Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
Συνεχίζω να παραθέτω - σε νεοελληνική απόδοση - παλαιά κείμενα
από τα έγγραφα του αρχείου μου.
Δύο από αυτά αναφέρονται στην ξυλεία και στα
τρόφιμα. Η ξυλεία στάθηκε το βασικό υλικό όχι μόνο για οποιαδήποτε οικοδομική
εργασία στην νεοσύστατη πόλη αλλά και στην δημιουργία κάθε είδους ξύλινου
σκεύους (έπιπλα, βαρέλια, κασόνια, άμαξες κ.ά.). Ακόμα και στα πρόσφατα χρόνια
είχαν οριοθετηθεί χώροι στην περίμετρο του κεντρικού λιμένα για την εκφόρτωση
και αποθήκευσή της.
Τα ώνια ήταν σημαντική πηγή εσόδων των παραγωγών και
μεταπωλητών αλλά και μέσον αισχροκέρδειας για αυτό και οι τιμές αυξομειώνονταν
ανάλογα με την επάρκεια και την ζήτηση.
Ξυλεία
Όλη η ξυλεία εκτός από τα καυσόξυλα και εκείνη που
χρησιμοποιούταν για την ναυπηγική μεταφερόταν από το εξωτερικό, όπως γίνεται
και τώρα, διότι τα δάση της Ελλάδος καταστράφηκαν και στα παλιά χρόνια και
μάλιστα στην εποχή των Τούρκων.
Η ξυλεία ήταν εκτεθειμένη από τους ξυλέμπορους σε πολλά σημεία κοντά στον λιμένα και στους δρόμους∙ ελάχιστες αποθήκες υπήρχαν.
Όσο κατοικούνταν ο Πειραιάς και κατασκευάζονταν οι δρόμοι και ανεγείρονταν οικοδομές, τόσο και οι ξυλέμποροι αναγκάζονταν να τοποθετούν την ξυλεία τους σε ανάλογο χώρο. Η κατασκευή μάλιστα της προκυμαίας και η ρυμοτομία γύρω από το λιμάνι περιόρισαν τους ξυλέμπορους, για αυτό και αγανακτούσαν επειδή θεωρούσαν ότι κάθε περιοχή ήταν δική τους.
Η ξυλεία ήταν εκτεθειμένη από τους ξυλέμπορους σε πολλά σημεία κοντά στον λιμένα και στους δρόμους∙ ελάχιστες αποθήκες υπήρχαν.
Όσο κατοικούνταν ο Πειραιάς και κατασκευάζονταν οι δρόμοι και ανεγείρονταν οικοδομές, τόσο και οι ξυλέμποροι αναγκάζονταν να τοποθετούν την ξυλεία τους σε ανάλογο χώρο. Η κατασκευή μάλιστα της προκυμαίας και η ρυμοτομία γύρω από το λιμάνι περιόρισαν τους ξυλέμπορους, για αυτό και αγανακτούσαν επειδή θεωρούσαν ότι κάθε περιοχή ήταν δική τους.
Τελικά υποχρεωμένοι τον Αύγουστο του 1837 να την
μετακομίσουν πίσω από τα καταστήματα της διαμετακομίσεως, αναστάτωσαν το παν
και με αναφορά που συν τοις άλλοις απειλούσαν ούτε λίγο ούτε πολύ παρά την
κατάληψη του Πειραιά, έγραφαν: «Επειδή στην θέση που προσδιορίστηκε σύμφωνα με
τα παραπάνω δεν πρόκειται να έχει όχι μόνο η μικρή μας περιουσία, αλλά ούτε και
η ίδια η σωματική μας ύπαρξη την παραμικρή ασφάλεια, διότι, αφού είναι έξω από
την πόλη εντελώς απόκεντρη και άγρια, δεν έχει ούτε καταστήματα να κατοικήσουμε
ούτε φύλακες περνάνε από εκεί την ημέρα και την νύχτα και εξ αιτίας αυτού θα
αφήνεται η περιουσία μας καταστραμμένη στην διάκριση του κάθε τυχαίου.
Επειδή αντί να μετακομίσουμε σε αυτή την θέση τα λίγα
απομεινάρια των υλικών του εμπορίου μας και να διακινδυνεύσουμε και εμείς μαζί
με αυτά, είναι προτιμότερο να διαλυθούμε και να αναχωρήσουμε από εδώ για να
ζήσουμε σε άλλο μέρος.
– Επειδή η πλατεία της εκκλησίας [του Αγίου Σπυρίδωνα] που
μπαζώθηκε πρόσφατα για να γίνει μόλος είναι τόσο ευρύχωρη και άδεια και ειδικά
τώρα, που ακόμα εκεί δεν είναι οικοδομημένος ο χώρος, μπορεί εύκολα και χωρίς
την παραμικρή ζημία και ενόχληση να χωρέσει και την ξυλεία μας».
Και όντως η αστυνομία παραχώρησε την 14 Σεπτεμβρίου 1837 την
πλατεία αυτή μπροστά από την μητρόπολη σαν ξυλεμπόριο!
Ψώνια.
Η αισχροκέρδεια εκείνων που πουλούσαν τα απαραίτητα τρόφιμα
φάνηκε αμέσως, μόλις αυξήθηκε η κατανάλωσή τους. Ο πωλητής που μόλις λίγο πριν
ζούσε από το ξεπούλημα της πραμάτειας του, όταν άρχισε να έχει και λίγο
περίσσευμα έγινε και φιλοκερδής για να επεκτείνει τον κύκλο του στην αγορά,
αισχροκερδής δε για να πλουτίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Για να περιοριστεί
το κακό στις 29 Δεκεμβρίου 1835 ο δήμαρχος κατέθεσε έγγραφο στο δημοτικό
συμβούλιο για να εγκριθεί διατίμηση (tarifa) «όλων των τροφίμων
και λοιπών αναγκαίων πραγμάτων προς αναπόφευκτον χρήσιν των κατοίκων»∙
εκείνο την ενέκρινε την ίδια ημέρα∙ στις δε 30 του μήνα ο δήμαρχος το
κοινοποίησε προς τους κατοίκους. Συγκρίνοντας κάποιος τις τότε τιμές των ωνίων
με τις σημερινές [1870 περίπου] βρίσκει ότι του μεν ψωμιού, τυριού, ελιών, του
πρόβειου και κατσικίσιου κρέατος, των οσπρίων, ρεβιθιών, φασολιών, κουκιών,
φακών σήμερα είναι πάνω από την διπλάσια η τιμή∙ του δε βοδινού και χοιρινού
κρέατος και των ψαριών σχεδόν τριπλάσια. Των δε χορταρικών και κηπευτικών,
λάχανων, οπωρικών και οσπρίων η διατίμηση, που σε μερικούς περισσότερο από την
σημερινή εποχή εξ αιτίας της έλλειψης ίδιων διαστάσεων κήπων μειώνονταν από
ημέρα σε ημέρα ανάλογα της αύξησης της παραγωγής τους έτσι για παράδειγμα τα
κουκιά με την έλλειψή τους την πρώτη Μαΐου είχαν τιμή 60 λεπτά στις δε 11
Ιουνίου 8 λεπτά. Τα δε κολοκύθια 56 λεπτά την πρώτη Μαΐου στις δε 11 Ιουνίου 5
μέχρι να λείψουν∙ τα δε αγγούρια την μεν πρώτη Μαΐου 6 λεπτά, στις δε 30 του
ίδιου μήνα 2 μέχρι να λείψουν∙ οι δε «πέπονες» (πεπόνια) και «υδροπέπονες»
(καρπούζια) την πρώτη Ιουλίου οι πρώτοι λεπτά 24, οι δεύτεροι 20 από δε της 22
του μήνα και μετά οι πρώτοι 12 και οι δεύτεροι 8.
ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ξυλεία
Άπασα η ξυλεία πλην
των καυσοξύλων και ναυπηγησίμου εκομίζετο έξωθεν, όπως και τανύν, διότι τα δάση
της Ελλάδος κατεστράφησαν και εν τοις παλαιοίς χρόνοις και μάλιστα επί των
Τούρκων.
Η ξυλεία ην
εκτεθειμένη υπό των ξυλεμπόρων πολλαχού παρά τον λιμένα και επί των οδών∙
ολίγισται αποθήκαι υπήρχον.
Όσω δε κατωκείτο ο
Πειραιεύς και αι οδοί κατεσκευάζοντο και οικοδομαί εγείροντο, τόσω και οι
ξυλέμποροι ηναγκάζοντο να εναποτιθώνται την αυτών ξυλείαν εν οικείω χώρω. Η
κατασκευή μάλιστα της προκυμαίας και η ρυμοτομία περί τον λιμένα περιώρισαν
τους ξυλεμπόρους, εφ’ ω και ηγανάκτουν άτε νομίζοντες πάντα χώρον οικείον
αυτοίς.
Τέλος υποχρεωθέντες
τον Αύγουστον του 1837 να μετακομίσωσιν αυτήν όπισθεν των καταστημάτων της
διαμετακομίσεως, ανεστάτωσαν το παν και δι’ αναφοράς συν τοις άλλοις ηπείλουν
ουδέν ήττον ή την του Πειραιώς κατάληψιν έγραφον: «Επειδή εις την ως ανωτέρω
προσδιορισθείσαν θέσιν δεν θέλει έχει όχι μόνον η μικρά μας περιουσία, αλλ’
ουδέ και αυτή η σωματική μας ύπαρξις την παραμικράν ασφάλειαν, διότι, εν ω
είναι εκτός της πόλεως όλως διόλου απόκεντρος και αγρία, δεν έχει ούτε
καταστήματα να κατοικήσωμεν [ούτε;] φύλακες περιέρχονται εκεί την ημέραν ουδέ
την νύκτα και τούτου ένεκα βιασμένως [βιασμένης;] θα αφίνεται η περιουσία μας
εις την διάκρισιν του τυχόντος. Επειδή αντί να μετακομίσωμεν εις την θέσιν
ταύτην τα ολίγα λείψανα της εμπορικής μας ύλης και να διακινδυνεύσωμεν και
ημείς μαζή μ’ αυτά, είναι προκριτότερον να διαλυθώμεν και αναχωρήσωμεν
τουντεύθεν δι’ άλλο μέρος να ζήσωμεν. – Επειδή η ήδη μολωθείσα πλατεία της
εκκλησίας ούσα τόσον πολύ ευρύχωρος και κενή και μάλιστα τώρα, οπού δεν είναι
εισέτι ο τόπος εκεί οικοδομημένος, δύναται ευκόλως και χωρίς την παραμικράν
βλάβην και ενόχλησιν να χωρέση και την ξυλείαν μας».
Και όντως η αστυνομία παρεχώρησε τη 14 Σεπτεμβρίου 1837 την πλατείαν ταύτην έμπροσθεν της μητροπόλεως ως ξυλεμπορείον!
Και όντως η αστυνομία παρεχώρησε τη 14 Σεπτεμβρίου 1837 την πλατείαν ταύτην έμπροσθεν της μητροπόλεως ως ξυλεμπορείον!
Ώνια
Η των τα ώνια
πωλούντων αισχροκέρδεια ανεφάνη αμέσως, άμα ηύξησεν η κατανάλωσις αυτών. Ο
μόλις πρότερον αποζών πωλητής εκ της απεμπολήσεως, άμα ήρξατο να έχη και τι
περίσσευμα εγένετο και φιλοκερδής ίνα επεκτείνη τον εν τη αγορά κύκλον αυτού,
αισχροκερδής δε ίνα πλουτήση ότι τάχιστα. Προς περιστολήν του κακού τη 29
Δεκεμβρίου 1835 υπέβαλεν ο δήμαρχος τω δημοτικώ συμβουλίω ίνα εγκριθή
διατίμησις (tarifa) «όλων των τροφίμων και λοιπών
αναγκαίων πραγμάτων προς αναπόφευκτον χρήσιν των κατοίκων»∙ όπερ τη αυτή ημέρα
ενέκρινεν αυτήν∙ τη δε 30 εκοινοποίησεν ο δήμαρχος προς τους κατοίκους.
Παραβάλλων δε τις τας τότε τιμάς των ωνίων προς τας σήμερον ευρίσκει ότι του μεν
άρτου, τυρού, ελαιών, του προβατείου και αιγείου κρέατος, των οσπρίων,
ερεβίνθων, φασιόλων, κυάμων, φακών υπερδιπλασία είναι η σήμερον τιμή∙ του δε
βοείου και χοιρείου κρέατος και των ιχθύων σχεδόν τριπλασία. Των δε χλωρών και
κηπευτών, λαχάνων, οπωρικών και οσπρίων η διατίμησις, ήτις εν τισι μείζον της
σήμερον δι’ έλλειψιν ίσων κήπων ηλαττούτο οσημέραι κατά λόγον της αυξήσεως της
παραγωγής ούτως φερ’ ειπείν οι κύαμοι και τα κολοκύντια, [άμα τη εξαφανίσει]
εκείνα μεν τη α΄ Μαΐου ετιμώντο 60 λεπτά ταύτα δε 56 τη δε 11 Ιουνίου εκείνα
μεν λεπτά 8 ταύτα δε 5 μέχρι εκλείψεως∙ τα δε αγγούρια τη μεν α΄ Μαΐου 6 λεπτά,
τη δε 30 του αυτού 2 μέχρι εκλείψεως∙ οι δε πέπονες και οι υδροπέπονες
(καρπούζια) τη α΄ Ιουλίου εκείνοι μεν λεπτά 24, ούτοι δε 20 από δε της 22 και
εφεξής εκείνοι 12 ούτοι δε 8.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΠΟΛΙΣ - ΖΩ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ, φύλλο 8o, Απρίλιος 2017, σελ. 2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου