Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Ανέκδοτες φωτογραφίες και στοιχεία για τον Πειραιά μέσα από ένα οικογενειακό άλμπουμ.


                                                                                 Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

«Ο Πειραιάς είναι καημός..»      

Η μεγάλη πρόκληση στο διαδίκτυο είναι ότι μπορούν να επικοινωνήσουν και να συναντηθούν άγνωστα μεταξύ τους άτομα που βρίσκουν κοινά ενδιαφέροντα σε παρόμοια ζητήματα. Αναζητώντας να διαβάσουν και να ενημερωθούν εντοπίζουν κάποιο έτοιμο blog, το ψάχνουν ανάλαφρα ή, αν είναι προχωρημένοι κι αναγνωρίζουν την ανιδιοτελή προσπάθεια του δημιουργού του, εκτιμούν την φερεγγυότητά του, απευθύνονται σε αυτό σχολιάζοντας, διορθώνοντας, συμπληρώνοντας ή πλουτίζοντας με νέα άρθρα την ανάρτηση.
Έτσι γνώρισα τους αδελφούς Μαραγκάκη, τον Νώντα (γεν. 1940, φοίτησε στην Σχολή Ευελπίδων, τάξη του 1963, υπηρέτησε στο Σώμα Υλικού Πολέμου, αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου στα 1994) και τον Μανώλη (γεν. 1946, υπηρέτησε ναύτης στο λιμενικό, εργάστηκε ως ειδικός της πληροφορικής).
Πατέρας τους ήταν ο Θεόδωρος Μαραγκάκης, 1907-1973, ο οποίος εργάστηκε ως οδηγός τρόλεϊ στην ΗΕΜ. Πιο πριν, ο δικός του πατέρας Επαμεινώνδας (πέθανε στις 29.5.1941, σύζυγός του η Μαρουσώ Φιορεντίνου από την Μύκονο, έκαναν δυο παιδιά, τον Θεόδωρο και την Ευγενία) από την Σύρο με καταγωγή τα Μοσχονήσια έξω από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), ναυπηγοξυλουργός, ήλθε στον Πειραιά και είχε ναυπηγείο στον Άγιο Διονύσιο από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Μεταφέρθηκε στο Πέραμα μέχρι που έκλεισε προπολεμικά, γύρω στα 1939. Ο χώρος του αποτελεί σήμερα τμήμα του ναυπηγείου που ίδρυσε ο Εμμανουήλ Γεωργίου Ψαρρός από την Σύμη, στην Λεωφόρο Δημοκρατίας 90 (στάση Μπλαζάκη).  
Περισσότερα θα γράψω όταν οι δύο αδελφοί Μαραγκάκη (κατοικούν πλέον στο Κάτω Χαλάνδρι) θα είναι έτοιμοι να μου μεταδώσουν και γραπτώς τις αναμνήσεις τους. Εδώ θα αρκεστώ να παρουσιάσω όσες φωτογραφίες αφορούν στον Πειραιά από εκείνες που διασώθηκαν από την εκκαθάριση ή διατηρήθηκαν στο οικογενειακό τους λεύκωμα (το θαύμασα και το ζήλεψα έτσι όπως ήταν οργανωμένο και υπογραμμισμένο με σημειώσεις). Μέσα από τις εξωτερικές λήψεις τοπίων και προσώπων, καθρεφτίζεται «η γενιά των παιδεμένων παιδιών», των βασανισμένων των δύσκολων μετακατοχικών χρόνων που ευτυχώς τα περισσότερα τα κατάφεραν με τον κόπο τους γιατί είχαν αρχές, ιδανικά και στόχους.  
  
Στο ναυπηγείο του Περάματος, μία ζεστή ημέρα του 1932. Πάνω στο καΐκι ο Θεόδωρος Μαραγκάκης      και η αδελφή του Ευγενία. Τέλη του 1915 εγκρίθηκε από το Υπουργείο της Συγκοινωνίας και την Επιτροπεία Λιμένος Πειραιώς η άρση «των κατά την παραλίαν Αγ. Διονυσίου του λιμένος των Αλών ιδιωτικών ναυπηγείων» με πρόταση χωρίς δέσμευση - επειδή το δημόσιο δεν μπορούσε να κάνει υποδείξεις σε ιδιώτες - να μεταφερθούν στον  Όρμο του Αγίου Γεωργίου με την προϋπόθεση να ληφθούν μέτρα ώστε να τεθεί φωτισμός, να υπάρξει παροχή ύδατος, να γίνουν δρόμοι, να επεκταθεί η συγκοινωνία κ.λ.π. Οι ενδιαφερόμενοι αγόρασαν ή ενοικίασαν σταδιακά παράλιους χώρους από την Δραπετσώνα μέχρι το Πέραμα.





Τρεις σπάνιες άδειες νυχτερινής κυκλοφορίας στον Πειραιά και στην Αθήνα. Ο Θεόδωρος Μαραγκάκης ως οδηγός στην Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών (λειτούργησε με αυτήν την ονομασία στα χρόνια 1929-1941) έπρεπε - από τον τόπο κατοικίας στον προορισμό στην υπηρεσία του ή στην επιστροφή - να την επιδεικνύει στις Αρχές. Διέμενε στον Πειραιά, στην οδό Μεσολογγίου αρ. 74. 
Το σπίτι μετασκευάστηκε, του άλλαξαν πρόσοψη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Σύνηθες φαινόμενο στα παλαιά έγγραφα, οι φωτογραφίες που έδειχναν το πρόσωπο του κατόχου της άδειας αφαιρέθηκαν αργότερα. Το πρώτο λεωφορείο της ημέρας ήταν το Υπηρεσιακό που μάζευε από ορισμένα σημεία της πόλης τους οδηγούς για να τους μεταφέρει στο αμαξοστάσιο του Νέου Φαλήρου (κτιστοί τοίχοι με μεταλλική στέγη για τα τραμ και τα τρόλεϊ. Γκρεμίστηκε σε πολύ λίγο χρόνο γύρω στα 1969 για την διευθέτηση του παράλιου χώρου, μεταφέρθηκε παραπέρα σε ανοιχτή μάντρα):     

3 Ιουνίου 1941. Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών. Έντυπο στην γερμανική και ελληνική γλώσσα.

8 Σεπτεμβρίου 1941. ORTSKOMMANDANTUR PIRÄUS. Έντυπο στην γερμανική γλώσσα.

10/15 Οκτωβρίου 1941: Έντυπο στην ιταλική και ελληνική γλώσσα.
  

1949. Πλατεία Καραϊσκάκη, ο Θεόδωρος Μαραγκάκης με τους γιους του. Πίσω τους το Ρολόι, το παλιό Δημαρχείο. 

Χριστούγεννα 1954. Ο Θεόδωρος Μαραγκάκης με τον γιο του Μανώλη στο Νέο Φάληρο, λίγο έξω από το "Μέγα Ξενοδοχείον του Νέου Φαλήρου" ή του Παππά ή του Ρούσσου από τον επιχειρηματία που είχε το καφενείο - ζυθοπωλείο και τον διευθυντή αντίστοιχα. Διώροφο στην αρχή, επισκευάστηκε και προστέθηκε ακόμα ένας όροφος. Κατεδαφίστηκε στα 1961. Ευχαριστώ την κυρία Σταυρούλα Μπαλοπούλου για την υπόδειξή της. Ο Μανώλης υπήρξε μαθητής στο Α΄ Γυμνάσιο Πειραιά (Ιωνίδειος) στα 1958-1964.


Φεβρουάριος 1955. Τα δύο αγόρια Μαραγκάκη στο Καστράκι της Δραπετσώνας. 



Προλιμένας, 1956. Στο χειμωνιάτικο τοπίο διακρίνεται ο κυματοθραύστης, η Ψυττάλεια, τα Λιπάσματα, το όρος Αιγάλεω..
 

Προλιμένας, 1956. Οι εγκαταστάσεις και στις δύο πλεύρες του λιμανιού δείχνουν την μεταπολεμική αποκατάσταση των ζημιών και τον σχεδιασμό για τον εκσυγχρονισμό του από τον ΟΛΠ.   


Ακτή Ξαβερίου, 1956. Η στεριά αναπαύει μια ξύλινη βάρκα και η θάλασσα αναδεύει πλοία με καμινάδες. Γερανοί και μηχανές βοηθούν στο έργο των λιμενικών υπαλλήλων.


1956. Λιμάνι. Δεξαμενή. Ένας μαντρότοιχος εμπόδιζε την πρόσβαση.


1956, Ρολόι, Δημαρχείο Πειραιά. Διακρίνεται το ξενοδοχείο ΠΑΡΘΕΝΩΝ και η Εμπορική Τράπεζα. Πίσω από την πρόσοψή της, η Αγία Τριάδα στέκεται βαριά τραυματισμένη από τους βομβαρδισμούς. Από το ίδιο σημείο έχουμε και το γνωστό επιστολικό δελτάριο του Παγκόσμιου Ταχυδρομικού Συνδέσμου. (Εκδότες Πάλλης και Κοτζιάς, αριθμός 159).  


Ιανουάριος 1958. Ο Θεόδωρος Μαραγκάκης, οι γιοι του Νώντας και Μανώλης με τον εξαδελφό τους Άρη Νικολόπουλο, γιο της Ευγενίας. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Νικολόπουλος εργάστηκε στα πειραιώτικα ποτοποιεία του Πουρή και του Θωμόπουλου.


Το Δημοτικό Θέατρο στα 1964. Όσοι κατέβαιναν στον Πειραιά με την φωτογραφική μηχανή τους δύσκολα ξέφευγαν από τον πειρασμό να μην βγάλουν μια φωτογραφία του.


1964. Στα σκαλάκια της Τερψιθέας. Πάνω στην λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, τώρα Ηρώων Πολυτεχνείου, βλέπουμε την Β΄ Μεραρχίας με τους κάτω κήπους της. Λίγα χρόνια αργότερα σκεπάστηκαν για να ανοίξει ο δρόμος για την ταχεία κυκλοφορία των αυτοκινήτων.   


Κάθοδος προς το Τουρκολίμανο (Μικρολίμανο ονομάστηκε στα επόμενα χρόνια), 1965. Ο Μανώλης Μαραγκάκης (δεξιά) με τον συμμαθητή του Φωκίωνα Γεωργακόπουλο (αριστερά με το πουλόβερ), μετέπειτα πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όρθιοι στην οδό Παπαδιαμάντη, μπροστά από τις βίλες της οδού Παυσιλύπου.


1967. Το τραμ του Περάματος στο ύψος της Ακτής Κονδύλη 32 όπου το κτήριο του ΟΛΠ στέγαζε υπηρεσίες του Τελωνείου. Είχε αφετηρία την πλατεία Λουδοβίκου δίπλα στον Ηλεκτρικό Σταθμό. Ένα αστικό λεωφορείο προβάλλει από την Αιτωλικού. Τώρα έχει μονοδρομηθεί κι ανεβαίνει προς Νίκαια.
 
Δεν θα αντέξω στον πειρασμό, θα συνεχίσω με ακόμα τέσσερις φωτογραφίες, αυτή την φορά από την Αθήνα. Όλες οι χρονολογίες είναι όπως καταχωρήθηκαν από τον Νώντα και τον Μανώλη Μαραγκάκη.


Χαυτεία, 27 Ιουλίου 1943. Η οικογένεια παραθέριζε στην   Μαγκουφάνα, την σημερινή Πεύκη. Το λεωφορείο έφτανε μέχρι ένα κοντινό σημείο, μετά περπατούσαν αρκετά με τα πόδια.      Λόγω των βομβαρδισμών για ένα διάστημα και μέχρι την απελευθέρωση μετακόμισαν στην Καλλιθέα, κοντά στην Πλατεία Δαβάκη. Εικονίζεται η Ελευθερία Παναγιώτου (1914-1992), σύζυγος Θεοδώρου Μαραγκάκη. Γεννήθηκε στην οδό Τομπάζη.    Ο πατέρας της Εμμανουήλ, ύστερα από πολλές περιπέτειες στα καράβια, έκανε εμπόριο με κάρβουνα και κρασί. Μετά τον γάμο το ζεύγος έμεινε στην οδό Σαλαμίνος. Παρατηρώ πόσο αδύνατος, «σκελετωμένος» είναι ο διαβάτης πίσω της, ίσως από ασιτία, ο κόσμος τότε πέθαινε στον δρόμο.  

Πλατεία Ομονοίας, Ιούλιος 1944. Ο Θεόδωρος Μαραγκάκης με τον γιο του Νώντα. Όλα δείχνουν φυσιολογικά. Οι επιγραφές διεύθυνσης πίσω είναι στα γερμανικά για να ενημερώνουν τους τότε κατακτητές, σήμερα έχουμε αντίστοιχες γραμμένες στα λατινικά για τους τουρίστες.. 

Οδός Πανεπιστημίου, 25 Μαρτίου 1946. Ο Θέοδωρος Μαραγκάκης με τον γιο του Νώντα. Θυμάται ότι εκεί κοντά ήταν το Σινεάκ, αριστερά του Ρεξ, που έπαιζε μόνο παιδικά έργα, μορφωτικά, επίκαιρα. Ο Νώντας τελειώσε το Β΄ Γυμνάσιο Πειραιά, στην οδό Αφεντούλη.  


Χριστούγεννα 1954. Τα αδέλφια Μαραγκάκη στην Αθήνα. Βρισκόμαστε στους «Αέρηδες» δηλαδή στο μνημείο - ωρολόγιο του Ανδρονίκου του Κυρρήστου στην Ρωμαϊκή Αγορά.
       





Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Λυμπέρης.


Ένας λαϊκός ποιητής και καλλιτέχνης.
  

                                                                             Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. 


Ό,τι ζούμε κι υποφέρουμε αυτήν την ακατανόητη εποχή κρίσης, μια παρατεταμένη περίοδο «κοσμογονικών» αλλαγών ή πιεστικές καταστάσεις που καθορίζονται από άλλα κέντρα εξουσίας μέχρι να βγει το επιθυμητό για αυτά αποτέλεσμα, για να ξεφύγουμε κάπως, περιορίζουμε αναγκαστικά τις διαδικασίες των κοινωνικών επαφών στο κοντινό περιβάλλον και αναζητούμε νέους δεσμούς με άτομα κι ομάδες που «νιώθουν» καλλίτερα τις πνευματικές μας ανησυχίες.
Στα σαράντα περίπου χρόνια που ασχολούμαι με πράγματα αφορώντα στον Πειραιά, είχα το προνόμιο να δω ενδιαφέροντα πρόσωπα, να ενταχθώ σε πολλούς φιλικούς κύκλους – μικρές παρέες ανδρών και γυναικών – που συναναστρέφονταν σε σπίτια, γραφεία, δημόσιους χώρους, μαγαζιά, καφετέριες ή καφενεία εκτονώνοντας την λογοτεχνική, εικαστική, καλλιτεχνική τους ενέργεια. Δυστυχώς οι περισσότερες αυτές συντροφιές δεν υφίστανται πλέον αφού εξέλειπαν οι ίδιοι οι άνθρωποι που τις αποτελούσαν.. 
Παρ’ όλες τις απώλειες, τώρα που έχει μειωθεί η ένταση, έχει πέσει η ποιότητα των κάθε είδους συζητήσεων κι οι συνθήκες μας ωθούν να διαπιστώσουμε με απογοήτευση την πνευματική μοναξιά, κάτι φαίνεται να κινείται..
Μια ενθαρρυντική αναλαμπή είναι η γνωριμία μου με τον Γιάννη Λυμπέρη, σεμνή παρουσία που έγινε καλός φίλος από τότε που εγγράφηκε ως μέλος στην Φιλολογική Στέγη. Το «εργαστήρι» του κοντά στην Πηγάδα, με γυρίζει στα παλιά και μου εξασφαλίζει την βεβαιότητα ότι σε κάθε γωνιά της πόλης διατηρούνται ακόμα λαμπερές ανθρώπινες μορφές που δημιουργούν αφανείς μεν αλλά δραστήριες εστίες πολιτισμού, που αν τις ανακαλύψεις θα είσαι πολύ τυχερός...

Ίσως το αύριο που αναπολάμε
είναι το σήμερα που σπαταλάμε..
..............................................

[Έχω κουραστεί να μετρώ
τις ώρες απ’ το ρολόι
και τα φύλλα
απ’ το ημερολόγιο..]
      
Ο Γιάννης Λυμπέρης γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1941 στον Πειραιά.
Ο παππούς του παππού του καταγόταν από την Κοίτα της Μάνης. Ένας καλός φίλος με πληροφόρησε ότι εκεί υπάρχει και πυργόσπιτο των Λυμπέρηδων. Έζησε στην Ίο, πήρε για σύζυγό του μια Αμοργιανή που την έλεγαν Ειρήνη και φυσικά είχε το παρατσούκλι «η Αμοργιανιά». Ο παππούς του λεγόταν Γιάννης, η γιαγιά του Σοφία Κοντονικολή. Ο πατέρας του Γεώργιος Λυμπέρης ήλθε έφηβος από την Ίο στον Πειραιά. Εργάστηκε τορναδόρος εφαρμοστής στο εργοστάσιο Ροντήρη -Στρουμπούλη (ΡΟΣΤΡΟ, επιτάχτηκε από τους Γερμανούς για να παράγει πολεμικό υλικό, οι εργάτες λάμβαναν από μιά κονσέρβα) στην Μεθώνης και Αιτωλικού. Εκεί έδιναν τις εξετάσεις τους και έκαναν την πρακτική τους (σβουράκια κ.ά.) οι σπουδαστές από άλλες σχολές.
Η μητέρα του Ευφροσύνη (η δική της μητέρα λεγόταν Θεοδώρα το γένος Χελιδονάκη, ο πατέρας της Στέφανος Κτιστάκης ήταν μεγαλέμπορος από την Σύρο),    πολύ καλή γυναίκα, γεννήθηκε στον Πειραιά.
 Έμεναν στον Άγιο Διονύσιο όπου στην οδό Παπαστράτου γέννησαν τον Γιάννη. Αμέσως μετά μετακόμισαν στα Ταμπούρια, στην Παπαφλέσα 50. Θυμάται ακόμα στους βομβαρδισμούς ότι ειδοποιούσε την μητέρα του φωνάζοντας : - Ήνες.. - ήνες.. δηλαδή - Σειρήνες.. -Σειρήνες..
Το σπίτι υπήρχε ακόμα όταν το επισκέφτηκε.
Στα 1944 γεννήθηκε ο αδελφός του Λευτέρης.
Έφυγαν γύρω στο 1946 κι έμειναν για αρκετά χρόνια στην οδό Κρεββατά 41 όπου μεγάλωσαν και στην οικογένεια προστέθηκαν ακόμα δυο μέλη, η Σοφία (1947) και η Θεοδώρα (1948).

Φωτογραφία γύρω στα 1948. Η μητέρα Ευφροσύνη με τα τέσσερα παιδιά της περπατώντας την Αντωνίου Θεοχάρη. Με την σειρά, ο Λευτέρης, ο Γιάννης, η Σοφία, η Θεοδώρα.

Ο Γιάννης πρωτοπήγε σχολείο στο ιδιωτικό της Γιούλας (Παναγιούλας Μιχαλοπούλου – Πλαφουτζή. 
Το σχολείο ιδρύθηκε στα 1931, έχει τις κτηριακές του εγκαταστάσεις στην οδό Φιλικής Εταιρείας 30 [Κεντρικά γραφεία, Βρεφονηπιακός σταθμός “baby’s academy”], στην Φιλικής Εταιρείας 32 [Κτήριο Νηπιαγωγείου - Δημοτικού Σχολείου] και στην Αγίας Μαρίνας 36 [Κτήριο Γυμνασίου - Λυκείου].
Με απόφαση του ιδιοκτήτη του εκπαιδευτηρίου Ευάγγελου Πλαφουτζή έκλεισε μετά από 84 χρόνια, τώρα τον Σεπτέμβριο του 2015 λόγω της κρίσης, της μείωσης των εγγραφών μαθητών και με τελειωτικό χτύπημα την πρόσφατη αύξηση του Φ.Π.Α. στο 23%. Έτσι δεν θα ξαναδούμε τα κίτρινα φορτηγάκια του να μεταφέρουν τα παιδιά..
Συνέχισε στο «Πανελλήνιο» Δημοτικό Σχολείο. Πρόκειται για το 22 Δ. Σ. που στεγαζόταν τότε στον πάνω όροφο κτηρίου στην γωνία Κανάρη 8 και Χατζηκυριακού, είσοδος από την οδό Κανάρη, στο ισόγειο ήταν ένα ξυλουργείο. Μεταφέρθηκε στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της Χατζηκυριακού 2 και Σαχτούρη. 
Το σχολικό έτος 2011-2012 συγχωνεύτηκε με το 24ο Δ. Σ., οπότε κράτησε την αρίθμηση, 22ο.

Ο Γιάννης και ο αδελφός του Λευτέρης Λυμπέρης έφηβοι στην οδό Κρεββατά 41.

Φοίτησε στην Νυχτερινή Επτατάξιο Εμπορική Σχολή Μέσης Εκπαίδευσης, στο παλαιό κτήριο της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου 39, μεταξύ Ευριπίδου και Καραΐσκου, που αργότερα στέγασε το Οικονομικό Γυμνάσιο κι από το 1977 νομίζω, το 10ο Γυμνάσιο Πειραιά. Στα 19 του συνάντησε έναν γνωστό του στην Τερψιθέα και πείσθηκε να γραφτεί στην ιδιωτική «Ραδιοναυτική Σχολή» του Β. Βρανά, Ραδιοτηλεγραφητών και Ηλεκτροτεχνικών Εμπορικού Ναυτικού, Χαριλάου Τρικούπη 16 και Λεωσθένους (Υπάρχει το κτήριο, στο ισόγειο στεγάζεται ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Απέναντι είχαν κι άλλους χώρους για τα όργανα και την πρακτική εξάσκηση).



    Το κτήριο της Χαριλάου Τρικούπη 19 και Λεωσθένους στο οποίο στεγαζόταν η σχολή Βρανά.


 Έτσι έγινε ασυρματιστής. Αφού η Σχολή δεν ήταν δημόσια, έπρεπε να κάνει την υπηρεσία του σε πλοία ως δόκιμος ναύτης επί 18 μήνες. Ταξίδευσε σε όλον τον κόσμο με φορτηγά και γκαζάδικα καράβια. Αρχικά με το M/V RYTHME του Λαιμού. Ύστερα με τα επιβατικά ΠΑΤΡΙΣ, ΕΛΛΗΝΙΣ του Χανδρή (εδώ ήταν δόκιμος ασυρματιστής και πυροσβέστης για περισσότερα χρήματα), του Λαιμού, του Μαμιδάκη, του Παπαλιού κ.ά.  Έτσι απέκτησε τα διπλώματα Β΄ και Α΄ αξιωματικού Ασυρμάτου.

Μεγέθυνση από πάσπορτ - άδεια αποβίβασης σε ξένη χώρα, γύρω στα 28 του, η μία σφραγίδα αναφέρει το πλοίο ΠΑΤΡΙΣ του Χανδρή (R.H.M.S. PATRIS) το οποίο μετέφερε τους μετανάστες στην Αυστραλία (παρθενικό ταξίδι από Πειραιά 14.12.1959, έφτασε στην Μελβούρνη στις 7.1.1960).

Cast otter. Έκανε την διαδρομή Πειραιάς - Κύπρος -Αυστραλία. Στην καμπίνα του ασυρμάτου με δύο ακόμα ναυτικούς.

Στις 22/7/1972 νυμφεύτηκε την Ελένη Τσάμη και έκαναν δύο παιδιά, την Ευφροσύνη (Έφη) και τον Γιώργο. Στα 1975 εργάστηκε για λίγο ως επιστάτης στη ΛΑΡΚΟ του Μποδοσάκη στην Λάριμνα.
Μαθητής, στα 13-14 χρόνια του εργάστηκε στο τυπογραφείο του Αδαμάντιου Ψυλλίδη, οδός Κολοκοτρώνη 57 και λίγο αργότερα στο «Εργοστάσιο γραφικών τεχνών ΠΕΛΑΡΓΟΣ», πλατεία Ελευθερίας 15 (Κουμουνδούρου), Αθήνα.                                                                     
Μετά ο Γιάννης Κουβαράκης που είχε βιβλιοπωλείο στην Αγίου Κωνσταντίνου 3, άνοιξε τυπογραφείο, πρώτα στην Στοά Γιαννακοπούλου, Τσαμαδού 46, ύστερα στα υπόγεια γραφεία του ίδιου μεγάρου της Αγίου Κωνσταντίνου. Τον κάλεσε επειδή γνώριζε τον Ψυλλίδη και του έδωσε καλές συστάσεις. Εργάστηκε ως μάστορας.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, γνωστός από τα βιβλία του, (στην συλλογή μου έχω τρεις τίτλους, ΤΟ ΠΑΡΤΥ (ΠΑΥΣΙΛΥΠΟΝ), ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ ΓΝΩΜΙΚΩΝ, ΠΑΡΟΙΜΙΑΣΤΗΡΙΟ), είχε εδώ το κατάστημα με τις γραφομηχανές και τις γραμματείς που δακτυλογραφούσαν τα κείμενα που ήθελε ο κόσμος να βγουν σε αντίγραφα. Τα φέιγ βολάν ως μέσον διαφήμισης έπρεπε να έχουν τέλεια εμφάνιση, ώστε να μπαίνει στον κόπο να σκύψει να τα σηκώσει ο ενδιαφερόμενος. Έκανε καλή δουλειά που αναγνωρίστηκε από τα αφεντικά του.
Στρατιώτης υπηρέτησε ως γραφέας στα 1962-1964 επί 18 + 6 μήνες υποχρεωτικής άδειας στην 111 Πτέρυγα Μάχης (Νέα Αγχίαλο Βόλου). Εκπαιδεύτηκε στον Άραξο. Από το 1964 ξεκίνησε τα ταξίδια του έως την συνταξιοδότησή του το 1992, όμως συνέχισε έως το 2001. «Μα το μυαλό μου δεν έπαψε να σκέπτεται τη θάλασσα και να γυρίζει στα λιμάνια της νιότης. Η ομορφιά της ζωής δεν είναι μόνο εδώ, είναι παντού. 
Ο Θεός δεν αδίκησε ούτε τους τόπους ούτε τους χώρους».
Γύρω στα 1970 άνοιξε τυπογραφείο με την συμμετοχή του αδελφού του στην οδό Φρεαττύδος 4. Μετά αγόρασε το ισόγειο διαμέρισμα της Κανάρη 74 και μετέφερε το μαγαζί του, μόνος του πλέον. Κράτησε την όλη επιχείρηση για κάποια χρόνια στην δεκαετία του ’80 και σταμάτησε επειδή τον τράβηξε το κυρίως επάγγελμά του, στα πλοία δηλαδή όπως μου είπε «..τα παράτησα. Διότι το αλάτι της θάλασσας δεν με άφησε·». Ο αδελφός του Λευτέρης (υπήρξε και αθλητής δρομέας του Πειραϊκού Συνδέσμου) άνοιξε δικό του τυπογραφείο, στην οδό Αλκιβιάδου 239-241. Αργότερα το ανέλαβε ο γιος του Γιώργος.
Απέναντι από το «εργαστήριό» του υπήρχε η πίσω μεριά του κινηματογράφου ΑΒΑ ενώ στην γωνία, Σπύρου Λάμπρου, Ιάσωνος και Κανάρη βρίσκεται το Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΠΡΑΞΙΣ & ΠΡΑΞΕΙΣ. Ξεκίνησε από τον Βασίλη Αντωνιάδη ως φροντιστήριο στην Κουντουριώτου στα 1995 κι εξελίχθηκε σε δυνατά εκπαιδευτήρια, κεντρική διοίκηση στην Κουντουριώτου 146-148, Κέντρο Προσχολικής Αγωγής στην Άρεως 30, Παλαιό Φάληρο. Στην θέση του ήταν ο κινηματογράφος ΑΥΡΑ. Αντικριστά στην Κανάρη σύμφωνα με δικές μου πληροφορίες γνωρίζω ότι στεγάζονταν ανεπίσημοι οίκοι ανοχής, χωρίς φώτα, με τις κρυφές, αδηλωτες κοπέλες να γνέφουν τους άντρες διακριτικά. Οι πελάτες που πήγαιναν σε αυτούς αν τους έβλεπε κάποιο γνωστό μάτι χώνονταν στο σινεμά για κάλυψη ή διασκέδαση. Σκηνικό που συνέβαινε και σε γύρω παραλιακές περιοχές, αλλά και σε όλες τις πόλεις - λιμάνια του κόσμου..
Η μικροναυπηγική ήταν το πρώτο καλλιτεχνικό του μέλημα. Συνεχίζει να κόβει λεπτά ξύλα, να βρίσκει εξαρτήματα και να κατασκευάζει μινιατούρες καραβιών.
Ακολουθεί η ζωγραφική με θεματογραφία κάθε λογής, νεκρή φύση, πρόσωπα, τοπία, ζώα. Πολλά κάδρα βρίσκονται κρεμασμένα στο σπίτι του, άλλα είναι σκόρπια εδώ κι εκεί. Φτιάχνει επίσης καλούπια, όπου με ειδικές ουσίες χυτεύει σταυρούς, σχέδια, αντικείμενα. «Σε τίποτα δεν έγινα επαγγελματίας, ασχολήθηκα με πάρα πολλά», είπε.

Με την «Μούσα» του, την αγαπημένη σύζυγό του Ελένη στο σαλόνι τους. Ο πίνακας πίσω είναι έργο του Γιάννη Λυμπέρη.
 
Ο Γιάννης Λυμπέρης έχει το χάρισμα να πλάθει στίχους για κάθε περίπτωση, να τους θυμάται  και να τους απαγγέλλει. Όταν τον ρώτησα για το πότε γεννήθηκε μου είπε ότι η μητέρα του είχε άσχημο τοκετό και ότι η μαμή τον έβγαλε «με τις κουτάλες». Πάνω της είχαν ακουμπίσει για προστασία κάποια αγιασμένα οστά:

Γεννήθηκα στον Πειραιά
Μάη ’41
τότε η Μοίρα έγραψε
για μένα τα γραμμένα.
Σ’ ένα σπιτάκι φτωχικό
με μία μάμω για γιατρό
που εμάχετο για να με ξεγεννήσει
και με Αγίου τα οστά
μιας θρήσκας απ’ τη γειτονία
που στην κοιλιά της μάνας μου
μ’ ευλάβεια είχε αφήσει.
Ο πάππους μου ο Στεφανής
που έκλαιγε όσο κανείς
τάματα είχε καμωμένα
κι έδωσε η Παναγιά  
στη μάνα μου ελευθεριά
κι εμένα.
Με όλα εκείνα τα ναυτικά βιώματα, ποίηματά του που διάβαζε σε φίλους, εκείνοι τα αναγνώριζαν σαν να ήταν γραμμένα από τον Καββαδία. Τα έσκιζε και έτσι αρκετά απ’ αυτά χάθηκαν. Έμεινε μόνο Η ΒΑΛΙΤΣΑ που δημοσίευσε στην σελ. 12 της πρώτης ποιητικής συλλογής του: στα 2013 κυκλοφόρησε με δική του φροντίδα σε ελάχιστα αντίτυπα, καμιά εξηνταριά, την ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΥΡΑ, 166 σελίδες, όπου συγκέντρωσε αρκετά κομμάτια χωρισμένα ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε κατηγορίες.

Η ΒΑΛΙΤΣΑ (σελ.12)
Πάντα με την βαλίτσα στα μουράγια
Αχώριστοι κι οι δυο σφιχτοπιασμένοι
Προσμέναμε τα πλοία σαν ναυάγια
Που την ζωή τους έχουνε δοσμένη.

Θεριώναμε μέχρι να ρθεί ο χρόνος
Το δέρμα μας το έσκαβε τ’ αλάτι
Στην θάλασσα δεν είσαι ποτέ μόνος
Δεν είσαι αυτό που λένε. Είσαι κάτι.

Προσφέραμε στ’ απανεμιάς λιμάνι
Τον έρωτα εγώ κι αυτή πραμάτεια
Σαν κάπνιζε την σκόνη στο ντιβάνι
Γυαλίζανε της Τάκας τα δυο μάτια.

Σταμάταγε ο νους μας για πιο πέρα
Στα καταγώγια χάνεται η μάχη
Σαν έφερε η πούλια την ημέρα
Άδειοι κι οι δυο βρισκόμαστε μονάχοι.

Βίρα τον γκάϊ φέρμα αμερικάνα
Σπάτσαρε και αυτό το σπατσαμέντο
Καπνίζει η μηχανή σαν την μπουργάνα
Ασφάλισαν το ρήγμα με τσιμέντο.

Με αισθήματα εγώ κι αυτή πραμάτεια
Στου λιμανιού αχλή κι οι δυο περνάμε
Κλεισμένα έχουμε κι οι δυο τα μυστικά μας
Μες στο παζάρι της ζωής όπου γυρνάμε. 
  
Ο ναυτικός λείπει χρόνια από το σπίτι του. Με το πιο αγαπημένο πρόσωπο, την γυναίκα του, μεγαλώνει χώρια. Δεν βλέπει ο ένας ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά του άλλου, να γεμίζουν τα μάγουλά τους μέρα με την μέρα ρυτίδες. Εκείνη φροντίζει καρτερικά τα παιδιά τους δίχως την παρουσία του.
     
Η ΣΤΟΡΓΗ (σελ. 30)
Το πλήρωμα ήρθε. Και τώρα να!
Είμαι κοντά σου, όπως ξανά.

Σαν το καράβι, ήρθα και πάλι
ξάνεμο ν’ άβρω στου σπιτιού μας λιμάνι.

Άσπρα εγίνανε τα μαύρα μαλλιά μας
και μία πίκρα μες την καρδιά μας.

Δειλά κοιτάμε τον καθρέφτη
εδώ κι εκεί μια ρυτίδα πέφτει.

Θλίψη κυλά στα δυό σου μάτια
έρημα νιάτα είστε φευγάτα.

Έλα αγάπη μου δεν είμαστε ξένοι.
Είμαστε οι δυο στην ζωή μας δομένοι.

Και στην καρδιά μας ψυχή και σώμα
έχει απομείνει στοργή, συμπόνια.

Το περιεχόμενο ενός ποιήματος έχει διαφορετική ερμηνεία στην ψυχοσύνθεση του καθένα. Η υπομονή έχει τα όρια της.. έχει γίνει εκκλησία.. έχει γίνει στόχος.. και ανάλογα με τις συνθήκες περικλείει πολλές έννοιες.. από την απλή καθημερινότητα έως τις πολιτικές προεκτάσεις..

ΥΠΟΜΟΝΗ (σελ. 43)
Υπομονή στα λούλουδα βγαλμένη
Μπουσούλισμα σαν μύρο που σκορπάς
Από την Γη στον Ήλιο ζεσταμένη
Τρέχεις σαν το νερό σε σύννεφο να πας.

Είσαι αλήθεια στην ζωή μας ακουσμένη
Σαν όραμα σε τοίχο σκοτεινό
Που μέσα εκεί τίποτα δεν μπαίνει
Μόνο το άδηλο και το απατηλό.

Αράχνες μακροπόδαρες σαν φύλλα
Τετράδιο που χέρια σκοτεινιάς
Φυλλομετρήσανε την κάθε σου σελίδα
Σε όνειρο νυχτιάς και φωτεινιάς

Μιλήσαν και σου είπαν μια αλήθεια
Και φύτρωσαν μεσ’ την δική σου γη
Που είν’ καρδιά και νου στα παραμύθια
Και κάνουνε τον ήλιο να φανεί!

Πού οδηγήθηκες μ’ εκείνο το βιβλίο;
Πού σε οδήγησαν τα λόγια της γιαγιάς;
Για υπομονή μιλούσαν και τα δύο
Μέχρι στο νότο να έρθει ο βοριάς!

Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι ένα απροσωπο νεκρό σώμα που πολέμησε κάπου αλλά το παιδί του κάθ’ ένα μας.

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (σελ. 47)
Τα μάτια σου έδωσαν άνοιξη μόνη
Η μοίρα ελπίδα ζυγά σαν τιμόνι.
Μες τα βαθιά σε πάει ρυάκια
Βουνά αγκαλιασμένα με μονοπάτια.

Δένδρα πλατιά σαν μπερδεμένα
Είσαι κι εσύ ακόμα ένα.
Σαν εκκλησία σήμαντρο λατρεμένο
Ήρθε ένα βόλι για σε φερμένο.

Με μια θολή ματιά δακρυσμένη
Τρέχεις εκεί που η καλή σου προσμένει
Σαν πεταλούδα πετά τρεμοπαίζει
Μέσα στα μάτια σου η μορφή της παίζει.

Μέλισσα μάνα αναριχτά και σφυράει
Κάποιο πουλί σαν πατέρας κοιτάει.
Είναι ψυχές χυμένες στην πλάση
Κάποιο νεράκι τρέχει με βιάση.

Μέσα στα μάτια σου τα πικραμένα
Όλα αυτά από σε είν’ αφημένα.
Μα πώς γιατί απ’ τα μυρωμένα,
Το βόλι απ’ τ’ άνθη βρήκε εσένα;

Η Σιγαλία τα φτερά σου δωρίζει
Κι η ψυχή σου πετά φτερουγίζει.
.......................................................

Ήρωα Κράζουν!..
Και σε φωνάζουν για την πατρίδα.

Εγώ παιδί μου σε λέω!
Κι ας μη σε ξέρω! Κι ας μη σε είδα!

Για τον καταπιεσμένο άνθρωπο, που αποζητά την ανεξαρτησία, την ελευθερία, ένα ποίημα σε ανομοιοκατάληκτο στίχο.

ΣΑΝ ΔΕΜΕΝΟ ΑΤΙ (σελ. 91)  
Κάτι Ατίθασο
Χλιμιντρίζει μες το είναι μου
Σαν δεμένο Άτι!

Στριφογυρίζει ακατάπαυστα
αχαλίνωτα.

Ζητά και κοιτά
εκεί που κάθε τι ελεύθερο ξεψυχά.

Θέλει να ακολουθήσει
την πορεία του ήλιου. Την χαραυγή.

Ζητά να φτάσει
στους ανθοζύμωτους κάμπους.

Να πιεί νερό και να βοσκήσει
στις πλαγιοϊσκιωσές.

Ζητά να κορφολογήσει
την δροσοσταλιά του λουλουδιού.

Αναπνέοντας χιλιομύρωτο άρωμα
να χαρεί την λάμψη της φύσης.


Εικόνες από το εργαστήρι του Γιάννη Λυμπέρη. Δεν περιμένουμε να δούμε αριστουργήματα τέχνης. Απολαμβάνουμε την προσπάθεια, την αγνή προσφορά στην λαϊκή παραδοσιακή μικροκατασκευή και ζωγραφική, την ηρεμία και τον στοχαστικό λόγο του δημιουργού τους.

       
Με τον Γιάννη Λυμπέρη θα μπορούσε κάποιος που εκτιμά τις προφορικές μαρτυρίες κι αρέσκεται στην παλιά αστική λαογραφία να μιλάει με τις ώρες. Πρόσωπα και καταστάσεις μπλέκονται σε ένα γοητευτικό γαϊτανάκι περιγραφών, που το ξεμπλέκεις μόνο αν είσαι γνώστης της εποχής, αν έχεις υπομονή και ενδιαφέρεσαι για την καταγραφή τους. Άλλωστε έχει εκείνο το σπάνιο χάρισμα, την προθυμία να μεταδίδει τις εμπειρίες της ζωής του χωρίς πιέσεις και επίμονες κρούσεις. Αν τα ανακατέβει λιγάκι, είναι φυσικό, ο χρόνος μέσα μας είναι ένα δαιμόνιο που ευχαριστιέται να βάζει τρικλοποδίες στις αναμνήσεις μας. Θυμάται τους πόλεμους - και μην ξεχνάμε ότι ήταν τα χρόνια του εμφυλίου - μεταξύ των παιδικών ομάδων στις γειτονιές: οι Πηγαδιώτες (από την Πηγάδα), οι Κρεββατιώτες (από την οδό Κρεββατά) , οι Σαντορινιοί πιο πάνω προς την Σαλαμινομάχων έριχναν πέτρες και ξύλινα βέλη με αιχμές από πρόκες, σημάδευαν γάτες, έπαιζαν, κρυβόντουσαν και ουρούσαν στα χαλάσματα που άφησε η κατοχή.. μέσα τους είχαν φυτρώσει αγρόχορτα, τσουκνίδες αλλά και ντοματιές, αγγουριές των οποίων «καθάριζαν» τους καρπούς με τα ίδια τα ρούχα που φόραγαν και τους έτρωγαν, όχι τόσο από πείνα αλλά από παιδική .. Στις μάχες «σε σάπιζαν στο ξύλο, ερχόντουσαν κι άλλοι για βοήθεια και γινόταν χαμός..». Πήγαιναν - όπως και οι μικροί άλλων συνοικιών - σε δρόμους που πέρναγε το τραμ 17 και 21, έβαζαν πρόκες στις ράγες και όταν κυλούσε πάνω τους το βαρύ όχημα τις μετέτρεπαν σε κοπίδια και σκάλιζαν καραγκιόζηδες που έπαιζαν στα χαλάσματα. 
Οι πιο άτακτοι, έσπαγαν λάμπες φωτισμού κι όταν έβγαιναν μεθυσμένοι από την ταβέρνα-μπακάλικο του Κόσκου, Φλέσσα και Γεωργίου Θεοτόκη, τους έριχναν κάτω με σπάγκους που είχαν τεντώσει στο δρόμο και που τράβαγαν στα γρήγορα τρέχοντας χωρίς να μπορεί τους πιάσει κανείς..