Ένα κείμενο του 1955 από το περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ.
Ερευνά
και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Αναρίθμητα τα άρθρα που αφορούν στον Πειραιά μέσα στα παλιά περιοδικά ποικίλης ύλης. Διαβάζοντάς τα μετά από χρόνια αναδίδουν, εκτός από το ύφος του συντάκτη τους, έναν ιδιαίτερο τόνο, αποτυπώνουν την εικόνα της συγκεκριμένης εποχής, φέρνουν στην μνήμη καταστάσεις και δρώμενα που ξεχάστηκαν, προσφέρουν την αίσθηση ότι κάποια πράγματα παραμένουν ίδια.
Επιστρέφω στα 1955 και ξεφυλλίζω το τέταρτο τεύχος (21 - 27 Νοεμβρίου) του περιοδικού ΕΙΚΟΝΕΣ της Ελένης Βλάχου. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση στην συλλογή μου. Στις σελίδες από 7 έως 13 τυπώθηκε το άρθρο «ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ. Ο σφυγμός της Ελληνικής οικονομίας». Ο κειμενογράφος υπογράφει με τα αρχικά του Μ. ΠΕΡ. Το αντιγράφω για να δείτε το σκεπτικό του και να δώσω τις φωτογραφίες που περιείχε. Κάποια λάθη στο ιστορικό πλαίσιο μπορεί να υπάρχουν ως έχουν, αλλάζω όμως τις λεζάντες επειδή οι περισσότερες είναι άστοχες. Όπως πάντα ακολουθώ την ορθογραφία του συντάκτη.
[Μ. ΠΕΡ. μπορεί να είναι τα αρχικά του Μιχαήλ Περάνθη που ως γνωστόν συνεργαζόταν με περιοδικά και εφημερίδες]
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ. Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Η πόλις και το λιμάνι
Πειραιεύς. Το μεγάλο λιμάνι της χώρας. Κέντρο του εμπορίου μας. Καρδιά της βιομηχανικής μας προόδου. Πόλη πολυάνθρωπη και πολυάσχολη. Στοργική φτωχομάννα των μαρτύρων του ημερησίου μόχθου.
Ο σφυγμός της είναι σφυγμός όλης της ελληνικής οικονομικής ζωής. Λειτουργεί κανονικά; Προμήνυμα ευρυθμίας των δημόσιων οικονομικών. Παρατηρούνται διαλείψεις και ανισότης ρυθμού; Ο αντίκτυπος πρέπει να αναμένεται γενικώτερος. Το μεγάλο λιμάνι, από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου, είναι ο δείκτης, ο γνώμονας και το κάτοπτρο.
Μια κάτοψη αεροπορική προσφέρει την αίσθηση της επιβλητικής μεγαλουπόλεως.
Αλλά η … κάθετη αισθητική αφήνει να της διαφεύγουν ουσιώδεις χαρακτήρες, που μόνον η εκ των κάτω ενατένιση έχει τη δυνατότητα να προσφέρη.
Και είναι, ουσιώδης χαρακτήρας της, ο καπνός. Αυτός που μαυρίζει τις πολυκαιρινές προσόψεις των παλιών της κτιρίων και λερώνει την γλαυκότητα του γαλανού της στερεώματος με τα ανερχόμενα παιγνίδια της αιθάλης. Ο καπνός που σημαδεύει σε ρευστά σύννεφα όλη τη στεριανή και θαλασσινή της περιφέρεια, ξεμπουκάροντας απ’ τα μεγάλα φουγάρα των βαποριών και τις ψηλές καμινάδες των εργοστασίων.
Αν ήθελε κανείς να μιλήση για την ιστορία του Πειραιώς, θα του αρκούσε να την συνδέση με την ιστορία της Αθήνας. Κοινή η τύχη των δυο πόλεων, που η μία είναι αδιάσπαστα δεμένη με την άλλη. Με μια μόνον διαφορά. Ο Πειραιάς έπαψε να υπάρχη την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Η πολύτιμη γεωγραφική του θέση, αυτή που ανακάλυψε και επέβαλε το αλάθητο ένστικτο του Θεμιστοκλέους, προκειμένου να εδραιωθή μια ναυτική κυριαρχία της αθηναϊκής πολιτείας, έπαψε πια να αντιπροσωπεύη τα ίδια οφέλη. Και χρειάστηκε νάρθη η εθνεγερσία του 21, να ελευθερωθή ο τόπος, να ξαναρχίση το ελεύθερο ελληνικό κράτος, για να αναγεννηθή απ’ την τέφρα του κι’ ο Πειραιάς. Μερικοί Υδραίοι κι’ άλλοι τόσοι Μανιάτες ήρθαν να τον ξυπνήσουν απ’ τη νάρκη του. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι όλοι κι’ όλοι. Τόσοι ήταν οι κάτοικοί του το 1830. Και μέσα σε 125 χρόνια ο αρχικός οικισμός πήρε τη μορφή μεγαλουπόλεως, που απλώνει τις εσχατιές της ως τις ακρότατες στεριανές γλώσσες κι’ ως τις μακρινές πλαγιές των γύρω βουνών, σε μια πολύμορφη, πολυδαίδαλη και πολυάνθρωπη πολιτεία.
Μη ζητήσετε στον Πειραιά τα αξιοθέατα της πόλεως. Τι μεγαλύτερο «αξιοθέατο» παρά το λιμάνι του; Βαπόρια, βαποράκια, κάθε είδους πλεούμενο, - μικρά και μεγάλα, δικά μας και ξένα. Έρχονται απ’ τις παράλιες πολίχνες της επαρχίας, απ’ τους γραφικούς όρμους των νησιώτικων συμπλεγμάτων του Αιγαίου, απ’ τα πολυθόρυβα λιμάνια της Μεσογείου και τους απέραντους ωκεανούς. Φέρνουν λογής ανθρώπους, λογής φορτία. Και λογής άνθρωποι περιμένουν στις προκυμαίες, λογής φορτία στοιβάζονται, έτοιμα να ταξιδέψουν σε αλλότριους ορίζοντες. Μία παλίρροια αφίξεων, μία άμπωτις αποστολών. Και στη διασταύρωση των δύο κυμάτων, ένας ολόκληρος κόσμος, οι άνθρωποι του λιμανιού εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία, – λιμενικοί, τελωνειακοί, ναυτικοί πράκτορες, φορτοεκφορτωταί – ένας όλοκληρος κόσμος κι’ ένας τεράστιος τεχνικός εξοπλισμός, που δίνουν εκείνον τον ιδιότυπο τόνο ζωής σ’ ένα λιμάνι, τη ζωντάνια και την ένταση, τον θόρυβο και τη βιασύνη. Όλα υπακούουν στην ταχύτητα – ο χρόνος που είναι χρήμα, η δραστηριότητα που είναι συναγωνισμός, η ευστροφία που είναι κέρδος.
Το μεγάλο και το μικρό εμπόριο.
Φτωχομάνα των μαρτύρων του ημερήσιου μόχθου! Ο Πειραιάς έχει τη μεγαλύτερη βιομηχανική δραστηριότητα. Έχει επομένως και το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικών χεριών. Όλοι οι γύρω συνοικισμοί, που σιγά-σιγά εξελίχτηκαν και σήμερα αποτελούν ξεχωριστούς δήμους, είναι οι εστίες των εργατικών οικογενειών, οι αφετηρίες των δουλευτών, των τεχνιτών και των μεροκαματιάρηδων, που σηκώνονται πρωί-πρωί, απ’ τα ξημερώματα, μ’ ένα βαζάκι στο χέρι τους, οι περισσότεροι, με το μεσημεριάτικο φαγητό τους. Όταν οι αστικές συνοικίες είναι ακόμα βυθισμένες σε γλυκόν ύπνο, οι δρόμοι και οι πάροδοι του Πειραιώς σφύζουν απ’ τους μετακινούμενους ανθρώπους της δουλειάς, που βιάζονται να φθάση καθένας στο πόστο του την ταχτική ώρα.
Ο κερδώος και ο Λόγιος Ερμής.
Κοντά σ’ αυτούς κινείται και μια ολόκληρη στρατιά μικροπωλητών, που κυνηγάει το ψωμί της μ’ όποιον τρόπο υποεμπορικής μορφή τής είναι πιο εύκολος. Κουλουρτζήδες, σαλεπιτζήδες, καραμελλάδες, καπνοπώλες, κι’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας. Γέροι χτυπημένοι από τα βάσανα της βιοτικής μέριμνας και, κυρίως, πιτσιρίκοι ξυπόλητοι, που η ανάγκη τούς έταξε να συμβάλουν προώρως στην ενίσχυση του οικογενειακού κουρβανά. Από το βλέμμα τους λείπει εκείνη η ράθυμη οκνηρότητα που θα βρήτε στους χασομέρηδες της Ανατολής. Και περισσεύει η ζωηράδα, η σπίθα, η λάμψη. Αν τους καλοκυττάξετε, θ’ ανακαλύψετε ανάμεσά τους τους αυριανούς εμπόρους. Πόσα και πόσα ανάλογα παραδείγματα δεν έχει να προσφέρη το πρώτο λιμάνι μας! Για την ώρα όμως είναι απλώς οι μικροπωλητές – μια νότα μέσα στη συγχορδία της τύμβης, που την συνθέτουν, άλλο τόσο, οι ζητιάνοι, οι τσιγγάνες, οι αχθοφόροι, οι ταξιδιώτες.
Οι αρχαίοι δεν έβαλαν άδικα στον Ερμή τις ιδιότητες του Κερδώου και του Λογίου μαζί. Μέσα σ’ αυτή την πυρετική ατμόσφαιρα, όπου ο Κερδώος οργιάζει, ο Λόγιος δεν λείπει. Ο Πειραιάς γνώρισε σημαντική πνευματική άνθηση. Και μας χάρισε μερικά ονόματα με δική τους θέση στα ελληνικά γράμματα. Στον Πειραιά μεγάλωσαν, έγραψαν και ξεκίνησαν ποιηταί σαν τον Πορφύρα και τον Στρατήγη, πεζογράφοι σαν τον Παύλο Νιρβάνα και τον Σπ. Μελά, για ν’ αναφέρωμε τους σημαντικώτερους. Με μια διαφορά πάντως. Ότι το έργο τους δεν αποτελεί την έκφραση του εμπορικού Πειραιά, του Πειραιά της φάμπρικας και του λιμανιού. Αυτόν τον αγνόησαν, τον αντιπαρήλθαν. Κι’ έθρεψαν την ρέμβη τους πέρα από τους καπνισμένους δρόμους, σε ζώνες γραφικής υποβολής – στη Φρεαττύδα, στο Πασαλιμάνι, στην Καστέλλα, που είναι ένας Πειραιεύς αλλιώτικος, ειδυλλιακός και ήρεμος.
Αν το λιμάνι ξυπνάη από τα χαράματα, δεν θα πη πως κοιμάται και νωρίς.
Αν αποσύρωνται οι κουρασμένοι, μένουν όμως τόσοι άλλοι για να συνεχίσουν μια τύρβη νυκτόβια, θορυβώδη και αλλόγλωσση. Η νυχτερινή ζωή του λιμανιού συγκεντρώνεται στα μικρά ισόγεια και υπόγεια καμπαρέ, τα διάσπαρτα στις παρόδους της παραλίας, με τα πολύχρωμα φώτα απ’ έξω και τις μεγάλες ταμπέλες τις χρωματισμένες στον τοίχο, με ονόματα ξενικά και με υποσχέσεις ανατολίτικες. Έρχονται συμμαχικοί στόλοι, έρχονται φορτηγά καράβια. Άνθρωποι που ξεμοναχιάστηκαν εβδομάδες ολόκληρες στα τρικυμισμένα πλάτη του πόντου κι’ έχουν τώρα την απόφαση να ξεσκάσουν με κάθε τρόπο. Όλοι αυτοί τραβιούνται σαν τις χρυσαλλίδες απ’ τα πολύχρωμα φώτα και μπαίνουν στους θολούς απ’ τα χνώτα και τους καπνούς παραδείσους, πληρώνοντας σε δολλάρια το φάρμακο της λησμονιάς – νοθευμένες μπουκάλες οινόπνευμα, βραχνιασμένοι λαρυγγισμοί από αυτοσχέδιες σαντέζες, εξωτικοί θόρυβοι μπουζουκιών, βαμμένα «ουρί» της εφήμερης απόλαυσης.
Είναι κι’ αυτά μια μορφή πειραιώτικης ζωής, της νυχτερινής, που σπεύδουν όμως να εξαφανισθούν όπως οι καλλικάντζαροι πριν το φως, πριν ξυπνήση ο μεγάλος Πειραιάς του άγιου ιδρώτα.
Μέσα σ’ αυτή την εμπορική μεγαλόπολη με τον πυρετό της καθημερινής κίνησης και την ένταση της βιοποριστικής μέριμνας, υπάρχει ωστόσο ευρύ περιθώριο για χίλιες δυο ασχολίες διαφορετικές, που πιστοποιούν ότι ο εργατικός Πειραιεύς έχει στο έπακρον ανεπτυγμένο το καλλιτεχνικό αισθητήριο, διψάει για το καλό θέατρο, ενδιαφέρεται για τις εκθέσεις ζωγραφικής, παρακολουθεί τις διαλέξεις, με εστίες και πυρήνες των πνευματικών αυτών εκδηλώσεων το Δημοτικό Θέατρο της γείτονος, τον Πειραϊκό Σύνδεσμο – που έχει επίσης, εκτός απ’ τις πνευματικές, και θαυμαστές άλλες εκδηλώσεις κοινωνικής μέριμνας, όπως οι νυκτερινές σχολές – κλπ.
Παραλλήλως υπάρχει στον Πειραιά, ίσως μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, ένα ζωηρό αθλητικό και φίλαθλο πνεύμα, με σημαντικές επιδόσεις σε ό,τι αφορά τα αγωνίσματα του στίβου και με ουσιαστικές, ίσως και εντυπωσιακές, επιτεύξεις σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, το ποδόσφαιρο.
Πολλές και καλές οι ομάδες της – όπως ο «Εθνικός» – αλλά το όνομα του Πειραιώς είναι από παληά, και δικαίως, συνυφασμένο με την ομάδα του «Ολυμπιακού», ομάδα που έχει τους περισσότερους και φανατικώτερους φίλους και οπαδούς όχι μόνο στην ίδια τη γείτονα – η οποία, εν αναλογία προς τον πληθυσμό της, μπορεί να θεωρηθή ως η πιο φίλαθλη ελληνική πόλις – αλλά και σ’ όλη τη χώρα.
Μ. ΠΕΡ.
Αναρίθμητα τα άρθρα που αφορούν στον Πειραιά μέσα στα παλιά περιοδικά ποικίλης ύλης. Διαβάζοντάς τα μετά από χρόνια αναδίδουν, εκτός από το ύφος του συντάκτη τους, έναν ιδιαίτερο τόνο, αποτυπώνουν την εικόνα της συγκεκριμένης εποχής, φέρνουν στην μνήμη καταστάσεις και δρώμενα που ξεχάστηκαν, προσφέρουν την αίσθηση ότι κάποια πράγματα παραμένουν ίδια.
Επιστρέφω στα 1955 και ξεφυλλίζω το τέταρτο τεύχος (21 - 27 Νοεμβρίου) του περιοδικού ΕΙΚΟΝΕΣ της Ελένης Βλάχου. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση στην συλλογή μου. Στις σελίδες από 7 έως 13 τυπώθηκε το άρθρο «ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ. Ο σφυγμός της Ελληνικής οικονομίας». Ο κειμενογράφος υπογράφει με τα αρχικά του Μ. ΠΕΡ. Το αντιγράφω για να δείτε το σκεπτικό του και να δώσω τις φωτογραφίες που περιείχε. Κάποια λάθη στο ιστορικό πλαίσιο μπορεί να υπάρχουν ως έχουν, αλλάζω όμως τις λεζάντες επειδή οι περισσότερες είναι άστοχες. Όπως πάντα ακολουθώ την ορθογραφία του συντάκτη.
[Μ. ΠΕΡ. μπορεί να είναι τα αρχικά του Μιχαήλ Περάνθη που ως γνωστόν συνεργαζόταν με περιοδικά και εφημερίδες]
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ. Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Η πόλις και το λιμάνι
Πειραιεύς. Το μεγάλο λιμάνι της χώρας. Κέντρο του εμπορίου μας. Καρδιά της βιομηχανικής μας προόδου. Πόλη πολυάνθρωπη και πολυάσχολη. Στοργική φτωχομάννα των μαρτύρων του ημερησίου μόχθου.
Ο σφυγμός της είναι σφυγμός όλης της ελληνικής οικονομικής ζωής. Λειτουργεί κανονικά; Προμήνυμα ευρυθμίας των δημόσιων οικονομικών. Παρατηρούνται διαλείψεις και ανισότης ρυθμού; Ο αντίκτυπος πρέπει να αναμένεται γενικώτερος. Το μεγάλο λιμάνι, από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου, είναι ο δείκτης, ο γνώμονας και το κάτοπτρο.
Μια κάτοψη αεροπορική προσφέρει την αίσθηση της επιβλητικής μεγαλουπόλεως.
Αλλά η … κάθετη αισθητική αφήνει να της διαφεύγουν ουσιώδεις χαρακτήρες, που μόνον η εκ των κάτω ενατένιση έχει τη δυνατότητα να προσφέρη.
Και είναι, ουσιώδης χαρακτήρας της, ο καπνός. Αυτός που μαυρίζει τις πολυκαιρινές προσόψεις των παλιών της κτιρίων και λερώνει την γλαυκότητα του γαλανού της στερεώματος με τα ανερχόμενα παιγνίδια της αιθάλης. Ο καπνός που σημαδεύει σε ρευστά σύννεφα όλη τη στεριανή και θαλασσινή της περιφέρεια, ξεμπουκάροντας απ’ τα μεγάλα φουγάρα των βαποριών και τις ψηλές καμινάδες των εργοστασίων.
Αν ήθελε κανείς να μιλήση για την ιστορία του Πειραιώς, θα του αρκούσε να την συνδέση με την ιστορία της Αθήνας. Κοινή η τύχη των δυο πόλεων, που η μία είναι αδιάσπαστα δεμένη με την άλλη. Με μια μόνον διαφορά. Ο Πειραιάς έπαψε να υπάρχη την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Η πολύτιμη γεωγραφική του θέση, αυτή που ανακάλυψε και επέβαλε το αλάθητο ένστικτο του Θεμιστοκλέους, προκειμένου να εδραιωθή μια ναυτική κυριαρχία της αθηναϊκής πολιτείας, έπαψε πια να αντιπροσωπεύη τα ίδια οφέλη. Και χρειάστηκε νάρθη η εθνεγερσία του 21, να ελευθερωθή ο τόπος, να ξαναρχίση το ελεύθερο ελληνικό κράτος, για να αναγεννηθή απ’ την τέφρα του κι’ ο Πειραιάς. Μερικοί Υδραίοι κι’ άλλοι τόσοι Μανιάτες ήρθαν να τον ξυπνήσουν απ’ τη νάρκη του. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι όλοι κι’ όλοι. Τόσοι ήταν οι κάτοικοί του το 1830. Και μέσα σε 125 χρόνια ο αρχικός οικισμός πήρε τη μορφή μεγαλουπόλεως, που απλώνει τις εσχατιές της ως τις ακρότατες στεριανές γλώσσες κι’ ως τις μακρινές πλαγιές των γύρω βουνών, σε μια πολύμορφη, πολυδαίδαλη και πολυάνθρωπη πολιτεία.
Μη ζητήσετε στον Πειραιά τα αξιοθέατα της πόλεως. Τι μεγαλύτερο «αξιοθέατο» παρά το λιμάνι του; Βαπόρια, βαποράκια, κάθε είδους πλεούμενο, - μικρά και μεγάλα, δικά μας και ξένα. Έρχονται απ’ τις παράλιες πολίχνες της επαρχίας, απ’ τους γραφικούς όρμους των νησιώτικων συμπλεγμάτων του Αιγαίου, απ’ τα πολυθόρυβα λιμάνια της Μεσογείου και τους απέραντους ωκεανούς. Φέρνουν λογής ανθρώπους, λογής φορτία. Και λογής άνθρωποι περιμένουν στις προκυμαίες, λογής φορτία στοιβάζονται, έτοιμα να ταξιδέψουν σε αλλότριους ορίζοντες. Μία παλίρροια αφίξεων, μία άμπωτις αποστολών. Και στη διασταύρωση των δύο κυμάτων, ένας ολόκληρος κόσμος, οι άνθρωποι του λιμανιού εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία, – λιμενικοί, τελωνειακοί, ναυτικοί πράκτορες, φορτοεκφορτωταί – ένας όλοκληρος κόσμος κι’ ένας τεράστιος τεχνικός εξοπλισμός, που δίνουν εκείνον τον ιδιότυπο τόνο ζωής σ’ ένα λιμάνι, τη ζωντάνια και την ένταση, τον θόρυβο και τη βιασύνη. Όλα υπακούουν στην ταχύτητα – ο χρόνος που είναι χρήμα, η δραστηριότητα που είναι συναγωνισμός, η ευστροφία που είναι κέρδος.
Το μεγάλο και το μικρό εμπόριο.
Φτωχομάνα των μαρτύρων του ημερήσιου μόχθου! Ο Πειραιάς έχει τη μεγαλύτερη βιομηχανική δραστηριότητα. Έχει επομένως και το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικών χεριών. Όλοι οι γύρω συνοικισμοί, που σιγά-σιγά εξελίχτηκαν και σήμερα αποτελούν ξεχωριστούς δήμους, είναι οι εστίες των εργατικών οικογενειών, οι αφετηρίες των δουλευτών, των τεχνιτών και των μεροκαματιάρηδων, που σηκώνονται πρωί-πρωί, απ’ τα ξημερώματα, μ’ ένα βαζάκι στο χέρι τους, οι περισσότεροι, με το μεσημεριάτικο φαγητό τους. Όταν οι αστικές συνοικίες είναι ακόμα βυθισμένες σε γλυκόν ύπνο, οι δρόμοι και οι πάροδοι του Πειραιώς σφύζουν απ’ τους μετακινούμενους ανθρώπους της δουλειάς, που βιάζονται να φθάση καθένας στο πόστο του την ταχτική ώρα.
Ο κερδώος και ο Λόγιος Ερμής.
Κοντά σ’ αυτούς κινείται και μια ολόκληρη στρατιά μικροπωλητών, που κυνηγάει το ψωμί της μ’ όποιον τρόπο υποεμπορικής μορφή τής είναι πιο εύκολος. Κουλουρτζήδες, σαλεπιτζήδες, καραμελλάδες, καπνοπώλες, κι’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας. Γέροι χτυπημένοι από τα βάσανα της βιοτικής μέριμνας και, κυρίως, πιτσιρίκοι ξυπόλητοι, που η ανάγκη τούς έταξε να συμβάλουν προώρως στην ενίσχυση του οικογενειακού κουρβανά. Από το βλέμμα τους λείπει εκείνη η ράθυμη οκνηρότητα που θα βρήτε στους χασομέρηδες της Ανατολής. Και περισσεύει η ζωηράδα, η σπίθα, η λάμψη. Αν τους καλοκυττάξετε, θ’ ανακαλύψετε ανάμεσά τους τους αυριανούς εμπόρους. Πόσα και πόσα ανάλογα παραδείγματα δεν έχει να προσφέρη το πρώτο λιμάνι μας! Για την ώρα όμως είναι απλώς οι μικροπωλητές – μια νότα μέσα στη συγχορδία της τύμβης, που την συνθέτουν, άλλο τόσο, οι ζητιάνοι, οι τσιγγάνες, οι αχθοφόροι, οι ταξιδιώτες.
Οι αρχαίοι δεν έβαλαν άδικα στον Ερμή τις ιδιότητες του Κερδώου και του Λογίου μαζί. Μέσα σ’ αυτή την πυρετική ατμόσφαιρα, όπου ο Κερδώος οργιάζει, ο Λόγιος δεν λείπει. Ο Πειραιάς γνώρισε σημαντική πνευματική άνθηση. Και μας χάρισε μερικά ονόματα με δική τους θέση στα ελληνικά γράμματα. Στον Πειραιά μεγάλωσαν, έγραψαν και ξεκίνησαν ποιηταί σαν τον Πορφύρα και τον Στρατήγη, πεζογράφοι σαν τον Παύλο Νιρβάνα και τον Σπ. Μελά, για ν’ αναφέρωμε τους σημαντικώτερους. Με μια διαφορά πάντως. Ότι το έργο τους δεν αποτελεί την έκφραση του εμπορικού Πειραιά, του Πειραιά της φάμπρικας και του λιμανιού. Αυτόν τον αγνόησαν, τον αντιπαρήλθαν. Κι’ έθρεψαν την ρέμβη τους πέρα από τους καπνισμένους δρόμους, σε ζώνες γραφικής υποβολής – στη Φρεαττύδα, στο Πασαλιμάνι, στην Καστέλλα, που είναι ένας Πειραιεύς αλλιώτικος, ειδυλλιακός και ήρεμος.
Αν το λιμάνι ξυπνάη από τα χαράματα, δεν θα πη πως κοιμάται και νωρίς.
Αν αποσύρωνται οι κουρασμένοι, μένουν όμως τόσοι άλλοι για να συνεχίσουν μια τύρβη νυκτόβια, θορυβώδη και αλλόγλωσση. Η νυχτερινή ζωή του λιμανιού συγκεντρώνεται στα μικρά ισόγεια και υπόγεια καμπαρέ, τα διάσπαρτα στις παρόδους της παραλίας, με τα πολύχρωμα φώτα απ’ έξω και τις μεγάλες ταμπέλες τις χρωματισμένες στον τοίχο, με ονόματα ξενικά και με υποσχέσεις ανατολίτικες. Έρχονται συμμαχικοί στόλοι, έρχονται φορτηγά καράβια. Άνθρωποι που ξεμοναχιάστηκαν εβδομάδες ολόκληρες στα τρικυμισμένα πλάτη του πόντου κι’ έχουν τώρα την απόφαση να ξεσκάσουν με κάθε τρόπο. Όλοι αυτοί τραβιούνται σαν τις χρυσαλλίδες απ’ τα πολύχρωμα φώτα και μπαίνουν στους θολούς απ’ τα χνώτα και τους καπνούς παραδείσους, πληρώνοντας σε δολλάρια το φάρμακο της λησμονιάς – νοθευμένες μπουκάλες οινόπνευμα, βραχνιασμένοι λαρυγγισμοί από αυτοσχέδιες σαντέζες, εξωτικοί θόρυβοι μπουζουκιών, βαμμένα «ουρί» της εφήμερης απόλαυσης.
Είναι κι’ αυτά μια μορφή πειραιώτικης ζωής, της νυχτερινής, που σπεύδουν όμως να εξαφανισθούν όπως οι καλλικάντζαροι πριν το φως, πριν ξυπνήση ο μεγάλος Πειραιάς του άγιου ιδρώτα.
Μέσα σ’ αυτή την εμπορική μεγαλόπολη με τον πυρετό της καθημερινής κίνησης και την ένταση της βιοποριστικής μέριμνας, υπάρχει ωστόσο ευρύ περιθώριο για χίλιες δυο ασχολίες διαφορετικές, που πιστοποιούν ότι ο εργατικός Πειραιεύς έχει στο έπακρον ανεπτυγμένο το καλλιτεχνικό αισθητήριο, διψάει για το καλό θέατρο, ενδιαφέρεται για τις εκθέσεις ζωγραφικής, παρακολουθεί τις διαλέξεις, με εστίες και πυρήνες των πνευματικών αυτών εκδηλώσεων το Δημοτικό Θέατρο της γείτονος, τον Πειραϊκό Σύνδεσμο – που έχει επίσης, εκτός απ’ τις πνευματικές, και θαυμαστές άλλες εκδηλώσεις κοινωνικής μέριμνας, όπως οι νυκτερινές σχολές – κλπ.
Παραλλήλως υπάρχει στον Πειραιά, ίσως μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, ένα ζωηρό αθλητικό και φίλαθλο πνεύμα, με σημαντικές επιδόσεις σε ό,τι αφορά τα αγωνίσματα του στίβου και με ουσιαστικές, ίσως και εντυπωσιακές, επιτεύξεις σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, το ποδόσφαιρο.
Πολλές και καλές οι ομάδες της – όπως ο «Εθνικός» – αλλά το όνομα του Πειραιώς είναι από παληά, και δικαίως, συνυφασμένο με την ομάδα του «Ολυμπιακού», ομάδα που έχει τους περισσότερους και φανατικώτερους φίλους και οπαδούς όχι μόνο στην ίδια τη γείτονα – η οποία, εν αναλογία προς τον πληθυσμό της, μπορεί να θεωρηθή ως η πιο φίλαθλη ελληνική πόλις – αλλά και σ’ όλη τη χώρα.
Μ. ΠΕΡ.
Το λιμάνι του Πειραιά φωτογραφημένο από αεροπλάνο. Άνω αριστερά
διακρίνονται οι μόνιμες δεξαμενές, η ελευθέρα ζώνη με τα σιλό. Γύρω από το
κεντρικό λιμάνι απλώνεται η πόλη με τις παραλιακές ή εσωτερικές οδούς και τα
«μπακλαβαδωτά» - όπως τα περιέγραψε γνωστός Πειραιώτης - οικοδομικά τετράγωνα
με τα κτήριά τους. Ξεχωρίζει το Χατζηκυριάκειο ορφανοτροφείο.
Το εσωτερικό του ανακαινισμένου μετά τον πόλεμο σταθμού του
Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου στον Πειραιά.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Το παλιό Δημαρχείο, το γνωστό ως Ρολόι. Κέντρο
διερχομένων περαστικών και στέκι μικροπωλητών.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Το Δημοτικό θέατρο και τα παλαιού τύπου λεωφορεία που
είχαν τότε την αφετηρία τους στην διπλανή οδό Αγίου Κωνσταντίνου.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Πλατεία Λουδοβίκου. Ο Σταθμός των ΕΗΣ - ΗΣΑΠ και το
νεότευκτο μέγαρο του ΕΒΕΠ. Οι υπηρεσίες του ΕΒΕΠ εγκαταστάθηκαν στα 1953,
επίσημα εγκαινιάστηκε στις 21.1.1957.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Γραφική εικόνα στο λιμάνι. Το ΔΕΣΠΟΙΝΑ αναχωρεί.
Υπάλληλοι μετακινούν την βαριά σκάλα. Επιβλέπουν οι λιμενικοί.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Οι εκφορτώσεις επί δεκαετίες γίνονταν με τα χέρια και
τους ώμους των εργαζομένων στο λιμάνι. Μεταφορά ξυλείας με σφραγίδα ROMANIA.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. [Οι «επί της υποδοχής» στο λιμάνι: οι μεταφορείς του
Ο.Λ.Π., έτοιμοι να «επελάσουν» στα πλοία που φτάνουν] Μεταφέρω τον υπότιτλο ως
έχει. Μπορεί όμως να ήταν οδηγοί ταξί ή εκείνων των μικρών μεταφορικών τρικύκλων
που θυμόμαστε.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Ο Αδάμ Δημητριάδης ήταν γνωστός πειραϊκός τύπος. Λένε
ότι παλαιότερα ήταν μηχανεργάτης στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Τριγυρνούσε στις
εκκλησίες κι έκανε συνεχώς μετάνοιες γονατιστός. Το μέτωπό του είχε πλέον σημάδι
από τις βαθιές προσκυνήσεις, εδώ το βλέπουμε κοντά στο παλιό Δημαρχείο.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Κοντά στο λιμάνι. Στα μικρομάγαζα μπορούσες να
αγοράσεις εκ πάσης γης τα πάντα. Και να βρεις λίγο χρόνο να αράξεις αν είσαι
κουρασμένος.
Γύφτισσες, γνωστές και ως «οι Μοίρες», τριγυρνούσαν στο λιμάνι
του Πειραιά αναζητώντας εύπιστη πελατεία για να δώσουν με μικρό αντίτιμο τις
διφορούμενες προφητείες τους.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1955. Νεαροί μικροπωλητές με τα καλάθια τους στέκονται
στον μαντρότοιχο του Ο.Λ.Π.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Μνήμες και πάλι. Νεαρός πωλητής περπατάει φορώντας
ποδιά σε δρόμο κοντά στο λιμάνι. Κρατάει ένα μεταλλικό σκεύος που διατηρεί
ζεστά τα τυροπιτοειδή. Η επιγραφή στο κατάστημα: ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΑΣΤΗΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου