Του
Δημήτρη Κρασονικολάκη.
[Το
κείμενό μου ως πρώτου ομιλητή στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην
Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά στις 17 Μαρτίου 2017. Ακολούθησαν οι Αρχοντία
Παπαδοπούλου και Νίκος Αξαρλής]
Συνηθίζεται ο συγγραφέας ενός καινούργιου βιβλίου του οποίου
γίνεται η παρουσίαση σε μια αίθουσα εκδηλώσεων όπως κι αυτή που βρισκόμαστε, να
καλεί δυο - τρεις ομιλητές στο πάνελ για να το εκθειάσουν με τον δικό τους
τρόπο αφού ως ειδήμονες έχουν κατ’ αρχάς μελετήσει κι εξοικειωθεί με το θέμα
του περιεχομένου του.
Κανονικά θα έπρεπε να έχει ο ίδιος τον λόγο, να μας εξηγήσει τις αιτίες που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το θέμα, τις δυσκολίες του πονήματος, την τελική κατανομή της ύλης, να μας δώσει τις απαντήσεις του σε τυχόν απορίες κι όχι να κάθεται άβολα στην πρώτη θέση, αγχωμένος για το συμβάν και ανυπόμονος να ακούει τις κρίσεις μας.
Μια τέτοια εισήγηση λαμβάνει το ύφος ενός ολιγόλεπτου μονόλογου, μιας γραπτής αναφοράς σκέψεων κι απόψεων εκφραζόμενων ως είδος ήπιας εξομολόγησης που ξεκινά από τον εσωτερικό κόσμο του ομιλητή και στοχεύει προς τον συγγραφέα, όμως απευθύνεται σε πολλά ανοιχτά «ώτα ακουόντων» προσκεκλημένων, τα δικά σας.
Υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι να συντάξει κανείς αυτό το λογύδριο, είναι δύσκολη υπόθεση πώς να ξεκινήσεις, πού να επικεντρωθείς και με το ξετύλιγμα των νοημάτων δεν γνωρίζεις πού θα καταλήξεις.
Έτσι εγώ προσωπικά, με την συναισθηματική φόρτιση της στιγμής αποφάσισα να αφήσω ελεύθερο τον εαυτό μου να περάσει σε εσάς κάτι από τα βιώματά μου σε σχέση τον γράφοντα, με το εν λόγω βιβλίο και με την πειραϊκή πραγματικότητα.
Ένα παραπάνω, επειδή με τον Στέφανο Μίλεση συνδεόμαστε με πολλαπλές ιδιότητες, θα προσεγγίσω διαφορετικά την αποψινή επίσημη κυκλοφορία του έργου του με τίτλο «Πειραϊκές ιστορίες του μεσοπολέμου».
Σε έναν κόσμο που συνεχώς μετακινείται και μεταλλάσσεται υπάρχουν κάμποσοι τρόποι να κοινοποιήσει κανείς την πειραϊκή γνώση:
Αρχικά να του αρέσει να ασχολείται, να συμμετέχει στα κοινά, να είναι εξοικειωμένος με τον γραπτό λόγο, να είναι ό, τι με την ευρύτερη έννοια λέμε δημοσιογράφος, να συντάσσει άρθρα στις εφημερίδες ώστε να καταγράφει τις επίκαιρες ειδήσεις, τις εκτελέσεις έργων, τις κατασκευές ή ανακαινίσεις, τα εγκαίνια, τις εκδηλώσεις του Δήμου, τις δράσεις των επαγγελματικών και πολιτιστικών φορέων, να σχολιάζει την απλή καθημερινότητα με τα προβλήματά της, να επισημαίνει τις εκάστοτε απαιτήσεις και να κάνει προτάσεις που κατά την γνώμη του κι αν εισακουστούν να δώσουν την πρέπουσα λύση.
Αν είναι προχωρημένος μπορεί να προσθέσει και ανάλογα ιστορικά στοιχεία που να συνδέουν τα κείμενά του με το παρελθόν.
Πολύ πιο πέρα, αν είναι οξυδερκής και ικανός, εξελίσσεται σε κανονικό χρονογράφο, πρόσωπο που γρήγορα καταξιώνεται με θετική αναγνώριση από τον κόσμο.
Επόμενο στάδιο, η γέννηση μέσα από την αποκτούμενη πείρα ενός ιστοριοδίφη, ενός ατόμου ασχολούμενου αποκλειστικά με την εξιστόρηση παλαιών, ξεχασμένων γεγονότων.
Εκτός από αρθρογράφος μπορεί άνετα να γίνει και συγγραφέας, που είτε με τις χαλαρές μυθιστορίες του να αναδεικνύει ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές της περασμένης τοπικής ζωής, είτε με αυστηρά ιστορικό βλέμμα να καταπιάνεται με ένα γενικό ή ορισμένο αντικείμενο.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε πολλούς εκπαιδευτικούς, επιστήμονες αλλά και φιλίστορες που με κριτική διάθεση μάς έδωσαν καλές εξειδικευμένες μελέτες.
Ο Στέφανος Μίλεσης αναντίρρητα ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω: με το πέρασμα του χρόνου η γραφίδα του απέκτησε την πρέπουσα ευελιξία να ερευνά επίμονα και να μεταφέρει εύστοχα σε οποιοδήποτε μέσο ενημέρωσης, κάθε πτυχή του πειραϊκού ιστορικού παρελθόντος.
Παράλληλα η σύγχρονη τεχνολογία πρόσφερε νέες δυνατότητες στα πειραϊκά δρώμενα.
Το διαδίκτυο άνοιξε απεριόριστους ορίζοντες, όσοι εντάχτηκαν προερχόμενοι από εφημερίδες και περιοδικά βρήκαν περισσότερο χώρο δραστηριοποίησης ενώ ανέδειξε καινούργια πρόσωπα που ίσως χωρίς αυτό θα παρέμεναν αδρανή και άγνωστα.
Ο ευγενής ανταγωνισμός των πολλών bloggers και η κακή προαίρεση των ευτυχώς ελαχίστων χρηστών απέδωσαν στην πειραϊκή ενημέρωση άφθονους καρπούς, γλυκούς και πικρούς.
Γλυκούς επειδή εκτός από τις ειδήσεις εμφανίστηκαν - και ολοένα συνεχίζεται να τραβούν την προσοχή - γνωστές και σπάνιες κάρτες και φωτογραφίες του Πειραιά, βγαλμένες από αρχεία, ιδιωτικές συλλογές και για πρώτη φορά μέσα από οικογενειακά λευκώματα, γλυκούς επειδή αναρτώνται εύστοχα, άρτια και εμπεριστατωμένα θέματα.
Πικρούς καρπούς λόγω της ασχετοσύνης μερικών, της διαστρέβλωσης της ιστορίας, της κακής αντιγραφής, των λαθών σε χρονολογίες και γεγονότα, πικρούς γιατί ο κακοπροαίρετος χαρακτήρας στο πλαίσιο της αποκλειστικότητας εκφράζεται με ύβρεις και καυστικά σχόλια. Αρέσκονται να επιδεικνύονται και να μαζεύουν τα πολλά «λάικ» επίδοξων θαυμαστών.
Έτσι ο χρήστης του διαδικτύου εθίζεται στο να βλέπει γνώριμες ή σπάνιες φωτογραφίες δίχως λεζάντες, με ανούσια σχόλια και χωρίς ιστορική τεκμηρίωση. Αντίθετα ο Στέφανος Μίλεσης, στο ιστολόγιο ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ που διατηρεί και τροφοδοτεί ολοένα χρησιμοποιεί την φωτογραφία σαν αποδεικτικό στοιχείο στην προσωπική, βαθιά διείσδυσή του στα λησμονημένα κι αλησμόνητα συμβάντα του Πειραιά που έφυγε. Επικεντρώνεται στο κείμενο μέσα από επιτόπιες πληροφορίες και ανέκδοτες πηγές και καλύπτει πλήρως το κενό σε εκείνο που θα χαρακτηρίζαμε σαν αναβίωση του παλιού καλού πειραϊκό ρεπορτάζ.
Φέρνω λίγο στην μνήμη τις εμπειρίες μου και θα φτάσω σε ακριβείς διαπιστώσεις για την πνευματική κατάσταση που μας περιβάλλει. Κατ’ επέκταση θα καταλήξω στον τιμώμενο φίλο μου Στέφανο Μίλεση.
Επιστρέφοντας από τις σπουδές μου στην Ρόδο, αφήνοντας κατά μέρος το κρητικό και αθηναϊκό πεδίο δράσης μου που δεν ενδιαφέρει την αποψινή ομιλία, ένιωσα την ανάγκη να ασχοληθώ με τον Πειραιά που ζω από τα πεντέμισί μου χρόνια.
Γράφτηκα σε συλλόγους, ειδικά στην Φιλολογική Στέγη, φρόντισα και γνωρίστηκα με όλες τις πνευματικές προσωπικότητες που με ενδιέφεραν, γίναμε φίλοι, συναντιόμασταν συχνά, ανταλλάξαμε γνώσεις κι απόψεις, συναναστράφηκα με φοιτητές καθηγητές και πανεπιστημιακούς που έγραφαν έργα και διατριβές για τον Πειραιά ενώ παράλληλα - αβίαστα ή παθιασμένα - αγόραζα και συγκέντρωνα κάθε παλιό και πρόσφατο βιβλίο και περιοδικό που αναφερόταν ή τυπωνόταν στον Πειραιά.
Έτοιμος λοιπόν μετά από εκείνη την προετοιμασία, ξεκίνησα στην δεκαετία του 1980 την δική μου αρθρογραφική δραστηριότητα και συνέχισα να συνεργάζομαι με πάνω από 25 περιοδικά κι εφημερίδες.
Τα χρόνια πέρασαν. Ανεπαίσθητα, μαζί με τα πολλά διαφοροποιήθηκαν και οι χαρακτήρες. Δεν ξέρω πώς φτάσαμε ως εδώ, ίσως μεγαλώσαμε και οι πριν από εμάς θεωρούμενοι γνωστοί πειραιώτες λογοτέχνες (πεζογράφοι και ποιητές) ιστορικοί κι εικαστικοί, αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση - ακόμα κι από την ζωή.
Οι άνθρωποι που άξιζαν να συζητήσω με άνεση απομακρυνθήκαν, η πίεση της κρίσης και άλλες παράμετροι μάς έκλεισαν στους εαυτούς μας, γίναμε καχύποπτοι και χάθηκε η συνεργασία. Οι σημερινοί συγγραφείς του Πειραιά είναι σκορπισμένοι, εργάζονται μόνοι τους ή τουλάχιστον δεν έχουν βρει ένα κοινό σημείο επαφής επειδή κατά πλειοψηφία έχουν ειδικευθεί σε συγκεκριμένο θέμα (όπως κοινωνική οικονομική έρευνα, ναυτιλία, βιομηχανική εξέλιξη, μουσική, ζωγραφική, θέατρο, αρχαία νέα ή γενική ιστορία, λογοτεχνία) και αποφεύγουν τις μεταξύ τους σχέσεις.
Οι φορείς και οι σύλλογοι σπάνια συνεννοούνται μεταξύ τους και καταντά προβληματική η οργάνωση των εκδηλώσεών τους την ίδια ημέρα.
Στους κύκλους της πόλης μας γνωρίζει ο ένας την παρουσία του άλλου όμως δεν υπάρχει σωστή επικοινωνία, η κοινωνική επαφή είναι επιδερμική, η διάθεση πλησιάσματος ανειλικρινής, αρκούμενη ίσως μόνο στις φιλοφρονήσεις ή εξαντλείται στην εκμαίευση πληροφοριών.
Οι παλιές φιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ των πειραιωτών διανοούμενων κι απέδωσαν τόσες ωραίες συλλογικές κι εκδοτικές δημιουργίες χάθηκαν μαζί με αυτούς. Στα δάκτυλα του ενός χεριού μετρούνται πλέον τα ονόματα που με ευχαρίστηση ακούω την φωνή τους.
Σκεφτόμουν και έλεγα σε γνωστούς μου ότι ενώ κάθε γενιά έχει τους αντιπροσώπους της, αναρωτιόμουν ποιοι θα είναι οι επόμενοι που θα μας διαδεχθούν, αν θα καταφέρουν να συνεχίσουν την τοπική πνευματική παράδοση.
Το βάρος της μελαγχολίας, της μοναξιάς τρόπος του λέγειν, θα μπορούσε να με «συνθλίψει» αν δεν βρισκόταν στον δρόμο μου ο Στέφανος Μίλεσης.
Δικαιολογείστε με, δεν είναι υπερβολή. Εσείς δεν έχετε την ανάγκη να βρείτε έναν καλό, αντάξιο με τα ενδιαφέροντά σας φίλο συζητητή;
Δεν θέλετε να εκτονώσετε το όποιο ενδιαφέρον σας με κάποιον που να σας καταλαβαίνει;
Όλοι επιθυμούμε να μοιραστούμε τα επιστημονικά μας ενδιαφέροντα, να μιλήσουμε για ποίηση με έναν ποιητή, για πεζογραφία με έναν λογοτέχνη, για ζωγραφική με έναν ζωγράφο, για τις συλλογές μας με έναν συλλέκτη.
Εγώ, λόγω της πολύχρονης τριβής μου με τα δημοσιογραφικά και τις πολιτιστικές υποθέσεις διψούσα να μοιραστώ τις ανησυχίες μου, να βρω έναν ισότιμο συνομιλητή πάνω στα ιστορικά του Πειραιά που - με την θεληματική ορμή του ενθουσιασμένου νεοφώτιστου - να με παροτρύνει να επιταχύνω και να ξεσκουριάσω από την επικαθήμενη ραστώνη.
Τον Στέφανο μού τον γνώρισε κάποια στιγμή εκεί στην πλατεία Κοραή ο Δημοσθένης Μπούκης. Αφού έγινε η πρώτη βιαστική συνάντηση, μέρα με την μέρα η χαλαρή προσέγγιση κατέληξε σε δυνατή πνευματική σύνδεση. Μαζί δημιουργήσαμε και τυπώσαμε την εφημερίδα ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ στα 2013 και 2014.
Η συνύπαρξή μας στην Φιλολογική Στέγη σε μια δύσκολη καμπή της μακράς διαδρομής της απέδωσε τους ποθούμενους καρπούς. Η Στέγη επί της προεδρίας του ανέκαμψε οικονομικά και ηθικά, άλλαξε γραφεία και με την εγγραφή νέων μελών ατενίζει - ας χρησιμοποιήσω κι εγώ μια τετριμμένη λογοτεχνική έκφραση - αισιόδοξα προς το μέλλον.
Κύρια πηγή πληροφοριών για την σύνταξη των ιστοριών του Στέφανου Μίλεση στο παρόν βιβλίο αποτελεί η ανάγνωση σε ψηφιακή και έντυπη μορφή παλαιών εφημερίδων από τα αρχεία πανεπιστημιακών και ιδρυματικών βιβλιοθηκών που βρίσκονται αναρτημένα ελεύθερα στο ίντερνετ και στα αρχεία - βιβλιοθήκες της Βουλής των Ελλήνων.
Δεν είναι όσο και να φαίνεται εύκολη η αναδίφηση στον όγκο τόσων εντύπων.
Ύστερα χρειάζεται οξύνοια ώστε να απομονωθούν τα κείμενα, να αξιολογηθούν και να ταξινομηθούν χρονολογικά και τέλος να παρατεθούν ανάλογα με το ενδιαφέρον τους.
Από εκεί λοιπόν επέλεξε άρθρα γραμμένα από επώνυμα ονόματα δημοσιογράφων που έδρασαν, παρακολούθησαν με τα δικά τους μάτια και κατέγραψαν με το προσωπικό τους στιλ τα γεγονότα και τις καταστάσεις που επικρατούσαν στα χρόνια της ακμής τους. Εύστοχη κίνηση αφού έτσι τα νέα ακολουθούν τον σφυγμό της εποχής, απαθανατίζουν και «παγώνουν» την εικόνα των εκάστοτε ωρών έντασης.
Για την Ελλάδα και ειδικά τον Πειραιά, τα χρόνια του μεσοπολέμου είναι μία περίοδος που μπορεί να μελετήσει κανείς με πάθος και η μελέτη της είναι μια πρόκληση.
Στριμωγμένα ανάμεσα σε δυο πολέμους συνέβησαν σημαντικά γεγονότα που σύμφωνα με λόγια του Γιάννη Χατζημανωλάκη επηρέασαν «κάθε έκφανση της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής, αχνά στην αρχή, πιο έντονα αργότερα».
Η πόλη άλλαξε κυριολεκτικά πορεία με τον ερχομό των προσφύγων, το λιμάνι οργανώθηκε σε αυτοτελή οργανισμό, ο δρόμος προς την ανάπτυξη συνεχίστηκε με την ίδρυση νέων εργοστασίων, αναβαθμίστηκε η εμποροβιομηχανία, διαδόθηκε ο ηλεκτροφωτισμός, η υδροδότηση, βελτιώθηκε το διοικητικό δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Ο πολεοδομικός ιστός απλώθηκε κι εξωραΐστηκε.
Παράλληλα οι πνευματικές αναζητήσεις προώθησαν τον εκδρομισμό, την ζύμωση κινήσεων με αποτέλεσμα την ίδρυση επαγγελματικών, πολιτικών και λογοτεχνικών συλλόγων. Στα 1927 άνοιξε η Δημοτική Βιβλιοθήκη ενώ μεσουρανούσε η προπολεμική γενιά των ποιητών και πεζογράφων.
Αρκετά ήθη του παρελθόντος άλλαξαν με την απαγόρευσή τους ή την φυσική τους φθορά. Στον Πειραιά ο διαχωρισμός του τρόπου βιοπορισμού του αστικού εύπορου στοιχείου ξεχώριζε εύκολα από εκείνο των λαϊκών συνοικιών και η νυχτερινή διασκέδαση στα βαριετέ και καφωδεία του λιμανιού με αυτήν των τεκέδων των ερημικών ακραίων περιοχών. Επεκράτησε νέο είδος μουσικής, γεννήθηκαν αθλητικά και ποδοσφαιρικά σωματεία.
Ο Μίλεσης με τα ξεχωριστά αφηγηματικά του προσόντα κατάφερε με φρέσκο αέρα να μεταφέρει στο σήμερα, όλο το κλίμα του πειραϊκού μεσοπολέμου, δηλαδή της περιόδου 1920 - 1940. Εκείνο που ο τότε δημοσιογράφος απηύθυνε σαν κατανοητή είδηση στους αναγνώστες της εφημερίδας που συνεργαζόταν τώρα μετατρέπεται σε σχολαστική ενημέρωση, συνεχή ιστορική αναδρομή και ευχάριστη αναπόληση.
Δεν θα αναφερθώ στην ύλη του βιβλίου, στους επιμέρους τίτλους και στην θεματολογία. Είναι τόσο πλούσια και κατάλληλα απλωμένη στις σελίδες του ώστε είναι περιττή κάθε υπόμνηση.
Ομως το σημείο που θέλω να αναδείξω είναι τα θαυμαστικά που συχνά χρησιμοποιεί στις προτάσεις του ο Στέφανος.
Είναι δείγμα πηγαίου ενθουσιασμού.
Αληθινός λάτρης της τοπικής μας ιστορίας, αφού αγάπησε αυτά που διάβασε, ρούφηξε με όρεξη κάθε είδους πληροφορία, εξοικειώθηκε με το αντικείμενο της δουλειάς του, απέκτησε απεριόριστες δυνατότητες ώστε ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να ανταποκριθεί σε κάθε πολιτιστικό κάλεσμα:
Στις αφηγήσεις του, στα διάφορα σεμινάρια και στις διαλέξεις που κάνει συναρπάζεται, με τον αυθόρμητο χαρακτήρα του μετατρέπεται σε διδάσκοντα καθηγητή που μεταφέρει και μεταδίδει τις πειραϊκές γνώσεις του στον διψασμένο για μάθηση ακροατή.
Στα γραπτά του πάλι ξεπερνάει το προσδοκώμενο - με την παραδοχή εκ μέρους μου ότι η συγγραφική παρουσία του, που τώρα αρχίζει και θα εξελιχθεί γόνιμα στο μέλλον, θα προσθέσει θαυμάσια έργα στην πειραϊκή βιβλιογραφία.
Κανονικά θα έπρεπε να έχει ο ίδιος τον λόγο, να μας εξηγήσει τις αιτίες που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το θέμα, τις δυσκολίες του πονήματος, την τελική κατανομή της ύλης, να μας δώσει τις απαντήσεις του σε τυχόν απορίες κι όχι να κάθεται άβολα στην πρώτη θέση, αγχωμένος για το συμβάν και ανυπόμονος να ακούει τις κρίσεις μας.
Μια τέτοια εισήγηση λαμβάνει το ύφος ενός ολιγόλεπτου μονόλογου, μιας γραπτής αναφοράς σκέψεων κι απόψεων εκφραζόμενων ως είδος ήπιας εξομολόγησης που ξεκινά από τον εσωτερικό κόσμο του ομιλητή και στοχεύει προς τον συγγραφέα, όμως απευθύνεται σε πολλά ανοιχτά «ώτα ακουόντων» προσκεκλημένων, τα δικά σας.
Υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι να συντάξει κανείς αυτό το λογύδριο, είναι δύσκολη υπόθεση πώς να ξεκινήσεις, πού να επικεντρωθείς και με το ξετύλιγμα των νοημάτων δεν γνωρίζεις πού θα καταλήξεις.
Έτσι εγώ προσωπικά, με την συναισθηματική φόρτιση της στιγμής αποφάσισα να αφήσω ελεύθερο τον εαυτό μου να περάσει σε εσάς κάτι από τα βιώματά μου σε σχέση τον γράφοντα, με το εν λόγω βιβλίο και με την πειραϊκή πραγματικότητα.
Ένα παραπάνω, επειδή με τον Στέφανο Μίλεση συνδεόμαστε με πολλαπλές ιδιότητες, θα προσεγγίσω διαφορετικά την αποψινή επίσημη κυκλοφορία του έργου του με τίτλο «Πειραϊκές ιστορίες του μεσοπολέμου».
Σε έναν κόσμο που συνεχώς μετακινείται και μεταλλάσσεται υπάρχουν κάμποσοι τρόποι να κοινοποιήσει κανείς την πειραϊκή γνώση:
Αρχικά να του αρέσει να ασχολείται, να συμμετέχει στα κοινά, να είναι εξοικειωμένος με τον γραπτό λόγο, να είναι ό, τι με την ευρύτερη έννοια λέμε δημοσιογράφος, να συντάσσει άρθρα στις εφημερίδες ώστε να καταγράφει τις επίκαιρες ειδήσεις, τις εκτελέσεις έργων, τις κατασκευές ή ανακαινίσεις, τα εγκαίνια, τις εκδηλώσεις του Δήμου, τις δράσεις των επαγγελματικών και πολιτιστικών φορέων, να σχολιάζει την απλή καθημερινότητα με τα προβλήματά της, να επισημαίνει τις εκάστοτε απαιτήσεις και να κάνει προτάσεις που κατά την γνώμη του κι αν εισακουστούν να δώσουν την πρέπουσα λύση.
Αν είναι προχωρημένος μπορεί να προσθέσει και ανάλογα ιστορικά στοιχεία που να συνδέουν τα κείμενά του με το παρελθόν.
Πολύ πιο πέρα, αν είναι οξυδερκής και ικανός, εξελίσσεται σε κανονικό χρονογράφο, πρόσωπο που γρήγορα καταξιώνεται με θετική αναγνώριση από τον κόσμο.
Επόμενο στάδιο, η γέννηση μέσα από την αποκτούμενη πείρα ενός ιστοριοδίφη, ενός ατόμου ασχολούμενου αποκλειστικά με την εξιστόρηση παλαιών, ξεχασμένων γεγονότων.
Εκτός από αρθρογράφος μπορεί άνετα να γίνει και συγγραφέας, που είτε με τις χαλαρές μυθιστορίες του να αναδεικνύει ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές της περασμένης τοπικής ζωής, είτε με αυστηρά ιστορικό βλέμμα να καταπιάνεται με ένα γενικό ή ορισμένο αντικείμενο.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε πολλούς εκπαιδευτικούς, επιστήμονες αλλά και φιλίστορες που με κριτική διάθεση μάς έδωσαν καλές εξειδικευμένες μελέτες.
Ο Στέφανος Μίλεσης αναντίρρητα ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω: με το πέρασμα του χρόνου η γραφίδα του απέκτησε την πρέπουσα ευελιξία να ερευνά επίμονα και να μεταφέρει εύστοχα σε οποιοδήποτε μέσο ενημέρωσης, κάθε πτυχή του πειραϊκού ιστορικού παρελθόντος.
Παράλληλα η σύγχρονη τεχνολογία πρόσφερε νέες δυνατότητες στα πειραϊκά δρώμενα.
Το διαδίκτυο άνοιξε απεριόριστους ορίζοντες, όσοι εντάχτηκαν προερχόμενοι από εφημερίδες και περιοδικά βρήκαν περισσότερο χώρο δραστηριοποίησης ενώ ανέδειξε καινούργια πρόσωπα που ίσως χωρίς αυτό θα παρέμεναν αδρανή και άγνωστα.
Ο ευγενής ανταγωνισμός των πολλών bloggers και η κακή προαίρεση των ευτυχώς ελαχίστων χρηστών απέδωσαν στην πειραϊκή ενημέρωση άφθονους καρπούς, γλυκούς και πικρούς.
Γλυκούς επειδή εκτός από τις ειδήσεις εμφανίστηκαν - και ολοένα συνεχίζεται να τραβούν την προσοχή - γνωστές και σπάνιες κάρτες και φωτογραφίες του Πειραιά, βγαλμένες από αρχεία, ιδιωτικές συλλογές και για πρώτη φορά μέσα από οικογενειακά λευκώματα, γλυκούς επειδή αναρτώνται εύστοχα, άρτια και εμπεριστατωμένα θέματα.
Πικρούς καρπούς λόγω της ασχετοσύνης μερικών, της διαστρέβλωσης της ιστορίας, της κακής αντιγραφής, των λαθών σε χρονολογίες και γεγονότα, πικρούς γιατί ο κακοπροαίρετος χαρακτήρας στο πλαίσιο της αποκλειστικότητας εκφράζεται με ύβρεις και καυστικά σχόλια. Αρέσκονται να επιδεικνύονται και να μαζεύουν τα πολλά «λάικ» επίδοξων θαυμαστών.
Έτσι ο χρήστης του διαδικτύου εθίζεται στο να βλέπει γνώριμες ή σπάνιες φωτογραφίες δίχως λεζάντες, με ανούσια σχόλια και χωρίς ιστορική τεκμηρίωση. Αντίθετα ο Στέφανος Μίλεσης, στο ιστολόγιο ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ που διατηρεί και τροφοδοτεί ολοένα χρησιμοποιεί την φωτογραφία σαν αποδεικτικό στοιχείο στην προσωπική, βαθιά διείσδυσή του στα λησμονημένα κι αλησμόνητα συμβάντα του Πειραιά που έφυγε. Επικεντρώνεται στο κείμενο μέσα από επιτόπιες πληροφορίες και ανέκδοτες πηγές και καλύπτει πλήρως το κενό σε εκείνο που θα χαρακτηρίζαμε σαν αναβίωση του παλιού καλού πειραϊκό ρεπορτάζ.
Φέρνω λίγο στην μνήμη τις εμπειρίες μου και θα φτάσω σε ακριβείς διαπιστώσεις για την πνευματική κατάσταση που μας περιβάλλει. Κατ’ επέκταση θα καταλήξω στον τιμώμενο φίλο μου Στέφανο Μίλεση.
Επιστρέφοντας από τις σπουδές μου στην Ρόδο, αφήνοντας κατά μέρος το κρητικό και αθηναϊκό πεδίο δράσης μου που δεν ενδιαφέρει την αποψινή ομιλία, ένιωσα την ανάγκη να ασχοληθώ με τον Πειραιά που ζω από τα πεντέμισί μου χρόνια.
Γράφτηκα σε συλλόγους, ειδικά στην Φιλολογική Στέγη, φρόντισα και γνωρίστηκα με όλες τις πνευματικές προσωπικότητες που με ενδιέφεραν, γίναμε φίλοι, συναντιόμασταν συχνά, ανταλλάξαμε γνώσεις κι απόψεις, συναναστράφηκα με φοιτητές καθηγητές και πανεπιστημιακούς που έγραφαν έργα και διατριβές για τον Πειραιά ενώ παράλληλα - αβίαστα ή παθιασμένα - αγόραζα και συγκέντρωνα κάθε παλιό και πρόσφατο βιβλίο και περιοδικό που αναφερόταν ή τυπωνόταν στον Πειραιά.
Έτοιμος λοιπόν μετά από εκείνη την προετοιμασία, ξεκίνησα στην δεκαετία του 1980 την δική μου αρθρογραφική δραστηριότητα και συνέχισα να συνεργάζομαι με πάνω από 25 περιοδικά κι εφημερίδες.
Τα χρόνια πέρασαν. Ανεπαίσθητα, μαζί με τα πολλά διαφοροποιήθηκαν και οι χαρακτήρες. Δεν ξέρω πώς φτάσαμε ως εδώ, ίσως μεγαλώσαμε και οι πριν από εμάς θεωρούμενοι γνωστοί πειραιώτες λογοτέχνες (πεζογράφοι και ποιητές) ιστορικοί κι εικαστικοί, αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση - ακόμα κι από την ζωή.
Οι άνθρωποι που άξιζαν να συζητήσω με άνεση απομακρυνθήκαν, η πίεση της κρίσης και άλλες παράμετροι μάς έκλεισαν στους εαυτούς μας, γίναμε καχύποπτοι και χάθηκε η συνεργασία. Οι σημερινοί συγγραφείς του Πειραιά είναι σκορπισμένοι, εργάζονται μόνοι τους ή τουλάχιστον δεν έχουν βρει ένα κοινό σημείο επαφής επειδή κατά πλειοψηφία έχουν ειδικευθεί σε συγκεκριμένο θέμα (όπως κοινωνική οικονομική έρευνα, ναυτιλία, βιομηχανική εξέλιξη, μουσική, ζωγραφική, θέατρο, αρχαία νέα ή γενική ιστορία, λογοτεχνία) και αποφεύγουν τις μεταξύ τους σχέσεις.
Οι φορείς και οι σύλλογοι σπάνια συνεννοούνται μεταξύ τους και καταντά προβληματική η οργάνωση των εκδηλώσεών τους την ίδια ημέρα.
Στους κύκλους της πόλης μας γνωρίζει ο ένας την παρουσία του άλλου όμως δεν υπάρχει σωστή επικοινωνία, η κοινωνική επαφή είναι επιδερμική, η διάθεση πλησιάσματος ανειλικρινής, αρκούμενη ίσως μόνο στις φιλοφρονήσεις ή εξαντλείται στην εκμαίευση πληροφοριών.
Οι παλιές φιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ των πειραιωτών διανοούμενων κι απέδωσαν τόσες ωραίες συλλογικές κι εκδοτικές δημιουργίες χάθηκαν μαζί με αυτούς. Στα δάκτυλα του ενός χεριού μετρούνται πλέον τα ονόματα που με ευχαρίστηση ακούω την φωνή τους.
Σκεφτόμουν και έλεγα σε γνωστούς μου ότι ενώ κάθε γενιά έχει τους αντιπροσώπους της, αναρωτιόμουν ποιοι θα είναι οι επόμενοι που θα μας διαδεχθούν, αν θα καταφέρουν να συνεχίσουν την τοπική πνευματική παράδοση.
Το βάρος της μελαγχολίας, της μοναξιάς τρόπος του λέγειν, θα μπορούσε να με «συνθλίψει» αν δεν βρισκόταν στον δρόμο μου ο Στέφανος Μίλεσης.
Δικαιολογείστε με, δεν είναι υπερβολή. Εσείς δεν έχετε την ανάγκη να βρείτε έναν καλό, αντάξιο με τα ενδιαφέροντά σας φίλο συζητητή;
Δεν θέλετε να εκτονώσετε το όποιο ενδιαφέρον σας με κάποιον που να σας καταλαβαίνει;
Όλοι επιθυμούμε να μοιραστούμε τα επιστημονικά μας ενδιαφέροντα, να μιλήσουμε για ποίηση με έναν ποιητή, για πεζογραφία με έναν λογοτέχνη, για ζωγραφική με έναν ζωγράφο, για τις συλλογές μας με έναν συλλέκτη.
Εγώ, λόγω της πολύχρονης τριβής μου με τα δημοσιογραφικά και τις πολιτιστικές υποθέσεις διψούσα να μοιραστώ τις ανησυχίες μου, να βρω έναν ισότιμο συνομιλητή πάνω στα ιστορικά του Πειραιά που - με την θεληματική ορμή του ενθουσιασμένου νεοφώτιστου - να με παροτρύνει να επιταχύνω και να ξεσκουριάσω από την επικαθήμενη ραστώνη.
Τον Στέφανο μού τον γνώρισε κάποια στιγμή εκεί στην πλατεία Κοραή ο Δημοσθένης Μπούκης. Αφού έγινε η πρώτη βιαστική συνάντηση, μέρα με την μέρα η χαλαρή προσέγγιση κατέληξε σε δυνατή πνευματική σύνδεση. Μαζί δημιουργήσαμε και τυπώσαμε την εφημερίδα ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ στα 2013 και 2014.
Η συνύπαρξή μας στην Φιλολογική Στέγη σε μια δύσκολη καμπή της μακράς διαδρομής της απέδωσε τους ποθούμενους καρπούς. Η Στέγη επί της προεδρίας του ανέκαμψε οικονομικά και ηθικά, άλλαξε γραφεία και με την εγγραφή νέων μελών ατενίζει - ας χρησιμοποιήσω κι εγώ μια τετριμμένη λογοτεχνική έκφραση - αισιόδοξα προς το μέλλον.
Κύρια πηγή πληροφοριών για την σύνταξη των ιστοριών του Στέφανου Μίλεση στο παρόν βιβλίο αποτελεί η ανάγνωση σε ψηφιακή και έντυπη μορφή παλαιών εφημερίδων από τα αρχεία πανεπιστημιακών και ιδρυματικών βιβλιοθηκών που βρίσκονται αναρτημένα ελεύθερα στο ίντερνετ και στα αρχεία - βιβλιοθήκες της Βουλής των Ελλήνων.
Δεν είναι όσο και να φαίνεται εύκολη η αναδίφηση στον όγκο τόσων εντύπων.
Ύστερα χρειάζεται οξύνοια ώστε να απομονωθούν τα κείμενα, να αξιολογηθούν και να ταξινομηθούν χρονολογικά και τέλος να παρατεθούν ανάλογα με το ενδιαφέρον τους.
Από εκεί λοιπόν επέλεξε άρθρα γραμμένα από επώνυμα ονόματα δημοσιογράφων που έδρασαν, παρακολούθησαν με τα δικά τους μάτια και κατέγραψαν με το προσωπικό τους στιλ τα γεγονότα και τις καταστάσεις που επικρατούσαν στα χρόνια της ακμής τους. Εύστοχη κίνηση αφού έτσι τα νέα ακολουθούν τον σφυγμό της εποχής, απαθανατίζουν και «παγώνουν» την εικόνα των εκάστοτε ωρών έντασης.
Για την Ελλάδα και ειδικά τον Πειραιά, τα χρόνια του μεσοπολέμου είναι μία περίοδος που μπορεί να μελετήσει κανείς με πάθος και η μελέτη της είναι μια πρόκληση.
Στριμωγμένα ανάμεσα σε δυο πολέμους συνέβησαν σημαντικά γεγονότα που σύμφωνα με λόγια του Γιάννη Χατζημανωλάκη επηρέασαν «κάθε έκφανση της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής, αχνά στην αρχή, πιο έντονα αργότερα».
Η πόλη άλλαξε κυριολεκτικά πορεία με τον ερχομό των προσφύγων, το λιμάνι οργανώθηκε σε αυτοτελή οργανισμό, ο δρόμος προς την ανάπτυξη συνεχίστηκε με την ίδρυση νέων εργοστασίων, αναβαθμίστηκε η εμποροβιομηχανία, διαδόθηκε ο ηλεκτροφωτισμός, η υδροδότηση, βελτιώθηκε το διοικητικό δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Ο πολεοδομικός ιστός απλώθηκε κι εξωραΐστηκε.
Παράλληλα οι πνευματικές αναζητήσεις προώθησαν τον εκδρομισμό, την ζύμωση κινήσεων με αποτέλεσμα την ίδρυση επαγγελματικών, πολιτικών και λογοτεχνικών συλλόγων. Στα 1927 άνοιξε η Δημοτική Βιβλιοθήκη ενώ μεσουρανούσε η προπολεμική γενιά των ποιητών και πεζογράφων.
Αρκετά ήθη του παρελθόντος άλλαξαν με την απαγόρευσή τους ή την φυσική τους φθορά. Στον Πειραιά ο διαχωρισμός του τρόπου βιοπορισμού του αστικού εύπορου στοιχείου ξεχώριζε εύκολα από εκείνο των λαϊκών συνοικιών και η νυχτερινή διασκέδαση στα βαριετέ και καφωδεία του λιμανιού με αυτήν των τεκέδων των ερημικών ακραίων περιοχών. Επεκράτησε νέο είδος μουσικής, γεννήθηκαν αθλητικά και ποδοσφαιρικά σωματεία.
Ο Μίλεσης με τα ξεχωριστά αφηγηματικά του προσόντα κατάφερε με φρέσκο αέρα να μεταφέρει στο σήμερα, όλο το κλίμα του πειραϊκού μεσοπολέμου, δηλαδή της περιόδου 1920 - 1940. Εκείνο που ο τότε δημοσιογράφος απηύθυνε σαν κατανοητή είδηση στους αναγνώστες της εφημερίδας που συνεργαζόταν τώρα μετατρέπεται σε σχολαστική ενημέρωση, συνεχή ιστορική αναδρομή και ευχάριστη αναπόληση.
Δεν θα αναφερθώ στην ύλη του βιβλίου, στους επιμέρους τίτλους και στην θεματολογία. Είναι τόσο πλούσια και κατάλληλα απλωμένη στις σελίδες του ώστε είναι περιττή κάθε υπόμνηση.
Ομως το σημείο που θέλω να αναδείξω είναι τα θαυμαστικά που συχνά χρησιμοποιεί στις προτάσεις του ο Στέφανος.
Είναι δείγμα πηγαίου ενθουσιασμού.
Αληθινός λάτρης της τοπικής μας ιστορίας, αφού αγάπησε αυτά που διάβασε, ρούφηξε με όρεξη κάθε είδους πληροφορία, εξοικειώθηκε με το αντικείμενο της δουλειάς του, απέκτησε απεριόριστες δυνατότητες ώστε ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να ανταποκριθεί σε κάθε πολιτιστικό κάλεσμα:
Στις αφηγήσεις του, στα διάφορα σεμινάρια και στις διαλέξεις που κάνει συναρπάζεται, με τον αυθόρμητο χαρακτήρα του μετατρέπεται σε διδάσκοντα καθηγητή που μεταφέρει και μεταδίδει τις πειραϊκές γνώσεις του στον διψασμένο για μάθηση ακροατή.
Στα γραπτά του πάλι ξεπερνάει το προσδοκώμενο - με την παραδοχή εκ μέρους μου ότι η συγγραφική παρουσία του, που τώρα αρχίζει και θα εξελιχθεί γόνιμα στο μέλλον, θα προσθέσει θαυμάσια έργα στην πειραϊκή βιβλιογραφία.
Ευχαριστώ που με ακούσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου