Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Οι πρώτες προσπάθειες για ίδρυση Δημοτικού Νοσοκομείου στον Πειραιά.


                                                                Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για την αρχική σκέψη ίδρυσης νοσοκομείου στον Πειραιά και το τι απέγινε ελάχιστες πληροφορίες υπήρχαν παρά το γεγονός ότι το είχε επισημάνει στο βιβλίο του για τους δημάρχους ο Δημήτριος Σπηλιωτόπουλος (έκδοση 1939, παράγραφος 11) ο Αντώνης Μαρμαρινός, μια ξεχασμένη σήμερα μορφή, σε δημοσιεύματά του στις πειραϊκές εφημερίδες (Χρονογράφος) και μετέφερε η Λυδία Σαπουνάκη - Δρακάκη όταν στο δικό της έργο ασχολήθηκε με το Τζάνειο (2005, σελ. 121). Έτσι παρουσιάζω το παρακάτω παλαιό κατατοπιστικό κείμενο, αντλημένο κι αυτό από τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου και την αλληλογραφία του με τις προϊστάμενες αρχές.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Όπως έλειπαν τα πάντα στην νεοσύστατη πόλη, έτσι και δεν υπήρχε νοσοκομείο.
Πολύ γρήγορα φάνηκε η ανάγκη του προ πάντων μάλιστα εξ αιτίας του νοσηρού βάλτου που βρισκόταν κοντά στην πόλη, του οποίου οι μολυσματικές αναθυμιάσεις τα καλοκαίρια καθιστούσαν τον άλλοτε υγιεινότατο τόπο του Πειραιά εστία κυρίως πυρετών σαν μια άλλη Ογχηστό της Βοιωτίας.  
Γι’ αυτό πριν την αποξήρανση ή την καλλιέργεια και την δενδροφυτεία του βάλτου παρίστατο η ανάγκη γιατρών, φαρμακείων και θεραπευτηρίων.
Στις 17 Απριλίου 1836 διέταξε ο δήμαρχος τον επιτετραμμένο για το σχέδιο της πόλεως μηχανικό και αρχιτέκτονα να τρέξει να παραχωρήσει τον τόπο, τοποθετώντας τους ανάλογους πασσάλους, για να επισπευτεί η έναρξη της οικοδομής του νοσοκομείου.
Στις δε 29 του ίδιου μήνα προσκάλεσε τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη, σαν πιο άξιο, να σχεδιάσει το νοσοκομείο.
Στις 6 δε Μαΐου έστειλε για έγκριση το σχέδιο προς τον έπαρχο «με την παρατήρηση, ότι θέλουμε να οικοδομήσουμε μόνο το μέρος, όπου είναι με το μαύρο μελάνι περιέχοντας δεκαέξι κρεβάτια ξοδεύοντας 4000 δραχμές από τις 6500 που θα μας δοθούν, τις δε υπόλοιπες πρόκειται να μεταχειριστούμε για την οικοδομή δύο μαγαζιών, το εισόδημα των οποίων να χρησιμεύσει για την εσωτερική και εξωτερική διακόσμησή του..».     
Σημειωτέον δε ότι οι έξι χιλιάδες πεντακόσιες δραχμές δωρίθηκαν από τον αποθανόντα Πολυζώη, όπως θα ειπωθεί, τις οποίες στις 27 Απριλίου είχε υποσχεθεί ο έπαρχος να παραχωρήσει άμα υποβαλλόταν σε αυτόν και το σχέδιο και ο προϋπολογισμός του νοσοκομείου.
Ο δε έπαρχος στις 8 Μαΐου στέλνοντας επιστολή προσκαλεί τον δήμαρχο, να διατάξει εκείνον που συνέταξε το σχέδιο του δημοτικού νοσοκομείου «να συντάξει τον συνολικό προϋπολογισμό αλλά και του, στο οποίο πρόκειται αμέσως να κτιστεί, μέρους».
Στις 15 Μαΐου απαιτώντας ο δήμαρχος την γρήγορη έγκριση του σχεδίου σημειώνει ότι κατά τον προϋπολογισμό του αρχιτέκτονα Κλεάνθη της μεν ολόκληρης της οικοδομής η δαπάνη θα είναι 35,986,10, του δε τμήματος 7,336.
Στις δε 12 Ιουνίου ευχαριστεί τον έπαρχο για την παραχώρηση των 6,500 δραχμών που κληροδοτήθηκαν στον Δήμο από τον Πολυζώη.
Στις δε 20 του ίδιου μήνα προαναγγέλλοντας ότι την πρώτη Ιουλίου έμελλε να τεθεί ο θεμέλιος λίθος του νοσοκομείου, παρακαλεί να επιστραφεί το γρηγορότερο το σχέδιο του Κλεάνθη, εκείνο που έχει προσδιορίσει την τοποθεσία του οικοδομήματος που πρόκειται να ανεγερθεί.  
Στις δε 23 Ιουνίου κοινοποίησε και προς τους κατοίκους την έναρξη της οικοδομής την πρώτη Ιουλίου και στις 27 προς το δημοτικό συμβούλιο.
Στις δε 10 Ιουλίου διορίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο η επί της οικοδομής επιτροπεία, την οποία συναποτελούσαν ο Ιωάννης Αποστόλου, ο Εμμανουήλ Μεστενέως, ο Αθανάσιος Σίνος και ο Ιταλός γιατρός Κλαύδιος Διαγουστίνης και ως επιμελητής της οικοδομής κάτω από την επιτροπεία ο Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος, ενώ συγχρόνως ζητούσε το δημοτικό συμβούλιο συνεισφορά από όλους όσους ήθελαν ∙ κάτι τέτοιο έγινε στις 23 Ιουλίου από τον Γάλλο αντιναύαρχο Ούγωνα  (Hugon) που βρισκόταν στον Πειραιά.
Αλλά όμως μόλις στις 18 του ίδιου μήνα στάλθηκε το σχέδιο του νοσοκομείου ∙ τον δε τόπο της οικοδομής έμελλε να προσδιορίσουν και ο διοικητής Αττικής και ο νομίατρος Κωστής.
Στις δε 2 Σεπτεμβρίου προκηρύχθηκε η δημοπρασία για το χτίσιμο των τοίχων του νοσοκομείου: στις δε 3 ζητήθηκε η έγκριση, όταν αγγέλθηκε στην διοίκηση ότι ο νομίατρος προσδιόρισε την θέση του νοσοκομείου ∙ στις δε 23 του ίδιου μήνα ζητήθηκε η παραχώρηση του εκ 1200 τετραγωνικών πήχεων οικοπέδου που προικοδοτήθηκε στο αριστερό μέρος του Πειραιά για το κτίσιμο δύο αποθηκών που θα ενοικιαστούν υπέρ του νοσοκομείου.  
Αλλά μετά από τόσο θόρυβο για την οικοδομή του νοσοκομείου, ο δήμαρχος υπέβαλε στις 14 Δεκεμβρίου στο δημοτικό συμβούλιο, διάγγελμα, διά του οποίου ανήγγειλε κατά πρώτον μεν ότι η οικοδομή του νοσοκομείου εμποδίστηκε σαν κακώς εκλεγμένης της τοποθεσίας αφού εκεί έμελλε να συνοικισθούν οι Χιώτες, κατά δεύτερο δε ότι το κληροδότημα του Πολυζώη υπέρ του νοσοκομείου δαπανήθηκε στην οικοδομή της νεόδμητης εκκλησίας!
Στις δε 5 Μαΐου 1837 ρωτά ο διοικητής τον δήμαρχο αν το χτίσιμο του νοσοκομείου εμποδιζόταν μόνο εξ αιτίας τού ότι δεν είχε προσδιορισθεί το κρατικό οικόπεδο.

TO ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ KEIMENO
Δημοτικόν Νοσοκομείον.
Όπως τα πάντα έλειπον τη αρτισυστάτω πόλει, ούτω και νοσοκομείον.
Τάχιστα δε επέστη η ανάγκη αυτού προ πάντων μάλιστα ένεκα του νοσώδους έλους του παρακειμένου τη πόλει, ού αι μολυσματικαί αναθυμιάσεις εν θέρει καθίστων τον άλλοτε υγιεινότατον του Πειραιώς τόπον εστίαν ιδίως πυρετών ως άλλην της Βοιωτίας Ογχηστόν. Διό προ την αποξήρανσιν ή καλλιεργείας και δενδροφυτείας του έλους παρίστατο η ανάγκη ιατρών, φαρμακείων και θεραπευτηρίων.
Τη 17 Απριλίου 1836 προσεκάλεσεν ο δήμαρχος τον επιτετραμμένον το σχέδιον της πόλεως μηχανικόν και αρχιτέκτονα να σπεύση όπως παραχωρήση τον τόπον, ιστάς τους οικείους πασσάλους, ως επισπευδομένης της ενάρξεως της οικοδομής του νοσοκομείου.
Τη δε 29 του αυτού μηνός προεσεκάλεσε τον αρχιτέκτονα Κλεάνθην, ως άξιον, ίνα σχεδιάση το νοσοκομείον.
Τη 6 δε Μαΐου απέστειλε προς έγκρισιν το σχέδιον προς τον έπαρχον «με την παρατήρησιν, ότι ήδη θέλομεν οικοδομήσει μόνον το μέρος, όπου είναι διά της μελάνης μαύρου εμπεριέχον κρεββάτια δεκαέξ εξοδεύοντες εκ των οποίων θα μας δοθώσι 6,500 δραχμών…. 4,000, τας δε λοιπάς θέλομεν μεταχειρισθή διά την οικοδομήν δύο μαγαζείων, το εισόδημα των οποίων να χρησιμεύση διά την εσωτερικήν και εξωτερικήν ευκοσμίαν αυτού…». Σημειωτέον δ’ ότι αι εξάκις χίλιαι πεντακόσιαι δραχμαί εδωρήθησαν υπό του αποθανόντος Πολυζώη, ως ρηθήσεται, ας τη 27 Απριλίου είχεν υποσχεθή ο έπαρχος να παραχωρήση άμα υπεβάλετο αυτώ το τε σχέδιον και ο προϋπολογισμός του νοσοκομείου. 
Ο δ’ έπαρχος τη 8 Μαΐου επιστέλλων προσκαλεί τον δήμαρχον, ίνα διατάξη τον διαγράψαντα το σχέδιον του δημ. νοσοκομείου «να συντάξη τον προϋπολογισμόν του όλου και του, ό νυν μέλλει αμέσως να κτισθή, μέρους.
Τη 15 Μαΐου εξαιτούμενος ο δήμαρχος την ταχείαν έγκρισιν του σχεδίου σημειοί ότι κατά τον προϋπολογισμόν του αρχιτέκτονος Κλεάνθους του μεν όλου οικοδομήματος η δαπάνη έσται 35,986,10, του δε μέρους 7,336. Τη δε 12 Ιουνίου ευχαριστεί τω επάρχω επί τη παραχωρήσει των υπό Πολυζώη κληροδοτηθέντων τω δήμω 6,500 δραχμών.
Τη δε 20 του αυτού προαγγέλλων ότι τη α΄ Ιουλίου έμελλε να τεθή ο θεμέλιος λίθος του νοσοκομείου, παρακαλεί ίνα τάχιστα επιστραφή το του Κλεάνθους σχέδιον, τω την τοποθεσίαν του ανεγερθησομένου οικοδομήματος προσδιορίσαν.
Τη δε 23 Ιουνίου εδηλωποίησε και προς τους κατοίκους την τη α΄ Ιουλίου έναρξιν της οικοδομής και τη 27 προς το δημοτικόν συμβούλιον.
Τη δε 10 Ιουλίου διωρίσθη υπό του δημοτικού συμβουλίου η επί της οικοδομής επιτροπεία, ην συναπετέλουν ο Ιωάννης Αποστόλου, Εμμανουήλ Μεστενέως, Αθανάσιος Σίνος, και ο Ιταλός ιατρός Κλαύδιος Διαγουστίνης και επιμελητής της οικοδομής υπό την επιτροπείαν ο Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος, ενώ συγχρόνως ητούντο το δημοτικόν συμβούλιον παρά των βουλομένων συνεισφοράν∙ οίον τη 23 Ιουλίου παρά του εν Πειραιεί Γάλλου αντιναυάρχου Ούγωνος (
Hugon).
Αλλ’ όμως μόλις τη 18 του αυτού απεστάλη το του νοσοκομείου σχέδιον∙ τον δε τόπον της οικοδομής έμελλεν να προσδιορίσωσιν ο τε διοικητής Αττικής και ο νομοϊατρός Κωστής. Τη δε 2 Σεπτεμβρίου προυκηρύχθη η των τοίχων του νοσοκομείου δημοπρασία: τη δε 3 ητήθη η έγκρισις, ότε ηγγέλθη τη διοικήσει ότι ο νομοϊατρός προσδιώρισε την θέσιν του νοσοκομείου∙ τη δε 23 του αυτού εξητήθη η παραχώρησις του προικοδοτηθέντος αριστερά του Πειραιώς εκ 1200 τετραγωνικών πήχεων γηπέδου προς κτίσιν δύο υπέρ του νοσοκομείου ενοικιασθησομένων αποθηκών.
Αλλά μετά τοσούτον θόρυβον περί της οικοδομής του νοσοκομείου, ο δήμαρχος υπέβαλε τη 14 Δεκεμβρίου εις το δημοτικόν συμβούλιον, διάγγελμα, δι’ ού ανήγγειλεν ένθεν μεν ότι η μεν οικοδομή του νοσοκομείου εμποδίσθη ως κακώς εκλεχθείσης της τοποθεσίας ένθα οι Χίοι έμελλον να συνοικισθώσι, ένθεν δ’ ότι το του Πολυζώη κληροδότημα υπέρ του νοσοκομείου εδαπανήθη εις την οικοδομήν της νεοδμήτου εκκλησίας!
Τη δε 5 Μαΐου 1837 ερωτά ο διοικητής τον δήμαρχον αν μόνον διά τον μη προσδιορισμόν του εθνικού γηπέδου εκωλύετο η οικοδομή του νοσοκομείου.

ΣΧΟΛΙΑ
Ογχηστός = Πόλις στην Βοιωτίας αναφερόμενη από τον Όμηρο.
Αντιναύαρχος Ούγων = Ο βαρόνος, γερουσιαστής Gaud Amable H
ugon,1783 - 1862. Πολέμησε στο Ναβαρίνο, αργότερα (1832) κυνήγησε τους πειρατές που λυμαίνονταν στο Αιγαίο και ασχολήθηκε με το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα στα χρόνια 1836 - 1840. Αντιναύαρχος (vice-amiral) έγινε στις 31.12.1840. Ο Σπηλιωτόπουλος τον ονομάζει «αντιναύαρχον Ουγγιόν» και παραθέτει την επιστολή του δημοτικού συμβουλίου (αρ. 27 της 24.7/5.8.1836) προς εκείνον ώστε να συνδράμει με τους άλλους αξιωματικούς για «την καθίδρυσιν τοιούτου ευεργετικού καταστήματος υπέρ των πενήτων».

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΠΟΛΙΣ - Ζω στον Πειραιά, φύλλο 3, Ιούλιος - Αύγουστος 2016, σελ. 3.
Εδώ σε πλήρη μορφή και με το πρωτότυπο κείμενο. 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ.
Σημειώσεις αναφερόμενες στους γιατρούς του Πειραιά στα 1836 - 1839. 
 
Ιατροί.
Εμπειρικοί ιατροί όπως πανταχού σχεδόν της Ελλάδος υπήρχον μετερχόμενοι άνευ αδείας και ελέγχου την ευεργετικήν αυτών τέχνην, ούτω και εν Πειραιεί.
Πρώτος δ’ επιστήμων ιατρός εν Πειραιεί εγένετο ο Ιταλός G. Deagostinis, όστις τη 29 Ιανουαρίου 1836 προυτάθη ως δημοτικός ιατρός.
Τη δε 1 Ιουνίου 1836 επέμφθησαν παρά του εισαγγελέως των πρωτοδικών τω  δημάρχω αι πρώται οδηγίαι της ιατροδικαστικής, τη δε 26 Νοεμβρίου 1836 παρά του διοικητού ενεκάλη ότι από της α΄ Ιανουαρίου 1837 ουδείς εμπειρικός ιατρός ως και φαρμακοποιός ηδύνατο να μετέλθη την αυτού τέχνην, αλλ’ ουδέ αίτησιν προς εξέτασιν επί λήψει αδείας: ό και τη 4 Δεκεμβρίου διεκηρύχθη τοις κατοίκοις Πειραιώς.

1837
Τη δε 14 Ιανουαρίου 1837 ο διοικητής υπέμνησε και αύθις τα προδιατεταγμένα περί ιατρών και συγχρόνως οι επιστάμενοι ιατροί συντάττωσιν απογραφικούς πίνακας «καταστάσεις της υγείας του δήμου» καλούμεναι, εν οις να καταγράφωνται ο αριθμός, το ονοματεπώνυμον, η ηλικία, η πατρίς, το επάγγελμα και το είδος της νόσου των νοσησάντων, ων αντίγραφον πέμπωσιν εις την διοίκησιν. Αλλ’ αμελήσαντες τον δήμαρχον, τη 10 Νοεμβρίου 1837 υπέμνησεν εντόνως ο δήμαρχος, όστις τη 19 του αυτού έπεμψε τους ζητηθέντας πίνακας συνταχθέντα υπό του ιατρού Φραγκίσκου Τρόνου.

1838
Τη δε 21 Δεκεμβρίου 1838 ανήγγειλεν ο δήμαρχος τω ιατρώ Φραγκίσκω Τρόνω ότι από του προσεχούς Ιανουαρίου αντί ωρισμένου μισθού εκ του δημοτικού ταμείου θα πληρώνεται παρά εκείνων, ους θα επισκέπτεται κατά σημείωσιν του δημάρχου εκ των πενήτων δημοτών.

Νεκροσκόποι.

Κατά το εκδοθέν τω 1835 βασιλικόν διάταγμα έκαστος δήμος υπεχρεούτο να έχη έναν νεκροσκόπον, ο αστυνόμος προύτεινεν τη α΄ Νοεμβρίου 1837 προς την δημαρχίαν τον Αναγνώστην Κυριεζήν. Ο δε δήμαρχος εδέξατο τη 6 Νοεμβρίου 1837. 


[Φρ. Θρόνος Ιταλός, δημοτικός ιατρός διορισθείς τη α΄ Ιουλίου 1837]

Άλλοι γιατροί εκτός από τον Κλαύδιο Διαγουστίνι καταγράφονται οι Μ. Σάγκας (1839) και Γεώργιος Λέλης ο οποίος τον Νοέμβριο του 1839 έπαιρνε μισθό 80 δραχμές κι αργότερα περιέπεσε σε ένδεια.        





        

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Η πρώτη δενδροφύτευση δρόμων και πλατειών του Πειραιά.

Με αφορμή την 6η Ανθοκομική Έκθεση στον Τινάνειο κήπο (28.5. - 12.6.2016) 

 
                                                                     Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

«Αγαπάτε το Πράσινο» ήταν η συνηθισμένη προτροπή πάνω στις μεταλλικές πινακίδες σε κήπους και πλατείες του Πειραιά. Όλες οι δημοτικές αρχές είχαν φροντίσει να καλυφθούν οι ελάχιστοι αναλογικά για την έκταση της πόλης ανοιχτοί χώροι με δένδρα, θάμνους και άνθη. Πρόσφατα είδαμε και πανύψηλους φοίνικες - είχε ξανασυμβεί και στο παρελθόν -  που με υπομονή περιμένουμε να δούμε πότε θα ανοίξουν τα κλαδιά στην κορυφή τους. 
Ποιές όμως ήταν οι πρώτες προσπάθειες για τον δενδροστολισμό των πειραϊκών δρόμων και πλατειών; Θα το δούμε στο παρακάτω κείμενο - μεταγραμμένο στην νεοελληνική - που έρχεται κι αυτό από τον 19ο αιώνα, από τις σημειώσεις του Γεωργίου Κρέμου.      

1---- Δενδροφυτεία.
Ασφαλές τεκμήριο της προόδου του πολιτισμού σε κάθε λαό είναι και η φροντίδα των δένδρων και το φύτεμά τους. Σε αντίθετη περίπτωση είναι αναμφισβήτητη απόδειξη ενός ημιβάρβαρου και απαίδευτου λαού.
Οι Έλληνες έγιναν τόσο αγροίκοι κάτω από την βάρβαρη τυραννία των Τούρκων, ώστε αγνοούσαν και την χρησιμότητα των δένδρων και δεν αισθάνονταν τον στολισμό τους. Γι’ αυτό και, όπως οι Τούρκοι, έκαιγαν τα δάση και αποψίλωναν τα βουνά από τα δένδρα. Τα κυπαρίσσια ήταν, όπως και σήμερα, σπάνια ∙ αλλά όχι λιγότερο οι κάτοικοι τα έκοβαν αυθαίρετα, εξ’ αιτίας του οποίου στις 31 Μαρτίου 1836 ο έπαρχος διέταζε τον δήμαρχο Πειραιά «να απαγορεύσετε αυστηρά το κόψιμό τους στην περιοχή της δικαιοδοσίας του δήμου σας».
Αλλά οι αρχές με την απελευθέρωση της Ελλάδος φρόντισαν για την δενδροφυτεία.

2---- Δενδροφυτεία.
Στις 12 Μαρτίου 1836 η επί των εσωτερικών γραμματεία έγραφε προς τους νομάρχες: «Οι δενδροφυτείες της Ελλάδας που έπαθαν πολλά εξ αιτίας του πολέμου κατάντησαν να είναι σπάνιες και επομένως πολύ αξιόλογες, διότι όχι μόνο είναι χρήσιμες στην οικιακή οικονομία, αλλά στολίζουν τον τόπο και συμβάλλουν προ πάντων τα μέγιστα στον καθαρισμό του αέρα και την υγεία των κατοίκων». Ένεκα τούτου διέταζε ο νομάρχης να φροντίσουν οι δημοτικές αρχές να φυτευτούν γύρω από τα χωριά, τις δημόσιες πλατείες, τα φρέατα, τις πηγές, τις κρήνες, τις γέφυρες, τις λίμνες, τα νεκροταφεία, τα σχολεία, τις εκκλησίες, τους δρόμους, τις όχθες των ποταμών, τα ρυάκια, γύρω όπου καταβρέχεται η κάνναβη και το λινάρι και προ πάντων κοντά σε λιμνάζοντα νερά και έλη τέτοια δένδρα, όπως ο πλάτανος, η ιτιά, η λεύκα, η καστανιά, 
ο σφένδαμος, τα οποία ακμάζουν από μόνα τους, απομυζούν την φθοροποιό υγρασία και τις μιασματικές αναθυμιάσεις. Τα δε φυτώρια μπορούσαν να παίρνουν οι δημοτικές αρχές από τα δημόσια δάση. Αφού φυτευτούν σύμφωνα με τους κανόνες της φυτουργικής τέχνης να ποτίζονται εκείνα που βρίσκονται σε ξηρό έδαφος, να προφυλάσσονται από κάθε βλάβη ζώων και κακοποιών ανθρώπων. Για την αποτυχία του έργου της δενδροφυτείας θα είναι υπόλογοι οι έπαρχοι και οι δήμαρχοι των οποίων κανένας προϋπολογισμός δεν θα εγκρινόταν αν δεν είχε προβλεφθεί δαπάνη καθορισμένη για ανάλογη δενδροφυτεία.
Αυτά ανακοινώνει σε όλους τους δημάρχους και γνωστοποιήθηκαν στις 18 Νοεμβρίου από τον διοικητή Αττικής.
Η δε δημοτική αρχή του Πειραιά αξιέπαινα με την ίδρυση του δήμου φρόντισε πριν από όλα για την δενδροφυτεία ∙ έτσι στις 13 του ίδιου μήνα, πριν ακόμα φτάσει το έγγραφο (το οποίο λήφθηκε στις 20 Μαρτίου) της γραμματείας, ο αστυνόμος έγραφε προς τον δήμαρχο ότι ελήφθησαν οι 100 πλάτανοι που ζήτησε από τον αστυνόμο της Επιδαύρου.
Στις δε 21 Μαρτίου ζήτησε από τον ίδιο αστυνόμο της Επιδαύρου τέσσερεις μεγάλους πλάτανους με τις ρίζες τους ∙ έπειτα δε επανειλημμένως στις μία και στις 30 Δεκεμβρίου ζήτησε ο δήμαρχος των Πειραιωτών από τον ίδιο αστυνόμο πενήντα πλάτανους: στις δε 1 Ιανουαρίου 1837 έστειλε ο πάρεδρος της παλαιάς Επιδαύρου 50 δένδρα ιτιών και πλατάνων από την περιφέρεια του δήμου της Λήσσης (Λυγουργιού) στις δε 10 του ίδιου μήνα έστειλε μυρσίνες και ροδοδάφνες για την διακόσμηση της αψίδας και των δρόμων κατά την κάθοδο των βασιλέων.
Στις δε 7 Απριλίου 1837 ειδοποίησε ο δήμαρχος τον διοικητή ότι από τα φυτεμένα 100 δένδρα στην πόλη βλάστησαν γύρω στα 50 τα δε υπόλοιπα ξεραθήκανε και ότι φρόντιζε για την αύξηση της δενδροφυτείας: στις δε 24 του ίδιου μήνα σημείωνε ότι τον [Ιανουάριο] Φεβρουάριο του 1837 φυτευτήκανε 78 δένδρα ως εξής: 4 έλατα κοντά στην κρήνη, 13 πλάτανοι και 15 έλατα πάνω στην οδό Αθηνάς κοντά στην οικία Δοκού, 20 πλάτανοι γύρω από την νέα εκκλησία της Αγίας Τριάδος, 3 πλάτανοι και 2 έλατα μπροστά από τα μαγαζιά του Φραντζίσκου Δημητρίου και Π. Χ. Σωτήρου που βρίσκονταν στην πλατεία της νέας εκκλησίας, 
7 πλάτανοι μπροστά από το καφενείο του Εμμανουήλ Δυκτάκη που βρίσκεται στην μεγάλη πλατεία, 4 πλάτανοι μπροστά από την οικία του Ιωάννου Σαρκόση που βρίσκεται στην πλατεία της εκκλησίας και 14 πλάτανοι και ιτιές σε διάφορους δρόμους, μπροστά από αποθήκες και οικίες, ώστε να φυλάσσονται με προσοχή από τους ιδιοκτήτες κατά των κακοποιών ανθρώπων.
Όμως όπως τις δεξαμενές νερού έτσι και ακόμα περισσότερο έβλαπταν τα δένδρα και διάφοροι άλλοι και οι βοσκοί, οι γελαδάρηδες, οι αγωγιάτες τα φυτεμένα σε διάφορα σημεία αλλά κυρίως αυτά που βρίσκονταν στον δρόμο από τον Πειραιά προς την Αθήνα ∙ για αυτό στις 26 Ιουνίου 1837 επέστησε ο διοικητής στον δήμαρχο την προσοχή, εκείνος δε στις 28 Ιουλίου 1837 κατήγγειλε ο επιστάτης των οδών Πειραιώς προς τον δήμαρχο, αυτός δε προς τον αστυνόμο τους ποιμένες Ιωάννη Χασάπη και Σταύρο Υδραίο, ότι στις19 Ιουλίου έβοσκαν μεταξύ των νεοφυτεμένων δένδρων της οδού που οδηγούσε από τον Πειραιά στην Αθήνα τα βόδια τους καταστρέφοντας και τέσσαρα από τα δένδρα της.
Το χειρότερο είναι ότι φτιάχτηκε ομάδα που έκλεβε φυτά, τα οποία πουλούσαν μέσα στην Αθήνα. 
Για αυτούς τους κλέφτες έγραφε ο διοικητής στις 18 Ιανουαρίου 1837.
Αλλά η καταδίωξη, όπως φαίνεται, ερέθισε ακόμα περισσότερο εκείνους που βλάπτουν τα δένδρα και τους δενδροτόμους, που έβλαψαν πολλές ιδιωτικές και δημόσιες δενδροφυτείες ∙ εξ αιτίας αυτού προσκαλέστηκε ο δήμαρχος στις 30 Ιουλίου 1837 από τον διοικητή, να διοριστούν ικανοί αγροφύλακες προς φύλαξη των δένδρων.
Στις δε 15 Οκτωβρίου 1837 ειδοποίησε τον δήμαρχο η διοίκηση, να φροντίσει για την δενδροφυτεία. Στις δε 25 του ίδιου μήνα ο δήμαρχος προσκάλεσε τους κατοίκους, να φυτέψουν δένδρα στις ιδιοκτησίες τους.
Στις δε [μία;] του Νοεμβρίου 1837 ο αστυνόμος πρότεινε στον δήμαρχο ότι, επειδή η δενδροφυτεία γίνεται γύρω στα μέσα Νοεμβρίου, είναι ανάγκη να αποσταλεί στα περίχωρα της Αττικής ο εθνοφύλακας Δημήτριος Τζιτζίνιας για να μαζέψει πλατάνους και κυρίως ιτιές, εργάτες να ανοίξουν τις τρύπες, για να φυτευτούν δένδρα 100 μεν στην οδό Όθωνος με αρχή «από την θέση των ανακτορίων μέχρι την διαμετακόμιση ∙ 30 στην οδό Καραϊσκάκη, στην οποίαν κείται το φαρμακοπωλείο του Μαν ∙ 30 στην οδό, στην οποία κείται η οικία του κ. Κυριάκου Σερφιώτη ∙ 30 στην οδό, στην οποία κείται η οικία του κ. Μ. Τσαμαδού ∙ 50 στην πλατεία της νεοαναγειρόμενης εκκλησίας και 60 στην οδό του κ. Σκυλίτζη και στην παραθαλάσσια..».
Αλλά επειδή ακόμα και με αυτά, τα ζητήματα της δενδροφυτείας δεν πήγαιναν καλά, ο διοικητής Αττικής κατά διαταγή της επί των εσωτερικών γραμματείας στις19 Νοεμβρίου του 1837 διέταξε την εργολαβία της δενδροφυτείας με δημοπρασία, την οποία στις 13 Δεκεμβρίου προκήρυξε ο δήμαρχος με αυτά τα λόγια: 
«1 ο εργολάβος οφείλει να φυτέψει  τον τρέχοντα ή το πολύ τον ερχόμενο μήνα εκατόν ογδόντα δένδρα μέσα στους δρόμους της πόλεως του Πειραιώς σύμφωνα με το σχέδιο που δόθηκε στο δημαρχείο από τον γεωμέτρη... 2 τα δένδρα πρέπει να είναι τουλάχιστον τριών ετών να είναι ίσια και καλά. 3 να αποτελούνται από λεύκες και ιτιές. 4 υποχρεούται ο εργολάβος να ποτίζει, σκαλίζει και επιμελείται τα δένδρα αυτά με έξοδά του μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου του 1839 ∙ προσέτι να τα φυλάσσει από τα ζώα και τους κακοποιούς ανθρώπους. 5 η δημαρχία θα δίνει χείρα βοηθείας εις αυτόν για να τιμωρούνται κατά τον νόμο οι βλάπτοντες την δημόσια αυτή δενδροφυτεία. 6 όσα από τα δένδρα που θα φυτευτούν δεν κριθούν κατάλληλα και καλά από ειδήμονες και υπεύθυνους πρέπει να απορρίπτονται από τον έφορο του βοτανικού κήπου κτλ»..
Στις δε 21 Δεκεμβρίου έγινε η δημοπρασία και μειοδότης αντί 1.190 δραχμών παρέστη μόνο ο Ταξιάρχης Αθανασίου.
Έτσι αφού δεν παρέστησαν εργολάβοι, ανέλαβε την φύτευση μόνο ο Ιωάννης Ραφτάκης αντί 1 δραχμής για κάθε δένδρο, τον οποίο και πρότεινε στην διοίκηση ο δήμαρχος στις 27 Δεκεμβρίου.  

1838
Αλλά η διοίκηση μη επικυρώνοντας την δημοπρασία έγραφε στις 6 Ιανουαρίου 1838 στον δήμαρχο «η παντελής αποτυχία συναγωνισμού στην γενόμενη δημοπρασία της φυτεύσεως δένδρων… προήλθε …. από την ιδέα του ότι με δυσκολία επιτυγχάνει η ρίζωση των δένδρων στην παραλία της πόλης του Πειραιά».
Στις δε 29 Ιανουαρίου 1838 ειδοποιούσε ο διοικητής τους ιδιοκτήτες γαιών που βρίσκονταν στην οδό Πειραιώς και Ελευσίνας, να μην κατασκευάζουν τις περιφράξεις πάνω στα χαντάκια της οδού, αλλά ένα γαλλικό μέτρο πιο μέσα στην γη τους, για να μην καταστρέφονται τα δένδρα αριστερά και δεξιά των δρόμων.
Στις δε 16 Μαρτίου ζήτησε ο αστυνόμος κάρο για να ποτίζονται τα δένδρα.
Στις δε 26 Απριλίου περιγράφοντας την θλιβερή κατάσταση της πόλεως ο αστυνόμος κάνει λόγο και περί αρδεύσεως των δένδρων ∙ στις δε 8 Μαΐου συνέταξε επιτροπή (έκθεση) στην οποία γίνεται αναφορά και περί των δένδρων.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

1---  Δενδροφυτεία.
Τεκμήριον ασφαλές της  προόδου του πολιτισμού παρά τινι λαώ είναι και η των δένδρων επιμέλεια και η δενδροφυτεία. Τουναντίον δε απόδειξις αναντίλεκτα λαού απαιδεύτου και ημιβαρβάρου.
Οι Έλληνες ούτως αγροίκοι εγένοντο υπό την βάρβαρον των Τούρκων τυραννίδα, ώστε και την χρησιμότητα των δένδρων ηγνόουν και τον κόσμον αυτών δεν ησθάνοντο. Διό και, όπως οι Τούρκοι, έκαιον τα δάση και απεψίλουν τα όρη των δένδρων. Αι κυπάρισσοι ήσαν, όπως και τανύν, σπάνιαι∙ αλλ’ ουχ ήττον οι κάτοικοι έκοπτον αυτάς αυθαιρέτως, ού ένεκα τη 31 Μαρτίου 1836 ο έπαρχος προσεκάλει τον δήμαρχον Πειραιώς «να απαγορεύσητε αυστηρώς την εκκοπήν αυτών εις τον υπό την εφορείαν σας δήμον».
Αλλ’ αι αρχαί άμα τη απελευθερώσει της Ελλάδος εφρόντισαν περί της δενδροφυτείας.

2---- Δενδροφυτεία.
Τη 12 Μαρτίου 1836 η επί των εσωτερικών γραμματεία έγραφε προς τους νομάρχας: «Αι δενδροφυτείαι της Ελλάδος πολλά παθούσαι εξ αιτίας του πολέμου κατήντησαν να ήναι σπάνιαι και επομένως πολλού λόγου άξιαι, διότι όχι μόνον είναι χρήσιμοι εις την οικιακήν οικονομίαν, αλλά στολίζουν τον τόπον και συμβάλλουν προ πάντων τα μέγιστα εις καθαρισμόν του αέρος και την υγείαν των κατοίκων». Τούτου δε ένεκα διέτασσεν ο νομάρχης ίνα αι δημοτικαί αρχαί φροντίσωσι να φυτευθώσι πέριξ των χωρίων, των δημοσίων πλατειών, φρεάτων, πηγών, κρηνών, γεφυρών, λιμνών, νεκροταφείων, σχολείων, εκκλησιών, οδών, όχθων ποταμών, ρυακίων, πέριξ ένθα καταβρέχεται η κάνναβις και το λίνον και προ πάντων περί λιμνάζοντα ύδατα και έλη τοιαύτα δένδρα, οία η πλάτανος, η ιτέα, η λεύκη, καστανέα, σφένδαμνος, άτινα ταχέως θάλλουσιν, αναμυζώσι την φθοροποιόν υγρασίαν και τας μιασματικάς αναθυμιάσεις. Τας φυτείας δε ηδύναντο να λαμβάνωσιν αι δημοτικαί αρχαί εκ των δημοσίων δασών. Αφού δε φυτευθώσι κατά τους κανόνας της φυτουργικής να ποτίζωνται τα επί ξηρού εδάφους, προφυλάττονται από πάσης βλάβης ζώων και κακοποιών ανθρώπων. Της δ’ αποτυχίας της δενδροφυτείας έσονται υπόλογοι οι έπαρχοι και οι αμελείς δήμαρχοι, ων ουδείς προϋπολογισμός έμελλε να εγκριθή άνευ δαπάνης ωρισμένης προς ανάλογον δενδροφυτείαν. Ταύτα κοινοί άπασι τοις δημάρχοις εγνωρίσθησαν και τη 18 Νοεμβρίου υπό του διοικητού Αττικής.
Η δε δημοτική αρχή Πειραιώς αξιεπαίνως άμα τη του δήμου ιδρύσει εφρόντισεν ήδη πρότερον περί δενδροφυτείας∙ διό τη 13 του αυτού, πριν ή αφίκετο το έγγραφον (όπερ ελήφθη τη 20 Μαρτίου) της γραμματείας, ο αστυνόμος έγραφε τω δημάρχω ότι ελήφθησαν άσπερ ητήσατο 100 πλατάνους παρά του αστυνόμου Επιδαύρου.
Τη δε 21 Μαρτίου ητήτο παρά του αυτού αστυνόμου της Επιδαύρου τέσσαρας μεγάλας μετά των ριζών πλατάνους∙ είτα δε επανειλημμένως τη α΄ και τη 30 Δεκεμβρίου ητήσατο ο Πειραιέων δήμαρχος παρά του αυτού αστυνόμου πεντήκοντα πλατάνους: [Αλλ’ αμφίβολον ει έλαβεν] Τη δε α΄ Ιανουαρίου 1837 απέστειλεν ο πάρεδρος της παλαιάς Επιδαύρου 50 δένδρα ιτεών και πλατάνων εκ της περιφερείας του δήμου της Λήσσης (Λυγουργιού) τη δε 10 του αυτού έπεμψε μυρσίνας και ροδοδάφνας προς διακόσμησιν της αψίδος και των οδών κατά την κάθοδον των βασιλέων.
Τη δε 7 Απριλίου 1837 επέστειλεν ο δήμαρχος τω διοικητή ότι εκ των εμφυτευθέντων 100 δένδρων εν τη πόλει περί τα 50 εβλάστησαν τα δ’ άλλα εξηράνθησαν και ότι επεμελείτο της αυξήσεως της δενδροφυτείας: τη δε 24 του αυτού εσημείου ότι τον [Ιανουάριον] Φεβρουάριον του 1837 ενεφυτεύθησαν 78 δένδρα ως εξής: 4 ελάται περί την νέαν κρήνην, 13 πλάτανοι και 15 ελάται επί της οδού Αθηνάς παρά την οικίαν Δοκού, 20 πλάτανοι πέριξ της νέας εκκλησίας της Αγίας Τριάδος, 3 πλάτανοι και 2 ελάται έμπροσθεν των μαγαζείων του Φραντζίσκου Δημητρίου και Π. Χ. Σωτήρου κειμένων παρά τη πλατείαν της νέας εκκλησίας, 7 πλάτανοι έμπροσθεν του καφενείου του Εμμ. Δυκτάκη του παρά την μεγάλην πλατείαν κειμένου, 4 πλάτανοι έμπροσθεν της οικίας του Ιωάννου Σαρκόση κειμένην παρά την πλατείαν της εκκλησίας και 14 πλάτανοι και ιτέαι επί διαφόρων οδών, έμπροσθεν αποθηκών και οικιών, όσον μάλιστα φυλάττονται υπό των ιδιοκτητών κατά των κακοποιών ανθρώπων.
Όπως δε τα υδραγωγεία ούτω και πολλώ μάλλον τα δένδρα έβλαπτον άλλοι τε και οι ποιμένες, βουκόλοι, αγωγιάται τα αλλαχού και μάλιστα τα επί της οδού Πειραιώς ως Αθηνών∙ διό τη 26 Ιουνίου 1837 επεστήσατο ο διοικητής τω δημάρχω την προσοχήν, ούτος δε τη 28 Ιουλίου 1837 κατήγγειλεν ο επιστάτης των οδών Πειραιώς προς τον δήμαρχον, ο δε προς τον αστυνόμον τους ποιμένας Ιωάννην Χασάπην και Σταύρον Υδραίον, ότι τη 19 Ιουλίου έβοσκον μεταξύ των νεοφύτων δένδρων της επί Πειραιώς εις Αθήνας αγούσης τους βόας αυτών καταστρέψαντες και τέσσαρα εκ των δένδρων αυτής.
Το δε χείριστον ότι συνέστη εταιρεία κλεπτόντων φυτά, οίτινες μετήρχοντο το φυτεμπόριον εν μέσαις ταις Αθήναις. Περί των κλεπτών τούτων έγραφεν ο διοικητής τη 18 Ιανουαρίου 1837.
Αλλ’ η καταδίωξις, ως φαίνεται, εξηρέθισεν έτι μάλλον τους δενδροπήμονας και δενδροτόμους, οίτινες πολλάς ιδιωτικάς και δημοσίας δενδροφυτείας έβλαψαν∙ ου ένεκα προσεκλήθη ο δήμαρχος τη 30 Ιουλίου 1837 παρά του διοικητού, ίνα διορισθώσι καλοί αγροφύλακες προς φύλαξιν των δένδρων.
Τη δε 15 Οκτωβρίου 1837 προσεκάλεσε τον δήμαρχον η διοίκησις, ίνα φροντίση περί της δενδροφυτείας. 
Τη δε 25 του αυτού ο δήμαρχος προσεκάλεσε τους κατοίκους, ίνα φυτεύσωσι δένδρα εις τας κτήσεις αυτών.
Τη δε [α΄;] του Νοεμβρίου 1837 ο αστυνόμος προύτεινε τω δημάρχω ότι, επειδή περί τον Νοέμβριον μεσούντα η δενδροφυτεία γίνεται, ανάγκη ν’ αποσταλή εις τα πέριξ της Αττικής ο εθνοφύλαξ Δημήτριος Τζιτζίνιας ίνα συλλέξη πλατάνους και μάλιστα ιτέας, εργάται δε ν’ ανοίξωσι τους βόθρους, ίνα εμφυτευθώσι δένδρα 100 μεν επί της οδού Όθωνος αρχομένη «από την θέσιν των ανακτορίων μέχρι της διαμετακομίσεως∙ 30 επί την οδόν Καραϊσκάκη, επί την οποίαν κείται το φαρμακοπωλείον του Μαν∙ 30 εις την οδόν, εις την οποίαν κείται η οικία του κ. Κυριάκου Σερφιώτου∙ 30 εις την οδόν, εις την οποίαν κείται η οικία του κ. Μ. Τσαμαδού∙ 50 εις την πλατείαν της νεοεγειρομένης εκκλησίας και 60 εις την οδόν του κ. Σκυλίτζη και παραθαλασσίου..».
Αλλ’ επειδή και ούτω τα της δενδροφυτείας κακώς είχον, ο διοικητής Αττικής κατά διαταγήν της επί των εσωτερικών γραμματείας τη 19 Νοεμβρίου του 1837 διέταξε την επί δημοπρασία εργολαβίαν της δενδροφυτείας, ην τη 13 Δεκεμβρίου προυκήρυξεν ο δήμαρχος επί τούτοις: «1 ο εργολάβος χρεωστεί να φυτεύση τον τρέχοντα ή το πολύ τον ερχόμενον μήνα εκατόν ογδοήκοντα δένδρα εντός των οδών της πόλεως του Πειραιώς κατά το δοθέν εις το δημαρχείον παρά του γεωμέτρου σχέδιον… 2 τα δένδρα πρέπει να είναι τουλάχιστον τριών ετών να είναι ίσια και καλά. 3 να σύγκεινται από λεύκαις και ιτέαις.
4 υποχρεούται ο εργολάβος να ποτίζη, σκαλίζη και επιμελήται τα δένδρα ταύτα δι’ εξόδων του μέχρι τέλους του Σεπτεμβρίου του 1839∙ προσέτι να τα φυλάττη από τα ζώα και τους κακοποιούς ανθρώπους.
5 η δημαρχία θέλει δίδει χείρα βοηθείας εις αυτόν διά να τιμωρώνται κατά τον νόμον οι βλάπτοντες την δημοσίαν ταύτην δενδροφυτείαν.
6 όσα εκ των φυτευθυσομένων δένδρων δεν εγκριθώσι κατάλληλα και καλά από ειδήμονας και ευσυνειδήτους πρέπει να απορρίπτωνται από του εφόρου του βοτανικού κήπου κτλ».. Τη δε 21 Δεκεμβρίου γένετο η δημοπρασία και μειοδότης αντί 1190 δραχμών παρέστη μόνον ο Ταξιάρχης Αθανασίου.
Ούτω δε μη παραστάντων εργολάβων, Ιωάννης Ραφτάκης ανέλαβε μόνον την φύτευσιν αντί 1 δραχμής δι’ έκαστον δένδρον, όνπερ και τη διοικήσει προύτεινεν ο δήμαρχος τη 27 Δεκεμβρίου.
1838
Αλλ’ η διοίκησις μη επικυρώσασα την δημοπρασίαν έγραφε τη 6 Ιανουαρίου 1838 τω δημάρχω «η παντελής αποτυχία συναγωνισμού εις την γενομένην δημοπρασίαν της φυτεύσεως δένδρων… προήλθεν….εκ τη ιδέας του ότι δυσκόλως επιτυγχάνει η ρίζωσις των δένδρων εις την παραλίαν του Πειραιώς πόλιν.».
Τη δε 29 Ιανουαρίου 1838 προσεκάλει τους ιδιοκτήτας γαιών ο διοικητής κειμένων επί της οδού Πειραιώς και Ελευσίνος, ίνα μη κατασκευάζωσι τας αιμασιάς επί των χανδάκων της οδού, αλλ’ έν γαλλικόν μέτρον ενδοτέρω των γαιών, ίνα μη καταστρέφωνται τα εκατέρωθεν παρόδια δένδρα.
Τη δε 16 Μαρτίου ητείτο ο αστυνόμος κάρρον προς άδρευσιν των δένδρων.
Τη δε 26 Απριλίου περιγράφων την θλιβεράν κατάστασιν της πόλεως ο αστυνόμος ποιείται λόγον και περί αρδεύσεως των δένδρων∙ τη δε 8 Μαΐου συνέταξεν επιτροπή (έκθεσιν) εν η ποιείται λόγον και περί των δένδρων.

ΣΧΟΛΙΑ

Λήσσα: Αρχαία κώμη της Αργολίδος κοντά στο σημερινό Λυγουριό. Από το 1833 έως το 1840 ο δήμος Γ΄ τάξης με έδρα το Λυγουριό λεγόταν Δήμος Λήσσης. Μετά ονομάστηκε Δήμος Επιδαύρου.   
«Γύρω από την νέα εκκλησία της Αγίας Τριάδος»: Μάλλον εννοεί την νέα εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Στα κείμενα της εποχής η «νέα εκκλησία» μπερδεύει τους ερευνητές επειδή πρώτα (1836 - 1837) κτίστηκε με αρκετή καθυστέρηση ο Άγιος Σπυρίδωνας, μετά η Αγία Τριάδα (ανεγέρθηκε γύρω στα 1840).
Πλατεία της νέας εκκλησίας: Αναφέρεται στην πλατεία δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα γνωστή αργότερα σαν Τινάνειος ή κήπος Θεμιστοκλέους. Κάλυπτε και την έκταση όπου σύντομα ανεγέρθηκε η Αγία Τριάδα.
78 δένδρα: Αν τα μετρήσουμε (4+13+15+20+3+2+7+4+14) ο αριθμός τους ανεβαίνει συνολικά στα 82.
Φραντζίσκος Δημητρίου, Π. Χ. Σωτήρου, Εμμανουήλ Δυκτάκης, Ιωάννης Σαρκόσης: Πειραιώτες με οικίες στον Πειραιά, τα δύο μεσαία ονόματα αναγνωρίζονται ως δημοτικοί σύμβουλοι.
Ιωάννης Χασάπης και Σταύρος Υδραίος: Σπάνια συναντάμε ονόματα βοσκών που δρούσαν στις εξοχές του Πειραιά.
Οδός Όθωνος, οδός Καραϊσκάκη, οδοί που μένουν οι Κυριάκος Σερφιώτης και Μ. Τσαμαδός, οδός Σκυλίτζη: Η ονοματοθεσία των οδών αρχικά ήταν αυθαίρετη αναφορά στα επώνυμα ιδιοκτητών που είχαν εκεί τις οικίες τους. Στις 11 Αυγούστου 1837 δόθηκαν τα πρώτα επίσημα ονόματα στις οδούς (του βασιλιά και αγωνιστών που έδρασαν στον Πειραιά κατά την επανάσταση) και στις πλατείες του συνοικισμού των Χίων.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ. Τεύχος 55, Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 2016, 
σελ. 20 - 22. Εδώ σε πλήρη μορφή.







Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Το ταξίδι ξεκινά από τον Πειραιά.. Ιούλιος 1998.


                                                                              Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

[Μερικά άρθρα, όταν ξανακοιταχτούν κάποια χρόνια αργότερα, χαρακτηρίζονται κατά κάποιο τρόπο «σκονισμένα», μυρίζουν παλαιότητα και θεωρούνται αταίριαστα στην ιστορική συγκυρία που ζούμε. Όμως είναι χρήσιμο να περάσουν από την έντυπη στην ηλεκτρονική μορφή ώστε να κρατήσουν γερά το σκεπτικό και τα δρώμενα της εποχής. Έτσι αναμοχλεύονται οι αναμνήσεις των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και παράλληλα ενημερώνονται επαρκώς οι νεότεροι αναγνώστες. Αυτό συμβαίνει και με το παρακάτω κείμενό μου του 1998]   
Μέρες καλοκαιριού στον Πειραιά, ώρες που σε ζαλίζει ο ήλιος, το καυσαέριο, ο θόρυβος της κυκλοφορίας, η μυρωδιά των σκουπιδιών.
Η όρεξη για δουλειά έχει εξατμιστεί μαζί με κάθε πνευματικό ενδιαφέρον.
Μόνη επιθυμία η φυγή προς τη θάλασσα, οι θερινές διακοπές προς τα ελληνικά νησιά και τα χωριά μας.
Το ταξίδι ξεκινά από τον Πειραιά με τα καράβια γεμάτα επιβάτες, μηχανάκια ή μηχανές μεγάλου κυβισμού, αυτοκίνητα κι αποσκευές.

Το M/V ΝΕΡΑΪΔΑ του Γιάννη Λάτση (πρώτη ονομασία: Laurana, 1939) σε σπάνια απεικόνιση εν πλω από το φωτογραφικό μου αρχείο (εκτυπωτικό χαρτί LEONAR). Ανήκε στην ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΚΤΟΠΛΟΪΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Δεν χρειάζεται να γράψω περισσότερα, στο διαδίκτυο υπάρχουν πολλά στοιχεία για το πλοίο που ευτυχώς δεν διαλύθηκε αλλά έγινε πλωτό μουσείο. Έχει μείνει στις νεανικές μου μνήμες να μας ταξιδεύει στον Σαρωνικό. Κόκκινη σφραγίδα ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/ ΙΩΑΝ. Θ. ΚΙΖΑΝΗΣ/ ΤΗΛ. 40-637.

«...Το σούρουπο, την ώρα που το χρώμα του ουρανού βαθαίνει, το ταξίδι ξεκινάει.
Τα μεγάλα άσπρα πλοία φωταγωγούν τα κάλλη τους και σαλπάρουν.
Ξανοίγονται σφυρίζοντας υποσχέσεις για νυχτερινές φιέστες στις μισοβρεγμένες γέφυρες και ελπίδες για την άλλη διάσταση των ηλιοκαμένων νησιών.
Οι αναχωρητές της νοσταλγίας για τη θάλασσα και την περιπέτεια εγκαταλείπουν το λιμάνι στη θλίψη και στη μοναξιά, με τη χαρά που δεν κρύβεται...
Χαμογελούν στην αποβάθρα που μακραίνει, κάνουν τρελά όνειρα για το αύριο που θα ξημερώσει σε άλλο τόπο, χωρίς ίχνος ενοχής γι’ αυτούς που μένουν πίσω, χωρίς καμιά προθυμία να θυμηθούν την ημερομηνία επιστροφής..». (Μήνυμα της φίλης Λούλας Ελευσινιώτη σταλμένο με τηλεομοιότυπο -
fax! - στις 14.6.1997).    
Το πρόγραμμα των θερινών διακοπών έχει καταρτιστεί κι άρχισε να εφαρμόζεται σ’ όλες τις υπηρεσίες του δημοσίου και τα καταστήματα.
Ο κάθε υπάλληλος περιμένει τη σειρά του, να φύγει την ημέρα που θα γυρίσει ο αντικαταστάτης του.
Πολλά μαγαζιά κλείνουν τον Αύγουστο κι αυτό διευκολύνει τη μαζική έξοδο.
Η πόλη «αδειάζει», όμως όχι εντελώς.
Οι παραμένοντες εγκλιματίζονται με ευκολία και χαίρονται την ερημιά της.
Τα πάντα υπολειτουργούν και ελάχιστοι πια έχουν απαιτήσεις για άψογη εξυπηρέτηση.
Η καθυστέρηση και τα κακώς κείμενα φέρνουν τη γκρίνια κι αυτή, όσο κι αν φαίνεται ενοχλητική, αφού χαρακτηρίζεται σα δείγμα αγένειας, ταράζει κάπως την πλήξη, ξεφουσκώνει τα νεύρα, δίνει τέλος πάντων κάποια ζωντάνια στην ελληνικότητά μας.     
Ένας μικρός σχετικά αριθμός Πειραιωτών, κυρίως ηλικιωμένων είναι οι προνομιούχοι που μπορούν να απολαύσουν τα καλοκαίρια πλήρεις διακοπές στα εξοχικά τους, στα χωριά, προσκεκλημένοι κάπου στην επαρχία, στις λουτροπόλεις ή στα ξενοδοχεία.
Οι περισσότεροι από εμάς, σε 15 μέρες, σε 20, άντε το πολύ σε ένα μήνα θα είμαστε πίσω για να περάσουμε ένα αφόρητο υπόλοιπο «εντός των τσιμεντένιων τοίχων και επί της ασφάλτου».
Παρηγοριά μας, οι άκρες του Πειραιά με θέα προς το Σαρωνικό.
Παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις για το πόσο καθαρά είναι τα νερά, η πλαζ Βοτσαλάκια και η πλαζ Φρεαττύδας γεμίζουν καθημερινά από λουόμενους.
Η πλειοψηφία τους είναι αλλοδαποί, μόνιμοι πλέον κάτοικοι της πόλης.
Το ίδιο συμβαίνει μα κάπως αραιά και στα βράχια της Πειραϊκής, ειδικά στο Σκαφάκι, στου Μπαϊκούτση και στη Σχολή Δοκίμων.

Φωτογραφία που βρίσκεται στην συλλογή μου από το πρώην αρχείο της εφημερίδας ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Το λιμανάκι δίπλα στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων δείχνει στιγμιότυπο από τους λουόμενους της ημέρας εκείνης. Κάποιοι είναι βέβαιο ότι θα συνεχίζουν να κολυμπούν στα νερά του.. 

Ιδιαίτερες στιγμές μπορείτε να έχετε στα Βοτσαλάκια, στην πιο ζωντανή σε κίνηση και δραστηριότητες ακτή. Αν και μαζεύει φύκια, έχουν πεταχτεί άφθονα πλαστικά και μεταλλικά αντικείμενα κι ακόμα παραμένει μισοτελειωμένη η τεχνητή δεξαμενή για κολύμβηση (κοινώς πισίνα) με τα αποδυτήρια - τι εικόνα! - τα γήπεδα της αντισφαίρισης (τένις) και της πετοσφαίρισης (βόλεϊ) είναι στη διάθεσή μας.
Παρακολουθείστε τουλάχιστον το τουρνουά του
Beach Volley που οργανώνει ο Αθλητικός Οργανισμός του Δήμου Πειραιά (Πρόγραμμα «Καστέλλα ’98») από τις 12 Ιουνίου μέχρι τις 2 Αυγούστου.
Όσοι θέλετε πιο φασαρία κι είστε λάτρεις του είδους, έχετε την ευκαιρία να χαρείτε τις πολύωρες συναυλίες του
Rockwave Festival που διοργανώνει η εταιρεία Di Di Music στη Φρεαττύδα από τη Δευτέρα 13 μέχρι την Πέμπτη 16 Ιουλίου. Η διασκέδαση είναι εξασφαλισμένη αφού θα εμφανιστούν πολλά γνωστά συγκροτήματα. Μη σας φανούν τσουχτερές οι τιμές των εισιτηρίων στα ταμεία: μειώνονται κάπως με την προπώλησή τους και ακόμα πιο πολύ με τις προσφορές των περιοδικών κι εφημερίδων. Αν υπάρχουν και τα μέσα, βρείτε δωρεάν προσκλήσεις..
Ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας μάς λούζει με ιδρώτα η ζέστη, ας δροσίσουμε τα σωθικά μας στις καφετέριες-μπαρ της πλατείας Κοραή, της Τερψιθέας, στους δρόμους γύρω από το κέντρο. Καλλίτερα προσφέρονται - το πρωινό αλλά κυρίως από το απόγεμα κι ύστερα - αυτές στην Ακτή Δηλαβέρη, στην πλατεία Αλεξάνδρας, στο Πασαλιμάνι, στη Μαρίνα Ζέας και στην Ακτή Θεμιστοκλέους.

Δεκέμβριος 1996. Γραμμή Αργοσαρωνικού. Το «Π/Κ ΑΙΑΣ. Ν.Π. 1676/ ΔΙΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ/ TO SALAMIS/ AΡ.[ιθμός] ΕΠ.[ιβατών] ΘΕΡ.[ους]  150/ ΧΕΙΜ.[ώνα] (κενό)». Οι δείχτες στο ρολόι δείχνουν ως ώρα αναχώρησης τις 11.

Τ’ απομεσήμερο η ατμόσφαιρα γλυκαίνει, παίρνει τ’ απαλά χρώματα του δειλινού που οδηγεί στα σκοτάδια της πειραιώτικης νύχτας.
Το θέατρο Βεάκειο θα ικανοποιήσει καλλιτεχνικά ένα μέρος των συμπολιτών μας, δυστυχώς ελάχιστο αναλογικά με τον πληθυσμό της πόλης, ενώ «ο Σιμητοτιτανικός» θα ξεκαρδίσει στα γέλια πολύ κόσμο με τη σάτιρά του στο Δελφινάριο.
Πιο μέσα, στις γειτονιές, οι λάμπες στις κολώνες της ΔΕΗ φωτίζουν διακριτικά τις διασταυρώσεις των δρόμων.
Τα παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες όσων δεν έφυγαν μένουν ανοιχτές μέχρις αργά. Όλο και κάποιο μηχανάκι θα περάσει, με το χαρακτηριστικό κουτί από τις δεκάδες πιτσαρίες για τη διανομή του πλέον διαδεδομένου είδους της γρήγορης τροφής (
fast food), της πίστας, ή του έτοιμου φαγητού. Παράλληλη διανομή έχουμε και στα σουβλάκια.
Τις δε περίεργες ώρες της ξεκούρασης, να είστε τυχεροί να μη σας ξυπνήσουν και σας χαλάσουν την όρεξη οι μικροπωλητές.
-«Ελάτε να πάρετε σχοινόχωμα, γλάστρες και καστανόχωμα, ο ανθοπώλης! Βαρελάκια για μεταφύτευμα, βασιλικά και γλάστρες» βγαίνει η φωνή από το κασετόφωνο του γυρολόγου.
-«100 δραχμές τα καρπούζια, όλα τα καρφώνω όλα τα μαχαιρώνω γλυκά, κόκκινα. Έλα πάρε πεπόνια από την Κρήτη..» λέει με τα δικά του λόγια ένας άλλος.
 
23 Απριλίου 1998. Ακτή Κονδύλη. Αναχώρηση για Κρήτη. Δίπλα μας το F/B CANDIA. Ναυπηγήθηκε στην Ιαπωνία το 1970 και αγοράστηκε από την ΑΝΕΚ LINES. [Στα χρόνια εκείνα που έγραψα το άρθρο και μέχρι τις αρχές 2000 ήταν ναυλωμένο από την ΔΑΝΕ SEA LINES]

Είναι τότε που νευριάζω πραγματικά και μου έρχεται να ταυτιστώ - με κάποια παραλλαγή στο σενάριο - με τους πρωταγωνιστές μιας παλιάς ελληνικής ταινίας του 1960 (Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος, Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος - Χρήστος Γιαννακόπουλος), το «Κλωτσοσκούφι».
Σκηνικό, το κεντρικό λιμάνι με τον κόσμο να επιβιβάζεται σε πλοίο και να αποχαιρετά. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Βουγιουκλάκη φεύγουν για την Αυστραλία (εγώ για τις διακοπές μου εντός Ελλάδος στις 3 Ιουλίου). 
Ήδη βρίσκονται στην καμπίνα τους οπότε ξετυλίγεται ο παρακάτω διάλογος:
-Αλεξανδράκης: Πάμε.
-Βουγιουκλάκη: Πού;  
-Αλεξανδράκης: Να πούμε αντίο.
-Βουγιουκλάκη: Σε ποιόν;
-Αλεξανδράκης: ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ!    

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 2 Ιουλίου 1998, σ. 15. Ηλεκτρονική μεταφορά ελάχιστα διορθωμένη, 13 Δεκεμβρίου 2011.
Αναθεώρηση για το
blog, Ιούλιος 2016.    



Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Άγιος Σπυρίδωνας Πειραιώς.

Συμβολή στην ιστορία ανεγέρσεως του πρώτου ναού.

 
                                                                Ερευνά και γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το βράδυ της Δευτέρας 30 Μαΐου 2016 παρουσιάστηκε στο ΕΒΕΠ το βιβλίο του πρωτοπρεσβύτερου Βασιλείου Πόπη «Το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος και ο Όσιος Σεραφείμ ο Δομβαΐτης».
Όπως συμβαίνει συνήθως στην μεγάλη μας πόλη όπου οι δεσμοί των πνευματικών σωματείων - φορέων είναι χαλαροί και οι προσκλήσεις στέλνονται κατ’ επιλογήν, δεν ειδοποιήθηκε η Φιλολογική Στέγη Πειραιώς και φυσικά εμείς οι ερευνητές της πειραϊκής ιστορίας που με τα εκατοντάδες άρθρα έχουμε προσφέρει (μέσα από τις εφημερίδες, τα περιοδικά και το διαδίκτυο) στους νεότερους αναγνώστες όλες εκείνες τις πηγές, τα τεκμήρια, τις πληροφορίες, τα πρωτότυπα κείμενα των περιηγητών και το φωτογραφικό υλικό που χρειάζονται για να ολοκληρώσουν την δική τους εργασία ώστε να εκδώσουν το προσωπικό τους βιβλίο.
Είμαι όμως ευτυχής που με κείμενά μου, διευκρινίσεις και σχόλια έχω βοηθήσει ένα μεγάλο αριθμό συγγραφέων ή εκδοτών να τυπώσουν βιβλία ενώ πολλοί νέοι με έχουν συμβουλευτεί και τους έχω βοηθήσει στην διδακτορική τους διατριβή.
Τον Πόπη, μία αξιοπρόσεκτη ιερατική μορφή, είχα συναντήσει ένα πρωινό παλαιότερα στον εν λόγω ναό όταν τον επισκέφτηκα μαζί με τον Δημοσθένη Μπούκη. Εκεί μας διάβασε κάποια στοιχεία για τον Άγιο Σπυρίδωνα που μάλλον ενέταξε στο βιβλίο του.
Τελικά η έκδοση διέψευσε την αναμονή μου, βρίθει λαθών, αλλοιώνει χρονολογίες, υστερεί σε ιστορικές γνώσεις και κάπου χάνεται, απομακρύνεται από τον τίτλο αφού για παράδειγμα αντί την σύντομη ιστορική αναδρομή για τον Πειραιά, την “κατάρα” του σπιτιού του Μιαούλη και τον άσχετο με το θέμα κατάλογο των δημάρχων Πειραιώς θα περιμέναμε να δούμε εκείνον με τους ιερείς που υπηρέτησαν στον ναό, τους αγιογράφους, τους επώνυμους ψάλτες, την πορεία του στον χρόνο, τις ανακαινίσεις του, τις δραστηριότητές του, το πνευματικό του έργο, τα παρεκκλήσια του κλπ.
Όσον αφορά στο οπτικό υλικό, οι ελάχιστες φωτογραφίες του, που μερικές είναι αντιγραμμένες από επώνυμο blog, θα έπρεπε να είχαν αντικατασταθεί από άλλες με περιεχόμενο τις υπέροχες τοιχογραφίες του, τα σπάνια εκκλησιαστικά του έπιπλα και σκεύη, απόψεις από σημαντικές λειτουργίες, λιτανείες της εικόνας του αγίου Σπυρίδωνος ή των Θεοφανίων που γίνονται μπροστά του με θέα την εμπρόσθια όψη του.
Επίσης καλό θα ήταν να αναδεικνύονταν τυχόν έντυπα ή περιοδικά που είχε εκδώσει κατά καιρούς ο ναός.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Χρησιμοποιώντας τις ενότητες των αδημοσίευτων, άγνωστων χειρόγραφων που ασχολήθηκα και αντέγραψα με κόπο τους τελευταίους μήνες θα αντλήσω από τον υποφάκελο «Εκκλησίαι» παλαιά κιτρινισμένα φύλλα χαρτιού που αναφέρονται στο χτίσιμο του πρώτου ναού του Αγίου Σπυρίδωνα. Με δυσκολία τα μετέφερα στο Word επειδή ο συντάκτης τους δεν τα είχε αριθμήσει όλα, είχε προσθέσει σε φύλλα με κόλλα κι άλλα κομμάτια χαρτιού, είχε πολλές σβησμένες προτάσεις, έκανε παραπομπές στα περιθώρια και προ πάντων σύγχυσε την «νέα εκκλησία» του Αγίου Σπυρίδωνος με την ανέγερση - στα αμέσως επόμενα χρόνια - της γειτονικής Αγίας Τριάδος.
Τηρώντας την πάγια αρχή να παρουσιάζω τα δυσεύρετα κείμενα της συλλογής μου ως έχουν, διαιωνίζοντας έτσι την ύπαρξή τους, εκθέτω αμέσως τις αναφορές για την μονή, τον πρώτο σχεδιασμό και τις ενέργειες για την ανόρθωση τού όπως αποδείχτηκε προβληματικού ναού (θεμελίωση στις 18.5.1836) που κι εκείνος κατεδαφίστηκε αργότερα επί δημαρχίας Λουκά Ράλλη για να κτιστεί (νέα θεμελίωση στα 1865) η σημερινή πανέμορφη εκκλησία του προστάτη της πόλης μας (εγκαινιάστηκε στις 2.12.1873 επί δημαρχίας Δημητρίου Μουτζοπούλου).
Έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η σταδιακή ανέγερση του αρχικού ναού μπλέχτηκε στα γρανάζια μιας διαδικασίας ανάμεσα στον Δήμο, στους αρχιτέκτονες, στους εργολάβους, στους προμηθευτές, στους κτίστες, στις επιτροπές, σε συνδυασμό με τα πενιχρά οικονομικά και την έλλειψη σταθερού συντονισμού των εργασιών. Τόσα δάνεια, συνεισφορές και δωρεές που θα μπορούσαν στοχευόμενα να αποδώσουν σπουδαία έργα στον Πειραιά, πήγαν χαμένα..

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 1. ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ.

Μονή του αγίου Σπυρίδωνος.

Εν τη Αττική ήδη από του μεσαίωνος μνημονεύονται μοναί, ων αρχαιοτάτη ην η του Δαφνίου, κτίσμα ούσα του δεκάτου αιώνος. Αλλ’ εν τοις εσχάτοις χρόνοις ουδεμία των μονών εκείνων διετηρήθη αι δε διασεσωσμέναι είναι κτίσματα μεταγενεστέρων χρόνων, εν αις ήσαν τα επί της αντιβασιλείας τω 1833 διαλυθέντα, ήτοι Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μετόχιον της αγίας Τριάδος, ο άγιος Δημήτριος, οι Ταξιάρχαι, 
ο προφήτης Ηλίας, η Χελιδονού, η αγία Άννα, Ιωάννης ο Θεολόγος, η Καισαριανή, η οσία Φιλοθέη, το μετόχιον του αγίου Τάφου, το μετόχιον του Σινά, το Αστέρι, και τα διατηρηθέντα η των Ασωμάτων (Πετράκη), η Πεντέλη, το Καλολιβάδιον και των Κλειστών.
Εν ταις τω 1833 διαλυθείσας ην και η του αγίου Σπυρίδωνος η εν Πειραιεί κειμένη, περί ης ουδέν γινώσκομεν ούτε πότε και υπό τίνος εκτίσθη ούτε την ιστορίαν∙ αλλ’ όμως εκ των λεχθησομένων δήλον ότι ούτ’ επίσημος ούτε πολύ αρχαία ην.
Οι αρχαιότεροι περιηγηταί ουδαμού μνημονεύουσιν αυτού∙ τω δε 1765 ο Χάνδλερος μόνον ονομάζει. Τω δε 1827 από 21 μέχρι τη 28 Απριλίου διά χιλίων περίπου σφαιρών της φρεγάτας Ελλάδος και Καρτερίας κατεκρημνίσθη σχεδόν.
Ότε δε ο Πειραιεύς κατέστη δήμος εν τη μονή διέτριβε μόνον ο ηγούμενος Συμεών Μαρμαροτούρης μεθ’ ενός δοκίμου, όστις και μετά την διάλυσιν της μονής διέτριβεν εν αυτή. Όπως δε και πριν οι εκάστοτε εν Πειραιεί διατρίβοντες εξεκλησιάζοντο εν τω ναώ της μονής ταύτης, ούτω και μετά την διάλυσιν, ότε μάλιστα ως ούσα η μόνη εν Πειραιεί εκκλησία και ως ενοριακή εχρησίμευεν και ως μητρόπολις, εν ή ετελούντο πάσαι τε αι εορταί και τελεταί των Πειραιέων.

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 1. ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΗ. [Το κείμενο είναι διαγραμμένο με δύο χιαστί γραμμές]

Η μονή άγιος Σπυρίδων.

Τη 30 Δεκεμβρίου 1835 ο δήμαρχος προύτεινε τω δημοτικώ συμβουλίω «να γείνη νέα εκκλησία εις την πόλιν ταύτην ανάλογα με τον πληθυσμόν των κατοίκων, εις την οποίαν να μετατεθεί η αγία εικών του αγίου Σπυριδώνου και να ονομασθή ούτως: «ο Άγιος Σπυρίδωνας» και φροντίσει προς τούτο περί δανείου, συνεισφορών κτλ.
Τη 8 Μαΐου 1836 εξαιτείται την συνδρομήν παντός Έλληνος προς ανοικοδόμησιν του ναού προτάσσων τάδε:
«Κατά το έτος 1827, ότε τα πλοία Ελλάς και Καρτερία εισέβαλον εις τον λιμένα Πειραιώς προς καταδίωξιν των εχθρών, επυροβόλησαν τους εν των ναώ του αγίου Σπυρίδωνος εχθρούς, οίτινες αντέκρουσαν εις τα πολεμικά επιχειρήματα των ημετέρων στρατευμάτων, και κατεδάφισαν σχεδόν το ήμισυ του ιερού τούτου ναού, ου μόνον τούτο, αλλά και ήδη διά Β. διατάγματος θεωρείται ως διαλελυμένος». Δοθείσης λοιπόν, της αδείας προς οικοδομήν, ης ο θεμέλιος λίθος τεθήσεται τη 18 Μαΐου, αγγέλλει ότι αι συνεισφοραί κατατίθενται παρά τοις επιτρόποις της οικοδομής Εμμ. Μεστενέα, Βασίλειον Δασκαλόπουλον και Ιωάννην Αποστόλου. 
Τη 17 Νοεμβρ. 1836 ητήσατο ο δήμαρχος παρά του δημ. Συμβουλίου 9,000 έτι προς αποπεράτωσιν της οικοδομής.
Τη 10 Δεκεμβρίου 1836 ο δήμαρχος δι’ εγκυκλίου παρεκάλεσε τους εν Ερμουπόλει, Τήνω και Μυκώνω χριστιανούς .. [Το κάτω μέρος της πλευράς αυτού του εγγράφου είναι σκισμένο και κολλημένο με πρόσθετο χαρτί. Ίσως λέει: .. ποσού δρχ. 9.5 ορισθέντος προς .. συλλογήν συνεισφορών]

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 2. [Μονόφυλλο με υδατόσημο το στέμμα και κυκλικά την ένδειξη «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1879»]

Η μονή [είχε] και αλλαχού κτήματα και εν τω δεξιώ και αριστερώ του Πειραιώς μέρει.
Τη 16 Οκτωβρίου 1836 διωρίσθη επιτροπή ίνα διορίση τα όρια διά πασσάλων των γηπέδων και γαιών της μονής.

Τη 9 Ιουλίου 1837 διωρίσθησαν επίτροποι της εκκλησίας Ιωάννης Αποστόλου, Ιωάννης Ράλλης και Παναγιώτης Οικονομίδης.

1838
Το του αγίου Σπυρίδωνος ευαγγέλιον αγορασθέν παρά του δήμου παρελήφθη παρά της διοικήσεως τη 19 Μαΐου 1838.  

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 3.

Άγιος Σπυρίδων

Και εκ των σκευών της εκκλησίας φαίνεται η ταπεινότης της μονής του αγίου Σπυρίδωνος. Δήλον δε. 
Τη 11 Φεβρουαρίου ο δήμαρχος ητήσατο παρά της γραμματείας των εκκλησιαστικών ίνα τα σκεύη του ναού και μετά την διάλυσιν της μονής μένωσι κτήμα του ναού εις κοινήν αυτού εκκλησιαστικήν χρήσιν∙ τη δε 5 Μαρτίου κατ’ έγγραφον του επάρχου από της 28 του αυτού δεξαμένου την πρότασιν αυτού ο δήμαρχος αντεπιστέλει ότι ιερά σκεύη, κατεχόμενα υπό του πρώην ηγουμένου της διαλελυμένης μονής αρχιμανδρίτου Συμεώνος Μαρμαροτούρη ήσαν τάδε: ευαγγέλιον επηργυρωμένον, δύο αργυροί σταυροί, τέσσαρα αργυρά κανδύλια, δύο επιτραχήλια χρυσοΰφαντα, δύο φελώνια σηρικά, έν στοιχάριον, δύο ζεύγη επιμανικίων, δύο ζώναι αργυραί, έν επιγονάτιον και έν θυμιατήριον∙ ότι ταύτα αγνοεί ει περ της μονής κτήμα, αλλ’ όμως πάντοτε εν χρήσει του ναού αυτής ήσαν. Τη 28 Δεκεμβρίου 1837 εδέξατο ο διοικητής την πρότασιν του δημάρχου επί ωρισμένοις όροις.
Καταστάντος δε του ναού του αγίου Σπυρίδωνος ως ενοριακής του Πειραιώς εκκλησίας, διωρίσθησαν τη 11 Φεβρουαρίου 1836 επίτροποι, ως εν απάσαις ταις των πόλεων εκκλησίαις, ο Ιωάννης Αντωνιάδης και Γεώργιος Κανελλάς, ους αυθήμερον ο δήμαρχος συνέστησε προς τους κατοίκους. Μουσικός δε ψάλτης αυτής τη 3 Φεβρουαρίου ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Θετταλός άριστος μουσικός, όστις όμως τη 27 Απριλίου επαύθη δι’ έλλειψιν χρημάτων.
Εν τω ναώ δε του αγίου Σπυρίδωνος ετελούντο αι δημοτελείς εορταί και εγένοντο αι τελεταί, καθάπερ είρηται, εκείναι μεν αι τη α΄ Ιανουαρίου η περιτομή του Ιησού Χριστού και ως πρώτη του έτους, η των Θεοφανείων τη 6 του αυτού, και η τη 12 Δεκεμβρίου του αγίου Σπυρίδωνος.

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 4.
 
Άγιος Σπυρίδων.
Ιερά σκεύη
1836
Η δημαρχία ητήσατο ίνα τα ιερά σκεύη και άμφια του ναού της διαλυθείσης μονής του αγίου Σπυρίδωνος παραχωρηθώσι τω δήμω. Τη 10 Μαρτίου 1836 έπεμψε την αίτησιν της δημαρχίας η επί των εκκλησιαστικών γραμματεία προς την επιτροπήν του εκκλησιαστικού ταμείου ην απετέλουν Δ. Καλλιφρονάς, Α. Πολυζωίδης, ο πρώην Σμύρνης Σεραφείμ, Νικηφόρος Χαρ. Ιβηρίτης, Φ. Παπαμανώλης και Νικόλαος Λεβίδης, ήτις εγνωμοδότησε να παραχωρηθώσι τω δήμω τα αιτούμενα∙ το δε τίμημα να δοθή εις το εκκλησιαστικόν ταμείον μετά τέσσαρα έτη ατόκως επί χρεωστική ομολογία. Προσεπισημειοί δε η επιτροπή ότι τινά των σκευών ελλείπουσιν. Ο δε επί των εκκλησιαστικών γραμματεύς της επικρατείας Ι. Ρίζος διέταξε τη 1 Ιουλίου 1836 να ερωτηθή ο δήμος εάν στέργη τον προτεινόμενον όρον της επιτροπής, ην τη 28 Δεκεμβρίου 1837 έπεμψεν ο διοικητής Σ. Ευκλείδης προς τον δήμαρχον, όστις τη 10 Ιανουαρίου 1838 υπέβαλε τω δημοτικώ συμβουλίω, όπερ τη 24 Φεβρουαρίου απεφάσισεν ίνα εκ των σκευών και αμφίων ληφθώσι προς χρήσιν της εκκλησίας έν ευαγγέλιον, έν δισκοπότηρον και είς επιτάφιος.
Τη 30 Ιουλίου προσεκάλεσεν ο δήμαρχος τους επιστάτας της εκκλησίας Ιωάννην Αποστόλου, Ιωάννην Ράλλην και Π. Οικονομίδην κατ’ ανωτέραν διαταγήν να σταθμήση (ζυγίση) το αργυρούν ευαγγέλιον και αγγείλη το βάρος, ήτις τη α΄ Αυγούστου αγγέλλει ότι το ολικόν βάρος του ευαγγελίου οκάδες 2,050, ων 1,320 χάρτης, άργυρος δε δράμια 130, άπερ τη 2 του αυτού ήγγειλεν ο δήμαρχος τη διοικήσει.

ΕΠΤΑ ΑΡΙΘΜΗΜΕΝΑ ΜΟΝΟΦΥΛΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΤΙΤΛΟ «Αγία Τριάς». Πρόκειται όμως για την «νέα εκκλησία» του Αγίου Σπυρίδωνος αφού η Αγία Τριάδα θεμελιώθηκε αργότερα (ίσως στις 7.1.1840, όσο και να ερευνήσει κανείς βρίσκει διαφορετικές ή αόριστες χρονολογίες).

ΠΡΩΤΟ ΦΥΛΛΟ, ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ.

Αγία Τριάς

Επειδή η εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος ήτο στενάχωρος, οι δε κάτοικοι και οι παρεπιδημούντες ομόδοξοι ξένοι και προπάντων οι επί των ελλιμενιζομένων πλοίων Ρώσσοι οσημέραι επολλαπλασιάζοντο, παρέστη η ανάγκη οικοδομής νέας εκκλησίας ευρυχωροτέρας και μεγαλοπρεπεστέρας, ην τη 30 Δεκεμβρίου 1835 παρίστα ο δήμαρχος εν εκθέσει προς το δημοτικόν συμβούλιον, όπερ τη 7 Ιανουαρίου 1836 ενέκρινε ταύτην τε και την της 31 Δεκεμβρίου 1835 υποβληθείσαν υπό του δημάρχου πρότασιν περί της οικοδομής νέας εκκλησίας, περί δανείου 500 ταλήρων, εισπράξεως εκουσίων συνεισφορών, της μετακομίσεως της του αγίου Σπυρίδωνος εικόνος εκ της διαλελυμένης μονής εις την εγερθησομένην εκκλησίαν και περί διορισμού τριμελούς επί των εκουσίων συνεισφορών της εκκλησίας οικοδομήν επιτροπείας∙ τη δε 14 Ιανουαρίου 1836 ο δήμαρχος ητήσατο παρά του επάρχου την επικύρωσιν αμφοτέρων των πράξεων του δημοτικού συμβουλίου. Τη δε 15 του αυτού διωρίσθησαν προσωρινοί, ως φαίνεται, οι επί των συνεισφορών επίτροποι, ο δημοτικός σύμβουλος Α. Σίνος και ο δημαρχικός πάρεδρος Σκυλίτζης∙ τη 31 του αυτού εδήλωσε τω επάρχω ότι το δάνειον ληφθήσεται εκ των τακτικών εισοδημάτων του δήμου∙ το δε σχέδιον της εκκλησίας επετράπη τω αρχιτέκτονι Κλεάνθει. 

τη δε 6 Απριλίου διωρίσθησαν υπό του δημοτικού συμβουλίου δύο επιτροπείαι, ων την μεν συναπετέλουν ο Ιωάννης Αποστόλου, Εμμανουήλ Μεστενεύς, Βασίλειος Δασκαλόπουλος ορισθέντες επί της εισπράξεως των εκουσίων συνεισφορών∙ την δε ο Κωνσταντίνος Σκυλίτζης, Ιωάννης Αντωνιάδης, Βασίλης Αργαστηριάρης και Γεώργιος Κανελλάς συμπράττοντες μεν τη άλλη επιτροπεία, όντες δε ιδία επί της αγοράς των υλικών και δαπάνης της οικοδομής∙ σύναμα δε διωρίσθησαν ο μεν αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Θετταλός ταμίας, ο δε Βασίλειος Δασκαλόπουλος γραμματεύς αυτού∙ γραμματεύς δε των δύο επιτροπών διωρίσθη τη 7 Απριλίου ο Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΦΥΛΛΟ, ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ.

Τη δε 9 Απριλίου έγραφεν ο δήμαρχος τω επάρχω ότι κατά την τη α΄ Μαρτίου τω αρχιτέκτονι δοθείσαν εντολήν το μεν μήκος της εκκλησίας έσται πήχεις τεσσαράκοντα, το δε πλάτος εικοσιτέσσαρας, το δε ύψος εκ της επιφανείας δέκα, το δ’ υπόλοιπον γενήσεται δενδροφυτεία και ότι όσον ούπω έμελλε να γένηται έναρξις της οικοδομής, εξητείτο την έγκρισιν επισυνάπτων και το σχέδιον του αρχιτέκτονος και ως πόρους προτείνων τας συνεισφοράς, τα εισοδήματα του αγίου Σπυρίδωνος, και εν ανάγκη δάνεια. Τη δ’ 11 του αυτού ητήσατο παρά του τελώνου ίνα μη τελωνίσει την διά πλοίου κομισθείσαν άσβεστον, διότι προυτίθετο να ζητήση παρά την ατέλειαν των οικοδομησίμων της εκκλησίας υλών.
Ούτω δε μετ’ ενθουσιασμού ιερού συνεισέφερον οι κάτοικοι της μικράς πόλεως και αυτοί οι άποροι, ώστε εν μια ημέρα δεκατρία πρόσωπα κατέβαλον 2,300 δραχμάς. Τη δε 27 η επιτροπή εξητήσατο παρά του δημάρχου ένθεν μεν ίνα μη προβή η οικοδομή μέχρις ου εξευρεθώσιν οι πόροι, ένθεν δε τον διορισμόν ως ταμίου ενός των μελών αυτής αντί του αρχιμανδρίτου Γερασίμου ευκολίας χάριν∙ ταύτα δε ίσως μαθών τη 4 Μαΐου παρητήθη ως ασθενών. Τη αυτή δ’ ημέρα απέστειλε και ο έπαρχος την προς οικοδομήν άδειαν.
Τη δε 8 Μαΐου εξέδωκεν ο δήμαρχος προκήρυξιν «προς τους φιλανθρώπους» λέγων ότι η εκκλησία «είναι το μόνον επιστήριγμα της θρησκείας μας, δι’ ην εφονεύθημεν, εδιώχθημεν, υστερήθημεν αδελφούς, γονείς και συγγενείς, ιδιοκτησίας κτλ». Τη δε 14 Μαΐου προσεκάλεσε

[ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΗ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΦΥΛΛΟΥ. Πρόκειται για σημειώσεις που μετά εντάχθηκαν στο κείμενο.

Άγιος Σπυρίδων

Τη 5 Μαρτίου 1836 καταγράφει ο δήμ. τα ιερά του ναού του αγίου Σπύριδωνος τα κατεχόμενα υπό του ηγουμένου της μονής αρχιμανδρίτου Συμεώνος, άτινα ήσαν:

Τη 15 Μαΐου 1836 απαντών ο μητροπολίτης Αττικής Νεόφυτος αιτείται αντίγραφον της περί ανεγέρσεως της του ναού οικοδομής αδείας.

Τη 16 Μαΐου 1836 προυκήρυξεν ο δήμαρχος: ότι τη 18 (ημέρα Δευτέρα) έμελλε να τεθή ο θεμέλιος λίθος του αγίου Σπυρίδωνος, καθ’ ην ώφελον άπαντα τα καταστήματα, εργαστήρια, καφενεία, οινοπωλεία, ξενοδοχεία, να μείνουσι κλειστά, άπαντες δ’ οι κάτοικοι παρεύρωνται εν τη  τελετή γενησομένη μετά την θείαν λειτουργίαν. 

Τη 3 Σεπτεμβρίου 1836 προσεκλίθη ο ενωματάρχης να λάβη δύο αμάξια προς μετακόμισην λίθων διά την εκκλησίαν.

Τη 10 Σεπτεμβρίου 1836 ο επίτροπος της εκκλησίας Ιωάννης Αντωνιάδης εκράτησε 30 δρχ. διά μισθόν του αυθαιρέτως όπερ προς το δημ. συμβούλιον γνωστοποιών ο δήμ. αποδοκιμάζει.

Τη 25 Σεπτεμβρίου 1836 ητήσατο παρά του δημ. συμβουλίου να εγκρίνη όπως αιτήσηται παρά της κυβερνήσεως να παραχωρηθή ο των οικοδομών φόρος μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1836 υπέρ της οικοδομής της εκκλησίας.

Τη 14 Δεκεμβρίου 1836 διωρίσθησαν επίτροποι προς …. των δαπανών της εκκλησίας Κ. Σκυλίτζης, 
Β. Αργαστηριάρης, Γ. Κανελλάς και Ιωάννης Αντωνιάδης]

ΤΡΙΤΟ ΦΥΛΛΟ, ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ.

να ιερουργήση κατά την ημέραν της καταθέσεως του θεμελίου λίθου ο Αθηνών Νεόφυτος, όστις τη 15 του αυτού επιστέλλων ητήσατο την περί ανεγέρσεως άδειαν.
Τη 14 δε Μαΐου πέμπει ο δήμαρχος τω επάρχω το τε πρώτον και το σχέδιον του Κλεάνθους κατά την από α΄ Μαρτίου δήλωσιν του δημάρχου μεταποιηθέν, όπως εκλέξη το έτερον.
Τέλος προεξωμαλίσθησαν τα πάντα∙ τη δε 18 Μαΐου ημέρα δευτέρα κατά προκήρυξιν τη 16 του δημάρχου πάντες οι κάτοικοι και πάροικοι Πειραιώς παρέστησαν εν τη εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος εις την μυσταγωγίαν∙ τα πλήθη συνωθούντο εκτός της εκκλησίας.
Ουδείς διέτριβεν εν τη πόλει ουδέ περί του έργου αυτού ησχολείτο∙ διότι εργαστήρια, καφενεία, οινοπωλεία, ξενοδοχεία και παν άλλο κατάστημα και καταγώγιον ην κεκλεισμένον. Μετά δε την λειτουργίαν ο λαός συνωστίζετο περί τα ορύγματα της ανεγερθησομένης εκκλησίας. Ενταύθα ετελέσθη ο αγιασμός, μεθ’ ον ετέθη ο θεμέλιος λίθος.
Αλλ’ η οικοδομή δεν προέβη, διότι το σχέδιον αυτής το υπό του Κλεάνθους εκπονηθέν έκειτο έτι υπό την γραφίδα του αρχιτέκτονος Σχαουβέρτου (Schaubert)∙ όπερ τέλος μόλις μεθ’ ένα μήνα, ήτοι τη 19 Ιουνίου, επεστράφη κατά πολύ μεταβεβλημένον. Ο Σχαουβέρτος δήλα δη κατά το προς τον δήμαρχον του επάρχου έγγραφον ευρών το του Κλεάνθους σχέδιον μεγαλοπρεπέστερον, πλούσιον και δυσανάλογον μετεποίησεν επί το ευπρεπές απλούν, ανάλογον και ολιγοδάπανον της γλυπτικής δ’ αναπληρουμένης εν αυτώ διά της ζωγραφικής κατά τον βυζαντινόν ρυθμόν, καθ’ ον μετεποιήθη και το δρύφακτον (τέμπλεον) αντί δε των δύο κωδωνοστασίων έν, κτισθησόμενον όταν ο δήμος ευπορήση∙ αι δε διαστάσεις διετηρήθησαν αι αυτά, ώστε, τιθεμένων τριών ανθρώπων επ’ εκάστου τετραγωνικού μέτρου, να περιέχη ο ναός 800 μέχρι 1000, πλην των υπό τας εκατέρωθεν

ΤΕΤΑΡΤΟ ΦΥΛΛΟ, ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ.

στοάς γυναικών. Αι δε δαπάναι περιωρίσθησαν εις 23,546 δραχμάς διά τον ναόν και εις 10,330 διά το κωδωνοστάσιον. Το σχέδιον τούτο ελιθογραφήθη εν τω βασιλικώ τυπογραφείω, καθάπερ και το νοσοκομείον, δι’ ό εδαπανήθησαν δραχμαί 372,44.       
Άμα δε το του Σχαουβέρτου σχέδιον απεστάλη, ήρξατο η οικοδομή κατ’ αυτό και μάλιστα από τη 3ης Ιουλίου προύβαινε δραστηρίως.
Τη δε α΄ Σεπτεμβρίου ητήσατο παρά του επάρχου την άδειαν του εκδούναι το σχέδιον του εγειρομένου ναού μετά προκηρύξεως προς τον λαόν υπέρ επί εισπράξει συνεισφορών. Μετά δε τούτο πανταχόθεν επεζήτει βοηθείας προς αποπεράτωσιν της οικοδομής∙ διό και τη 3η μεν Σεπτεμβρίου υπεχρέου τον ενωμοτάρχην ίνα λάβη δύο αμάξας προς μετακόμισιν λίθων∙ τη δε 21 εδημοσίευε την προς τους «αδελφούς ομογενείς και ομοθρήσκους» προκήρυξιν εν ή έλεγεν επί τέλει: «Διό, αδελφοί, ας φιλοτιμηθώμεν όλοι να συνδράμωμεν κατά δύναμιν το επιχειρισθέν έργον διά να έχωμεν χάριν προς τον θεόν»∙ τη αυτή δ’ επεκαλείτο την συνεισφοράν του πρέσβεως της Ρωσσίας Κατακάζη, όστις τη 12 Οκτωβρίου έπεμψε δραχμάς χιλίας: τη δε 23 εδημοσίευσε διά της εφημερίδος «Πρωϊνού Κήρυκος» το εκκλησιαστικόν συμβούλιον του ναού εξητείτο την των ευσεβών βοήθειαν∙ τη δε 25 Σεπτεμβρίου υπέβαλεν ο δήμαρχος τω δημοτικώ συμβουλίω ίνα αιτήσηται παρά της κυβερνήσεως να χορηγήση χάριν της εκκλησίας τον των οικοδομών φόρον μέχρι της 31 Δεκεμβρίου του αυτού έτους∙ τη δ’ 9η Οκτωβρίου διέταξε τον αστυνόμον, ίνα λαμβάνη ξύλα διά σκαλώματα, εξ ού δήλον ότι τότε εις ικανόν ύψος ην η οικοδομή. Αλλ’ ουδέν ήττον περί τον Νοέμβριον ιστάμενου τα χρήματα επέλιπον, ούτω δε η οικοδομή κατ’ ανάγκην διεκόπτετο, ητήσατο λοιπόν τη 17 Νοεμβρίου ο δήμαρχος παρά του δημοτικού συμβουλίου 9,000 έτι δραχμών προς αποπεράτωσιν του οικοδομήματος. 
Αλλ’ ένεκα

ΠΕΜΠΤΟ ΦΥΛΛΟ, ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ.

παροδικής τινός έριδος όσον απέβλεπεν εις τας γενομένας δαπάνας, το ποσόν δεν εχορηγήθη και αι εργασίαι της οικοδομής εχαλαρώθησαν και τη 28 Νοεμβρίου ο αρχικτίστης Παναγής Αγγελίνας ητείτο παρά του δημοτ. συμβουλίου ή την αποπληρωμήν των αυτώ οφειλομένων ή την καταμέτρησιν των κτισθέντων τοίχων και κατάπαυσιν της οικοδομής∙ τη αυτή ημέρα εξητείτο και ο ξυλέμπορος Π. Οικονομίδης την εξόφλησιν∙ διό και ο δήμαρχος ίνα μη αύται εντελώς διακοπώσι, τη μεν 15 Δεκεμβρίου εστράφη «προς άπαντας τους εν τη Ερμουπόλει, Τήνω και Μυκώνω παρεπιδημούντας ορθοδόξους χριστιανούς»  εξαιτούμενος χρηματικά βοηθήματα∙ τη δε 25 προς τον βαρώνον Μπέλιον του αυτού σκοπού ένεκα και βραδύτερον προς άλλους και προς τον Παναγιώτη Λεονταρίτην, προς ον έπεμψε και δύο σχέδια της εκκλησίας.
Τη δε 8 Ιανουαρίου 1837 εξητείτο ο δήμαρχος παρά του δημ. συμβουλίου, ίνα προς εκκαθάρισιν των δαπανών της εκκλησίας αντί των παραιτηθέντων εκ της επιτροπείας Ιωάννου Αντωνιάδου, Τζωρζή Κανελλά και Βασιλείου Αργαστηριάρη διορισθώσιν άλλοι.
Αλλ’ επειδή ένθεν μεν τα εκ συνεισφορών χρημάτων ήσαν ελάχιστα, το δε δημοτικόν συμβούλιον έδειξέ πως δυσπιστίαν ως προς την διαχείρησιν των χρημάτων, ου ένεκα και τα ειρημένα της επιτροπής μέλη παρητήθησαν, ένθεν δε δεκατρείς χιλιάδες δραχμών ωφείλοντο η οικοδομή διεκόπη. Τούτων ένεκα τη 30 Ιανουαρίου 1837 ο δήμαρχος ητήσατο παρά του δημοτικού συμβουλίου, ίνα ληφθώσιν ως δάνειον τα του μέλλοντος να κτισθή δημοτικού νοσοκομείου χρήματα, άτινα «αργά και ακίνητα», έκειντο. Εκείνο δε τη 2 Φεβρουαρίου 1837 ήγγειλε τω δημάρχω ότι ενέκρινε την πρότασίν του. Αλλ΄ουχί ήττον τα χρήματα ενεχειρίσθησαν τω δημοτικώ εισπράκτορι μόλις τη 12 Αυγούστου 1837.
Τη δε 17 Φεβρουαρίου έγραφε προς τον συντάκτην της «Ελπίδος» ο δήμαρχος περί «του ανεγερθέντος ήδη εν Πειραιεί και μη εισέτι προσφοροποιηθέντος (;) ναού του αγίου Σπυρίδωνος», πέμπων κατάλογον προς δημοσίευσιν συνεισφορών.

ΕΚΤΟ ΦΥΛΛΟ, ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ. Κάτω δεξιά του είναι κολλημένο ένα πλάγιο φύλλο χαρτιού.

Αλλά ου μόνον η έλλειψις χρημάτων, αλλά και η διχογνωμία του δημοτικού συμβουλίου και μάλιστα του προέδρου αυτού προς τον δήμαρχον εγένετο αιτία της βραδύτητος της τελειοποιήσεως της εκκλησίας. Ένεκα δε τούτου και οι κέραμοι προς στέγασιν της εκκλησίας εκτεθειμένοι 25,102 απώλοντο 3,852 κατ’ έγγραφον του εισπράκτορος της 8 Αυγούστου 1837.
Τη 16 Σεπτεμβρίου 1837 μεμφόμενος το δημοτικόν συμβούλιον ότι καταγίνεται «εις χαμερπή και παιδαριώδη πράγματα» προσκαλεί αυτό να μεριμνήση περί της στέγης της εκκλησίας, ης την κατασκευήν ηρνείτο το δημοτικόν συμβούλιον, διότι, ως εφρόνει, οι τοίχοι ήσαν ουχί στερεοί, εφ’ ω και διώρισεν επιτροπήν, ην απετέλουν  Ιωάννης Ράλλης, Γεώργιος Παλαμάρης και Διονύσιος Στυλιανέσης Ζακύνθιος ως ειδήμονες τέκτονες προς επιθεώρησιν των τοίχων της νεοδμήτου εκκλησίας, οίτινες τη 16 Σεπτεμβρίου 1837 εξέδωσαν την έκθεσιν τήνδε: «Οι υποφαινόμενοι τέκτονες προσκληθέντες παρά της δημαρχίας αυτής διά της υπ’ αριθ. 335 προσκλήσεώς της δια να παρατηρήσωμεν πρώτον την νεόκτιστον εκκλησίαν αν υπόκειται εις φθοράν διά τα οποία έλαβε σκάσματα∙ β΄ αν αυτή είναι εις κατάστασιν να βαστάξη το προς τελειοποίησιν της στέγης (σκεπής) βάρος και γ΄ να δώσωμεν εγγράφως τας παρατηρήσεις μας σαφώς όσας νομίσωμεν δι’ ης γίνεται λόγος εκκλησίας. –
Ένεκα τούτων πάντων ελθόντες επιτοπίως δις και πολλάκις εκάμαμεν τας απαιτουμένας εντέχνως παρατηρήσεις μας σκεφθέντες ακριβώς την διαρραγήν έσωθεν και έξωθεν, αποκρινόμεθα ειλικρινώς και ευσυνειδότως ως ακολούθως: Α΄ ότι δεν δύναται να βαστήξη βάρος της στέγης, εις την οποίαν ευρίσκεται κατάστασιν. Β΄ το ιερόν είναι κινδυνώδες, δηλαδή υποκείμενον να πέση. Γ΄ αν ληφθούν μέτρα, δύναται να στερεωθή και μείνη χωρίς να υπόκειται εις φθοράν. Ταύτα ομολογούμεν οδηγούμενοι από την πρακτικήν τέχνην μας, έχοντες και τον ορθόν λόγον προς οδηγίαν σας». Την έκθεσιν ταύτην υποβάλλων αυθήμερον ο δήμαρχος τω συμβουλίω προύτεινε να διορισθή είς τέκτων παρά της διοικήσεως και είς παρά του δημοτικού συμβουλίου ή και τριμελής επιτροπή δημοτών, ίνα κρίνη απρολήπτως, άτε θεωρών τους ειρημένους τέκτονας «ως μη ομολογήσαντες κατά συνείδησιν αμερόληπτον την αλήθειαν». Το δε δημ. συμβούλιον τη 21 του αυτού εγκρίνον την πρότασιν διήγγειλε τω δημάρχω:.. να ζητήσητε από την κυβέρνησιν διά να σταλθούν δύο ή τρεις φωτισμένοι αρχιτέκτονες, οίτινες συνεννοούμενοι με τους ειρημένους γνωμοδοτήσαντας και με τον κτίσαντα τα τείχη ταύτα τέκτονα να παρατηρήσωσιν επιτοπίως την δε έγγραφον γνωμοδότησίν των να καθυποβάλητε εις το συμβούλιον διά να φωτισθή έτι περισσότερον, αν το όντι ο ναός υπόκειται εις φθοράν και κίνδυνον, αφού προστεθή το προς τελειοποίησιν και της στέγης βάρος».
Τη δε 22 του αυτού έγραψεν ο δήμαρχος προς την διοίκησιν «να εκλέξη δύο ή τρεις των εμπειροτέρων αρχιτεκτόνων και να τους αποστείλη διά να κάμουν τας παρατηρήσεις των, οι ίδιοι να δώσουν και το σχέδιον μιας απλής και όχι πολυδαπάνου σκέπης της εκκλησίας, άμα και ένα προϋπολογισμόν δι’ αυτήν..». Τη δε 22 Δεκεμβρίου 1837 επέστειλεν η διοίκησις τάδε: 1. Η αναφανείσα ρήξις του ανωτέρω ναού προήλθεν α΄) διότι τα πρώτα θεμέλια, τα οποία κατεσκεύασεν ο δήμος χωρίς της συνδρομής αρχιτέκτονος, δεν έλαβον πλάτος ανάλογον του ύψους∙ β΄) διότι η πέτρα είναι κακής ποιότητος και εκτός τούτου και το μέρος, όπου αύτη ετέθη, κατειργασμένη ανεσκάφη εις την βάσιν της και δεν στηρίζεται

ΕΒΔΟΜΟ ΦΥΛΛΟ. Κάτω συνεχίζεται με ένα κολλημένο κομμάτι χαρτιού στο οποίο πλάγια δεξιά του είναι επίσης κολλημένο ένα μικρότερο.

παρά εις τα άκρα της. Μόλον τούτο η οικοδομή εκάθησεν ήδη όσον έπρεπε και ακολούθως η ρηθείσα ρήξις δεν φαίνεται ως δυναμένη να επιφέρη ζημίαν τινά∙ αλλά διά κάθε ενδεχόμενον είναι καλόν να ενισχυθούν αι στήλαι, επί των οποίων στηρίζονται οι θόλοι διά τοίχου, ως δείκνυνται εις το εσώκλειστον σχέδιον διά κοκκίνου χρώματος. – 2. Η στήλη [στέγη;] του ναού δύναται να τεθή χωρίς κίνδυνον, διότι αύτη δύναται να υποστηριχθή εσωτερικώς διά ξυλίνων στηλών». Ταύτα επέστειλεν τω δημάρχω μετά του προϋπολογισμού της στέγης η διοίκησις κατά την γνώμην των αρχιτεκτόνων Χάνσεν και Κομνηνού.
1838
Τη δε 25 Φεβρουαρίου 1838 ο διοικητής της στρατιωτικής σχολής παρεκάλεσε τον φρούραρχον Πειραιώς, ίνα επισήμως μάθη παρά της δημαρχίας πότε μέλλει να επαναρχίση η οικοδομή «της μεγάλης δημοτικής εκκλησίας» και τελειώση. Τη δε 28 του αυτού επέστειλεν ο δήμαρχος τω φρουράρχω: «Δεν γνωρίζομεν πότε δύναται να ξαναρχίση και ούτε ν’αποπερατωθή το κτίσιμον του κτηρίου της ενταύθα οικοδομουμένης εκκλησίας, μόλον ότι έχομεν καταβεβλημένην όλην μας την δυνατήν προσπάθειαν. Φρονούμεν ίσως γείνη έναρξις μετά τον προσεγγίζοντα μήνα ή εντός. Την αποπεράτωσιν ο καιρός δύναται να την δείξη από τα χαρηγούμενα της ευκολίας μέσα, άτινα ελλείπουσιν επί του παρόντος». Τη δε 12 Μαρτίου ητείτο παρά της διοικήσεως να διορισθή επιτροπεία της υπό της διοικήσεως ίνα, οσάκις το δημοτικόν ταμείον ευπορεί, προσκαλή εργάτας, εγγίζοντας μάλιστα του έαρος και του θέρους «ότε είναι αρκετή ως προς την οικονομίαν ωφέλεια». Τη 12 Απριλίου κτίσται εζητούντο να λάβωσι τα ημερομίσθια, άτινα ώφειλεν αυτοίς ο εργολάβος της κτίσεως των τοίχων της εκκλησίας Παναγιώτης Ροκάνης.
Τη 4 Ιουλίου εξέλεξε το δημοτικόν συμβούλιον τον αρχιτέκτονα Λαυρέντιον, Γεώργιον Παλαμάρην και Νικόλαον Βάθων τέκτονας, ίνα συντάξωσι κατάλογον των ποσών των δαπανηθέντων εις την οικοδομήν των τοίχων της εκκλησίας, το υδραγωγείον, των τριάκοντα δημοτικών παραπηγμάτων και της κρήνης άπερ πάντα [;] εγένοντο το 1836.
Τη δε 10 Ιουλίου και 17 ετελειώθη η τη 21 Ιουνίου προκηρυχθείσα δημοπρασία της αποπερατώσεως της εκκλησίας, ην ανέλαβεν ο Κωνσταντίνος Μάρτος ή Μαρτάκης αντί 14,900. Τη 18 υπεβλήθη τη διοικήσει, ήτις τη 7 Αυγούστου επεκύρωσε την δημοπρασίαν. Τη δ’ 11 Ιουλίου προσεκάλεσεν ο δήμαρχος τον εργολάβον, ίν’ άρξηται τας εργασίας της εκκλησίας.
Τη 3 Σεπτεμβρίου παρεπονούντο οι εργολάβοι Κωνσταντίνος Μαρτάκης και Ζαννής Τηνιακός ότι ο αρχιτέκτων δεν έδιδεν αυτοίς την άδειαν να αρχήσωσι, εζημιούντο δε πληρώνοντες εργάτας. Διά τούτο τη 12 Σεπτεμ[βρίου] ήγγειλεν ο δήμαρχος τη διοικήσει ότι ο αρχιτέκτων Λαυρέντιος δεν ήθελε να επιστατή τη οικοδομή της εκκλησίας∙ δι’ ό παρεπονούντο οι εργολάβοι. Η δε διοίκησις τη 28 Σεπτεμβρίου επέστειλε να επιστατήση μέχρις ότου ενεργηθώσι τα δέοντα∙ ο αρχιτέκτων ηρνείτο∙ ο δε δήμαρχος ήγγειλε τούτο τη 5 Οκτωβρίου∙ η δε διοίκησις ήγγειλε τω δημάρχω, ότι «μολονότι θεωρεί [η γραμματεία των εσωτερικών] τους λόγους του αρχιτέκτονος, δι’ ους αποποιείται την επιστασίαν του εις την περί ης ο λόγος οικοδομήν αρκούντως δικαιολογημένην, επροσκάλεσε μόλα ταύτα αυτόν να επιθεωρή την οικοδομή ταύτην οσάκις του επιτρέπουν αι δημόσιαι εργασίαι του».       
Τη 12 Οκτωβρίου 1838 εξητήσαντο δύο τέκτονες Χαράλαμπος και Απόστολος ίνα κατασκευάσωσι την στέγην του ναού χωρίς να κρημνισθή το οικοδόμημα, ως προύτεινάν τινες, ή και μέρος αυτού, ως είπον άλλοι.
Τέλος η εργασία προέβη∙ αλλ’ επέλιπον τα χρήματα∙ διότι αντί των εν τω προϋπολογισμώ του δήμου εψηφισμένων 5,000 απητούντο 14,900, ων αι δύο πρώται δόσεις έπρεπε να συμπληρωθώσι τον Οκτώβριον∙ διό τη 10 Νοεμβρίου εζήτει  δήμαρχος παρά του δημοτικού συμβουλίου πίστωσιν, όπερ τη 15 του αυτού ενέκρινεν αυτήν. Την δε 17 εδήλωσεν ο δήμαρχος τη διοικήσει∙ τη δε 15 Δεκεμβρίου προύτεινεν ο δήμαρχος τω δημοτικώ συμβουλίω να δοθώσι τω εργολάβω Π. Αγγελίνη 6,000 όσον της εργασίας ην γεγονός.

[Πρόσθετο κομμάτι κολλημένου χαρτιού]

Τη επιτροπή ταύτη προς οδηγίας αυτής υπέβαλεν ο δήμαρχος τη 9 Δεκεμβρίου 1838 ότι πλην της συμφωνίας εδαπανήθησαν και τάδε: α΄ διά πυρίτιδα δραχμαί 600∙ β΄ εις επιστασίαν του τοίχου τω επιστάτη Δημητρίω Δαμιανώ 550∙ γ΄ δύο εργάταις επιχρέχουσι τον τοίχον 400∙ δ΄ διά μεγάλα αγκωνάρια των τοίχων 350∙ ε΄ διά πωρία των θυρών και ημερομίσθια 1550. Τη δε 28 Δεκεμβρίου ότι προς τούτοις και 8 χιλιάδες πωρία της Κιμώλου ετέθησαν εκτός [;] της συμφωνίας εν τη οικοδομή αξίας 1500 δραχμών.    

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ

[Τη 14 Μαΐου 1836 αγγέλλει ο δήμαρχος τω επάρχω ότι την θέσιν της εκκλησίας του αγίου Σπυρίδωνος προσδιώρισεν ο αρχιτέκτων Κλεάνθης]
[Τη 19 Μαΐου 1836 προεσεκλήθη ο Κωνσταντίνος Σκυλίτζης να πληρώση 50 δρ. τω Κωνσταντίνω Αδαμοπούλω διά τελευταίαν φοράν ως γραμματεά της εκκλησίας! (κατά την οικοδομήν;)]
[Τη 20 Ιουνίου 1836 συνέταξε τον προϋπολογισμόν ο αρχιτέκτων Schaubert μετριάσας τον προϋπολογισμόν του Κλεάνθη εις 23, 546 και του κωδωνοστασίου 10,330]
[Τη 8 Φεβρουαρίου 1836 εζήτησε παρά του δημάρχου ο έπαρχος κατάλογον των ιερών σκευών του αγίου Σπυρίδωνος]

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ αναφερόμενο κακώς με τίτλο «Αγία τριάς». Είναι βέβαιο όμως ότι πρόκειται για τον Άγιο Σπυρίδωνα.

Τη δε 3 Δεκεμβρίου 1837 ητήσατο παρά της διοικήσεως ο εγγυητής του εργολάβου της στέγης του ναού ναπαλλαγή, διότι ο δήμαρχος παρά τα συμπεφωνημένα επέβαλε και άλλας εργασίας του ναού.

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ

Απολογισμός εσόδων και εξόδων
του ναού του αγίου Σπυρίδωνος.

1837 Ιουλίου 18 – 1838 Ιουλίου 3.

Έσοδα
Δραχμαί   λεπτά
2,020          15
 
Έξοδα
Δραχμαί   λεπτά
2, 198        62
 
ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ

Εκκλησία αγίου Σπυρίδωνος
Ιερείς εφημέριοι.
1836
Χαρίσης ιερεύς – διωρίσθη τη 24 Απριλίου 1836.

ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ

Επιτροπή του αγίου Σπυρίδωνος.

1837 – 1838 24 Αυγούστου – Παρητήθησαν τη 24 Αυγούστου.
Ιωάννης Αποστόλου
Ιωάννης Ράλλης
Π. Οικονομίδης

1838. 16 Σεπτεμβρίου προυτείνονται υπό του δημοτικού συμβουλίου.
30 Σεπτεμβρίου εκοινοποιήθη ο διορισμός αυτοίς.
Ιωάννης Αποστόλου
Ιωάννης Σιώτος
Ευστάθιος Σακελλαρίου.

ΣΧΟΛΙΑ
Με την κατάργηση της μονής πολλοί δανειστές της που είχαν στα χέρια τους χρεωστικές ομολογίες ζήτησαν τα χρήματά τους από το Εκκλησιαστικό Ταμείο. Χωράφι ενός περίπου στρέμματος κοντά στο χωριό Κουρσαλά (Κορωπί) «ανήκον εις το διαλυθέν εν Πειραιεί μονήδριον του Αγίου Σπυρίδωνος» εκτέθηκε σε δημοπρασία εκποίησης και ζητήθηκε από τον Σταμάτη Κακάτζη ή Κακάκη. Εκεί οι μοναχοί του Αγίου Σπυρίδωνα κατηγορούσαν τον Σταμάτη Θεοχάρη - του οποίου τα χωράφια συνόρευαν με εκείνα της μονής - ότι καταπατούσε τις καλλιέργειές τους.
Ο Συμεών Μαρμαροτούρης παρουσίασε έγγραφα και μάρτυρες ότι διέθετε δικά του κτήματα «επί του δεξιού μέρους του Πειραιώς» τα οποία θεωρήθηκαν δημόσια ιδιοκτησία «διά την αποικίαν των Χίων». Έγινε εκτίμηση της αξίας τους και στα 1837 βγήκε απόφαση να πληρώνει το Εκκλησιαστικό Ταμείο «εις τον Κύριον Μαρμαροτούρην επί ζωής του, τον κανονικόν τόκον προς οκτώ τοις εκατόν, αφ’ ης ημέρας τα κτήματα αυτά άρχησαν να δίδουν απολαβήν, χωρίς να ημπορεί πλέον ο ρηθείς να απαιτήση ποτέ άλλην αποζημίωσιν». 
Για το έτος 1838 το ποσόν ανερχόταν σε 3542,56 δραχμές που το έλαβε καθυστερημένα λίγους μήνες αργότερα, μέσα στα 1839. Ο αρχιμανδρίτης Συμεών Μαρμαροτούρης «ετελεύτησεν την 23 Μαρτίου 1847».             
Φωτογραφία του πρώτου ναού του αγίου Σπυρίδωνος δεν υπάρχει λόγω παλαιότητας.
Αντίθετα του επόμενου, σύγχρονου ναού έχουμε πολλές με την όψη που βλέπει προς τον Τινάνειο κήπο.
Χάνδλερος = Richard Chandler, 1738-1810. Στην Αθήνα ήλθε το 1765.
Δύο φελώνια σηρικά = δηλαδή δύο μεταξωτά φελώνια.  
Πρέσβης της Ρωσίας Κατακάζης = Γαβριήλ Κατακάζης, 1794 - 1867.  
Βαρώνος Μπέλιος = Κωνσταντίνος Δημητρίου Μπέλιος, μέγας Έλληνας ευεργέτης, 1772 - 1838. Από τις αρχές Δεκεμβρίου 1936 έως τον Μάρτιο 1837 βρισκόταν στην Αθήνα όπου έκανε πολλές δωρεές και μαζί με άλλους ίδρυσε την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Εφημερίδα Ελπίς. Του Κωνσταντίνου Λεβίδη.

Από την συλλογή μου: Ενοριακόν προσκυνηματικόν αφιέρωμα επί τη σεπτή μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος. Πολιούχου Πειραιώς. #  Έκδοσις Ι. Καθεδρικού Ναού Αγ. Σπυριδώνος Πειραιώς. 12 Δεκεμβρίου 1962. Έκδοσις Β΄, βελτιωμένη. – « Το εκ της πωλήσεως του παρόντος τεύχους προϊόν θα διατεθή προς ενίσχυσιν του Παιδικού Συσσιτίου..». Διαστάσεις 16,8Χ12 σ. 24. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το άρθρο του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου στο οποίο συνοπτικά αναφέρεται ο Πόπης στο βιβλίο του (σελ. 55 - 56). Είχε δημοσιευθεί “εις μικρόν φυλλάδιον τη 12.12.37 υπό τον τίτλον «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος  - Προς τους Πειραιείς και τους φίλους του Πειραιώς - (επί τη εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος)» και διενεμήθη εις τους προσκυνητάς της πανηγύρεως του έτους εκείνου”. Στην εισαγωγή αναφέρεται «Προτιθέμενοι, από ετών, να καταρτίσωμεν ιστορίαν του εν Πειραιεί Ι. Ναού Αγίου Σπυρίδωνος, και μη δυνηθέντες μέχρι τούδε να συλλέξωμεν το απαραίτητον ιστορικόν υλικόν, διά λόγους ανεξαρτήτως της θελήσεώς μας, περιοριζόμεθα, επί του παρόντος, να προσφέρωμεν εις τους ευσεβείς προσκυνητάς του το παρόν τεύχος».