Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Αναφορές στον πειραϊκό χώρο μέσα από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Ρηγόπουλου.

Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.

 

Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. Δημοσιογράφος - Συλλέκτης. Ανεξάρτητος ερευνητής πειραϊκής ιστορίας και λογοτεχνίας.

Τα διαβάσματα της ζωής μου. Εκατοντάδες, τώρα χιλιάδες τα βιβλία της συλλογής μου. Μερικές φορές θέλω να μοιραστώ κομμάτια από τις σελίδες που μου άρεσαν, νομίζω είναι κατάλληλη η στιγμή να ακολουθήσετε με το βλέμμα σας τα παρακάτω κεφάλαια, επετειακά σχεδόν, σχετικά με μνήμες ενός αγωνιστή στην ελληνική επανάσταση…
Ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος του Ηλία και της Βενέτας γεννήθηκε στα Φίλια Καλαβρύτων Αχαΐας. Η ακριβής χρονολογία γέννησής του παραμένει άγνωστη, ο ίδιος δεν θυμόταν, όμως ανέφερε, χωρίς να είναι βέβαιο σε εμάς, μόνο την ημερομηνία, 28 Οκτωβρίου ημέρα Σάββατο (σύμφωνα με κάποια ημερολόγια συμπίπτει με τα έτη 1797 και 1809). Άλλοι παραθέτουν τα έτη 1803 με περισσότερο πιθανό το 1805. Νονός του ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Στις 12.8.1821 έφυγε από το σπίτι του και πήγε στην Ζαράκοβα όπου τον δέχτηκε ο νονός του και τον έβαλε στην σωματοφυλακή του. Έγινε γραμματέας του Πάνου Κολοκοτρώνη μέχρι τον θάνατό του στις 13.11.1824. Μετά του ίδιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην δύσκολη περίοδο της απαξίωσής του. Ύστερα, μέχρι το 1830, του δύστροπου Ιωάννη (Γενναίου) Κολοκοτρώνη. Σε αυτό το διάστημα ανέλαβε επιτυχώς πολλές αποστολές. Συνέχισε ως γραμματέας του Νικηταρά. Επί Όθωνα διορίστηκε (1833) οικονομικός έφορος Μεγαλουπόλεως.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1835, Κυριακή της Απόκρεω, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Μούτζιου με την οποία έκανε πολλά παιδιά.
Στα 1837, έγινε δασονόμος α΄ τάξεως στην Μαντινεία, επειδή ήλθε σε προστριβές με τον βαυαρό δασάρχη, που αποδείχτηκε καταχραστής, μετατέθηκε (1838) στον Βάλτο Ακαρνανίας. Δεν δέχτηκε την μετάθεση και παρά τις πιέσεις από παντού παραιτήθηκε από το δημόσιο (Ιανουάριος 1838). Παρακολούθησε μαθήματα στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν έλαβε άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος και εργάστηκε στην Τρίπολη ως δικολάβος. Αρχές του 1843 επέστρεψε στην Αθήνα, συνέχισε τις σπουδές, έδωσε εξετάσεις, πέτυχε ως δικηγόρος (3.4.1843) και εργάστηκε στην Τρίπολη. Ασχολήθηκε και με τα πολιτικά, έγινε δημοτικός σύμβουλος και συμμετείχε σε επιτροπές.
Στα 1849 πέθανε η γυναίκα του, αφήνοντας τέσσερα επιζήσαντα παιδιά.
Στις 27.5.1850 νυμφεύτηκε την Θεοφάνη Π. Δημητρακοπούλου ή Καλαμίου ή οποία πέθανε μετά από εννέα μήνες. Στα 1857 αγόρασε τυπογραφικό πιεστήριο και ίδρυσε τυπογραφείο στην Τρίπολη. Το πούλησε στα 1868. Από τα 1857 έως τις αρχές του 1871 εξέδιδε την εβδομαδιαία εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΑ την οποία συνέχισαν άλλοι. Στο τυπογραφείο του βγήκαν και κάποια βιβλία. Ο ίδιος εξέδωσε ιστορικές μελέτες.
Αποσύρθηκε από την δικηγορία στα 1876 (Τον Μάρτιο πήρε τον βαθμό λοχαγού και αμέσως μετά του ταγματάρχη) οπότε ανέθεσε τις δικογραφίες του στον γιο του Αριστείδη.
Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1881.
Ξεκίνησε να γράφει τα απομνημονεύματά του στα 1872. Είναι φυσικό να είχε κρατήσει πολλές σημειώσεις και να τον βοήθησε η μνήμη του. Δυστυχώς το ημερολόγιο που κρατούσε στην διάρκεια των επιχειρήσεων γύρω από τον Πειραιά το έστελνε στον γιατρό του Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνο Πελοπίδα. Αργότερα όταν το αναζήτησε, ο Πελοπίδας είπε ότι το έχασε, το βρήκε σε άλλα χέρια, όμως δεν είχε πλέον πρόσβαση. Μια επιστολιμαία έκθεση (29.3.1827) του ημερολογίου δημοσιεύτηκε σε έργα για τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Συμπληρωματικές πληροφορίες ζήτησε από επιζώντες πολεμιστές, από απομνημονεύματα υπόλοιπων αγωνιστών, βιβλία, εφημερίδες, φυλλάδια της εποχής του.
Η περιγραφή των γεγονότων στην πειραϊκή ακτή και στο Φάληρο όπου στις επιχειρήσεις συμμετείχαν και πελοποννησιακά σώματα με διάφορους αρχηγούς, δεν είναι συστηματική. Όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, επιμελητής των απομνημονευμάτων του Ρηγόπουλου, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1881, Αθήνα 1979, σελίδες λβ΄+ 356, «Μικρά και μεγάλα επεισόδια, παρασκηνιακαί ενέργειαι, στρατιωτικά σχέδια και πολλαί άλλαι πτυχαί των επιχειρήσεων εκείνων προκαλούν εύλογον το ενδιαφέρον. Αποκαλυπτική είναι η στιχομυθία μεταξύ Γενναίου και Καραϊσκάκη, κατά την οποίαν ο δεύτερος εξεφράσθη δυσμενώς κατά των πολιτικών, των επιβουλευμένων τούτον και επιδιωκόντων την εξόντωσίν του. Κατά την ώραν του θανάτου του Καραϊσκάκη ο Ρηγόπουλος ήτο παρών, δι’ αυτό η μαρτυρία του έχει την αξίαν της και πρέπει να προστεθή εις τας γνώσεις εξ άλλων πηγών».
Ας ακολουθήσουμε το κείμενο, αντιγραμμένο πιστά από το χειρόγραφο που μελέτησε ο Φωτόπουλος (ανήκε σε ιδιώτη).
Εισαγωγικά, όλη η Στερεά είχε υποταχθεί στον Κιουταχή, απέμεινε μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών. Οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στην Πελοπόννησο και δεν ήθελαν να εκστρατεύσουν απαιτούντες μισθούς και αποζημιώσεις. Μόνο ο Καραϊσκάκης το ζήτησε, αφού ο Κολοκοτρώνης τού υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει.
Έτσι διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Στερεάς και σχημάτισε αξιόμαχο στρατό.
Ο Κολοκοτρώνης τού έστειλε και τον Νικηταρά με ένα σώμα Πελοποννησίων και άλλων με την υπόσχεση να του στείλει και τον Γενναίο. Ο Καραϊσκάκης σημείωσε επιτυχίες. Οι Σουλιώτες δεν ήθελαν να πάνε μαζί του γιατί τον θεωρούσαν υποδεέστερό τους. Όμως άλλοι οπλαρχηγοί δέχτηκαν να συστρατευτούν.
Ο Ρηγόπουλος είχε έλθει σε ρήξη με τον Γενναίο. Ενώ διαχειριζόταν την περιουσία του και πλήρωνε μισθούς και φαγητά για την επισκευή του φρουρίου της Καρύταινας όπου διέμενε ο Γενναίος, εκείνος αρνήθηκε να του δώσει επί πληρωμή 300 οκάδες σίτου από την αποθήκη που είχε στην μονή των Αγίων Θεοδώρων του Σοποτού, για να στείλει στην οικογένεια του και τον παρέπεμψε στον αποθηκάριο. Ο Ρηγόπουλος αποφάσισε να πάει να εργαστεί κοντά στον Ζαΐμη που τον παρακαλούσε. Μαζί του ήθελαν να φύγουν και περί τα δεκαπέντε ακόμα άτομα. Ο Γενναίος τον εμπόδισε και τελικά συγκατατέθηκε να παραμείνει. Μετά την Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα, διατάχτηκε ο Γενναίος να μεταβεί στην Αθήνα.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ. Κεφάλαιον ΣΤ΄. Σελ. 88-99.
1827.
«Συναθροίσας λοιπόν 1.500 στρατιώτας μετά των οπλαρχηγών Τσανέτου Χρηστοπούλου εξ Ανδριτζαίνης, Δ. Μέλιου εκ Πολιανής, Αναστ. Κουλόχερα εκ Τουρκολέκα εξαδέλφου του Νικηταρά, Πέτρου Βαρβιτζιώτου, Ανδρ. Κοντάκη και Παλίλη Δαριώτου εξεκίνησε την 27 Φεβρουαρίου 1827, και αφίχθημεν άπαντες εις Κόρινθον την α΄ ή β΄ Μαρτίου. Εκεί έλαβε διαταγήν παρά του εν Τροιζήνι πατρός του να λάβη συνέντευξιν μετά των εν Πέρα Χώρα Σουλιωτών, προς ους είχε και επιστολήν, και να τους καταπείση να εκστρατεύσωσι και ούτοι. Η συνέντευξις εγένετο εις Λουτράκι όπου ήλθον όλοι οι καπεταναίοι, Λάμπρος Βέικος, Γ. Δράκος, Αθ. Τούσιας και άλλοι, και συνδιαλεχθέντες ικανήν ώραν ανεχώρησαν αυτοί μεν δια την Πέρα Χώραν ημείς δε δια το Καλαμάκι, όπου επιβάντες εις πλοία και μετά των ίππων μας απέβημεν εις Κερατζίνι την 8 Μαρτίου 1827 και ετοποθετήθημεν εις το εκεί Μετόχιον ερείπιον κατά διαταγήν του αρχηγού Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης είχε την σκηνήν του κάτωθεν του Μετοχίου προς το παραθαλάσσιον απέχουσαν ου μακράν του Μετοχίου. Το Φάληρον κατείχον οι Έλληνες, τον δε Πειραιά οι Τούρκοι, και μεταξύ Φαλήρου και Κερατζίνι είχον οι Τούρκοι, εκτός του Πειραιώς, και οχυρώματα, ώστε δεν ηδυνάμεθα να συγκοινωνώμεν με τους εν Φαλήρω δια ξηράς, ειμή δια θαλάσσης. Αλλ’ από το παράλιον του Πειραιώς έως τους πρόποδας του λόφου Φαλήρου και μέχρι του σήμερον λεγομένου Μνήματος του Μιαούλη, και όπισθεν του Φαλήρου προς τας Αθήνας είχον επίσης οχυρώματα, καθώς και επί των άνωθεν του Μετοχίου Κερατζινίου λόφων (ούτοι νομίζω να είναι οι λόφοι των Νυμφών των αρχαίων) είχον οχυρώματα μετά κανονίων, ώστε και τους εν Φαλήρω και ημάς τους εν Κερατζινίω είχον ως πολιορκημένους δια ξηράς, και μόνον το προς άρκτον του Κερατζινίου όρος, το προς την Ελευσίνα, είχομεν ελεύθερον. Ο Κιουταχής ήτον στρατοπεδευμένος εις τα Πατήσια, το δε στράτευμά του κατείχε την πόλιν των Αθηνών και τα πέριξ έχων στενά πολιορκημένην την Ακρόπολιν, εν η υπήρχον οι φρουρούντες αυτήν Έλληνες, και εις την οποίαν εκλείσθη και ο Φαβιέρος με πολλούς τακτικούς κομίζοντες πυρίτιδα μετά τας αποτυχίας εις Χαϊδάρι και Καματερόν όπου έπεσε μαχόμενος και ο Βούρβαχης. Διάφοροι μάχαι συνεκροτήθησαν εις Κερατζίνι μεταξύ των πεζών και του ιππικού του εχθρού μετά του ελληνικού ιππικού ούτινος αρχηγός ήτον ο Χατζή Μιχάλης, ανήρ ανδρείος και συνετός και εκ πλουσίας οικογενείας ων της Ανδριανουπόλεως· ήτο δε μύωψ και έφερε πάντοτε ομματογυάλια και κατά τας μάχας αυτάς.
Το ελληνικόν ιππικόν συνέκειτο εξ 95 ανδρών γενναίων και τολμηρών Βουλγάρων και Μακεδόνων, εν οις ήσαν και Πελοποννήσιοι ολίγοι, ως ο Π. Κακλαμάνος υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη, ο Ι. Τσουράνης εκ Τριπόλεως και ο Κολινιάτης εκ Νεοχωρίου. Αλλ’ ούτοι δεν ήσαν άνθρωποι, ως είδον και εθαύμασα, ειμή λέοντες, διότι το ιππικόν του εχθρού εκ 3.500 συγκείμενον δεν ηδύνατο ν’ ανθέξη κατ’ αυτών, και άμα εμφανιζόμενον ετρέπετο εις φυγήν εφορμώντων κατ’ αυτού των λεόντων εκείνων ως αετών και το διεσκόρπιζον. Αλλ’ από 95 οπού ήσαν, όταν ηκολούθησαν τον Καραϊσκάκην, έμειναν μέχρι τέλους 59.
Των εν Κερατζινίω και Φαλήρω και Πειραιεί μαχών και όλων των εκεί συμβάντων από της εις Κερατζίνι αφίξεώς μας μέχρι της υποχωρήσεώς μας εκράτουν τακτικόν ημερολόγιον, το οποίον έπεμπτον εκάστοτε προς τον μακαρίτην Κ. Πελοπίδαν, ιατρόν του Γ. Αρχηγού Κολοκοτρώνη, το οποίον, ως ούτος με είπεν, απώλεσε, και έπειτα ανεφάνη εις χείρας του Μ. Οικονόμου, παρά του οποίου το εζήτησα ή τουλάχιστον αντίγραφον αυτού, αλλά με είπεν ότι τω το αφήρεσεν ο Γενναίος, και ούτω δεν ενθυμούμαι ακριβώς τα καθέκαστα. Έγραφα δε και προς τους εν τω φρουρίω Καρυταίνης αντιπροσώπους του Γενναίου Λάμπρον Ροϊλόν και Τουρκοβασίλην, και μίαν προς αυτούς επιστολών μου ήτον εις την τυπωθείσαν και μήπω δημοσιευθείσαν συλλογήν ή απομνημονεύματα του Γενναίου. Νομίζω να ευρίσκεται το ημερολόγιόν μου αυτό όλον ή μέρος εις χείρας ήδη του Μιχ. Οικονόμου.
Εκ Πελοποννήσου επεριμένοντο και άλλα στρατεύματα, τα οποία έφθασαν περί τας αρχάς Απριλίου υπό τον Χρύσανθον Σισίνην, Ν. Πετιμεζάν και Αναγν. Παπασταθόπουλον εκ Πύργου. Και επειδή ο χώρος του Κερατζινίου δεν ηδύνατο να περιλάβη τόσον καιρόν, εσκέφθη ο Καραϊσκάκης να τοποθετήση τους νεωστί εκ Πελοποννήσου ελθόντας και άλλους προς το μέρος του ελαιώνος κατά το Δαφνί και όπισθεν των υπερκειμένων τω Κερατζινίω και Μετοχίω λόφων. Όθεν εθεώρησεν αναγκαίον να παρατηρηθή πρώτον το μέρος όπου ήθελον γίνει τα οχυρώματα και διέταξεν επί τούτω να ετοιμασθή το ιππικόν και όσοι άλλοι έχουν ίππους, ίνα μετ’ αυτού απέλθωσι νύκτα προς τον ελαιώνα. Και δη την ημέραν των Βαΐων ητοιμάσθησαν, τρεις δε ώρας της νυκτός εξεκινήσαμεν και μετά 400 πεζών υπό τον οπλαρχηγόν Βασίλ. Μπούζγον.
Η νυξ ήτο ομιχλώδης και σελήνη αμυδρά και λεπτότατος υετός ένεκα της ομίχλης έπιπτεν. Έμελλε να διαβώμεν από της χαράδρας της μεταξύ των υπερκειμένων λόφων και του προς την Ελευσίνα όρους κειμένης, στενής και πετρώδης ούσης, όπως υπάγωμεν προς τον Ελαιώνα, υπήρχε δε, φαίνεται, και δίοδός τις από Δαφνί δια της χαράδρας εις το Κερατζίνι κατερχομένης.
Εις την χαράδραν καθ’ όλον το μήκος της ετοποθέτησεν ο αρχηγός Καραϊσκάκης τους πεζούς υπό τον Μπούζγον, και άπαντες οι ιππείς υπερβάλοντες αφίχθημεν εις τον προς ον όρον, όπου παρετηρήθη και προσδιωρίσθη η θέσις των οχυρωμάτων.
Αλλ’ οι επί των λόφων Τούρκοι κατανοήσαντες επετέθησαν κατά των εν τω στενώ ημετέρων και τους απεδίωξαν καταλαβόντες αυτοί το στενόν.
Ημείς δεν εγνωρίζομεν τα όπισθέν μας γενόμενα, διότι εκ της πυκνότητος της ομίχλης δεν ηκούοντο και οι πυροβολισμοί. Όταν δε επιστρέφοντες επλησιάσαμεν εις το στενόν ν’ απεράσωμεν, πυροβολούμεθα αίφνης υπό των εχθρών εκ των έμπροσθεν.
Φαντασθήτε τότε οποία έκπληξις και απελπισία μάς κατέλαβε! Δεν είχομεν πόθεν να κινηθώμεν, διότι έμπροσθέν μας ήσαν εχθροί, όπισθέν μας το στρατόπεδον του εχθρού, προς αριστερά τα οχυρώματα αυτού και προς δεξιά απότομον όρος και το Δαφνί υπό του εχθρού κατεχόμενον. Είμεθα αναμεμιγμένοι σχεδόν μετά των εχθρών, ώστε ευρισκόμεθα πλέον εις χείρας του εχθρού, δηλαδή ο αρχηγός του στρατού Καραϊσκάκης και οι επισημότεροι αρχηγοί. Δεν έμενεν ημίν λοιπόν άλλη σωτηρία, ειμή να ορμήσωμεν εμπρός και όσοι ηδυνάμεθα να σωθώμεν ή να φονευθώμεν άπαντες· ήμεθα δε υπέρ τους 150. Τότε εφώναξεν ο Καραϊσκάκης «εμπρός, με τα σπαθιά στο χέρι», ο δε Χατζή Μιχάλης αμέσως ώθησεν εις τα οπίσω τον αρχηγόν και λοιπούς ειπών εις τους συν αυτώ λέοντας «εμπρός», και πάντες ούτοι ώρμησαν ως αετοί επί των βράχων εκείνων. Θεέ! Τι είδον την στιγμήν εκείνην! Εν ακαρεί απεδίωξαν εκείθεν οι λέοντες ούτοι τους Τούρκους βοηθούμενοι και από τους πεζούς του Μπούζγου, εις βοήθειαν των οποίων έδραμον και άλλοι πεζοί εκ των εν Κερατζινίω, εν οις και οι υπό τον Παλίλην Μπακόπουλον Δαριώτην, και ανοιχθείσης ούτω της διόδου διήλθομεν το στενόν πάντες ουχί όλοι αβλαβείς, διότι πολλοί των ίππων ετραυματίσθησαν, ως και τινες ιππείς του Χατζή Μιχάλη. Επληγώθησαν δε και άλλοι ίπποι και ο δεύτερος ίππος του Γενναίου υπό τον ψυχογιόν του Μπουγιούκαν, και ο δικός μου ίππος έμπροσθεν εις την πλάτην κατά τον λαιμόν, αλλ’ ακινδύνως. Εκ δε των αρχηγών ουδείς εβλάβη.
Άμα οι ιππείς διήλθον το στενόν έφθασεν επικουρία μεγάλη εις τους εχθρούς και συνήφθη πεισματώδης μάχη, διαρκέσασα μέχρι το εσπέρας σχεδόν της Μεγάλης Δευτέρας, καθ’ ην εφονεύθησαν περί τους 30 Έλληνας και επληγώθη εις τον βραχίονα ο Παλίλης Μπακόπουλος. Εις την μάχην αυτήν διευθυνομένην αυτοπροσώπως υπό του Καραϊσκάκη ερριψοκινδύνευσεν ο Γενναίος πολλάκις ορμών έφιππος κατά των εχθρών.
Την δε νύκτα της Μεγάλης Δευτέρας προς την Μεγάλην Τρίτην κοιμωμένου του Γενναίου και ημών εν τη σκηνή μας ήλθεν αίφνης ο Καραϊσκάκης εκεί και εζήτησε καφέ, αλλ’ ο Γενναίος δεν εσυνήθιζε να μεταχειρίζεται εις τας εκστρατείας του καφέ, ειμή πνευματώδη ποτά. Ο δε Καραϊσκάκης διέταξε τον ψυχογιό του (ούτος ην γυνή, Μαρία ή άλλως ονομαζομένη, δεν ενθυμούμαι, ήτις ήτο ανδρίκια ενδεδυμένη και ωπλισμένη φέρουσα το τσιμπούκι και το τάσι (κύπελλον) του αρχηγού, την οποίαν έφερε πάντοτε μαζί του, και εγνωρίζετο υπό πάντων ως γυνή), να υπάγη εις την ου πολύ απέχουσαν ημών σκηνήν του και ψήση καφέ να φέρη, ήτις απελθούσα έφερε τον καφέ εις το ιμπρίκι και φλυτζάνια με ζάλφια αργυρά και σέτας αργυράς, και έδωκεν εις αυτούς και εις τινας εξ ημών, αφού πρώτον επίομεν το ρακί κατά το σύνηθες.
Μετά τούτο ο Καραϊσκάκης είπε τω Γενναίω ότι θέλει να τω ομιλήση ιδιαιτέρως, και ο Γενναίος διέταξε να εξέλθουν όλοι της σκηνής, εκτός εμού ζητήσαντος του Καραϊσκάκη να μείνω. Τότε αποταθείς εις τον Γενναίον τον είπεν, ότι δεν κάμνει καλά να εκτίθεται τόσον πολύ εις τας μάχας και να ριψοκινδυνεύη, διότι ενδέχεται να φονευθή, και να υποθέση ο πατήρ του ότι αυτός, ο Καραϊσκάκης, τον ώθησε και εφονεύθη, ενώ ο Κολοκοτρώνης τον παρέδωκεν εις αυτόν να τον προφυλάττη ως παιδί του, και θα τον υποθέσουν ως προδότην· και ότι, αν ο Γενναίος φονευθή, σβήνει η οικογένεια του Κολοκοτρώνη μη έχοντος τούτου άλλον υιόν. Όθεν τον εσυμβούλευε να μη εκτίθεται εις τους πολέμους, αλλά να προφυλάττεται. Ο δε Γενναίος τω είπε «διατί εσύ, πατέρα, (ούτως ωνόμαζεν ο Γενναίος τον Καραϊσκάκην, καθόσον μάλιστα ελέγετο, και ο Καραϊσκάκης ήθελεν, ότι ο Γενναίος ήθελε νυμφευθή την θυγατέρα του Καραϊσκάκη), χώνεσαι εις το πόλεμον και βάλλεις εις κίνδυνον την ζωήν σου; όταν εγώ σε βλέπω να ορμάς τόσον πολύ, πώς ημπορώ να μένω οπίσω». Και εις τους λόγους τούτους του Γενναίου απαντών ο Καραϊσκάκης είπε «μη παρατηρής εμέ, ορέ Γενναίο, εγώ βλέπεις ότι εχτίκιασα (και ην τω όντι φθισικός) και η ζωή μου είναι ολίγη, και θα σκοτωθώ εδώ ν’ αφήσω καν το όνομά μου αθάνατον· αλλά κι αν ζήσω, δεν θα μ’ αφήσουν εκείνα τα κεραταριά οι καλαμαράδες (εννοών τους πολιτικούς), θα με κατατρέξουν και εγώ δεν έχω κανένα, είμαι μιάς καλόγριας γιός (ην δε νόθος εκ καλογραίας τω όντι τεχθείς) και όλοι με φθονούν και με κατατρέχουν. Και αν έναν Κολοκοτρώνην, οτζάκι παλαιόν, μεγάλον, με τόσην δύναμιν, τόσους συγγενείς και φίλους κατέτρεξαν και τον εφυλάκωσαν εις την Ύδραν, και πώς θα αφήσουν εμέ». Ο Γενναίος συγκινηθείς εκ των λόγων τούτων είπεν «αν συ σκοτωθής, τι θα γίνωμεν ημείς εδώ», ο δε απήντησεν «εγώ το σχέδιόν μου θα το τελειώσω, και γνωρίζω πότε πρέπει να σκοτωθώ, και μη φοβήσαι τίποτε». Ίσως ταύτα λέγων ήθελε να παραστήση την δυσαρέσκειάν του κατά της Συνελεύσεως ψηφισάσης τότε ως αρχιστράτηγον όλων των ελληνικών όπλων τον Τσούρτζ και αρχιναύαρχον τον Κόχραν, οίτινες δεν είχον έλθει εισέτι εκεί. Ο Καραϊσκάκης είχε συλλάβει και διοργανώσει πολεμικόν τι σχέδιον σωτήριον προς ματαίωσιν της πολιορκίας των Αθηνών, όπερ ην ν’ αποβιβάση νύκτωρ ισχυρόν και ικανόν σώμα εις την Μουνιχίαν, το οποίον άμα αποβάν να κάμη οχυρώματα, και προχωρούν εις την Ακρόπολιν να κατασκευάζη οχυρώματα μέχρι των λόφων του Φιλοπάππου (Σέγκιο), ώστε η εν τη Ακροπόλει φρουρά να συγκοινωνήση μετά του στρατοπέδου των Ελλήνων, να εφοδιασθή και ν’ ανθέξη. Όθεν διέταττε τα πανταχού εξηπλωμένα στρατεύματα και τα εις Κούλουρην αισχρώς ενδιαιτώμενα να φθάσωσι το ταχύτερον όπως εκτελέση το σχέδιόν του, το οποίον αφεύκτως επετύγχανεν, εάν έζη ο Καραϊσκάκης, καθόσον ο εχθρός δεν είχε δώσει ποσώς προσοχήν εις εκείνο το μέρος.
Και εκ των μετά του Γενναίου λόγων του εξάγεται, ότι αφού επραγματοποίει το σχέδιόν του, η πολιορκία των Αθηνών διελύετο, και αυτός ήτον ελεύθερος να διαθέση την ζωή του.
Μετά δύο τρεις ημέρας ετοποθετήθησαν έως 2.000 Έλληνες και προς τον ελαιώνα κάτωθεν του Δαφνίου οχυρωθέντες ισχυρώς, δια την τοποθέτησιν των οποίων εκάμαμεν την ημέραν των Βαΐων την επικίνδυνον εκείνην εκδρομήν, και συνεκροτήθη εκεί πεισματώδης μάχη αποβάσα κατά των Τούρκων, καθ’ ην εφονεύθη και είς πασιάς. Την Μεγάλην Πέμπτην αφίχθη ο Τσούρτζ μετά του Κόχραν εις Πειραιά επί των πλοίων.
Την Ανάστασιν του Χριστού επανηγυρίσαμεν επισήμως τρώγοντες, πίνοντες, άδοντες, χορεύοντες και πυροβολούντες, ανταποκρινομένων και των εν Φαλήρω ημετέρων· αλλά εκ της προηγουμένης είχε συμφωνηθή μετά των εν τοις πλησίον οχυρώμασι Τούρκων να μη γίνη καμμία εχθροπραξία την ημέραν της Αναστάσεως. Οι ύπερθεν ημών μάλιστα εις τους λόφους ωχυρωμένοι Τούρκοι ήσαν Αλβανοί, εις τους οποίους ο Γενναίος ως Κολοκοτρώνης παρήγγειλε να μη πυροβολήσουν την ημέραν εκείνην της επαναστάσεως κατά των στρατιωτών του ούτε ούτοι κατ’ αυτών, και εδόθη εκατέρωθεν η κατά το έθος των Αλβανών υπόσχεσις «μπέσα για μπέσα».
Αλλ’ ενώ ο Γενναίος μετέβη εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη, και οι ημέτεροι στρατιώται συναθροισθέντες εις το παρά το Μετόχιον αλώνι εχόρευον ξένοιαστοι, ερρίφθη εξ ενός των άνωθεν οχυρωμάτων κατά των χορευόντων έν κανόνι, η βολή του οποίου προσέβαλε τον πλησίον μου χορεύοντα στρατιώτην συγγενή μου εκ Γλόγοβας, του οποίου συνέτριψεν εκ του έμπροσθεν τον γλουτόν του αριστερού ποδός διελθούσα το υπογάστριον, και αμέσως διαλυθέντες κατελάβομεν τας θέσεις μας και ηλέγχομεν τους Αλβανούς ως απίστους και μη τηρούντας τον λόγον των. Αλλ’ αυτοί δικαιολογούμενοι μας έλεγον ότι δεν προήλθεν εξ αυτών, ειμή από τους ντουντούμηδες (ούτως ωνόμαζον τους ανατολίτας). Έκτοτε δε ο Κιουταχής ήλλαξε την φρουράν των οχυρωμάτων αυτών.
Την Παρασκευήν, νομίζω, της Διακαινισήμου ή την Δευτέραν, δεν ενθυμούμαι καλώς, (13 Απριλίου) περί την 1 ώραν μ.μ. ενώ εκοιμώμεθα εις τας σκηνάς μας ηκούσαμεν πυροβολισμούς και φωνάς εις το Φάληρον και εγερθέντες είδομεν ότι οι εκεί Έλληνες είχον εφορμήσει κατά των οχυρωμάτων των εχθρών των προς άρκτον ή δύσιν του Φαλήρου κειμένων και μέχρι του λιμένος του Πειραιώς εκτεινομένων. Και ως πτερωτοί με τας σημαίας πετώντες εισεπήδων από το έν εις το άλλο οχύρωμα, οι δε Τούρκοι έφευγον ως τα αφηνιασμένα πρόβατα. Τούτο δε συνέβη ως εξής. Την προτεραίαν είχε κυριευθή υπό των αρτίως ελθόντων Υδροσπετζιωτών το επί του νησιδίου, όπου ήν ο τάφος του Θεμιστοκλέους, τουρκικόν οχύρωμα. Την δε ημέραν εκείνην (της γενικής εφόδου) οι Υδροσπετζιώται αυτοί και άλλοι τρώγοντες και πίνοντες απεφάσισαν να επιπέσωσιν εις το πλησίον τουρκικό οχύρωμα, και ξιφουλκήσαντες επέπεσαν κατ’ αυτού, ενώ όλοι οι Τούρκοι εφησύχαζον και άλλοι εκοιμώντο. Επιπεσόντες και σφάξαντες όσους επρόφθασαν, ώρμησαν και εις το παρ’ εμπρός οχύρωμα καταδιώκοντες τους εκ του πρώτου φυγόντας, οίτινες μετά των εν τω δευτέρω έφυγαν ομού· συγχρόνως εκινήθη όλος ο εν Φαλήρω στρατός.
Κυριεύσαντες δε αμαχητί τα δυο πρώτα οχυρώματα εύρον αντίστασιν εις το τρίτον, αλλ’ εισπηδήσαντες και εις αυτό έσφαξαν όσους εδυνήθησαν φυγόντων των άλλων, και ούτως από οχυρώματος εις οχύρωμα εισπηδώντες εκυριέυσαν όλα τα εκεί οχυρώματα, οι δε διασωθέντες Τούρκοι κατέφυγον εις το παρά τον λιμένα μοναστήριον του Αγίου Σπυρίδωνος. Οι των ενώπιον οχυρωμάτων Τούρκοι εθορυβήθησαν, και (με) μιάν φωνήν «επάνω τους» ώρμησαν πανταχόθεν οι Έλληνες προτρεπόμενοι και οδηγούμενοι από τον Καραϊσκάκην, τον Γενναίον και τους άλλους αρχηγούς, και επιπεσόντες εις τα λοιπά οχυρώματα εκυρίευσαν και αυτά αμαχητί σχεδόν. Ο δε Τσουρτζ και ο Κόχραν προ 2 ημερών ελθόντες απέβησαν εις την ξηράν εμψυχούντες τους Έλληνας· ώστε εν διαστήματι 3-4 ωρών εγενόμεθα κύριοι όλης της από Κερατζίνι μέχρι Φαλήρου πεδιάδος συγκοινωνήσαντες προς αλλήλους. Οι δε εν τω μοναστηρίω καταφυγόντες υπέρ του 300 όντες δεν ήθελον να παραδοθώσι, και ούτω διετάχθησαν τα εν τω λιμένι ελληνικά πλοία και εκανονοβόλησαν το μοναστήριον, το οποίον κατέστησαν ερείπιον· μετά δε 2 ή 3 ημέρας εζήτησαν να παραδοθώσι και απεφασίσθη να εξέλθουν με τα όπλα των και απέλθωσιν εις τον Κιουταχήν. Αλλ’ ενώ εξήλθον στρατιώταί τινες του Ι. Νοταρά ηθέλησαν να λαφυραγωγήσουν ένα Τούρκον καθ’ οδόν, και γενομένης συμπλοκής ένεκα τούτου κατεσφάγησαν οι πλείστοι των Τούρκων, αλλ’ εφονεύθησαν και Έλληνες.
Μόνον τα οχυρώματα τα άνωθεν του Μετοχίου Κερατζινίου κείμενα και έν εις τον ελαιώνα απέναντι του Φαλήρου προς άρκτον δεν εκυριεύθησαν, τα δε 13 ή 17 τον αριθμόν και το Μοναστήρι εξεπορθήθησαν. Και εκείνα ηδύναντο να κυριευθώσι, δειλιασάντων όλων των Τούρκων, αν εφόρμων τότε κατ’ αυτών οι Έλληνες.
Επίσης ηδύνατο να κυριευθή και η όπισθεν εις τους πρόποδας του Φαλήρου προς την πόλιν των Αθηνών κειμένη μάνδρα και το οχύρωμα το εις το άκρον του Φαλήρου παρά την από Πειραιώς προς Αθήνας άγουσαν οδόν, όπερ εφόνευσεν έπειτα τον Καραϊσκάκην, αλλ’ οι Έλληνες είχον μεθυσθή από την απροσδόκητον εκείνην νίκην και δεν εμερίμνησαν περί αυτών πιστεύοντες ότι δύνανται κατόπιν ευκόλως να τα κυριεύσωσιν, αλλ’ ηπατήθησαν, και μόνον το προς τον ελαιώνα εκυριεύθη έπειτα· το δε παρά την οδόν έχον και έν δύο κανόνια έμελλε να φάγη μετ’ ολίγας ημέρας τον Καραϊσκάκην.
Είπον ανωτέρω, ότι ο Καραϊσκάκης είχε σχεδιάσει (πριν φανή εκεί ο Τσουρτζ και ο Κόχραν και ίσως πριν ούτοι εκλεχθώσιν από την Συνέλευσιν) τίνι τρόπω ηδυνάμεθα να συγκοινωνήσωμεν μετά των εν τη Ακροπόλει, ενισχύσωμεν την φρουράν και εφοδιάσωμεν αυτήν, όπως ματαιωθή η πολιορκία του Κιουταχή, και έσπευδε μάλιστα να εκτελέση αυτό πριν έλθη ο Κόχραν και ο Τσουρτζ. Εφ’ ω και επιμόνως προσεκάλει τους Σουλιώτας και τους διασκεδάζοντας εις Σαλαμίνα μετά των εν αυτή εκ παντοίων μερών συσσωρευμένων οικογενειών, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Χριστόδουλος Χατζή Πέτρος, αλλά δεν υπήκουον έχοντες ως πρόφασιν την έλλειψιν μισθών (εκείνων των επαράτων μισθών, οίτινες εγένοντο παραίτιοι διαρπαγών και λεηλασιών πολλάκις, και πρόξενοι εθνικών συμφορών). Κατώρθωσεν όμως δι’ απειλών και αρών ν’ αποσπάση από την Σαλαμίνα τους εν αυτή διατρίβοντας, αλλά πολύ αργά. Και όταν απεβιβάσθη ο Χατζή Πέτρος μετά των άλλων εις Κερατζίνι εις τον λιμενίσκον, ο Καραϊσκάκης δεχθείς αυτούς επί της ακτής εξέφερε κατ’ αυτών τας αισχροτέρας ύβρεις και μάλιστα κατά του Χατζή Πέτρου αυτού προσωπικώς αποκαλών αυτόν πουτάναν και σκουλαμεντιασμένον (συφιλιτικόν κτλ.), και τους ήλεγξεν επί μίαν σχεδόν ώραν ως ανάνδρους, εκτεθηλυμένους και τα παρόμοια. (Ο Καραϊσκάκης ην υπέρ το δέον αισχρολόγος και όλαι αι ομιλίαι του, και αυταί αι σπουδαίαι, περιείχον πάντοτε λέξεις αισχράς). Εκείνοι δε όρθιοι ιστάμενοι εσιώπων και ουδέν απεκρίνοντο. Αλλ’ οι Σουλιώται δεν ήλθον, ειμή μετά την κυρίευσιν των οχυρωμάτων της 13 Απριλίου. Το σχέδιόν του λοιπόν εκείνο ήτον, ως ανωτέρω εξέθεσα, να αποβιβασθή έν σώμα εκ 2.000 και 2.500 εις το ανατολικομεσημβρινόν μέρος του Φαλήρου προς την Μουνιχίαν και εις τας Αλυκάς λεγομένας δια νυκτός, και διευθυνόμενον εις τους λόφους του Φιλοπάππου να κατασκευάζη εκ διαλειμμάτων οχυρώματα, όπως ανοίξη την προς την Ακρόπολιν συγκοινωνίαν· ο δε Γενναίος να πορευθή συγχρόνως με το σώμα του προς τον ελαιώνα, άμα ακούση πόλεμον προς το μέρος των αποβιβασθησομένων, δια να φέρη αντιπερισπασμόν, αλλά δεν επέζησε να το πραγματοποιήση. Δεν είναι λοιπόν ποσώς αληθή τα παρ’ άλλων ιστορούμενα, ότι το σχέδιον εκείνο επρότεινεν ο Τσουρτζ ή ο Κόχραν μετά την εις Κερατζίνι άφιξίν των, αλλ’ επροτάθησαν τροπολογίαι μόνον υπ’ εκείνων, διό και απέτυχε κατά δυστυχίαν, όταν μετά τον θάνατον του Καραϊσκάκη επεχειρήθη η εφαρμογή του, διότι δεν έζη να το εφαρμόση εκείνος όστις το συνέλαβεν εν εαυτώ και το εμελέτησεν επισταμένως.
Ενώ δε μετά την κυρίευσιν των οχυρωμάτων επαναπαυόμεθα εις τας δάφνας μας και προπαρεσκευάζετο η εις τας Αλυκάς προς την Μουνιχίαν απόβασις, ο δε Κιουταχής περίτρομος ανέμενε γενικήν των Ελλήνων επίθεσιν μετά τον όλεθρον ον υπέστη εις Πειραιά και Φάληρον και Κερατζίνι, απροσδόκητον θλιβερόν συμβάν ανέτρεψε τα πάντα επενεγκόν τον όλεθρον και την διάλυσιν του στρατοπέδου. Τούτο δε είναι το εξής.
Την 22 Απριλίου οι εν Φαλήρω Κρήτες μεθυσθέντες επετέθησάν τινες χάριν παιδιάς κατά των υπό το Φάληρον προς τας Αθήνας ωχυρωμένων Τούρκων, ήτοι κατά των εις την μάνδραν πρώτον και κατά των εις το παρά την από Πειραιά εις Αθήνας άγουσαν οδόν οχύρωμα, εντός του οποίου είχον και έν ή δυο κανόνια. Ο χάριν παιδιάς ή περιφρονήσεως γενόμενος πυροβολισμός ολίγων Κρητών προυκάλεσεν αντίθετον πυροβολισμόν εκ μέρους των Τούρκων. Ούτος ηρέθισε την φιλοτιμίαν και άλλων Κρητών, και μετ’ ολίγον πολλών εκ των άλλων εκεί σωμάτων (ην δ’ εκεί εις Φάληρον το σώμα του Ι. Νοταρά, του Μακρυγιάννη, των μετέπειτα ελθόντων Νικηταρά, Γ. Λεχουρίτη, Γ. Αγαλοπούλου και των Υδροσπετζιωτών), οίτινες ήρξαντο ακροβολίζεσθαι σπουδαίως. Ελθόντων εις βοήθειαν των εν τοις οχυρώμασιν αυτοίς και άλλων Τούρκων, ο ακροβολισμός μετεσχηματίσθη εις μάχην και ηναγκάσθησαν οι εκεί οπλαρχηγοί να λάβωσι μέρος.
Ήτον περί την 2 μ.μ. ώραν, καθ’ ην ο αρχηγός Καραϊσκάκης ύπνωττεν εν τη κατά το Κερατζίνι σκηνή του και πυρέσσων ελάμβανε κινίνον· εκοιμώμεθα δε και ημείς εις την εν Μετοχίω σκηνήν μας. Ο Καραϊσκάκης ακούσας τους πυροβολισμούς και ιδών ότι είχε συναφθή μάχη άνευ της διαταγής του, ίππευσεν αμέσως και έδραμε μετά των εντυχόντων εις τον τόπον της σκηνής, χωρίς να διατάξη τον Γενναίον και τους άλλους οπλαρχηγούς να τον ακολουθήσωσιν, εσκόπει δε να εμποδίση την μάχην ως άκαιρον και απροετοίμαστον· αλλ’ ιδόντες τον αρχηγόν πορευόμενον ηκολούθησαν αυτόν και άλλοι. Ειδοποιήθη συγχρόνως και ο Γενναίος, μάλλον δ’ ημείς οι περί αυτόν τον εξυπνήσαμεν ειπόντες ότι πόλεμος γίνεται εις το φρούριον και ο αρχηγός απέρχεται εκεί, και αμέσως ετοιμάσαντες τους ίππους μας ιππεύσαμεν και ετρέξαμεν κατόπιν του Καραϊσκάκη, και κατόπιν ημών ήλθον και πολλοί πεζοί, αλλά δεν εκινήθησαν όλα τα σώματα. Εκεί πλησιάζοντες είδομεν ότι οι εν Φαλήρω εμάχοντο μετά πεισμονής προς τους εχθρούς αμφοτέρων των οχυρωμάτων, το δε ιππικόν του Χατζή Μιχάλη εμάχετο προς το ιππικόν του εχθρού, το οποίον υπερασπίζετο από τα δυο οχυρώματα. Τότε και οι άλλοι ιππείς ως ο Καραϊσκάκης, ο Γενναίος και λοιποί την πολεμικήν ιππασίαν γνωρίζοντες συνεμάχοντο μετά του ιππικού του Χατζή Μιχάλη εις το προς άρκτον του Φαλήρου πεδίον, το οποίον ην τελματώδες σχεδόν ως εκ του προς τον Πειραιά ρέοντος ποταμού Κηφισού.
Οι άτακτοι ιππείς μάχονται, κατά την τουρκικήν πολεμικήν ή μάλλον κατ’ εκείνην των Μαμελούκων, δι’ ελιγμών και περιστροφών (τζιάρκες) με τα κουμπούρια, τα οποία επί των γονάτων κρατούντες εκκενώνουν και επιστρέφουν αύθις εις το κέντρον των ή εις τας τάξεις των. Ούτως ο Καραϊσκάκης, ο Γενναίος και οι άλλοι γεγυμνασμένοι εμάχοντο εκεί, εκτός εμού και των άλλων αγυμνάστων, οίτινες ιστάμεθα παραλλήλως της τάξεως, αλλ’ εκινούμεθα πυροβολούντες εκάστοτε. Οι Τούρκοι από το παρά την οδόν οχύρωμα (διότι η μάνδρα ήτο όπισθεν αυτού) εκανονοβόλουν κατά των ιππέων και ετουφέκιζαν.
Τότε βολή αφαιρεί την δεξιάν χείρα του υπασπιστού του Χατζή Μιχάλη, Π. Κακλαμάνου, όστις παρηκολούθει τότε τον Γεν. Αρχηγόν Καραϊσκάκη, και τον ρίπτει από του ίππου εις το τέλμα· η δε χειρ αύτη εκράτει την σπάθην, αλλά δεν απεκόπη όλη, εκρεμάτο δε από το δέρμα, και ή ευθύς ή μετά ταύτα εχωρίσθη του σώματος. Ο Κακλαμάνος ήτον τολμηρός και ανδρείος ανήρ. Η προσβολή του Κακλαμάνου εγένετο μακράν ολίγον και όπισθεν του Καραϊσκάκη, και νομίζω ότι δεν τον είδε. Προχωρών όμως ούτος δι’ ελιγμών προς το οχύρωμα εξεκένωσε το πιστόλιόν του και μόλις στραφείς εκτυπήθη από το οχύρωμα δια βολής τουφεκίου εις το υπογάστριον και ευθύς εστράφη προς την παραλίαν δρομαίος χωρίς να ειπή εις ουδένα τίποτε. Ημείς δεν ενοήσαμεν ποσώς ότι εκτυπήθη, αλλ’ απορούσαμεν βλέποντες αυτόν φεύγοντα προς την παραλίαν και ηγνοούμεν την αιτίαν, μετ’ ολίγον όμως εμάθομεν το αίτιον και υπεχωρήσαμεν. Ο δε Καραϊσκάκης φθάσας εις την παραλίαν μετεκομίσθη εις την ελληνικήν γολέταν όπου ην ο Τσουρτζ, και την νύκτα προς την 23 Απριλίου, ημέραν της εορτής του ονόματός του, παρέδωκεν εις Κύριον το πνεύμα.
Εις την ατυχή εκείνην μάχην επληγώθη ελαφρώς υπό την σιαγώνα και ο Νικηταράς. Επληγώθησαν ελαφρώς επίσης ο τε Γ. Λεχουρίτης, ο Αγαλόπουλος και ο Γιάννης Μπαϊρακ(άρ)ης, είς των καπεταναίων. Ο Κακλαμάνος μετακομισθείς εις το πλοίον επεριποιήθη υπό των εν αυτώ Άγγλων ιατρών και ιάθη, αλλ’ απωλέσθη η χειρ του από του δελτοειδούς μυός. Εφονεύθησαν δε και περί τους 30 Έλληνας και πολλοί ετραυματίσθησαν. Τούρκοι εφονεύθησαν πολλοί, αλλά τι ωφέλησε;
Ούτως απωλέσθη την αποφράδα εκείνην ημέραν, ήτις νομίζω να ήτο Παρασκευή (δεν έχω το ημερολόγιόν μου), ο μέγας εκείνος ανήρ και συν αυτώ απωλέσθησαν αι Αθήναι και άπασα η Στερεά Ελλάς, δια την εξαγόρασιν των οποίων επληρώσαμεν εις τον Σουλτάνον έπειτα πολλά εκατομμύρια δραχμών. Αν είχομεν τας Αθήνας, ίσως ηθέλομεν έχει και την Κρήτην.
Αυθημερόν έμαθεν ο Κιουταχής τον θάνατον του Καραϊσκάκη και επανηγύρισεν εις τα Πατήσια, διότι είχομεν εις το στρατόπεδον πολλούς προδότας εκ των χωρίων της Αττικής και ιδίως Μενιδιώτας και Ελευσινίους.
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη απεθάρρυνε τους Έλληνας, και μόνον ο Τσουρτζ και ο Κόχραν εθεώρουν το θλιβερόν γεγονός ως τα συνήθως εν τακτικαίς μάχαις συμβαίνοντα παρόμοια, αλλά δεν εγνώριζαν τους Έλληνας, οίτινες εις τον αρχηγόν των συγκεντρώνουν πάσαν την δύναμιν, το θάρρος και την απελπισίαν των.
Όθεν αυθημερόν ο Τσουρτζ διώρισε αρχηγόν του στρατοπέδου τον Κίτζον Τσαβέλαν, τον οποίον ως Σουλιώτην εμίσουν οι άλλοι καπεταναίοι της Ρούμελης, και διατάττει να εκτελεσθή το στρατηγικόν σχέδιον του Καραϊσκάκη, το οποίον οικειοποιήθη ως ίδιον αυτός ο Τσουρτζ και ο Κόχραν, αλλά δεν υπήρχεν ο αρχηγός να το πραγματοποίση.
Μολαταύτα συνεφωνήθη να αποβιβασθώσιν εις τας Αλυκάς παρά την Μουνιχίαν τα εν Φαλήρω σώματα προς εκτέλεσιν του σχεδίου, ήτοι το σώμα του Ι. Νοταρά, το των Σουλιωτών, του Μακρυγιάννη, του Καλλέργη, του Π. Νοταρά, του Βάσιου και το τακτικόν συμποσούμενα περί τας 5.000, οι δε εν Κερατζινίω να κινηθώσιν εν ανάγκη προς το ελαιώνα διά να φέρωσιν αντιπερισπασμόν εις τους εχθρούς.
Όθεν επιβιβασθέντα εις τα πλοία τα σώματα ταύτα υπό τους αρχηγούς των την νύκτα της 23 προς την 24 Απριλίου αφίχθησαν εις την παραλίαν περί τα ξημερώματα, διότι εβράδυναν να επιβιβασθώσι, και οι Σουλιώται καπεταναίοι και οι άλλοι οπλαρχηγοί παρετήρησαν εις τον Κόχραν ότι είναι επικίνδυνον ν’ αποβιβασθώσι την ώραν εκείνην, διότι θα τους καταλάβη η ημέρα και ο εχθρός θα τους ιδή και επιπέση κατ’ αυτών πανστρατιά, αλλά να αναβληθή η αποβίβασις δια την επερχομένην νύκτα.
Αλλ’ εκείνος οργισθείς εκτύπα τον πόδα εις το κατάστρωμα μανιωδώς λέγων «εμπρός, εμπρός, δεν είσθε Έλληνες».
Τότε όλοι είπον «ας εξέλθωμεν ν’ αποθάνωμεν ενδόξως και απέβησαν, αλλ’ ήτο σχεδόν πρωί και εθεάθησαν υπό των εχθρών, οίτινες συναθροισθέντες επέπεσαν κατά των ενδόξων θυμάτων της αγγλικής αγριότητος και ασυνεσίας του Κόχραν μεθ’ όλου του ιππικού και πεζικού και τους κατέστρεψαν, ει και προφθάσαντες να κατασκευάσουν ατελώς πως οχυρώματά τινα. Έπεσαν λοιπόν χάριν της άφρονος επιμονής του Κόχραν και του Τσουρτζ χίλιοι περίπου εκλεκτοί Έλληνες μετά των αρχηγών των Λάμπρου Βέικου, Θανάση Τούσια, Γ. Τσιαβέλα, Κ. Διαμάντη, Φ. Φωτομάρα, Δ. Κουρμουλάκη Κρητός και πλείστων άλλων, ως και ο Γιαννάκης Νοταράς ή Αρχοντόπουλο. Εκεί εφονεύθησαν και δυο Γάλλοι φιλέλληνες. Ο δε Δ. Καλλέργης καταπλακωθείς μεταξύ των πτωμάτων εθεωρήθη φονευμένος και οι Τούρκοι τω απέκοψαν το ωτίον, αλλά γνωσθείς ότι ζη απήχθη αιχμάλωτος και ηλευθερώθη έπειτα δια λύτρων. Συνελήφθησαν και πολλοί αιχμάλωτοι, μεθ’ ων και ο Γ. Δράκος, και εκείνους μεν εφόνευσεν ο Κιουταχής όλους εις τα Πατήσια, τούτον δε μετά ταύτα εις την Χαλκίδα.
Μετά την συμφοράν και ταύτην εσκέπτοντο οι οπλαρχηγοί να απέλθη έκαστος εις τα ίδια, αλλ’ άλλοι επρότειναν να περιορισθώσιν εις τον Πειραιά και το Φάληρον.
Εν τούτοις το εσπέρας της αποφράδος εκείνης ημέρας οι Πετιμεζαίοι παραλαβόντες τους στρατιώτας των ανεχώρησαν δια νυκτός και διελθόντες δια της Ελευσίνος επέστρεψαν εις την Πελοπόννησον ακολουθήσαντος και μέρους στρατιωτών του Γενναίου και του Σισίνη. Ήσαν δ’ όλοι πλέον των 1.000, οίτινες αφήκαν τα προς άρκτον ημών και τα προς το Δαφνί οχυρώματα εν αγνοία ημών εν τω Μετοχίω, τα οποία κατέλαβον αμέσως οι Τούρκοι και επέπεσαν καθ’ ημών εις το Μετόχι αιφνιδίως, αλλ’ ο Γενναίος επέμενε να πολεμήση εκεί. Ημείς όμως ιδόντες ότι περιεκυκλώθημεν τον επήραμεν δια της βίας και εφύγαμεν προς το Φάληρον καταδιωκόμενοι υπό των Τούρκων εκ του πλησίον, και αν δεν ήτον σκότος ηθέλαμεν απολεσθή. Οι Τούρκοι κατέλαβον όλα τα οχυρώματά μας και αυτόν τον Πειραιά αμέσως, και μας επολιόρκησαν εις τον λόφον του Φαλήρου. Την δε πρωίαν ώρμησάν τινες των Ελλήνων και απεδίωξαν τους Τούρκους από τον Πειραιά.
Ούτως εμείναμεν εις τον Πειραιά και το Φάληρον από τας 24 Απριλίου μέχρι της 16 Μαΐου κατατρυχόμενοι από την πείναν, διότι δεν μας έφερον ψωμί ειμή ολίγον.
Κρέας δεν είχομεν ποσώς, είχομεν όμως άφθονον οίνον, σαρδέλες και σκρουμπιά, τα οποία πλοιάρια πολλά εκόμιζον εκεί προς πώλησιν.
Μιαν δε των ημερών είχον στείλει του Κίτσου Τσαβέλα έν αρνί, το οποίον το έψησε και προσεκάλεσε τον Γενναίον και τον Νικηταράν να το φάγουν. Εγώ δε ετοίμαζα επιστολάς δια τον Γέρο και τους εν Καρυταίνη αντιπροσώπους του Γενναίου, ως και προς διαφόρους άλλους, και δεν συναπήλθον μετά του Γενναίου εις την τράπεζαν καίτοι προσκληθείς καθό γραμματικός (οι γραμματικοί των οπλαρχηγών εθεωρούντο ως αντιπρόσωποι και επιστήθιοι αυτών και είχον αξίαν τότε), αλλά μου έστειλαν έν τεμάχιον και οίνον εκλεκτόν, ήτον δε περί την δύσιν του ηλίου και καθήμενος εις την οπήν του υπογείου μας έγραφα και έτρωγα. (Όλοι οι στρατιώται, όσοι ήσαν εις το ανατολικόν μέρος του Φαλήρου, είχον κατασκευάσει υπόγεια, ίνα προφυλάττωνται από τας σφαίρας των εχθρικών κανονίων και τουφεκίων και χρησιμεύωσιν ως σκηναί ενταυτώ).
Εκεί ήλθεν ο εκ Βυτίνης Χατζή Σταύρος, μπουλουκσής ιδικός μας, και μου παρεπονείτο ότι διέταξε δήθεν ο Γενναίος και κατέλαβον άνθρωποί του το εις Σφυρίδα της Βυτίνης σπήλαιό του, και ενώ εγώ αντέκρουον την ιδέαν του απαντών ότι ο Γενναίος δεν έχει περί τούτου ουδεμίαν είδησιν, αίφνης ήλθεν εκεί και είς έτερος μπουλουκσής μας Σμυρναίος Χατζή Μανώλης με τον σημαιοφόρον μας Φραγκιάν, Σμυρναίον και τούτον και φίλον του Χατζή Μανώλη, και ήρχισαν ομιλούντες τουρκιστί και ερεθιζόμενοι. Ιδών δ’ αυτούς ερεθισμένους και υβριζομένους αμοιβαίως τουρκιστί, τους επέπληξα και τοις είπον να απέλθουν εις τας θέσεις των να ησυχάσωσι, διότι είναι μεθυσμένοι, ως και ήσαν τω όντι πίνοντες δι’ όλης της ημέρας ομού και ευθυμούντες εις το παράλιον. Και ενώ ο Χατζή Μανώλης ήτον άνωθεν της οπής, ο δε Χατζησταύρος εκάθητο πλησίον μου εις το στόμιον, επιπίπτει αίφνης ο Χατζή Μανώλης κατά του Σταύρου καλώς ωπλισμένου με αργυροχρυσωμένα όπλα, αφού επέταξε το πιστόλιόν του, και αμφότεροι έπεσαν επάνω μου και με επλάκωσαν και συρόμενοι προς την οπήν συμπαρέσυραν εν αυτή και εμέ εις τρόπον ώστε εκινδύνευσα να σκάσω και εφώναξα. Είς δε στρατιώτης εφώναξε «βρε, βρε, τον γραμματικόν», ο δε Φραγκιάς πλησιάσας και ανασηκώσας του επί του Χατζή Σταύρου και εμού Χατζή Μανώλη επυροβόλησε με την πιστόλαν του κατά του Χατζή Σταύρου και τον εφόνευσεν επάνω μου. Τότε και ο Χατζή Μανώλης σηκωθείς και θελήσας να φύγη επυροβολήθη υπό στρατιώτου του Χατζή Σταύρου και έπεσε νεκρός. Πυροβολήσαντος δε ετέρου στρατιώτου του Χατζή Σταύρου κατά του Φραγκιά φεύγοντος εφονεύθη είς άνθρωπος του Τσανέτου Χρηστοπούλου εντός της σκηνής αυτού πλησίον της δικής μας κειμένης. Αλλ’ εις τον Γενναίον ευθυμούντα μετά του Τσαβέλα και των άλλων είπον, ότι εφονεύθην εγώ, και έδραμον όλοι εκεί, όπου είδον εμέ μόλις εξελθόντα της οπής καθαιματωμένον και ξεσχισμένον και κάτωχρον, όστις τοις διηγήθην το συμβάν. Διέταξαν την σύλληψιν του Φραγκιά, αλλ’ αυτός έγινεν άφαντος και ούτε τον είδομεν έκτοτε πλέον.
Ούτω διέφυγον και τον απρόοπτον και αιφνίδιον εκείνον κίνδυνον εκ χειρός ελληνικής, αφού ο Θεός με διεφύλαξεν από κινδύνους εχθρικών σφαιρών.
Επειδή λοιπόν δεν ήτο δυνατόν να διατηρηθή και εις το Φάληρον στρατόπεδον μετά τόσα αλλεπάλληλα δυστυχήματα, απεφασίσθη να διαλυθή αυτό και διετάχθησαν τα πλοία να πλησιάσουν ίνα επιβιβασθώμεν, και επλησίασαν το εσπέρας της 15 Μαΐου.
Αλλ’ η υποχώρησις του στρατού έπρεπε να γίνη μετά φρονήσεως και τάξεως, ίνα μη μας εννοήση ο εχθρός και επιπεσών μας πνίξη εις την θάλασσαν· αλλά τις ήκουεν, έκαστος ήθελε να δράμη πρώτος ίνα επιβιβασθή εις τας λέμβους.
Ο Γενναίος όμως, ο Νικηταράς και ο Μακρυγιάννης διέθεσαν τα της υποχωρήσεως τακτικώτατα, και αρξαμένης της υποχωρήσεως και της επιβιβάσεως από την εσπέραν βαθμηδόν επεραιώθη την πρωΐαν της 16 Μαΐου. Και επειδή οι λέμβοι δεν επρόφθαιναν να διαβιβάζωσιν εις τα πλοία τους στρατιώτας όλους, η δε ημέρα επλησίαζε, πολλούς στρατιώτας απεβίβασαν εις το νησάκι όπισθεν του Φαληρέως, ο δε Γενναίος, ο Νικηταράς και ο Μακρυγιάννης έμειναν οι τελευταίοι, συν αυτοίς δε και εγώ (μη δυνάμενος να εγκαταλείψω τον αρχηγόν μου) και δυο στρατιώται.
Πριν επιβιβασθώμεν εις την λέμβον, μας επλάκωσαν όπισθεν οι Τούρκοι και ερρίφθημεν εις την λέμβον πυροβολούντων των εχθρών, εις δε την λέμβον επληγώθη είς των μεθ’ ημών στρατιωτών.
Άπας ο εχθρός συνέρρευσεν εκεί ανατείλαντος του ηλίου, αλλά δεν εύρεν ειμή ένα ίππον ή ημίονον εγκαταλελειμμένον, ον δεν επροφθάσαμεν να λάβωμεν. Αλλ’ επειδή οι λέμβοι δεν ηδύναντο να πλησιάσουν εις το νησίδιον να λάβουν τους εν αυτώ Έλληνας, διότι πλησίον της ξηράς, ον εκτυπάτο από τα τουφέκια τους εχθρού, συνήφθη μάχη μέχρι της μεσημβρίας, και δια των κανοβολισμών των πλοίων μας εδυνήθησαν αι λέμβοι να παραλάβωσι τους εν τω νησιδίω.
Τοιούτον τέλος έλαβεν η σημαντική εκείνη εκστρατεία των Αθηνών, η δε φρουρά της Ακροπόλεως εξήλθε την 27 Μαΐου 1827 με τα όπλα της δια συνθήκης αφήσασα την Ακρόπολιν εις χείρας του Κιουταχή.
[Λόφος του Φαλήρου: η Καστέλλα. Το νησάκι όπισθεν του Φαληρέως: η Σταλίδα, αλλιώς νησί Κουμουνδούρου. Γλόγοβα, το Δρακοβούνι Αρκαδίας]

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ. Κεφάλαιον Β΄. Σελ. 164-165.
1838.
Ανεχώρησα λοιπόν μετά του Ρεβελιώτου δια Τρίπολιν, και απέβημεν επί τρεχαντηρίου εκπλεύσαντες από Πειραιά δια την Επίδαυρον, διότι μη όντων τότε ατμοκινήτων ο διάπλους εγένετο δια της Επιδαύρου. Κατά δυστυχίαν υπήρχε συνεπιβάτης και είς φλάρος ή φραγκόπαπας, και μόλις εξελθόντες του λιμένος κατελήφθημεν υπό τρικυμίας πνέοντος κατ’ έμπροσθέν μας σφοδρού δυτικού ανέμου μετά ραγδαιοτάτης βροχής. Παρεκαλέσαμεν τον πλοίαρχον να οπισθοδρομήση, αλλ’ αυτός πείσμων και τολμηρός, ως όλοι οι ναυτικοί μας, ηρνήθη ειπών, ότι μετ’ ολίγον θα καταπαύση η τρικυμία. Προχωρούντων δε προσεβλήθη όλον το πλήρωμα, εκ 30 ατόμων συγκείμενον, από την θάλασσαν και ήρχισεν ο εμετός, ώστε όλοι είμεθα αναίσθητοι, ο δε πλοίαρχος παλαίων κατά των στοιχείων προεχώρει, η δε τρικυμία αντί να καταπαύση εξηγριούτο περισσότερον. Ο κίνδυνος ήτο προφανής και όλοι έκλαιον και επεκαλούντο την βοήθειαν του Θεού, ο δε πλοίαρχος δεν ήθελε ν’ακούση ποσώς, μολονότι ο υιός του, 15ετής την ηλικίαν, τον περεκίνει να οπισθοδρομήση θεωρών τον κίνδυνον. Κάτω εις το δωμάτιον ήτον ο φραγκόπαπας εξηπλωμένος και ανεγίνωσκεν. Εγώ δε καταβάς τον είπον ιταλιστί ότι κινδυνεύομεν και να αναβή να ομιλήση και αυτός του πλοιάρχου, ίσως τον πείση να οπισθοδρομήσωμεν, αλλά με πολλήν αταραξίαν με είπεν ότι, και αν πνιγώμεν, δεν σημαίνει τίποτε. Έναν θάνατον οφείλομεν, ας επέλθη ή ούτως ή άλλως, και εξηκολούθησε την ανάγνωσίν του.
Εν δε τη απελπισία μου λέγω με τρέμουσαν φωνήν. «Αδέλφια, σκοτώσετέ τον τον κερατάν (τον πλοίαρχον) και ας πνιγώμεν». Και ο υιός του έλεγε. «Σκοτώσετέ τον τον σκύλον, διότι είναι μεθυσμένος και θα μας πνίξη». Φωνάζω και τον Ρεβελιώτην κειτόμενον και αναίσθητον όντα. «Αδελφέ Ρεβελιώτη, σκότωσέ τον τον κερατά, διότι μας έπνιξεν». Ηγέρθη ο Ρεβελιώτης ευθύς τρέμων και έσυρε την σπάθην του λέγων με τρέμουσαν φωνήν «οπισθοδρόμησε, κερατά, διότι σε φονεύω». Και τότε αποφασίσας έστρεψε την πλώρην. Αλλά τότε ήτον ο μεγαλύτερος κίνδυνος, διότι θελήσαντος του πλοιάρχου να γυρίση το ιστίον δεν εδυνήθη να το κρατήση και εξέφυγεν των χειρών του.
Τότε ο υιός του επέταξεν ως πουλίον, ήρπασε το ιστίον και το έστρεψε, και ούτως εσώθημεν, οπισθοδρομήσαντες δε προσαράξαμεν εις το Φάληρον και το πρωί κοπάσαντος του ανέμου ανεχωρήσαμεν και εφθάσαμεν εις την Επίδαυρον.
[Ρεβελιώτης, στα 1825 «ων ακόλουθος του Κολιού Δαριώτη και χρησιμεύων ως γραμματεύς αυτού». Μετά την δολοφονία του Δαριώτη έγινε γραμματέας του οπλαρχηγού Ευμορφόπουλου]

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ. Κεφάλαιον Γ΄. Σελ. 176.
1850.
Κατά το έτος τούτο ήλθεν εις την Ελλάδα στόλος αγγλικός υπό τον ναύαρχον Πάρκερ και απέκλεισε τους λιμένας της Ελλάδος, ιδίως τον του Πειραιώς, κατασχών πολλά πλοία εμπορικά προς εξανάγκασιν της Κυβερνήσεως να πληρώση 150.000 ή 200.000 δραχμών προς αποζημίωσιν Εβραίου τινός Πατζιφίκου επονομαζομένου, ούτινος Έλληνές τινες εν Αθήναις έθραυσαν τας υέλους των παραθύρων της οικίας κατά τας εορτάς των Παθών, όστις ως υπήκοος Άγγλος επροστατεύετο υπό της Αγγλίας, ήτις προς ικανοποίησίν του ώρισε το ποσόν τούτο της αποζημιώσεως, όπερ η ελληνική Κυβέρνησις ηρνείτο να δώση. Τούτο έπραξεν η Αγγλία εχθρικώς προς την Ελλάδα διακειμένη, ιδίως ο πρωθυπουργός Πάλμερστων, όστις δεν υπέφερε να βλέπη τον Όθωνα βασιλεύοντα εν Ελλάδι και ακολουθούντα την γαλλικήν πολιτικήν, εργαζόμενον δε υπέρ της Μεγάλης Ιδέας κατά το σύστημα του Κωλέττη. Μέγας αναβρασμός εγένετο τότε εν Ελλάδι και επανάστασις ητοιμάζετο κατά του Όθωνος υπό των μαυροκορδατιστών και των άλλων αγγλοφρόνων. Αλλ’ επεμβάσης της Γαλλίας και της Ρωσσίας το πράγμα συνεβιβάσθη και ο αναβρασμός κατευνάσθη αποτισάσης της Ελλάδος αποζημίωσιν δια τον Πατζίφικον. ταύτα δε πάντα ενεργήθησαν ή υπεκινήθησαν υπό των αγγλοφώνων Ελλήνων.
Συνέβη δε τότε έκτακτος χειμών δριμύτατος, βορείου πνέοντος ανέμου, όστις απεξήρανε πάντα τα καρποφόρα δένδρα και αυτάς τας αμπέλους.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ. Κεφάλαιον Γ΄. Σελ. 182.
1854.
Ταύτα διεδραματίζοντο εν ταις δυο εκείναις επαρχίαις, και εξακολουθούντος του Όθωνος ν’ αποστέλλη επικουρίας εκ τε Στερεοελλαδιτών και Πελοποννησίων, η Αγγλία και η Γαλλία απόστειλαν στρατόν και πλοία και απέκλεισαν τον Πειραιά απειλούντες την εκθρόνισιν του Όθωνος, όστις ηναγκάσθη να ανακαλέση τους εν Ηπειροθεσσαλίαν εισβαλόντας, οι οποίοι υπεχρώθησαν εισερχόμενοι εις την Ελλάδα ν’ αφήσουν εις τα μεθόρια όσα έφερον μεθ’ εαυτών λάφυρα αποδίδοντες αυτά εις τους κυρίους των.
Η δε Ρωσσία κηρύξασα τον πόλεμον κατά της Τουρκίας εισήλθεν εις την Βουλγαρίαν… Εις την Κριμαίαν λοιπόν συνέστη το πεδίον της μάχης όπου επολέμησαν λυσσωδώς τα διαμαχόμενα μέρη επί μήνας ουκ ολίγους,…
Κατά το αυτό έτος ενέσκηψεν εις τον στρατόν της κατοχής εν Πειραιεί η χολέρα, ήτις διαδοθείσα και εν Αθήναις έκαμεν ικανήν θραύσιν. Εξ αυτής απεβίωσε και ο φίλος μου Προκόπιος Οικονόμου, επίσκοπος Άνδρου, εκλεχθείς το 1852, ευρεθείς τότε εν Αθήναις, ως και ο αδελφός του, διασωθέντος του ανεψιού του Αριστείδου Οικονόμου, νυν Εισαγγελέως Εφετών εν Αθήναις.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ. Κεφάλαιον Δ΄. Σελ. 191.
1862.
Ο δε βασιλεύς Όθων μετά της βασιλίσσης είχον προ ημερών εξέλθη κατά την Πελοπόννησον προς περιοδείαν. Επιστρέψας δε την 11 του 8βρίου επί του ελληνικού ατμοκινήτου εις Πειραιά ηθέλησε ν’ αποβιβασθή, αλλά και λαός και στρατός τον απέκρουσαν, και ούτως επιβιβασθείς επί αγγλικού πλοίου ανεχώρησεν ανεπιστρεπτί.
Εάν κατά την νύκτα της 10 8βρίου, καθ’ ην εγένετο η εξέγερσις εις Αθήνας, ήθελεν ο Γενναίος, πρωθυπουργός ων τότε, επιτρέψει να κτυπήσουν τους αόπλους επαναστάτας, ολίγους όντας, με απλούν μόνον πυροβολισμόν η επανάστασις διελύετο αυθωρεί. Αλλά δεν επέτρεψε τούτο, ίνα μη χυθή αίμα. Άλλως ο Όθων ήθελεν είσθαι μέχρι σήμερον βασιλεύς της Ελλάδος. Αλλά και ο Γενναίος κατεδιώχθη ως οθωνιστής και δια λιθοβολισμών απηλάθη εξ Αθηνών καταφυγών εις Ζάκυνθον μετά πολλών άλλων οθωνιστών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» ΤΟΥ ΑΝΤ. ΠΡΟΚΕΣ-ΟΣΤΕΝ. (Πρώην εν Ελλάδι και έπειτα εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεως της Αυστρίας).
Σελίδα 248-249.
Προς τούτοις δε και εν σελ. 142 του αυτού τόμου, εκθέτων τα κατά τον θάνατον του Καραϊσκάκη, λέγει ότι ο Καραϊσκάκης υπείκων εις την γνώμην Κόχραν και Τσούρτζ του να εισβάλωσι νύκτωρ από του Φαλήρου εις την Ακρόπολιν των Αθηνών, ενώ ούτος ήτο της εναντίας γνώμης, κατέβη την 22 Απριλίου (1827) δεξιόθεν προς τον Πειραιά, οι δε Τούρκοι παρατηρήσαντες το κίνημά του εξώρμησαν εκ του ελαιώνος και συνεκροτήθη μάχη, καθ’ ην εφονεύθη ο Καραϊσκάκης. Ενώ την ημέραν εκείνην ο Καραϊσκάκης κατεχόμενος υπό πυρετού (διότι ήτο στηθικός) ελάμβανε κινίνον και έκειτο εν τη σκηνή του, ως εγώ ευρισκόμενος τότε εκεί μετά του Γενναίου γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως, και ακούσας πυροβολισμούς εκ του Φαλήρου, διότι οι εκεί Κρητικοί μεθύσαντες επετέθησαν κατά των εν τη κάτωθεν του λόφου του Φαλήρου μάνδραν Τούρκων, αμερίμνων όντων, έδραμεν εκεί ίνα εμποδίση την συμπλοκήν. Αλλ’ εις αυτήν είχον λάβει μέρος ολίγον κατ’ ολίγον και όλοι οι εν τω λόφω του Φαλήρου Έλληνες, και ο Νικηταράς αυτός, όστις επληγώθη εις την σιαγώνα. Εις δε την εμφάνισιν εκεί του Καραϊσκάκη προσέδραμε και το υπό τον Χατζή Μιχάλην ελληνικόν ιππικόν και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ον ηκολούθουν και εγώ, και τότε ήρξατο ζωηρά αψιμαχία, καθ’ ην ετραυματίσθη ο Καραϊσκάκης από το τουρκικόν οχύρωμα το μεταξύ Φαλήρου και Αθηνών. Τον δε τραυματισμόν του ουδείς αντελήφθη, και εις ουδένα εκ των εκεί εφανέρωσεν αυτόν, αλλ’ αμέσως διεύθυνε τον ίππον του προς τον Πειραιά, και μετά ημίσειαν σχεδόν ώραν εγνώσθη εν τοις μαχομένοις ο τραυματισμός του, οίτινες έδραμον εις τον Πειραιά, όπου τον εύρον εν τω πλοίω του Άστιγκος πνέοντα τα λοίσθια, και ανακριβώς συν τοις άλλοις λέγει ο κ. Πρόκες, ότι άμα τραυματισθείς ο Καραϊσκάκης, περιεστοιχίσθη ή περιεκυκλώθη υπό των περί αυτόν Ελλήνων και ωδηγήθη υπ’ αυτών εις τον Πειραιά.
Αξιοπαρατήρητον όμως είναι, ότι ούτε τον στρατηγόν Νικηταράν αναφέρει ενταύθα ως μετασχόντα της αψιμαχίας και τραυματισθέντα υπό την σιαγώνα, ούτε τον Γενναίον Κολοκοτρώνην, ενώ ούτοι ήσαν επίσημοι στρατηγοί της Πελοποννήσου. Αλλ’ ο κ. Πρόκες καθ’ όλην την προκειμένην Ιστορίαν του καταφαίνεται ως απεχθανόμενος τους Πελοποννησίους, μη αναφέρων ουδέν κατόρθωμα αυτών, ουδέ και του Κολοκοτρώνη αυτού, ως κατωτέρω λεχθήσεται.

Το βιβλίο, με πληροφορίες όπως τις αντιλήφθηκε και τις χρωμάτισε ο Ρηγόπουλος, βρίσκεται πολλά χρόνια στην βιβλιοθήκη μου, διάβασα όλες τις σελίδες του ευμενώς, αντέγραψα τα αποσπάσματα που αφορούν στον Πειραιά όταν είχα κενό χρόνο και καλή διάθεση.
Επεξηγηματικά σχόλια θα μπορούσα να κάνω αρκετά, όμως τα περί της ελληνικής επανάστασης πρόσωπα, τοπωνύμια και πράγματα είναι αρκούντως γνωστά σε όλους εμάς τους νεοέλληνες.
Με χαρά πληροφορήθηκα την επανέκδοση λόγω των 200 χρόνων από την κήρυξη της επανάστασης των απομνημονευμάτων από γνωστό εκδοτικό οίκο, ώστε να διαβαστούν από περισσότερο κόσμο αφού είχε ήδη εξαντληθεί η έκδοση του 1979.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου