέγεται Μικρολίμανο και στην Ακτή Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου
στην οποία τώρα έχει τον αριθμό 20 και πριν είχε τον αριθμό 14...».
Αισθανθήκαμε ότι με αυτή τη διαπίστωση είναι σαν να
«περικυκλώσαμε» επιτέλους το τοπωνύμιο, ότι το εντάξαμε στις κανονικές του
διαστάσεις.
Αδιάλειπτη πρόσβαση στα συμβόλαια των ιδιοκτησιών της
περιοχής θα μας δώσει πληρέστερη εικόνα της διάδοσης του τοπωνυμίου, που
τουλάχιστον στη μια πλευρά φαίνεται να καταγράφεται μόνο του και στην άλλη
συνδεδεμένο με ένα άλλο προγενέστερο, παράλληλο ή όμορό του (όπως στα διπλά
Καστέλλα ή Μουνιχία, Βάρη ή Λιβάδι, Μουσελή ή Καραβάς).
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ, τεύχος 17.
Οκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2006. Σελ.14 - 15. Εδώ σε ανανεωμένη μορφή
για το blog.
Εύγε για την δουλειά σας κε Κρασονικολάκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω όμως να συμπληρώσω μία πληροφορία που έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν της προεπαναστατικής Αθήνας και η οποία μπορεί να σας φανεί χρήσιμη για τις μελέτες σας στον Πειραιά, καθότι αυτήν την πληροφορία δεν θα την βρείτε πουθενά γραμμένη. Το τοπωνύμιο λοιπόν «Γωνιά» στα παλαιοαθηναϊκά ονομάζεται «Γκωνέα» ή και «Γωνέα», έτσι δηλαδή το πρόφερε και ο Παππούς του Παππού μου γεννημένος στην Αθήνα το 1845 από Αθηνιώτες γονείς. Και αυτό διότι στην Παλαιοαθηναική ντοπιολαλιά, πέραν των άλλων χαρακτηριστικών που έχει, απουσιάζει και η συνίζηση, δηλαδή το "ία" και το "έα" δεν γίνονται "jα" (για) όπως στην συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών διαλέκτων, αλλά παραμένουν ως έχουν, ή σπανιότερα γίνονται "α" (π.χ. η εκκλησιά λελείται εκκλησά). Γι’ αυτό και αρκετά Αθηνιώτικα επίθετα τελειώνουν σε «έας» και ακόμα περισσότερα τοπωνύμια.
Αξίζει να σημειωθεί πως δύο από τις προεπαναστατικές οικογένειες του προεπαναστατικού «χωριού» του Πειραιά (Περέας) φέρουν το όνομα «Ξυδέας». Καθώς και τρία παλαιά τοπωνύμια της Αττικής που καταλήγουν σε «έας» βρίσκονται στον Πειραιά (Περέας, Γκωνέα, Ξιουλοκερατέα (γράφεται Ξυλοκερατέα, αλλά στην Αθηνιώτικη το «υ», όταν δεν πρόκειται για κατάληξη και όταν δεν εξαιρείται, προφέρεται «ιού»).
Στα παλαιοαθηναϊκά «Ξυδέας» σημαίνει ότι σημαίνει «Ξυδιάς» για τα υπόλοιπα Ελληνικά όπου δεν παρουσιάζουν απουσία συνιζήσεως. Σκεφτείτε λοιπόν τους απόγονους της οικογενείας αυτής οι οποίοι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχουν εκφυλιστεί όπως όλοι οι παλαιοαθηναίοι, τι θα πιστεύουν για την καταγωγή τους; (είμαι 99 τοις εκατό βέβαιος πως θα δηλώνουν Μανιάτες).
Συμπληρώνω ακόμα πως ο παππούς του παππού μου ήταν και ο τελευταίος της οικογενείας μας που μιλούσε Παλαιοαθηναϊκά (Αθηνιώτικα) μία γλώσσα αδερφική της Παλαιοκουμέικης (Κύμη), Παλαιομεγαρίτικης, Παλαιοθηβαϊκής (η πρώτη που εξαφανίσθηκε απ’ αυτήν την πλήρως εξαφανισμένη γλωσσική ομάδα), Παλαιοαιγηνίτικης, Παλαιοστεφανιώτικης (Στεφάνι Κορινθίας), Κατωμανιάτικης και Μεσομανιάτικης (πιθανότατα και η τελευταία που εξαφανίστηκε) και είναι πρωτοξάδελφος της Κυκλαδίτικης, Τσιριγώτικης (Κύθηρα) και Κρητικής. Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία το χαμένο αυτό γλωσσικό ιδίωμα ονομάζεται «Old Athenian and Maniot language».
Τελειώνοντας απολογούμαι γιατί έβαλα εισαγωγικά στο «χωριό», δηλαδή στον χαρακτηρισμό που έδωσα στον Περέα. Το έκανα αυτό διότι στην προφορική παράδοση των παλαιοαθηναίων ο Περέας μνημομονεύεται σαν ένας σημαντικός οικισμός που για τα μεγέθη της εποχής θα έπρεπε μάλλον να χαρακτηρίζεται κώμη ή ακόμη και κωμόπολη πράγμα το οποίο επιμελώς αποκρύφτηκε από το Ελληνικό κράτος στα πλαίσια των μέτρων που έλαβε τον Γενάρη του 1835 περί της αστικοποιήσεως των γηγενών Αθηναίων, την παντελή σε πολλές περιπτώσεις δήμευση των περιουσιών τους και την αύξηση του εργατικού δυναμικού της Αττικής με είσοδο Φερτών.
kallimacheas@yahoo.gr
πολύ καλό άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφή