Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Σώτος Σκούταρης: Με αφορμή παρουσίασης ενός χειρόγραφου ποιήματός του.

Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. Δημοσιογράφος - Συλλέκτης. Ανεξάρτητος ερευνητής πειραϊκής ιστορίας και λογοτεχνίας.

Οι ασχολούμενοι με τα Νεα-Κοκκινιώτικα Γράμματα, ειδικά οι παλαιότεροι συγγραφείς που έζησαν στη γειτονική και τόσο δική μας, ονομαζόμενη από το 1940 Νίκαια – θεωρείται καθαρά πειραιώτικη πόλη – έχουν έστω και επιγραμματικά αναφερθεί στα τραγικά γεγονότα και στα πρόσωπα τα οποία ερχόμενα ως πρόσφυγες ή κατοικώντας στα χώματά της, ανέλαβαν το βάρος της συγκρότησης του πνευματικού χώρου της δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Πολλά από αυτά ταλαιπωρήθηκαν λόγω ανέχειας, υπέφεραν, βασανίστηκαν, κάποια έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους στα μαύρα χρόνια της Κατοχής.
Μεταξύ αυτών των ονομάτων με έλκυε ο Σώτος Σκούταρης. Πολλές βιογραφικές και εργογραφικές αναφορές θα μπορούσαν να βρεθούν στις σελίδες των εφημερίδων του τόπου, σε περιοδικά που δυστυχώς είναι φυσικό να μη διαθέτω πρόσβαση.
Εγώ αρκούμαι στις σύντομες μνείες των Ευστρατιάδη και Λιάτσου, στα βιβλία που έγραψαν και κατά περίεργο τρόπο τυπώθηκαν τον ίδιο μήνα και χρόνο, το Μάρτη του 1960. Προσθέτω ακόμη στοιχεία που βρήκα σε άλλα έντυπα ενώ έχω υπ’ όψη μου και μερικά που δεν επιτρέπει να μεταφέρω ο παρών χώρος.

*Στρατή Ευστρατιάδη. Γράμματα και Τέχνες στη Νίκαια. Έκδοσις Φιλολογικού Συλλόγου Νικαίας.

{Τυπώθηκε στο Εκδοτικό Τυπογραφείο Μεγάλου Αλεξάνδρου 38 το Μάρτη του Χίλια ενιακόσια εξήντα στη σειρά των εκδόσεων του Φιλολογικού Συλλόγου Νικαίας} Διαστάσεις 21,5Χ14,4 - σελίδες 48.

Το αντίτυπο της συλλογής μου, αφιέρωση «Στον Ειρηνοδίκη των Σπετσών και εκλεκτό φίλο Αλέκο Καλούση. Με αγάπη και εκτίμηση»
[Έχω επίσης: Στρατή Ευστρατιάδη. οι ανησυχιες αγρυπνουν. Διηγήματα „Το Ελληνικο Βιβλιο” Τυπώθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1980. Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Μιχάλης Νικολινάκος. Διαστάσει 20,5Χ14 - σελίδες 176. Γνωρίζω ακόμα τέσσερις τίτλους βιβλίων του]
-Σελίδα 12-13. Έτσι, σιγά-σιγά, η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στον τόπο μας, άρχισε να παίρνει μορφή και υπόσταση και να προκαλεί το ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα, όταν γύρω στα 1932-1933 σχηματίστηκε ένας κύκλος πνευματικών ανθρώπων, ο οποίος με τις αλλεπάλληλες συναντήσεις τους, πότε σε κανένα από τα κεντρικά καφενεία της πλατείας του Αγίου Νικολάου, πότε σε κανένα φιλικό σπίτι, προσπαθούσε να βρει τον πιο κατάλληλο τρόπο για μιάν εξόρμηση συντονισμένη στον τομέα των Γραμμάτων και Τεχνών. Το κύκλον αυτόν τον αποτελούσαν ο δικηγόρος Νικήτας Αστρουλάκης, ο λογοτέχνης Γιώργος Πολιτάρχης, ο μακαρίτης Βιολίστας Πίνδαρος Τσακίρης, ο μακαρίτης ποιητής Σώτος Σκούταρης, ο ποιητής Γιώργος Μαρσέλλος, οι δημοσιογράφοι Σάββας Παπαδόπουλος, Γιάννης Πιππίνος, Αθανάσιος Ελευθερόπουλος, Σπύρος Κρητικός, ο ζωγράφος Γιάννης Κόκκινος και δυό-τρεις άλλοι.
-Σελίδα 14. Ο Σώτος Σκούταρης [παρουσίασε] δυο βιβλία με ποιήματα 1) «Τα σιγανά βήματα» και 2) «Στοχασμοί και Αισθήσεις».
-Σελίδα 15. Η εφημερίδα «Εμπρός» εμφανίστηκε και εις τρίτην περίοδον εκδόσεως το 1936 με διευθυντή τον Σπύρο Κρητικό και αρχισυντάκτη τον Σώτο Σκούταρη.
-Σελίδα 23. Στην κατοχή, έσβυσαν για πάντα και μερικοί εκλεκτοί πνευματικοί μας άνθρωποι. Ο ποιητής Σώτος Σκούταρης, άρρωστος χρόνια, δεν άντεξε άλλο στις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις, και μια θολή χειμωνιάτικη αυγή, ξεψύχησε στην αγκαλιά των φίλων του.

*Δημήτρη Λιάτσου. Κοκκινιά. Ένα όνομα μιά πολιτεία. Νίκαια 1960.

{Η πολιτιστική και πνευματική πορεία της. Πρόλογος: Σάββα Παπαδόπουλου.

Το βιβλίο τυπώθηκε το Μάρτη του 1960 στο τυπογραφείο «Ν. Τρομάρας» Σαρρή 10, Αθήνα. Το εξώφυλλο και τις βινιέττες φιλοτέχνησε ο Μιχάλης Νικολινάκος} Διαστάσεις 21,5Χ14,5 - σελίδες 176.
-Αφιέρωση το βιβλίου: ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ/ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΩΤΟΥ/ ΣΚΟΥΤΑΡΗ, ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΡΙΞΕ/ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΟΣ/ ΤΕΤΟΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
-Σελίδα 7. [Πρόλογος Σάββα Παπαδόπουλου] … Φαρμακωμένος στα στήθια από την αγωνία κι’ από την ανέχεια ο Σώτος Σκούταρης.
Σελίδα 23. Ιδιαίτερα οι χοροεσπερίδες που οργανώθηκαν τα χρόνια εκείνα από τους φοιτητές μας, από τους αθλητές, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο σωματείο, άφησαν εποχή, μέχρι που αναγκάστηκε ο Σκούταρης να υπογράφει το ρεπορτάζ που έκανε απ’ τους χορούς «Σώτος ο Κοσμικός», γιατί έγραφε ολόκληρες στήλες και σκίτσα ας πούμε από το χορό του συλλόγου «Κυρίων και Δεσποινίδων», που έδρασε ένα φεγγάρι στην πόλη μας.
-Σελίδα 24-25. Κοντά στον «Ηρακλή», βρισκόντουσαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της πόλης μας όπως ο Βιζυηνός, ο Σκούταρης, ο Πιππίνος, ο Ν. Μάτσικας, ο Μαρσέλλος κ.ά.
-Σελίδα 34. Ακόμη θα πρέπει να σταθώ στο φιλολογικό σαλόνι του Σκούταρη, στο «Άντρο των Μουσών», όπως το βάφτισε ο Κατσόγιαννος. Απ’ το «Άντρο των Μουσών» πέρασαν για πολλά χρόνια όλοι οι φιλολογούντες, οι δημοσιογραφούντες μέχρι και τα μαύρα χρόνια της κατοχής, που πέθανε ο τραγικός ποιητής των «Σιγανών Βημάτων», που δεν ήταν άλλο απ’ το προσφυγικό σπιτάκι της μάνας του Σκούταρη (το σημερινό γραφείο οικοδομών του Δούκαρη). Όλους αυτούς που ονόμασα, ακόμη και ο γιατρός Καμπερίδης, και ο Χατζησταματίου, ο πασίγνωστος Σαράβαλος, ο φαρμακοποιός Λεοντιάδης, βρίσκανε πνευματική θαλπωρή στο φτωχό σπιτάκι του Σκούταρη, που ώρες ατέλειωτες άκουγαν απαγγελίες, σατιρικά δίστιχα, πεζά μέσα σε μια ατμόσφαιρα πέρα για πέρα φιλολογική.
-Σελίδα 40. Τα ποιήματα αυτά [Νυχτωδίες του Σάββα Παπαδόπουλου] τ’ απάγγελε στην παρέα κι’ αυτό μας το γνωρίζει ο Σ. Σκούταρης σ’ ένα σημείωμά του στο «Νέο Βήμα» του πρώτου εκδότου Σ. Κρητικού. Στο σημείωμα αυτό ο Σκούταρης ρίχνει την ιδέα για την έκδοση ενός λευκώματος με έργα Κοκκινιωτών λογοτεχνών…
-Σελίδα 41. Το 1935 στην «Εφημερίδα του Εργάτου», επιμελείται [ο Σάββας Παπαδόπουλος] τη λογοτεχνική σελίδα που της έδωσε τον τίτλο: «Όταν οι μούσες τραβούν το χορό με ροζιασμένα χέρια». Απ’ τη σελίδα αυτή πρωτοπαρουσίασε τον Σ. Σκούταρη και τον Στρ. Ευστρατιάδη.
-Σελίδα 42. Στο φιλολογικό μνημόσυνο του Σ. Σκούταρη, που οργάνωσε πρόπερσυ ο «Φιλολογικός» ο Παπαδόπουλος με δάκρυα στα μάτια ήρθε νοσταλγός με τη φαντασία του να χαιρετήσει εκείνα τα χρόνια, να κλάψει τον ποιητή των «Στοχασμών κι’ Αισθήσεων», που τόσο καλά τον γνώρισε και τον βοήθησε να κάμει τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα.
-Σελίδες 46-55. Αυτός που αγωνίστηκε με συνέπεια – και δεν χωρά εδώ καμμιά αμφισβήτηση - για το ανέβασμα του πνευματικού επιπέδου του Κοκκινιώτικου λαού, είναι ο λατρεμμένος ποιητής Σ ώ τ ο ς Σ κ ο ύ τ α ρ η ς. Είναι ο π ρ ώ τ ο ς ποιητής της Κοκκινιάς, γέννημα θρέμα. Ό,τι είναι για τον Πειραιά ο Πορφύρας, είναι και ο Σκούταρης για τη Κοκκινιά. Είναι ο τροβαδούρος, που με τους ευαίσθητους και γεμάτους λυρισμό στίχους του, τραγουδά την Κοκκινιά, τους ανθρώπους της. Η ζωή του στάθηκε μια μαρτυρική πορεία. Είναι ο Κρυστάλλης της Κοκκινιάς. Όπως εκείνο το χλωμό χωριατόπουλο του Συρράκου της Ηπείρου, πέθανε νέος κατά νέος πάνω στην ακμή της πνευματικής του δημιουργίας, έτσι κι’ ο Σκούταρης. Γεννήθηκε στη μαρτυρική Σμύρνη το 1913. Η Μικρασιατική καταστροφή τον βρήκε μαθητή της Β΄ τάξης του Δημοτικού. Μαζί με τη μάνα του (ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ο Σώτος είταν τριών χρονών) και τον μεγαλύτερο αδελφό του φτάνουνε στην Ελλάδα.
«Ήρθαν γυμνοί, όπως βρέθηκαν στ’ ακρογιάλι της πυρπολημένης νύφης της Ιωνίας, για να τρυπώσουν σ’ ένα από τα κρατικά σπιτάκια της Κοκκινιάς» γράφει ο Σάββας Παπαδόπουλος στην «Εφημερίδα των Εργατών» του 1935, όταν παρουσίασε το Σώτο Σκούταρη. Από παιδί πέφτει με τα μούτρα στον άνισο αγώνα της ζωής, πασκίζοντας να ζήσει μαζί και να προκόψει. Αμέτρητα είναι τα επαγγέλματα που καταπιάστηκε ο Σώτος. Αρχίζει σαν «παραγιός» στο κουρείο, γίνεται ύστερα τσαγκάρης, σιδηρουργός, υφαντουργός, υπάλληλος σε διάφορα γραφεία, δημοσιογράφος σ’ όλες τις τοπικές εφημερίδες που εκδόθηκαν από το 1932 μέχρι το 1940 για να καταλήξει … φύλακας στο γκαράζ του Δήμου το 1938. Η πολυτάραχη, η άχαρη με μια λέξη ζωή του, καθρεφτίζεται στα ποιήματά του, που τα χαρακτηρίζει μια απαισιοδοξία, ένας πεσσιμισμός, μα και μια αγάπη για τη ζωή, για τους συνανθρώπους του. Ποτέ του δεν χάρηκε ο ποιητής των «Σιγανών Βημάτων». Όλη του η ζωή είναι γεμάτη πίκρες και βάσανα, που σαν αποτέλεσμα είχαν η ντελικάτη υγεία του να κλονιστεί. Πέθανε κυριολεκτικά στη ψάθα πάνω, όπως συνήθισε να λέει ο λαός μας για τους πνευματικούς του ανθρώπους που χάνονται πρόωρα.
Την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα «Σιγανά Βήματα», την κυκλοφόρησε το 1934 και την αφιερώνει στην «ιερή σκιά» του πατέρα του. Σημαντικό λογοτεχνικό γεγονός για την πόλη μας τότε.
Ο Σκούταρης με το πρώτο του κιόλας βιβλίο γίνεται γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους του Πειραιά και της Αθήνας. Όλες οι τοπικές εφημερίδες το «Εμπρός», η «Αναγέννηση», χαιρετίζουν την παρουσία του ποιητή και αναδημοσιεύουν το ποίημα «Κοκκινιά μου» ένα από τα καλλίτερα πούγραψε.
Ο σημερινός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής κ. Μπαστιάς, έγραφε στη λογοτεχνική εφημερίδα «Εβδομαδιαίος Τύπος» τον Σεπτέμβρη του 1934:
«Δεν μπορώ να πω ότι απ’ τα «Σιγανά Βήματα» του κ. Σώτου Σκούταρη λείπει κάποιο αίσθημα. Έχουν απ’ όλα τα πράγματα. Στίχοι σαν κι’ αυτούς:
Ώ! Νύχτα που μας κύκλωσες με συντροφιά τ’ αστέρια,
τη θεία συμφωνία σου ζήλεψε η ψυχή μου.
θα τους ζήλευε κάθε καλός ποιητής». (Από το ποίημα ΑΡΜΟΝΙΑ)
Ο Σ. Σκίπης στη Βραδυνή:
«…απροσποίητοι είναι οι στίχοι των «Σιγανών Βημάτων» του Σ. Σκούταρη. Κι’ έχουν δροσιά, ευγένεια κι’ αγάπη…»
Ο Τ. Άγρας στα «Νεοελληνικά γράμματα»:
«Όπως απ’ όλη του τη φόρμα από το τι λέγει, τι ξαναλέγει και τι παραλείπει πιά, όπως από το μυστικό περίγραμμα της ποιητικής του διαθέσεως, της εικόνας και της γλώσσας, έτσι και κυριώτερα, απ’ το ωραίο στίχο ο κ. Σκούταρης φαίνεται πως με αγάπη, με κρίση και ταλέντο προσωπικό σπουδάζει την καλύτερη νεοελληνική ποίηση που έχουμε στο καιρό μας…».
Κι’ ο δικός μας ο Ι. Βιζυηνός στο «Νέο Βήμα» του Σεπτέμβρη του 1935:
«Ο Σκούταρης δεν τραγουδεί παρά μόνο ό,τι αισθάνεται, ότι αναβλύζει αυθόρμητα απ’ το απόθεμα της καρδιάς του. Και το εξωτερικεύει με τα απλούστερα εκφραστικά μέσα χωρίς υπερβολές, χωρίς φραστικούς ακροβατισμούς, χωρίς εκζήτηση…».
Κι’ άλλες ενθουσιαστικές κριτικές δημοσιεύτηκαν για τα «Σιγανά Βήματα», που σίγουρα το καλύτερο ποίημα της συλλογής εκείνης είναι το «Κοκκινιά μου». Σ’ αυτό αφίνει να ξεχειλίσει όλη του η αγάπη πούτρεφε για την πόλη μας. Στίχοι γιομάτοι συγκίνηση κι’ αίσθημα:
Εσύ μου δίνεις τη χαρά και μ’ αλαφρώνεις μόνο
το άγιο σου χώμα σου πατώ, κοντά στη γειτονιά μου,
στο ευλαβικό σου αγκάλιασμα ξεχνώ κάθε μου πόνο
κι’ είσαι Μητέρα μου αδελφή κι’ αγάπη Κοκκινιά μου…
Η «Κοκκινιά μου» εκτός απ’ τις τοπικές εφημερίδες, δημοσιεύτηκε και στη φιλολογική εφημερίδα «Εβδομαδιαίος Τύπος» στο φύλλο της 17 - 9 - 35, που έγραφε στον πρόλογο:
Η «Κοκκινιά μου» είναι ένα τραγούδι που βγαίνει από αυθόρμητο ενθουσιασμό κι’ από αγνή αγάπη».
Ο Σκούταρης είταν ταχτικός συνεργάτης όλων των τοπικών εφημερίδων, «Αναγέννηση», «Εμπρός», «Ταχυδρόμος», «Νέον Βήμα», «Νέος Αγών», «Παρατηρητής». Έγραφε απ’ όλα: Χρονογραφήματα, στίχους, φιλολογικά σημειώματα, ρεπορτάζ ακόμη και τη… κοσμική ζωή της πόλης μας. Όποια πέτρα κι’ αν σήκωνες από κάτω θάβρισκες το Σκούταρη. Στο σπίτι του, στο αξέχαστο για πολλούς «Άντρο των Μουσών», ο Σκούταρης είχε στήσει το πνευματικό του «στρατηγείο». Κι’ από κει κατέστρωνε μαζί με τους άλλους, τον Πιππίνο, τον Κατσόγιαννο τα σχέδιά του, πότε για την ίδρυση «Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών», πότε για την έκδοση σατιρικού περιοδικού, που αναγγέλθηκε η έκδοσή του από τις εφημερίδες με τον τίτλο «Ρας Ταμπουράς», πότε για την οργάνωση του χορού της «Ένωσης Προσφύγων Δημοσιογράφων», που ο Σκούταρης είταν μέλος. Όποιον κι’ αν ρώτησα, απ’ αυτούς που τον γνώριζαν από αμούστακο παιδί μέχρι που πέθανε, όλοι μιλάνε με θαυμασμό για την προσωπικότητά του.
Είταν μια αξία ανέκφραστη, απ’ αυτές που έρχονται και φεύγουν γρήγορα, σαν ένα αστέρι που έλαμψε κι’ ύστερα έσβησε. Κι’ όμως ήξερε τόσα, ήξερε να σκέπτεται, να γράφει ζωντανά, να δημιουργεί κι’ ας μην είχε σπουδάσει!
Το 1940 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Στοχασμοί κι’ Αισθήσεις». Το βιβλίο αυτό τ’ αφιερώνει στον τότε υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης Κ. Κοτζιά. Κι’ ο λόγος, γιατί ο Κοτζιάς τον είχε βοηθήσει να μπει σε διάφορα νοσοκομεία, όπως στη «Σωτηρία», γιατί πριν δυό χρόνια τα στήθεια του άρχισαν να τα τρώνε οι αχινόκκοκοι. Για ευγνωμοσύνη λοιπόν ο ποιητής τ’ αφιερώνει τους «Στοχασμούς κι’ Αισθήσεις», που είναι μια συλλογή από 66 σελίδες σε μεγάλο σχήμα.
Κριτικές για το έργο του αυτό δεν έχουμε, γιατί στο μεταξύ ξέσπασε ο πόλεμος. Εκείνο όμως που φαίνεται καθαρά είναι ότι ο Σκούταρης μέσα στα χρόνια που πέρασαν απ’ την πρώτη του συλλογή έκανε μεγάλα βήματα. Είναι πιά ένας φτασμένος ποιητής, που δεν έπαψε όμως να γεύεται την πίκρα της ζωής γι’ αυτό την συναντάς σε πολλά ποιήματά του.
Στο ποίημά του «Είμαστε Νέοι» γράφει:
Είμαστε νέοι και όμως καμμιά χαρά δεν νοιώσαμε ποτές
όσο κι αν μάταια κλείνουμε το Άπειρο στη καρδιά μας,
σε στίχους την πικρία μας ντύνουμε κι’ είμαστε ποιητές
που πριν το φως γνωρίσουμε θαμπώθηκε η ματιά μας.
Σ’ ένα άλλο υποτάσσεται στη μοίρα του, που δεν είναι άλλη από τη δυστυχία:
Πολέμησα πολύ σκληρά μαζί σου ώ δυστυχία.
μα να που τώρα ελύγισα τα γόνατα μπροστά σου
και όλοι γύρω σου οι πόθοι μου νεκροί γενναία στοιχεία
παιδιά που δεν τα γνώρισες κι ας είτανε δικά σου.
Πώς να μη ραγίσει η καρδιά σου όταν διαβάζεις τέτοιους στίχους, που φανερώνουν το δράμα του ποιητή που έβλεπε το θάνατο να τον αγγίζει:

Έλα γλυκειά μητέρα μου και κουρασμένος γέρνω
σαν το πουλί που τούσπασαν οι μπόρες τα φτερά του
μούχουν ραγίσει την καρδιά και μοναχός μου σέρνω
τα βήματά μου ανήμπορος στους δρόμους του θανάτου…
Έτσι το βιβλίο του αυτό «Στοχασμοί κι’ Αισθήσεις» είναι ένα μοιρολόϊ. Πουθενά δε βρίσκει μια αχτίδα χαράς, μια λάμψη αισιοδοξίας. Κι’ όλα αυτά γιατί ο Σκούταρης είχε αρρωστήσει. Τον έτρωγε η έγνοια του χαμού, τον έτρωγε πως θα πεθάνει νέος, ενώ πρώτα, παρ’ ότι κυριολεκτικά πεινούσε, είταν ο δημιουργός κάθε καλής ιδέας.
Το 1935 προτείνει να εκδοθεί ένα λογοτεχνικό λεύκωμα που θα ανθολογούνταν όλοι οι Κοκκινιώτες λογοτέχνες και καταλήγει:
«Έτσι μούρχεται να αναλάβω όλη τη φροντίδα αυτή για την έκδοσή του εγώ, όσο βαρειά κι’ όσο μεγάλη κι’ αν είναι αυτή. Γιατί θάρρος πραγματικά ανθρώπινο, τότε μονάχα υπάρχει όταν ο καθένας δέχεται να σηκώσει αγόγγυστα το βάρος των ιδεών του…».
Όταν ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος και φαινόταν καθαρά πως κοντά είταν η μέρα μιας παγκόσμιας σύρραξης, ο Σκούταρης δημοσιεύει το Μάρτη του 1936 το ποίημά του με τον τίτλο «Στην Ειρήνη». Να μερικοί στίχοι:
Στο μεγάλο εμπρός Ναό σου μέσ’ την απεραντοσύνη,
μια καμπάνα αχολογάει των ανθρώπων η γαλήνη
και τα σύνορα που εστήσαν ο αχός τους ξεπερνάει
Κι’ ένας κόσμος όλη η πλάση σκύφτει και σε προσκυνάει.
Απ’ τα χείλια σου ανεβαίνει στα ουράνια ως λειτουργία
και σκορπάει στην Ανθρωπότης την αγάπη κι’ αρμονιά.
Η φτωχή που στην καλύβα το παιδί της νανουρίζει
Σένα προσκυνά Ειρήνη και σε σένα γονατίζει
Μα και στο παλάτι ακόμα, κάθε βασιλιάς που μένει
κουρασμένος τ’ άγιο χέρι το δικό σου περιμένει
…………………………………………………..
Έτσι ο Σκούταρης χτυπημένος απ’ τη μοίρα του γίνεται πεσιμιστής, αυτός που αγωνιζόταν για κάθε ανθρώπινο ιδανικό. Οι «Στοχασμοί κι’ Αισθήσεις» είναι το τελευταίο του βιβλίο. Γράφει στο τέλος ότι έχει για τύπωμα τα «Δειλινά χρώματα». Η συλλογή αυτή δεν τυπώθηκε, γιατί στο μεταξύ η φασιστική Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο. Δεν πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας, γιατί κρίθηκε ανίκανος. Αλλά πολέμησε το φασισμό με την πέννα του, όπως όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι.
Την διακήρυξη που υπέγραψαν οι πνευματικοί άνθρωποι του Πειραιά ενάντια στη φασιστική Ιταλία που μας χτύπησε πισώπλατα και που έλεγε ανάμεσα στ’ άλλα: «… Στη γιγαντιαία πάλη του Λαού της Ελλάδος εναντίον των μαύρων δυνάμεων της φασιστικής βίας, εμείς οι πνευματικοί εργάτες στην πόλη αυτή της βαριάς και αθόρυβης δουλειάς, στον Πειραιά, νοιώθουμε βαθύτατο συγκλονισμό που συνετάταξε ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό εξ αφορμής της άδικης επιθέσεως που έπληξε τη χώρα μας, που η αντρεία των παιδιών του λαού συνεκράτησε και απέκρουσε μ’ όλη τη δύναμη της Λαϊκής θελήσεως», κοντά στις υπογραφές του μεγάλου μας διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά, που ζούσε τότε στον Πειραιά, του ποιητή Χατζάρα, του Λεβάντα, του Πολιτάρχη και άλλων γνωστών Πειραιωτών λογοτεχνών και λογίων, είταν και τ’ όνομα του δικού μας Κοκκινιώτη ποιητή Σώτου Σκούταρη, που με την πράξη του αυτή τίμησε τ’ όνομα της πόλης μας.
Στην κατοχή ο Σώτος Σκούταρης δεν κάθησε με τα χέρια σταυρωμένα. Πήρε μέρος στην Αντίσταση κι’ ας κοντοζύγωνε ο θάνατος, γιατί η παληά του αρρώστεια, οι αχινόκκοκοι τούχουνε σκάψει τα πλεμόνια κι’ έκανε συχνά αιμοπτύσεις. Είχε γίνει πια φθισικός.
Ένα απόγευμα του 1943 μπλόκαραν το «Άντρο των Μουσών» οι Καραμπινιέρηδες. Τον βρήκαν κατάκοιτο στο κρεβάτι. Τον σήκωσαν και με σπρωξιές τον έσυραν στα κρατητήρια της Καραμπινιερίας. Τον κράτησαν τρεις μέρες κι’ ύστερα τον άφησαν γιατί είδαν ότι δεν είχε ζωή. Έτσι ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό, τα ξημερώματα, στις 6 του Φλεβάρη το 1944 ξεψύχησε ήσυχα, ήσυχα, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι ούτε η μάνα του, η κυρά Μαρία, που τόσο την αγαπούσε. Από βραδύς είτανε μαζεμένοι όλοι οι φίλοι του. κανείς δεν φανταζόταν ότι το πρωΐ δεν θα ζούσε πια ο ποιητής. Τον είχε πνίξει η φυματίωση του λάρυγγα, που τον είχε χτυπήσει τελευταία. Η είδη του χαμού του Σκούταρη μαθεύτηκε μονομιάς σ’ όλη τη Κοκκινιά. Κι’ έτρεξαν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά ν’ αποχαιρετήσουν τον πρώτο Κοκκινιώτη ποιητή, πούσβησε τόσο πρόωρα, 31 χρονών παλληκάρι. Το φέρετρό του σήκωσαν στα χέρια οι φίλοι του, οι γνωστοί, όλη η Κοκκινιά, απ’ το σπίτι του μέχρι το νεκροταφείο. Όλοι τον κλάψανε και τον κλαίνε ακόμη, γιατί ο Σκούταρης αγωνίστηκε για τη Κοκκινιά.
… «Αν ο θάνατος – όπως έγραψε στον «Παρατηρητή» του Μολφέση ο Γ. Μ. Πολιτάρχης – δεν χτυπούσε τόσο γρήγορα τα φτερά του πάνω απ’ το φτωχικό κρεββάτι του ποιητή, ίσως η πνευματική ζωή της μεγάλης αυτής προσφυγικής πολιτείας θα ήταν μεγαλύτερη, κυριαρχικότερη…».
Πολλή αλήθεια έχουν τα λόγια αυτά του Πολιτάρχη. Αν ζούσε ο Σκούταρης η πνευματική Νίκαια θα είχε γνωρίσει μεγαλύτερες επιτυχίες.
Από τότε ο Σκούταρης ξεχάστηκε για πολλά χρόνια. Ήρθε όμως ο Κ. Τρίγκατζης κι’ ο Χρ. Τερετζής για να μας θυμίσουν απ’ τις στήλες του «Παρατηρητή», το 1956, τον ποιητή της «Κοκκινιάς μου». Δημοσίευσαν το προσωπικό του ημερολόγιο που τους έδωσε η μάνα του Σκούταρη λίγο καιρό προτού πεθάνει. Πριν δυο χρόνια ο Φιλολογικός Σύλλογος τίμησε μ’ ένα πρωϊνό τον άτυχο ποιητή της πόλης μας. Σ’ αυτό μίλησαν ο δημοσιογράφος Σ. Παπαδόπουλος, που με τα μάτια γιομάτα δάκρυα περιέγραψε διάφορα περιστατικά απ’ την πονεμένη ζωή του ποιητή κι’ ο πεζογράφος Γ. Μ. Πολιτάρχης, ο οποίος είχε κι’ αυτός γνωρίσει το Σκούταρη και μάλιστα τον είχε βοηθήσει να τυπώσει τη δεύτερη ποιητική συλλογή και ο ποιητής Σ. Γεράνης. Εκείνος που αγνόησε τελείως τον ποιητή των «Σιγανών Βημάτων» είναι ο Δήμος μας.
Όσοι δήμαρχοι πέρασαν, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την πνευματική ιστορία του τόπου μας. Κι’ όμως, ο τόπος αυτός ανέθρεψε πολλά πνευματικά παιδιά κι’ ανάμεσα σ’ αυτά την πρώτη θέση την έχει ο Σώτος Σκούταρης. Τι έπρεπε να κάνει ο Δήμος; Ό,τι κάνουν άλλοι Δήμοι. Έπρεπε ένας δρόμος να φέρει τ’ όνομά του. Γιατί τάχα να δίνουνται ονόματα πολιτικών στους δρόμους κι’ όχι σ’ ένα πνευματικό άνθρωπο σαν το Σκούταρη, που αγάπησε την πόλη μας, την τραγούδησε όσο κανείς; Ακόμη ο Δήμος με τη συνεργασία των πνευματικών ανθρώπων της πόλης μας θα πρέπει να ενδιαφερθεί να εκδοθούν τα «Άπαντά» του.
Πολλά ποιήματά του, πληροφορήθηκα, ότι βρίσκονται σκορπισμένα σε χέρια ανεύθυνων προσώπων. Αυτό μου το είπε κι’ ο αδελφός του ποιητή. Και κάτι άλλο. Στο σπίτι που έζησε και πέθανε ο Σκούταρης, να εντοιχιστεί μια πλάκα που να λέει: «Εδώ έζησε και πέθανε ο πρώτος Κοκκινιώτης ποιητής».
Καιρός είναι λοιπόν ο Σώτος Σκούταρης να πάρει τη θέση που του αξίζει.
Σελίδα 116. Απ’ το 1957 μέχρι σήμερα, ο Φιλολογικός όλο και ανοίγει νέους ορίζοντες στη δράση του. Διοργάνωσε κι’ άλλα φιλολογικά πρωινά. Τίμησε τον Κοκκινιώτη ποιητή Σώτο Σκούυταρη μ’ ένα φιλολογικό μνημόσυνο και μίλησαν γι’ αυτόν και για το έργο του φίλοι του δημιουργού της «Κοκκινιάς μου» λογοτέχνες, ο Γ. Μ. Πολιτάρχης, Σάββας Παπαδόπουλος και Σ. Γεράνης.

*Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη. Χρονικό της Πειραϊκής Πνευματικής Ζωής (1835-1973). Βραβείο “Πειραϊκού Συνδέσμου„ Πειραιάς 1973. {Το έργο εκδίδεται με την οικονομική συμβολή του «Πειραϊκού Συνδέσμου» και του κ. Ιωάννου Αλ. Μελετοπούλου. Το ευρετήριο κυρίων ονομάτων συνέταξε ο κ. Παύλος Μπαλόγλου. Τυπώθηκε στο εργοστάσιο γραφικών τεχνών Χρήστου Σ. Χρήστου το Φεβρουάριο 1973. Εκτύπωση εικόνων εκτός κειμένου: Γ. Μενδρινός & Σία} Διαστάσεις 23,9Χ17 - σελίδες 204 + 24.
-Σελίδα 138. Μια άλλη γνήσια ποιητική φωνή, ο Κοκκινιώτης Σώτος Σκούταρης (1913-1944), που εξέδωσε τις συλλογές «Σιγανά Βήματα» (1934) και «Στοχασμοί κ’ αισθήσεις» (1940), σώπασε πρόωρα, στις τραγικές ώρες της κατοχικής θύελλας.

*Ιερά Μητρόπολις Νικαίας. Νίκαια. Ιστορία. Θεολογία. Πολιτισμός. 325 - 1987. Νίκαια 1988. {© Ιερά Μητρόπολις Νικαίας, 1988. Επιμέλεια Γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων Ι. Μ. Νικαίας. [Μητροπολίτης, ο Νικαίας Γεώργιος. Ειδικό αφιέρωμα «επί τη συμπληρώσει 1200 ετών από της συγκλήσεως της Ζ΄ εν Νικαία Βιθυνίας Οικουμενικής Συνόδου..»]} Διαστάσεις 26,7Χ21,1 - σελίδες 444 + μονόφυλλο με χαιρετισμό του Πατριάρχη.
-Σελίδα 378. Ο Σώτος Σκούταρης είναι η πρώτη ποιητική παρουσία στη Νίκαια. Πέθανε το 1944 μόλις 31 χρόνων, και άφησε στο πέρασμά του ζωηρή την ανάμνησι σε κείνους που τον γνώρισαν από κοντά. Ο Σώτος Σκούταρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1913. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Ήταν του Δημοτικού. Όμως τα δυο ποιητικά βιβλία που άφησε, «Τα σιγανά βήματα» (1934) και οι «Στοχασμοί και αισθήσεις» (1940), επιβεβαιώνουν ότι η ποίησίς του ήταν πηγαία.

*Ο Πάρις Λιάτσος, σε ενδιαφέρουσα συνάντησή μας (28-9-2023) στην Πλατεία Ελευθερίας Κορυδαλλού μού έδωσε βιβλία του πατέρα του και το «Ημερολόγιο 2022 - 12 μήνες 12 μνήμες ανθρώπων της Κοκκινιάς (Χώρος Κοινωνικής Δράσης και Πολιτισμού Φυσάει Κόντρα). Έρευνα-κείμενα Πάρις Λιάτσος. Εικαστική επιμέλεια Στέλιος Φαζάκης.
-Φεβρουάριος 22. ΣΩΤΟΣ ΣΚΟΥΤΑΡΗΣ. Ο πρώτος ποιητής της Κοκκινιάς. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1913. Ορφάνεψε από πατέρα όταν ήταν τριών ετών. Πριν την καταστροφή πρόφτασε να πάει μέχρι τη Δευτέρα δημοτικού. Κι όμως αυτός ο σχεδόν «αγράμματος» βιοπαλαιστής, που έκανε δεκάδες δουλειές για να επιζήσει, κάλφας σε κουρείο, τσαγκάρης, σιδηρουργός, υφαντουργός, φύλακας στο γκαράζ του Δήμου, είχε το μεράκι και ανέδειξε με τους στίχους του, όλο τον πόνο, την τρυφερότητα, τους κόπους και τα βάσανα του προσφυγόκοσμου.

Το 1934 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή του τα «Σιγανά Βήματα»:
Εσύ μου δίνεις τη χαρά και μ’αλαφρώνεις μόνο
Το άγιο σου χώμα σαν πατώ, κοντά στη γειτονιά μου
στο ευλαβικό σου αγκάλιασμα ξεχνώ κάθε μου πόνο
κι είσαι μητέρα, αδελφή κι αγάπη Κοκκινιά μου.

Το 1940 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Στοχασμοί κι Αισθήσεις».
Στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής πήρε μέρος στην αντίσταση. Όταν το 1943 οι ιταλοί καραμπινιέροι εισέβαλαν στο σπίτι του και τον συνέλαβαν, τον κράτησαν μόνο για τρεις μέρες και τον άφησαν. Η φυματίωση πλέον τον είχε καταβάλει, δεν είχε πια ζωή. Τα ξημερώματα της 6ης Φλεβάρη του 1944, ο Σώτος Σκούταρης, ο πονεμένος ποιητής της Κοκκινιάς, άφηνε την τελευταία του πνοή, στα τριάντα χρόνια του.
……………..

Στη συλλογή μου βρίσκεται η πρώτη συλλογή του Σκούταρη:
Σώτου Α. Σκούταρη. Σιγανά βήματα. Πειραιάς. 1934
{Ποιήματα. Τιμή Δρ. 25}. Διαστάσεις 18,9Χ13,8 - σελίδες 40.

Μ’ ένα σκίτσο του ποιητή από τον Παύλο Παυλίδη. Αφιέρωση ΠΑΤΕΡΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΠΟΝΟ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΣΚΙΑ ΣΟΥ Τ’ ΑΦΙΕΡΩΝΩ. Ταλαιπωρημένο βιβλίο. Φαίνεται ότι πρόκειται για το αντίτυπο που είχε χαρίσει ο Σκούταρης στον Πιππίνο. Είναι σκισμένο το πάνω δεξιά μέρος της σελίδας όπου θα μπορούσε να υπάρχει αφιέρωση. Βρήκα σελίδες με χειρόγραφους (μολύβι) στίχους του Γιάννη Πιππίνου «Στο Μπωντλαίρ» και δυο υπογραφές του]
ΤΑΞΙΔΙ. ΑΡΜΟΝΙΕΣ Ι, ΙΙ. ΑΥΓΗ Ι, ΙΙ. ΤΟ ΚΥΜΑ. ΠΕΡΑΣΕΣ ΠΑΛΙ. ΕΛΑ. ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ. ΒΕΒΗΛΟΣ.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Νοιώθω να φεύγη η Ζωή,
κι’ αργά να ξεψυχάη
σαν άνθος που ένα ξένοιαστο
χεράκι το μαδάει.
Τέτοιο ένα χέρι απαλό,
κι’ αθόρυβο που κάνει
να μην το νοιώθω αν γρήγορα
ή αργά θα με πεθάνη.
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ.
ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΜΟΥ
Εσύ μου δίνεις τη χαρά γλυκειά μου ξελογιάστρα
που το πουρνό στολίζεσαι τον ήλιο με τη χάρη,
και κάθε νύχτα από ψηλά για Σε φέγγουνε τ’ άστρα,
και ξενυχτάει τις νυχτιές για σένα το φεγγάρι.
Εσύ μου δίνεις τη χαρά και μ’ αλαφρώνεις μόνο,
τ’ άγιο σου χώμα σαν πατώ, κοντά στη γειτονιά μου,
στο ευλαβικό σου αγκάλιασμα ξεχνώ κάθε μου πόνο,
κι’ είσαι Μητέρα μου, Αδελφή, κι’ Αγάπη Κοκκινιά μου.
Νοσταλγικό το χώμα σου προσκύνημα το κάνω
και μ’ όλα σου τα λούλουδα, και μ’ όλα σου τ’ αγκάθια
Σού τραγουδώ μελωδικά κι’ ως την κορφή σου φτάνω
για ν’ ακουστή το πάθος μου πόχω για σε στα βάθια.
Κι’ έτσι καθώς θα τραγουδώ κοντά σου Αγαπημένη
και τα τραγούδια μου καθώς στα πόδια σου θα γράφω,
αν νοιώσης την καρδούλα μου για πάντα συντριμμένη
-Στερνή μου χάρη-δώσε της στο χώμα σου ένα Τάφο.
ΣΤΟ ΒΙΟΛΙ ΣΟΥ [ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΠΙΝΔ. ΤΣ. (Πίνδαρο Τσακίρη)]. ΣΤΟ ΘΥΜΑ [ΣΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ]. ΓΙΑ ΣΕΝΑ [ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΡΩΜΟ ΦΙΛΥΡΑ]. 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1913 [ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ] {Φαίνεται είναι η ημερομηνία γέννησής του}. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ!... ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ. ΤΟ ΦΩΣ ΣΑΣ [Στον συνάδελφό μου ΣΑΒΒΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ]. ΠΟΘΟΣ. ΑΝ ΦΥΓΩ. ΤΕΛΟΣ.

Όμως - καθώς όλοι γνωρίζετε - δεν θα μπορούσα να σταθώ σε εύκολες αντιγραφές κειμένων από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου για κάποια παλιά λογοτεχνική προσωπικότητα αν δεν είχα κάτι να προσθέσω στην βιβλιογραφία.
Στο Αρχείο μου, όχι τόσο πλούσιο αλλά αρκετά ενημερωμένο, βρήκα ένα διπλωμένο στα τέσσερα φύλλο χαρτιού με ανάπτυγμα ύψους 54,5 εκ. και πλάτους 36 εκ.
Στις δυο άνω άκρες είχαν κολλήσει φωτογραφίες, ίσως η πρώτη αριστερή που λείπει να ήταν του Σκούταρη.
Πάνω του είναι γραμμένο ένα ποίημα. Δεν ξέρω αν είναι τα δικά του γράμματα, πάντως προαναγγέλλει την έκδοση της δεύτερης ποιητικής του συλλογής «Στοχασμοί κι’ Αισθήσεις» καταγράφοντας στίχους με τίτλο «Η Αγαπημένη».
Το παρουσιάζω σε αυτή την μορφή για πρώτη φορά. 

Η Αγαπημένη
Η ωραία μορφή της, κείνα τα μάτια
– Τι μάτια θεέ μου! –
Όνειρο, Θάμπος! Δεν τάδα σάλλη
καμιά, ποτέ μου.

Τ’ άλικα χείλη της, κι’ η σμαραγδένια
σειρά, π’ ακόμα,
μπρος το χαμόγελο, να φανεί αφίνει
στ’ ωραίο της στόμα.

Το θείο της μέτωπο, ωραίο, πώς λάμπει!
κι’ η Καλωσύνη,
στη μεταξένια γλυκειά ομιλία της
πνοή της δίνει.

Και κείν’ η όψη της – Τι όψη θεέ μου! –
χλωμή - Κερένια…
Ίδια, ως το άνθος, στο στήθος πόχει
πάντα· Γαρδένια.

Κάθε της βήμα, ρυθμός, που ξάφνου
μπρος μου περνάει,
και την ψυχή μου σ’ άϋλους κόσμους
τηνε τραβάει…

Ώ, και το σώμα της – τ’ ωραίο της σώμα –
καθώς πηγαίνει,
Όλη ένα όνειρο, κι’ Όλη ένα θάμπος
η Αγαπημένη.
ΣΩΤΟΣ Α. ΣΚΟΥΤΑΡΗΣ

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
-Εφημερίς ΝΕΟΝ ΒΗΜΑ, 1935, Διευθυντής Αρχισυντάκτης Χαρ. Κατίκας και Σώτος Σκούταρης. Εφημερίς ΕΜΠΡΟΣ, 1936, Διευθυντής Αρχισυντάκτης Σπ. Κρητικός, Σώτος Σκούταρης. Εφημερίς ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, 1936, Διευθυντής Αρχισυντάκτης Σώτος Σκούταρης.
-Ευστρατιάδης Στρατής. Δημόσιος υπάλληλος, γεννήθηκε στη Σπάρτη Μικράς Ασίας στα 1916. Έφυγε το 1996.
-Λιάτσος Δημήτρης. 12.3.1926 - 5.9.2015.
-Παπαδόπουλος Σάββας. Δημοσιογράφος και λόγιος. 1905 - 1978.
-Παύλος Παυλίδης του Μιχαήλ, δημοσιογράφος, ζωγράφος, σκιτσογράφος, ασχολήθηκε με παιδικές γελοιογραφίες και διαφημιστικές μακέτες. Πειραιάς Ιούνιος 1909 - 1980, μέλος της ΕΣΗΕΑ.