Αναφορά στα ανθρωπόφιλα ζωάκια της γειτονιάς
μας.
Πειραϊκή.
Γράφει
ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Μικρά
τετράποδα τρίβουν την γούνα τους στα πόδια μας. Συνυπάρχουμε.
Είναι το αιώνιο ένστικτο των γήινων ειδών να συμβιώνουν, να αλληλοβοηθούνται ώστε να διαιωνίζουν το είδος τους ή κάτι βαθύτερο;
Είναι εκείνη η αρχαία συνήθεια, η ανάγκη για συντροφιά, για επικοινωνία, η γενική έννοια που περικλείεται στην λέξη «ζωοφιλία» ή κάτι ανάμεικτο που μας κάνει να τα συμπαθούμε, να τα φροντίζουμε, να τα φιλοξενούμε στα σπίτια μας – πολλές φορές ακόμα περισσότερο, να τα θεωρούμε μέλη της οικογενείας ή προέκταση της προσωπικότητάς μας – ή απλά κι ανάλογα με τις δυνατότητές μας να τα ταΐζουμε με τα αποφάγια ή τις ειδικά για αυτά κατασκευασμένες τροφές;
Για τους δικούς του λόγους ο καθένας κάνει το καθήκον του και εκφράζει τα συναισθήματά του.
Στον Πειραιά έχω αμέτρητους φίλους. Μπαίνω σε κάθε λογής σπίτια, μονοκατοικίες και διαμερίσματα. Ανοίγοντας την πόρτα πετάγονται στα πόδια να μου κάνουν χαρές από κουταβάκια έως γηραιά σκυλιά. Ναζιάρικες γατούλες, πιο σοβαρές κι ανεξάρτητες, κυκλοφορούν στα δωμάτια, στο μπαλκόνι, ανεβαίνουν στους καναπέδες και στα κρεβάτια. Είδα ακόμα – εκτός από τα φυλακισμένα στα κλουβιά τους πουλιά – άλλα τετράποδα ή μη, όπως κουνέλια, χελώνες, σπανιότερα λευκά ποντίκια, ιγκουάνα, φίδια ... το θέμα μας όμως εδώ είναι οι μικρές αδέσποτες γάτες, με αφορμή ένα κείμενο που έγραψε και μου έδωσε να διαβάσω ο φίλος μου Παναγιώτης Βούρος.
Είναι το αιώνιο ένστικτο των γήινων ειδών να συμβιώνουν, να αλληλοβοηθούνται ώστε να διαιωνίζουν το είδος τους ή κάτι βαθύτερο;
Είναι εκείνη η αρχαία συνήθεια, η ανάγκη για συντροφιά, για επικοινωνία, η γενική έννοια που περικλείεται στην λέξη «ζωοφιλία» ή κάτι ανάμεικτο που μας κάνει να τα συμπαθούμε, να τα φροντίζουμε, να τα φιλοξενούμε στα σπίτια μας – πολλές φορές ακόμα περισσότερο, να τα θεωρούμε μέλη της οικογενείας ή προέκταση της προσωπικότητάς μας – ή απλά κι ανάλογα με τις δυνατότητές μας να τα ταΐζουμε με τα αποφάγια ή τις ειδικά για αυτά κατασκευασμένες τροφές;
Για τους δικούς του λόγους ο καθένας κάνει το καθήκον του και εκφράζει τα συναισθήματά του.
Στον Πειραιά έχω αμέτρητους φίλους. Μπαίνω σε κάθε λογής σπίτια, μονοκατοικίες και διαμερίσματα. Ανοίγοντας την πόρτα πετάγονται στα πόδια να μου κάνουν χαρές από κουταβάκια έως γηραιά σκυλιά. Ναζιάρικες γατούλες, πιο σοβαρές κι ανεξάρτητες, κυκλοφορούν στα δωμάτια, στο μπαλκόνι, ανεβαίνουν στους καναπέδες και στα κρεβάτια. Είδα ακόμα – εκτός από τα φυλακισμένα στα κλουβιά τους πουλιά – άλλα τετράποδα ή μη, όπως κουνέλια, χελώνες, σπανιότερα λευκά ποντίκια, ιγκουάνα, φίδια ... το θέμα μας όμως εδώ είναι οι μικρές αδέσποτες γάτες, με αφορμή ένα κείμενο που έγραψε και μου έδωσε να διαβάσω ο φίλος μου Παναγιώτης Βούρος.
Κάθε
σαββατοκύριακο κάνουμε την παρέα μας στο Miramare ή στο Senses
αφού διασχίσουμε από τα σπίτι μας έως εκεί την Πειραϊκή μέσω της παραλιακής
Ακτής Θεμιστοκλέους. Ειδικά εκείνος μένει στην ακτή, στο ύψος του «Πορφύρα»,
έχει άμεση αντίληψη για τις γάτες που ζουν στον διπλανό κήπο και στα βράχια ενώ
συντηρεί και έναν δικό του γάτο, τον Λούλη τον Πέμπτο, [δηλαδή από την παιδική
του ηλικία έως τώρα είναι ο πέμπτος γάτος του με αυτό το όνομα] που εκτός των
άλλων κάνει συντροφιά στην μητέρα του όταν απουσιάζει στην δουλειά του.
Αποφάσισα «Οι γάτες της Πειραϊκής» να είναι η πρώτη ανάρτηση του 2016 επειδή λόγω των ημερών ήθελα να ελαφρύνω το κλίμα αφού διαφέρει σαν θεματολογία από τα ιστορικά κείμενά μου. Κατά βάθος βγάζει ευαισθησίες και προβάλλει την σχέση ανθρώπου – κατοικίδιου μέσα στην πόλη μας. Τέλος, δεν θα μπορούσα να αντισταθώ στις ωραίες φωτογραφίες που τράβηξε ειδικά για το παρόν ο Παναγιώτης Βούρος.
Αποφάσισα «Οι γάτες της Πειραϊκής» να είναι η πρώτη ανάρτηση του 2016 επειδή λόγω των ημερών ήθελα να ελαφρύνω το κλίμα αφού διαφέρει σαν θεματολογία από τα ιστορικά κείμενά μου. Κατά βάθος βγάζει ευαισθησίες και προβάλλει την σχέση ανθρώπου – κατοικίδιου μέσα στην πόλη μας. Τέλος, δεν θα μπορούσα να αντισταθώ στις ωραίες φωτογραφίες που τράβηξε ειδικά για το παρόν ο Παναγιώτης Βούρος.
Πειραϊκή.
Τόπος
μοναδικός, έμπλεος ιστορικότητας και μνήμης, μα και τόπος ζωντανός, ξέχειλος
από εικόνες, εικόνες θαλασσινές που εναλλάσσονται με εξαιρετική ταχύτητα,
εικόνες κάθε λογής πλεούμενων. Ανεμότρατες, τρεχαντήρια, μαούνες, ιστιοπλοϊκά,
κωπηλατικά, ταχύπλοα, φορτηγά κάθε είδους, ποστάλια, κοντεϊνεράδικα,
αυτοκινητάδικα, πετρελαιοφόρα, γκαζάδικα, κρουαζιερόπλοια, υποβρύχια (σε
ανάδυση), ρυμουλκά, πυροσβεστικά, λάντζες, πιλοτίνες, σκούνες, τριήρεις, δρόμωνες,
χελάνδια …
Στην αγκαλιά του Σαρωνικού όλα, λουσμένα στο αττικό φως και τα ζωντανά χρώματα, ή τυλιγμένα στο σκοτάδι του με τα φώτα να λάμπουν στο φως των άστρων ή στο φως του φεγγαριού, να σε καλούν να μαντέψεις την εικόνα, το μέγεθος, το σχήμα, το είδος, την ταχύτητα, την πλώρη και την πρύμη τους...
Στην αγκαλιά του Σαρωνικού όλα, λουσμένα στο αττικό φως και τα ζωντανά χρώματα, ή τυλιγμένα στο σκοτάδι του με τα φώτα να λάμπουν στο φως των άστρων ή στο φως του φεγγαριού, να σε καλούν να μαντέψεις την εικόνα, το μέγεθος, το σχήμα, το είδος, την ταχύτητα, την πλώρη και την πρύμη τους...
Αν
μια εικόνα είναι όσο χίλιες λέξεις, τόσες και τόσες εικόνες πώς να χωρέσουν σ’
όλες τις λέξεις αυτού του κόσμου; Χορταίνει η ματιά, χορταίνει η ψυχή και η
καρδιά. Χορταίνει η ύπαρξή σου όλη. Πόσα και πόσα ανθρώπινα μάτια, σήμερα,
χθες, αύριο. Να, φάνηκαν στον ορίζοντα τα πολεμικά πλοία του Ξέρξη να
αναμετρηθούν με την ιστορία, να χάσουν, και να χαθούν στην αχλή της. Η Σαλαμίνα
στο βάθος προβάλλει τη μορφή της και υπερηφανεύεται θαρρείς που χάρισε το όνομά
της στην πιο θαυμαστή ναυμαχία, καταγεγραμμένη στην ιστορική μνήμη με λαμπρά
γράμματα, με τ’ όνομά της.
«Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’
ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν
υπέρ πάντων ο αγών»
Και
από τα άψυχα στα έμψυχα, στα ορατά και στα αόρατα, στη θάλασσα και στη στεριά.
Τη μέρα και τη νύχτα. Γλάροι πολλοί πετούν στον ουρανό, καμιά φορά και γερανοί,
τσαλαπετεινοί, ναι τσαλαπετεινοί. Οι κορμοράνοι γυρνούν το σούρουπο στις φωλιές
τους, τα πετροχελίδονα χτίζουν τις φωλιές που θα φιλοξενήσουν τη νέα τους
οικογένεια στα βράχια, ψαρόνια, σπουργίτια, κοκκινολαίμηδες, μαυροσκούφηδες,
σουσουράδες, δεκοχτούρες, περιστέρια, πολλά περιστέρια. Να κι ένα γεράκι
(κιρκινέζι) να αιωρείται πάνω από τα βράχια αναζητώντας τη λεία του, τη βλέπει
- αρουραίος - από ψηλά και βουτάει σαν σφαίρα να την αρπάξει.
Την
αυγή, κατά τις έξι, στο βάθος στη θάλασσα, όχι πολύ μακριά, τρία δελφινάκια
παίζουν στο νερό, τινάζονται με νάζι και ξαναβουτούν, και νάτα, ξανά και ξανά.
Οι βάρκες καλάρουν τα δίχτυα τους, σαρδέλα, γαύρο, ζαργάνες, λυθρίνια και τόσα άλλα. Ποιος να τα περίμενε όλα αυτά, να τα δει και να τα νιώσει στην παρυφή της μεγαλούπολης;
Οι βάρκες καλάρουν τα δίχτυα τους, σαρδέλα, γαύρο, ζαργάνες, λυθρίνια και τόσα άλλα. Ποιος να τα περίμενε όλα αυτά, να τα δει και να τα νιώσει στην παρυφή της μεγαλούπολης;
Ο
ήλιος ρίχνει τις αχτίδες του στη θάλασσα και τη βάφει χρυσαφιά, ρίχνει το
πρωινό του φως στα βράχια, που αυτή την εποχή είναι καταπράσινα, από την
ταπεινή πολυποίκιλη ποώδη βλάστηση, στολισμένη με τα λουλουδάκια της άνοιξης,
λουλουδάκια που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτε από το πιο όμορφο τριαντάφυλλο.
Εικόνες που αγγίζουν και συγκλονίζουν την κάθε ευαίσθητη ψυχή.
Οι
γάτες.
Πάνω
στα βράχια, πίσω από αυτά, μέσα στα χόρτα και τα λουλούδια, κάθε λίγα ή
περισσότερα μέτρα, εμφανίζονται ή εξαφανίζονται για να εμφανιστούν λίγο πιο
κάτω, γατούλες, γατούλες πολλές. Οι γάτες της Πειραϊκής!
Άσπρες, μαύρες, καφέ, κόκκινες, μονόχρωμες και πολύχρωμες, μικρές και μεγάλες, αρσενικές και θηλυκές, όλες όμορφες, περήφανες να ατενίζουν το τοπίο όντας και αυτές μέρος του τοπίου. Στα χέρια του θεού, στα χέρια των ανθρώπων, μα πρώτα και κύρια στις δικές τους δυνάμεις για να διεκδικούν το ζωτικό τους χώρο, το χώρο του κυνηγιού, το χώρο των ερώτων τους, το σπίτι τους, το δικό τους σπίτι.
Η ζωή τους μα και ο θάνατός τους άγνωστος και αδιάφορος στα μάτια των περισσοτέρων, μα όχι στα μάτια των ευαίσθητων ανθρώπων, που τις ταΐζουν, τις ποτίζουν, τις χαϊδεύουν, τις σέβονται, τις αγαπούν και βρίσκουν κάθε ευκαιρία να τους δείξουν την αγάπη τους.
Άσπρες, μαύρες, καφέ, κόκκινες, μονόχρωμες και πολύχρωμες, μικρές και μεγάλες, αρσενικές και θηλυκές, όλες όμορφες, περήφανες να ατενίζουν το τοπίο όντας και αυτές μέρος του τοπίου. Στα χέρια του θεού, στα χέρια των ανθρώπων, μα πρώτα και κύρια στις δικές τους δυνάμεις για να διεκδικούν το ζωτικό τους χώρο, το χώρο του κυνηγιού, το χώρο των ερώτων τους, το σπίτι τους, το δικό τους σπίτι.
Η ζωή τους μα και ο θάνατός τους άγνωστος και αδιάφορος στα μάτια των περισσοτέρων, μα όχι στα μάτια των ευαίσθητων ανθρώπων, που τις ταΐζουν, τις ποτίζουν, τις χαϊδεύουν, τις σέβονται, τις αγαπούν και βρίσκουν κάθε ευκαιρία να τους δείξουν την αγάπη τους.
Όμορφο
ζώο, πονηρό, περήφανο, ανεξάρτητο, η γάτα δίνει εμφανώς το στίγμα της,
δηλώνοντας με τον πιο αξιοζήλευτο τρόπο, με την περήφανη κορμοστασιά της την
παρουσία της ζωής στα βράχια της Πειραϊκής.
Με την φαντασία μας σκεφτόμαστε πόσες αμέτρητες γενιές για χιλιάδες χρόνια θα τις έχουν μεγαλώσει εδώ, στον ίδιο τόπο, ήδη από τότε που τα αρχαία τείχη του Θεμιστοκλή θεμελίωναν τον πρώτο τους λίθο.
Θα έχουν δει τα μάτια τους … Έρωτες, σκοτωμούς, μάχες, νίκες και ήττες, έχουν ακούσει τ’ αυτιά τους τραγούδια, γλυκόλογα, βρισιές, φωνές, οιμωγές, κλάματα, γέλια. Τι κατάλαβαν άραγε από τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων, των γειτόνων και φίλων τους; Όλα ή τίποτε; Πώς μάθαμε να ζούμε μαζί ή δίπλα-δίπλα τόσα και τόσα χρόνια; Ποιος και σε ποια γλώσσα θα μας διηγηθεί τις ιστορίες τους; Τις δικές τους ιστορίες, όχι τις δικές μας. Για τους έρωτες, τις αγάπες, τις μάχες και τους πολέμους τους; Το νήμα που συνδέει τη δική τους με τη δική μας μοίρα που αναμφισβήτητα είναι συνδεδεμένη.
Με την φαντασία μας σκεφτόμαστε πόσες αμέτρητες γενιές για χιλιάδες χρόνια θα τις έχουν μεγαλώσει εδώ, στον ίδιο τόπο, ήδη από τότε που τα αρχαία τείχη του Θεμιστοκλή θεμελίωναν τον πρώτο τους λίθο.
Θα έχουν δει τα μάτια τους … Έρωτες, σκοτωμούς, μάχες, νίκες και ήττες, έχουν ακούσει τ’ αυτιά τους τραγούδια, γλυκόλογα, βρισιές, φωνές, οιμωγές, κλάματα, γέλια. Τι κατάλαβαν άραγε από τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων, των γειτόνων και φίλων τους; Όλα ή τίποτε; Πώς μάθαμε να ζούμε μαζί ή δίπλα-δίπλα τόσα και τόσα χρόνια; Ποιος και σε ποια γλώσσα θα μας διηγηθεί τις ιστορίες τους; Τις δικές τους ιστορίες, όχι τις δικές μας. Για τους έρωτες, τις αγάπες, τις μάχες και τους πολέμους τους; Το νήμα που συνδέει τη δική τους με τη δική μας μοίρα που αναμφισβήτητα είναι συνδεδεμένη.
Πότε
θα πάψουμε επιτέλους να είμαστε τόσο εγωιστές ώστε να μας απασχολεί μόνο η δική
μας μοίρα και όχι αυτή όλων των πλασμάτων που ζουν μαζί μας, δίπλα μας, κοντά
μας ή μακριά μας;
Οι γάτες της Πειραϊκής, για εμάς που ζούμε στην περιοχή δεν αποτελούν
παρά το μέτρο και της δικής μας ύπαρξης, της δικής μας ισορροπίας, της δικής
μας ευτυχίας.
Τώρα τις βλέπουμε.
Τώρα τις βλέπουμε με μια άλλη ματιά, με τα μάτια της ψυχής μας.
Τώρα τις βλέπουμε να ζουν μαζί μας, να πορεύονται στο μαγικό δρόμο της ζωής, να κάνουν τη ζωή μας πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα, πιο όμορφη! Αυτές και όλα τα πλάσματα του κόσμου που καλή τύχη τα έφερε κοντά στις ζωές μας και που γι’ αυτό δοξάζουμε το θεό που πιστεύουμε και τη φύση που τόσο την έχουμε απαρνηθεί.
Τώρα τις βλέπουμε.
Τώρα τις βλέπουμε με μια άλλη ματιά, με τα μάτια της ψυχής μας.
Τώρα τις βλέπουμε να ζουν μαζί μας, να πορεύονται στο μαγικό δρόμο της ζωής, να κάνουν τη ζωή μας πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα, πιο όμορφη! Αυτές και όλα τα πλάσματα του κόσμου που καλή τύχη τα έφερε κοντά στις ζωές μας και που γι’ αυτό δοξάζουμε το θεό που πιστεύουμε και τη φύση που τόσο την έχουμε απαρνηθεί.
Οι
γάτες της Πειραϊκής …
Παναγιώτης
Βούρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου