Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Ο Πειραιάς μέσα από το ημερολόγιο του Στεφάνου Κουμανούδη.


                                                                               Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε συντάξει κάποια στιγμή στην ζωή μας ένα είδος  ημερολόγιου - κατάλογου των δραστηριοτήτων μας: κρατήσαμε σημειώσεις από τις επαγγελματικές ή πνευματικές ασχολίες, τις επαφές μας με τον γύρω κόσμο, τις εκδρομές μας, περιγράψαμε καταστάσεις και κριτικάραμε πράξεις, περάσαμε στα γραπτά μας σκέψεις και συναισθήματα, κάναμε απολογισμούς και διαφοροποιήσεις.
Ας εξετάσουμε ένα από αυτά τα παλιά κατάστιχα μέσα από μια πιο πειραιώτικη ματιά.

Ο Στέφανος Αθανασίου Κουμανούδης, 1818 - 1899.

Ο Στέφανος Κουμανούδης «υπήρξε επιγραφικός, κλασικός φιλόλογος, ποιητής, λεξικογράφος, κριτικός της νεοελληνικής φιλολογίας, βιβλιογράφος· ήταν από τις εξέχουσες πνευματικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα. Η ελληνομάθεια και η λατινομάθειά του υπήρξαν εκπληκτικές». Ως αρχαιολόγος επέβλεψε αρκετές ανασκαφές στην περιοχή της Αθήνας και συνέταξε τις λογοδοσίες και τους καταλόγους (μόνος έως το 1877 και μετά με τον γιο του Αθανάσιο) των αρχαίων της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών την οποία υπηρέτησε ως γενικός γραμματέας από το 1859 έως το 1894.
Γεννήθηκε στην Ανδριανούπολη στις 22 ή 23 Δεκεμβρίου 1818 και πέθανε στις 20 Μαΐου 1899.
Από το μέρος του ευρισκόμενου, προσβάσιμου ημερολογίου του που δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ στα 1990 με τίτλο «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ/ 1845 - 1867/ ΣΤΕΦΑΝΟΥ Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ/ Μεταγραφή ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ν.ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ», Επιμέλεια - Επιλεγόμενα ΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΜΑΤΘΑΙΟΥ, απομονώνω και παρουσιάζω ό,τι δήποτε αναφέρεται στον Πειραιά. Φυσικά ως κάτοικος Αθηνών και στο πλαίσιο των βιαστικών σημειώσεών του είναι πολύ λίγες οι παραπομπές για την πόλη μας, περισσότερα για τον Πειραιά βρήκα κατά καιρούς στις σελίδες που έγραψε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα και σε περιοδικά - εφημερίδες της εποχής του. Μην ξεχνάμε ότι από 1861 έως 1862 συνεξέδωσε το «Φιλίστωρ» και από 1872 έως 1881 το «Αθήναιον». Συνεργάστηκε επίσης με τον δικό μας Ιάκωβο Δραγάτση.

Αύγουστος 1845. Ερχόμενος στην Ελλάδα, την Κυριακή είχε συντραπεζίτη τον Ιωάννη Θεοχάρη. «Προς το παρόν είναι υπάλληλος της ατμοπλοϊκής εταιρείας του Δουνάβεως αναγκαζόμενος, ως φαίνεται». Μεταξύ των άλλων, του είπε ότι αγαπά την ζωγραφική και ρώτησε τον Κουμανίδη αν την εξασκεί. «Όχι, είπα». 
Ο Θεοχάρης συνέστησε «Να ιδώ του Ανέστη εν Πειραιεί την εκκλησίαν». Οι εικόνες της είναι καλλίτερες από την μεγάλη εκκλησία της πόλης που βρίσκονταν. Εννοεί ίσως τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, θεμέλιος λίθος στις 17.1.1836, που μπροστά του είχε κτίσει στα 1835 το σπίτι του ο Ανδρέας Μιαούλης; Ο ναός της Αγίας Τριάδος είχε κι αυτός ανεγερθεί (θ.λ. 18.5.1840) καθώς και ο Άγιος Νικόλαος (θ. λ. 22.7.1844). [Οι ναοί στην αρχική μορφή τους, οι χρονολογίες ελεγκτέες]
Σεπτέμβριος 1845. Στις 3 Σεπτεμβρίου ήλθε στον Πειραιά. Στις 13 ενοικίασε δωμάτιο στην Νεάπολη Αθηνών. Δέκα μέρες στην Αθήνα κι ακόμα δεν είχε δεί κανένα μνημείο. «Αν επισπευσθή η αναχώρησίς μου, πότε θα ίδω την Ακρόπολιν, τον Πειραιά με τα μνημεία του Θεμιστοκλέους και Μιαούλη,...».
26 Νοεμβρίου 1845. «Προχθές το Σάββατον εξετέλεσα την πρόθεσίν μου του ιδείν την Πνύκα. Την είδα και επήγα έπειτα καταβάς τον λόφον κα έως σχεδόν πλησίον του Πειραιώς και έπειτα δια της μεγάλης οδού επέστρεψα. Εντύπωσιν μ’ έκαμεν η κατασκευασθείσα οδός δια τοίχου εκατέρωθεν εις το χαμηλόν εκείνο μέρος. Τοιούτον τι εις την Σερβίαν δεν υπάρχει». Μεγάλη οδό εννοεί την οδό Πειραιώς.
13 Μαρτίου 1846. Ο Κουμανίδης επισκέφτηκε το μνημείο του Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο. Εκεί σε υψώματα της Καστέλλας που σχημάτιζαν κοίλωμα τοποθετείται ένα αρχαίο ιπποδρόμιο. Το μνημείο ήταν στημένο σε ερημικό μονοπάτι από την οδό Πειραιώς προς την θάλασσα, για να το δει έπρεπε να πλησιάσει κανείς ειδικά για αυτόν τον σκοπό.

21 Απριλίου 1999. Το μνημείο Καραϊσκάκη, εδώ στην νέα του θέση, αποτελεί το παλαιότερο κτίσμα που στήθηκε για τέτοιο σκοπό στον πειραϊκό χώρο την σύγχρονη εποχή. 

Χτίστηκε - όπως έγραψα στο κείμενό μου «Το "μνήμα Γάλλου" στον Πειραιά» - από τους Γερμανούς στην περίοδο της αντιβασιλείας, ειδικά από τον αρχιτέκτονα Gustav Adolph Lüders, για αυτό λέει ότι είναι «γενεάς ξένης γόνος».
Θα διάβασε και την επιγραφή που είχα δει πολλέ φορές στο παρελθόν αλλά αντέγραψα κι εγώ στις 11.1.2015:
«ΕΠΙ ΟΘΩΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ/
ΕΠΙ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓΟΥ/
ΚΟΒΕΛΛΟΥ ΚΑΙ ΕΪΔΕΚΚΟΥ/
ΤΟΔΕ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΑΝΗΓΕΡΘΗ/
ΓΕΩΡΓΙΩ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ/
ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΓΕΝΝΑΙΟΙΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑΙΣ ΤΟΥ/
ΠΕΣΟΥΣΙΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ/
ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ/
ΤΗΣ ΑΝΕΓΕΡΣΕΩΣ ΕΠΕΜΕΛΗΘΗΣΑΝ/
ΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ/
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ ΚΑΙ ΒΙΛΕΛΜΟΣ ΛΕΣΟΥΙΡΟΣ».
Μιά δεύτερη προσδιορίζει:
«ΕΝΘΑΠΑΝΕΛΛΗΝΩΝΚΡΑΤΕΡΟΣΠΡΟΜΑΧΟΣ/
ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ/
ΚΕΙΤΑΙΥΠΕΡΠΑΤΡΑΣΕΥΝΟΜΙΑΣΤΕΘΑΝΩΝ/
ΤΗΔΕΥΤΕΡΑΜΕΤΕΙΚΑΛΑΣΑΠΡΙΛΙΟΥ/
1827» [Ο αριθμός γραμμένος στα αρχαία ελληνικά]

Όπως μαθαίνουμε ο Κουμανούδης εξεπλάγη καθώς απλοί νέοι άνθρωποι «της εργατικής τάξεως» που συνάντησε τυχαία μιλούσαν για ιστορικά θέματα σε αντίθεση ίσως με πολλούς Γερμανούς οι οποίοι θα αρκούνταν να λένε για την πολλή δουλειά, την μπίρα ή για γυναίκες. Έτσι του ήλθε η έμπνευση να φτιάξει στίχους..
«Χθες υπήγα εις το ιπποδρόμιον το παρά τω μνημείω του Καραϊσκάκη λεγόμενον καταχρηστικώς, διότι ούτε παρά τω μνήματί τι γίνεται και ουδέ μνεία αυτού γίνεται ως εάν εγίνετο τάχα εις δόξαν αυτού. ΄Οχι! Κανείς εκτός εμού δεν απεπλανήθη εις εκείνο το μέρος, δια να ιδή και να προσκυνήση τον τάφον του μεγάλου ανδρός· αλλ’ όλοι μεν τον βλέπουν μακρόθεν, δια δε τον ολίγον κόπον της προσπελάσεώς του όλοι και τον παρέρχονται ως τον Σαμαρείτην. Είναι δε και πως Σαμαρείτης το δυστυχές τούτο μνημείον· πρώτον διότι ως ο Σαμαρείτης είναι γενεάς ξένης γόνος· δηλ. επί αντιβασιλείας Αρμανσπέργου, Κοβέλλου, Εϊδέκου εκτίσθη και φέρει την επιγραφήν ταύτην και δια τούτο ίσως μισείται· δεύτερον είναι και ασθενής ως ο Σαμαρείτης· διότι αφήρεσαν ικανάς των πλακών του δια να κάμουν εις το περικυκλούν αυτό χανδάκιον πέραμα, γέφυραν.
                

                                                    

                                                  

                               Ούτω πως  





Το σκαρίφημα της κάτοψης του μνημείου του Καραϊσκάκη στην παλιά του θέση στο Νέο Φάληρο όπως το απέδωσε ο Κουμανούδης στα 1846. Βλέπουμε ότι αποκολλήθηκαν πλάκες για να γεφυρώσουν το κενό σε τμήμα του χαντακιού που το περικύκλωνε. 

Οι πεπαιδευμένοι των του έθνους ημών κακώς ποιούσι δίδοντες εις τους πολλούς το παράδειγμα της περί τα καλά αφροντισίας. Είμαι βέβαιος ότι εις την Γερμανίαν ήθελαν πολλοί αποπλανηθή, μαθηταί μάλιστα, εις εκείνο το μνημείον, αφ’ ου εξήλθαν τόσοι εις το Ιπποδρόμιον· αλλ’ επαρατήρησα άλλο τι, το οποίον εκεί εις την Γερμανίαν δεν είναι εύκολον να παρατηρήσης. Καθ’ οδόν δηλ. ήκουσα κατόπιν μου ομιλούντας νέους της εργατικής τάξεως περί των μακρών τειχών, περί της πανουργίας του Θεμιστοκλέους εις την κτίσιν αυτών, περί του πολυταλάντου εν Αθήναις συμμαχικού ταμείου, περί της του Φιλίππου απεχθείας προς τον Δημοσθένην και ότι το τάλαντον και αι δραχμαί αι τότε δεν είχαν την σημερινήν αξίαν. Εγώ διϊσχυρίζομαι ότι κουρείς και ψωμάδες και βαφείς εις την Γερμανίαν δεν ομιλούν περί Barbarossa ή κανενός τοιούτου εις τον δρόμον αλλ’ ή περί πολλής εργασίας ή περί ζύθου και του μόνου θησαυρού της ζωής των, καμμιάς Ιοσεφήνας δηλ. ή Τερέζας. Το άκουσμα τούτο το ιστορικόν με διέθεσε καλώς και εψιθύρισα ρυθμικάς τινας εκφράσεις·  αλλ’ ως είχον δυσκολίαν περί την στιχουργίαν έφθασα εις μόνα τα ακόλουθα
Κουρεύς, βαφεύς, ψωμάς και παντοπώλης
Προς το μνημείον του Καραϊσκάκη
Διεύθυναν τα βήματά των....
...................
Το έθνος μου να ζη κι’ εγώ μαζή του!».
27 Μαρτίου 1846. Στις 25 Μαρτίου είχαμε τιμές και τις απαραίτητες ομιλίες μπροστά στο μνημείο: 
Ο Κουμανούδης κριτικάρει τους ομιλητές και παρατηρεί ότι οι βασιλείς ήταν βαριεστημένοι, αφού κάτι τέτοιο δεν τους ενδιέφερε, αν και συμπεριφέρονταν φιλικά και απλά: «Προχθές εορτή παρά τω μνημείω του Καραϊσκάκη εθνική. Ωμίλησαν ο Παλαμίδης και ο Παναγιώτης Σούτσος, όχι άριστα, αλλά υποφερτά. Απλούστερα μεν ο Παλαμίδης αλλ’ ίσως καιριώτερα. Η βασίλισσα άχαρις το είδος· ο βασιλεύς ουχ ήττον. Αλλά και ο μεν και η δε καταδεκτικοί φαίνονται και δημοτικοί».
10 Ιουλίου 1846. Στις 9 Ιουλίου ο Κουμανούδης κατέβηκε στον Πειραιά με τον φίλο του και συγκάτοικο Δημήτριο Χαραμή. Ευχαριστήθηκε που είδε έστω και τυχαία για πρώτη φορά από κοντά τον λιμένα της Μουνυχίας (δηλαδή την Ζέα, το Πασαλιμάνι), όπου υπήρχαν δημοτικά μπάνια. «Χθες υπήγα εις τον Πειραιά με τον Χαραμήν δια να εξαποστείλω τάχα τον Μητσόπουλον το εσπέρας δια Πάτρας, αλλά δεν εφάνη, έπειτα δε το εσπέρας ιδών αυτόν εις την πόλιν δεν τον αντεχαιρέτησα διότι μ’ επόνει ο πους. Είδα τον προς τα δεξιά ελαιώνα ότι ην φυτευμένος κατά σειράν και εξέφρασα την παρατήρησίν μου. Αποκριθείς δε ο παρακαθήμενος Νικολαΐδης είπε ναι, en quinconce [ναι, κλιμακωτά, χιαστί]. Αλλά δεν ήτον in quincuncem ως ειξεύρω εγώ. Εσιώπησα όμως. Δια τι; -Είδα πρώτην φοράν της Μουνυχίας τον λιμενίσκον· λοιπόν μετά 10 μήνας της εδώ διατριβής μου και τούτο κατά περίστασιν, διότι ήθελε να κολυμβήση εκεί ο Χαραμής».

1837. Απόσπασμα από τον χάρτη του Ferdinand Aldenhoven, τοπογράφου μηχανικού και αξιωματικού του πεζικού, σε χάραξη του A. Forster. Athènes? Lithographie Royale. Plan topographique d'Athènes et de ses environs dressé au 20,000ieme. Διακρίνεται ο τότε λεγόμενος «ΛΙΜΗΝ ΜΟΥΝΥΧΙΑΣ», τώρα Πασαλιμάνι. Εκεί ήθελε να κάνει το μπάνιο του ο Χαραμής..

18 Ιουλίου 1846. Ο Κουμανούδης πήγε στο πρακτορείο εισιτηρίων των πλοίων για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη όπου ήξερε ότι βρισκόταν ο ξάδελφός του. Τα ναύλα για την Β΄ θέση έκαναν 80 δραχμές και 30 λεπτά. Εκείνος όμως κρατούσε μόνο τις 78 δραχμές, οπότε άφησε το διαβατήριό του και θα ξαναπερνούσε την επόμενη. Κάποιος όμως τον πληροφόρησε ότι ο ξάδελφος είναι ήδη στον Πειραιά, για λίγες μέρες στο λοιμακαθαρτήριο, όπως συνηθιζόταν σε κάθε επόσκεψη πλοίου στο λιμάνι. «Το παραξενώτατον ίσως των μέχρι τούδε συμβάντων μοι έγινεν απόψες. Τραπεζούντιός τις μ’ εμήνυσε το εσπέρας, ότι ήλθεν κάτω εις τον Πειραιά ο εξάδελφός μου Δημητράκης, ενώ εγώ αύριον έμελλα να κινήσω δια Κωνσταντινούπολιν προς υπάντησίν του. Πώς δε δεν είναι παράξενον, ενώ επήγα σήμερον εις το γραφείον των ατμοκινήτων και εσημειώθην εις την βαν θέσιν, αλλά δια το μη έχειν με σωστάς 80 και 30 λ. δραχμάς αλλά μόνον 78 δεν κατέβαλον το κέρμα, και άφησα μάλιστα εκεί το διαβατήρίόν μου δια να υπάγω αύριον. Ώ, Ώ! Τι να είπω; Είπ’ Οβρός να καββαλικέψη κ’ έτυχε σάββατο; Ή Κάθε εμπόδιο δια καλόν; Να τον πάρω και να επιστρέψω εις Κωνσταντινούπολιν προς καιρόν, ή να τον πάρω και να υπάγω μετά την κάθαρσίν του εις Πάτρας;.. ».
4 Δεκεμβρίου 1846. Σημείωση γραμμένη στα λατινικά. Ο Κουμανούδης κατέβηκε με τα πόδια στον Πειραιά και επέστρεψε με τον ίδιο τρόπο: «Descendi novissima Dominica in Piraeum et quidem pedibus apostolorumhabeo hanc locutionem a Joanne Venthylout dicunt, legi aliquot ephemeridas et rursus in urbem reversus sum itinere peracto una hora et viginti minutis». Δηλαδή «Κατέβηκα την περασμένη Κυριακή στον Πειραιά και μάλιστα ποσίν αποστολικοίς – έχω λάβει αυτήν την φραση από τον Ιωάννη Βενθύλο – όπως λένε, διάβασα μερικές εφημερίδες και οπίσω στην πόλη επιστρέφων καθ’ οδόν διέτρεξα μία ώρα και είκοσι λεπτά». Ιωάννης Βενθύλος, καθηγητής ελληνικής φιλολογίας, 1804 - 1854.
4 Ιανουαρίου 1847. Στα 1847 η ακτογραμμή διατηρούσε ακόμα το φυσικό σχήμα της. Τα αρχαία λιμενικά έργα αν και η στάθμη του νερού είχε ανεβεί, φαίνονταν καθαρά. Σε πολλά σημεία οι βράχοι ήταν για διάφορους λόγους σκαλισμένοι ή κομμένοι: «Το Σάββατον υπήγα εις τον Πειραιά πεζός και είδα και τους παρά τοις λιμέσι σκαλισμένους και κομμένους βράχους». Τέτοια σημάδια φαίνονται στην Πειραϊκή προς Σχ. Ναυτικών Δοκίμων.
8 Φεβρουαρίου 1847. Τα πλοία, εκτός από επιβάτες, έφερναν στο λιμάνι τις ειδήσεις από το εξωτερικό μέσω των εφημερίδων της κάθε χώρας. Πολλοί ξένοι και ξενομαθείς Αθηναίοι κατέβαιναν στα καφενεία να πιούν τον καφέ και να διαβάσουν τα νέα. Εδώ αναφέρεται το πειραιώτικο καφενείο με την ονομασία "του Απόλλωνος", που «κακώς» έκλεισε στις αρχές του 1847! Ευχάριστο όμως γεγονός ήταν η δενδροφύτευση στον δρόμο..  «Υπήγα πεζός εις Πειραιά και επέστρεψα. Το Καφενείον του Απόλλωνος με τας Γαλλικάς εφημερίδας έκλεισε. Κακόν. Αλλά δένδρα φυτεύουν επί της οδού. Τούτο καλόν. –». Δήμαρχος ήταν ο Υδραίος Αντώνιος Θεοχάρης.
30 Μαΐου 1847. Επιστρέφοντας από τον Πειραιά ο Κουμανούδης άρχισε να μετράει τα φυτεμένα δένδρα σε σημείο της διαδρομής για να δει αν αργότερα καταστραφούν ή ξεριζωθούν. Ευτυχώς παρά τις επιφυλάξεις του τον Αύγουστο μέτρησε πιο πολλά. Μας αναφέρει ότι οι Υδραίοι για να προλάβουν τις καταληκτικές ημερομηνίες έκτιζαν τα σπίτια τους ακόμα και μικρά σε διαστάσεις. Όμως δεν έφτιαχναν οικοδομές μόνο οι Υδραίοι αλλά και κάποιοι που δεν δικαιούνταν, μας δίνει ένα τέτοιο παράδειγμα. Σε θέση του λιμένα που χρησιμοποιόταν ως ναυπηγείο, είδε να κατασκευάζονται τέσσερα γολετόμπρικα καθώς και κάποια μισοτελειωμένα να είναι κιόλας ριγμένα στο νερό. «Εμέτρησα σήμερον επιστρέφων εκ Πειραιώς 120 δένδρα μικρά και μεγάλα ή και μόνον πρασινίσαντα ολίγον από του τέλους του ελαιώνος εκ δεξιών έως της μακράς γεφύρας· τούτο δε δια να ίδω μετά την εκ των νήσων επιστροφήν μου, αν τα δένδρα αυτά θα ολιγοστεύσουν και πόσον, καθώς τα ήδη φυτευμένα δηλ. και βλαβέντα;  – Τα εμέτρησα και εύρον περισσότερα τον Αύγουστον. – [Προσθήκη του Κουμανούδη μετά από περίπου τρεις μήνες]. Εν Πειραιεί κτίζουν προς το παρόν πολλοί Υδραίοι ει και μικράς οικίας, διότι λήγει η προθεσμία της παραχωρουμένης αυτοίς επί καλή συμφωνία γης. Αλλά και ο γραμματεύς της επιτροπής Σπύρος, δικηγόρος, κτίζει κι εκείνος και τοι μη Υδραίος. 
4 γολετόβρικα είδα κτιζόμενα εις το ναυπηγείον και έν - δύω ήδη εις την θάλασσαν ερριμένα ατελή».
9 Ιουνίου 1847. Ο Κουμανούδης περίμενε την άφιξη της μητέρας του οπότε κατέβηκε στον Πειραιά να δει αν ήλθε με το πλοίο. Εκεί συνάντησε τον ποιητή Αλέξανδρο Σούτσο (1803 - 1863), αδελφό του Παναγιώτη Σούτσου, ο οποίος βλέποντάς τον να ενδιαφέρεται, του υποσχέθηκε να του στείλει βιβλία του. «Χθες καταβάς δευτέραν φοράν εις τον Πειραιά εις αντίκρυσίν της επί ματαίω, επροσωμίλησα τον Αλ. Σούτσον, όστις πάλιν δεν με ενθυμείτο. Έστω! Με είπε πολλά και περί ποιήσεώς του και ειδών με, λέγει, περίεργον θέλει να με στείλη εξ Ευρώπης έν αντίτυπον των τυπωθησομένων 3ών ασμάτων του έπους του δώρον· και του εσημείωσα επί τούτω το όνομά μου...».
1 Δεκεμβρίου 1848. «Υπήγα εις Πειραιά και επεσκέφθην τον Οριγόνην· η γυνή του δεν εβγήκεν». Δεν γράφει ποιόν Οριγώνη είδε. Στον 19ο αιώνα γνωρίζω από ονόματα τον Παύλο, τον Πέτρο, τον Ευγένιο, τον Βασίλειο, τον Βίκτωρα.. Μάλλον αναφέρεται στον Παύλο, επίατρο που πέθανε στα 1876, και στην γυναίκα του Βαρβάρα. Σε δικά του οικόπεδα καθώς και του Ν. Μανθόπουλου χτίστηκε το Τζάνειο Νοσοκομείο.  
Ιούλιος 1850. «Τη 27 Ιουλίου επεχείρησα μικρόν ταξίδι εις Ύδραν δια να ίδω αν αληθώς είναι κατερημωμένη ή τουλάχιστον πολύ ξεπεσμένη, ως συνήθως την κλαίουν»...
Έξοδα τη 27
Ναύλος ατμοκινήτου 6.10.
Κατάβασις εις Πειραιά. Άμαξα.   2.25
1 λουκούμι εις τον δρόμον   -10 [εννοεί λεπτά]
Εκεί με εκέρασεν ο Αριστόβουλος και ο Αργυριάδης –
Το πρωί της 28 επλήρωσα δια την ύπνωσιν   2.00
Έπια καφέν, κουλούρι, ήγόρασα και 6 τζιγάρα   -45
Εις την λέμβον   -35
Εις την λέμβον εν Ύδρα   -40
Έν ρακί εις το ατμοκίνητον   -10
Εν Ύδρα έν ρακί   -05
Φαγί 2 πινάκια όχι καλοβρασμένα και ψωμί   -30
Κρασί δυωνών και εμού και καφές   -25
[Σύνολο] 12.25
Της νυκτός επίβασις και δώρον λιμενοφύλακος   -40
Ναύλος επιστροφής, αποβίβασις και άμαξα   9.50
[Σύνολο] 22.15
Ήκουσα καταβαίνων εις Πειραιά φράσιν υπό τινος Πελοποννησίου μην εστρογγυλοκάθησες! Ως το εμόν εκείνο μη εμούχλιασες! Οι Υδραίοι δυσανασχετούσαν κι έλεγαν πως έδωσαν τα πάντα για την επανάσταση: «Εχαθήκαμεν οι Υδραίοι· οι Μωραΐται εκέρδησαν χωράφια κτλ. Ημείς ήμεθα τότε ελεύθεροι· τι κόπον είχομεν; Τούτο μόνον αληθές. Αλλ’ η απαιδευσία δεν τους αφίνει να εννοήσουν έθνους ύπαρξιν·... Φαίνεται δε λησμονούντες οι Υδραίοι, ότι πολλοί εξ αυτών ευημερούσι τα νυν εν Σύρα, Πειραιεί και Αθήναις...».
17 Αυγούστου 1850. «Τη 17η Αυγούστου 1850 ήλθεν ο Μιχαήλ Νικολάου Μιχαήλ, Σερραίος, γαμβρός εξ ανεψιάς της πενθεράς του αδελφού μου Ιωάννου και έφερε και τον εξάδελφόν του Νικόλαον, δια να τον βάλη εις το Εκπαιδευτήριον. Μ’ έφερε και γραφήν εκ Βιέννης παρά του αδελφού, την αυτήν ημέραν, ότε καταβάς εις Πειραιά παρέλαβα τα υπό του Σαλβάγου πεμφέντα 260 Βαυαρικά τάληρα, σταλέντα μοι δήθεν δάνεια παρά του αδελφού μου Ιωάννου».
Σεπτέμβριος 1850. Επισκέφτηκε την Ζάκυνθο όπου και έκανε τον γάμο του με την Αικατερίνη Πέτρου Νικολοπούλου στις 1 Οκτωβρίου. Με την ευκαιρία έκανε σύγκριση της παραλίας της πόλης με τον Πειραιά: «Παρόχθια όχι καλά και ατελή πολλαχού ουχί ως τα του Πειραιώς λαμπρά».
14 Οκτωβρίου 1852. «Τη αυτή ημέρα το εσπέρας λαίλαψ δεινή εν Αθήναις ενέσκηψεν, απηλιώτου και Νότου πνεύμα. Τοιαύτην φθοράν εις δένδρα ποτέ άλλοτε δεν είδα, ως την υστεραίαν έπεσεν είς των κιόνων του Ολυμπίου Διός και τρεις εκ των ανορθωθέντων ημικιόνων του Ερεχθείου και πλοία εναυάγησαν εν Πειραιεί κτλ.κτλ.»  
27 Σεπτεμβρίου 1867. «Τη 27 Σεπτεμβρίου αναχωρούσαν την θείαν μου Αικατερίνην εις Ανδριανούπολιν εξεπροβώδησα εις Πειραιά, ανήλθον δε εις την πόλιν μετά του υιού μου Πέτρου πεζός εις 1 ½ ώραν, από της 6 ½ περίπου μέχρι 8ης μετά μεσημβρίαν. Ύστερον περί την 9ην ώραν και εξής έγιναν τα πρωτοβρόχια δι’ όλης της νυκτός. Την οδόν την εκ Πειραιώς ανήλθον εν συντροφία μέ τινα Οδυσσέα Δημητράκον Κωνσταντινοπολίτην, ως έλεγε,... Ην δε φίλος του Πανδούρη, Γυμνασιάρχου Πειραιώς». Ο Ιωάννης Παντούρης καταγράφεται ως Γυμνασιάρχης από 31.8.1865 έως 4.9.1869. 

Γράφτηκε στην Αθήνα, στην οδό Πελλήνης 1 και Πατησίων, το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας 21-23 Φεβρουαρίου 2015.
Αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ, τεύχος 50 Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2015, σελ. 20-22.


 


Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Η ζωή και οι αναμνήσεις ενός Πειραιώτη.

(Σταμάτης Ελευσινιώτης)                                                        


                                                                                  Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

Οι παλιοί Πειραιώτες, οι από χρόνια κάτοικοι αυτής της πόλης στο κέντρο, στις συνοικίες και στις γειτονιές κρατάνε στην μνήμη τους ανυπολόγιστους θησαυρούς γνώσεων και πληροφοριών, φτιαγμένους από τα προσωπικά τους βιώματα στις σχέσεις τους με την οικογένεια, τους συγγενείς, τους γνωστούς και τους συντοπίτες τους.
Ανώνυμοι μέσα στο πλήθος, κινούνται σαν ένα ζωντανό κύτταρο στην αφάνεια, ζουν κι εργάζονται ενταγμένοι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με το να είναι μεμονωμένοι αλλά αναπόσπαστα απαραίτητοι στον κοινωνικό ιστό.
Οι διηγήσεις τους όμως αυτές, οι σκουριασμένες αναμνήσεις, αντλημένες από τα κατάβαθα του μυαλού τους, είναι πολύτιμες πηγές της τοπικής ιστορίας, προβάλλουν μαρτυρίες για πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα δευτερεύουσας σημασίας, ειδήσεις χαμηλού ύφους αλλά τόσο σημαντικές για την έρευνα.
Σκόπιμο είναι να καταγράφονται τέτοιες περιγραφές, να σώζονται από την λήθη, να μην παραβλέπονται. Απόδειξη στα παραπάνω ήταν η αφήγηση ενός - 71χρονου τότε στα 1997 που του πήρα συνέντευξη - εμπόρου που ζει στην συνοικία του Αγίου Δημητρίου στα Ταμπούρια.

12 Ιουνίου 1994. Οδός Αγχιάλου 228Α κοντά στην Σπάρτης. Έχουμε μάθει να ασχολούμαστε με τις ωραίες οικοδομές του κέντρου της πόλης ενώ παραβλέπουμε ότι και στις συνοικίες υπάρχουν ακόμα κάποια διατηρητέα κτίσματα με καλαίσθητη - ή όχι συνηθισμένη - εμφάνιση. Εδώ ο επάνω όροφος. Σήμερα φυσικά τον βλέπουμε βαμμένο με άλλο χρώμα. Το σπίτι στον αριθμό 230 που διακρίνεται δεν υπάρχει πια.   
 
Ο Σταμάτης Ελευσινιώτης γεννήθηκε στις 8.11.1926 στην Σαλαμίνα.
Πατέρας του ήταν ο Παναγιώτης Ελευσινιώτης και μητέρα του η Ελευθερία Φαρμακόρη. Εκεί έβγαλε την πρώτη Δημοτικού, στα λεγόμενα «καινούργια».
Την επόμενη χρονιά, το 1934, ο πατέρας του έπιασε δουλειά στα Λιπάσματα κι ενοικίασαν σπίτι στην Ραιδεστού και Ψαρών μέχρι το 1940 που μετακόμισαν στο σπίτι της γιαγιάς του στην Καλλέργη. Οι δρόμοι έχουν αλλάξει αρίθμηση έως και τρεις φορές λόγω της διαρκούς προέκτασής τους.
Συνέχισε και τελείωσε το Δημοτικό στου Κουρετζή (Δογάνη και Έβρου) το 1939.
Ως μαθητής της πέμπτης και έκτης τάξης ήταν σκαπανέας με την χαρακτηριστική ποδιά της νεολαίας Μεταξά. Έτσι ήταν παρών και στα εγκαίνια της πλατείας που στήθηκε η προτομή του Θεμιστοκλή στα 1938 επί δημαρχίας Μιχαήλ Μανούσκου, στο περιβολάκι μεταξύ των οδών Δημητρακοπούλου - Δογάνη - Μαυρομιχάλη και Σπάρτης, πρώτα τοποθετημένη στην παλιά ομώνυμη πλατεία Θεμιστοκλέους που σήμερα βρίσκεται χτισμένο το ΝΑΤ στο λιμάνι.

1997. Η προτομή του Θεμιστοκλή στην κορυφή της μαρμάρινης κολόνας. Η πλατεία ανακαινίστηκε πρόσφατα και εγκαινιάστηκε την Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015. Για λεπτομέρειες, στο άρθρο μου       «Η περιπέτεια της ξεχασμένης προτομής του Θεμιστοκλή», ανάρτηση στο blog, Σάββατο 11.5.2013.
 
Ο χώρος διαμορφώθηκε από αλάνα (την έλεγαν Τιτάν) όπου έπαιζαν μπάλα τα παιδιά κι έκαναν ποδήλατο που ενοικίαζαν από τα ποδηλατάδικα των αδελφών Νίκου και Σπύρου Μυτιληναίου και του Λαγωνίκα. 
Οι οικοδομές τριγύρω ήταν αραιές, όλο οικόπεδα και χωράφια. Οι δρόμοι χωμάτινοι, με σκόνες που έδιωχναν οι καταβρεχτήρες και ήταν γεμάτοι λάσπες μέχρι τα πρώτα χρόνια της επταετίας.
Ένα βαθύ ρέμα διέσχιζε την οδό Δογάνη με λίγα περάσματα στην καμπύλη κοίτη του για τα κάρα των μανάβηδων που έπαιρναν φόρα για να το διαβούν κι έστριβε με φυσική ροή στην Καλλέργη. Γι’ αυτό πολλές κατοικίες είναι υψωμένες κι ανεβαίνεις στην εξώπορτα με σκαλιά, αφού το νερό ξεπέρναγε στην δυνατή βροχή το μισό μέτρο! Στις τρύπες των χωματένιων σωρών έπιαναν τα παιδιά σπουργίτια που κούρνιαζαν παγωμένα. Νερά «κατέβαζε» και η οδός Σπάρτης.
Προπολεμικά μόνο ένα τμήμα της Αγίου Δημητρίου ήταν ασφαλτοστρωμένο καθώς και η Αγχιάλου, δρόμος διπλής κυκλοφορίας που «όλη η Κούλουρη από ’κει πέρναγε», αφού αυτή ένωνε οδικώς την Σαλαμίνα με τον Πειραιά.
Ο παππούς του Σταμάτη, περιβολάρης καθώς ήταν, έφερνε κι εκείνος τις πραμάτειες του στην Λαχαναγορά και στα Λεμονάδικα.
Τα σπίτια λοιπόν τότε έφταναν μέχρι το «σκαγιάδικο», Γυθείου - Ψαρών και Κουμουνδούρου, όπου έφτιαχναν σκάγια για κυνηγετικά όπλα. Από την κορυφή ενός ψηλού κτίσματος σαν μιναρέ που ανέβαιναν με κυκλικές σκάλες ρίχνανε το λιωμένο σίδερο και με το ρίξιμο στρογγύλευε και έπεφτε στον πάτο πάνω σε άμμο, την κοσκίνιζαν και την χώριζαν από τα σκάγια, που έβγαιναν σε πολλά μεγέθη - νούμερα. Ύστερα τα έβαζαν σε βαριά κουτιά και τα διέθεταν στην αγορά. Χρόνια μετά, στο οικόπεδο που υπήρχε το εργοστάσιο, τα παιδιά πήδαγαν την μάντρα κι έτρωγαν καρπούζια που ήταν φυτεμένα…
Παραπέρα από την Ψαρών ανοίγονταν οι εκτάσεις που ανήκαν στους Μπουταίους (ο γερο-Μπούτος ήταν φουστανελάς) που τις καλλιεργούσαν σπέρνοντας σιτηρά. Κυνηγούσαν όσους άλλους έκοβαν τα στάχυα τους.
Στην Ραιδεστού και Ψαρών ήταν η μάντρα του Ποταμιάνου, τσέλιγκα με πρόβατα. Είχε και πηγάδι. 
Η μάντρα του έφτανε μέχρι του Γκούφα που πούλαγε κάρβουνα - ξύλα - κρασιά, κοντά στο αργότερα μπακάλικο του Παπαγεωργίου. Ο σκύλος του έδιωχνε τον κόσμο…
Σταθμοί με γούρνες για πότισμα για τα άλογα και τα γαϊδούρια υπήρχαν στην Υπαπαντή, στον Άγιο Διονύσιο, ένα σανοπωλείο στην Αιτωλικού και Αγχιάλου κι ένα πεταλωτήριο στην Θερμοπυλών και Αγχιάλου.

«Η οδός Αγίου Δημητρίου προ και μετά την κατασκευήν». Από την σελίδα         - 6 - του βιβλίου «Ο Πειραιεύς μετά την 4ην Αυγούστου. Υπό Αγγέλου Παπαναστασίου. Σεπτέμβριος 1936 / Ιούλιος 1938». Βλέπουμε την προπολεμική όψη τμήματος της οδού, πριν και μετά τα έργα της εποχής Ιωάννου Μεταξά.

 Οι σχολικές εκδρομές ήταν δύο διαδρομών, η πρώτη «στο βουναλάκι», απομεινάρι τμήματος των λόφων με την κοινή ονομασία Καραβάς στο τέρμα της Αγίου Δημητρίου προς την Πέτρου Ράλλη, περιφραγμένο άλσος σήμερα που τότε φύτρωναν αγριολούλουδα και θυμάρια. Υπήρχε ένα βαθούλωμα - γκρεμός εκεί που σκεπάστηκε πριν φυτευτεί. [Πήγαινα κι εγώ συχνά με το σχολείο μου, το ιστορικό 4ο Γυμνάσιο, στην δεκαετία του ’70]. Μετά το 1941-42 άρχισαν κι εδώ οι καταπατήσεις και ξεπετάγονταν παράγκες που γέμισαν το τόπο, από τα Δεκεμβριανά κι ύστερα. Όσοι δεν είχαν άλλο σπίτι πλήρωναν αποζημίωση στο δημόσιο και κατοχύρωναν το οικόπεδο, ειδάλλως το έχαναν.
Πιο κάτω, στην στάση Νερό, ο Μπούτσης αγόρασε στρέμματα κι έκανε χασάπικο και ταβέρνα.
Η δεύτερη διαδρομή, η μεγάλη της χρονιάς, ήταν στον Άη Γιώργη στο Κερατσίνι, τόπος γεμάτος πεύκα. 
Οι δάσκαλοι και οι μεγάλοι, τους απαγόρευαν να κατεβαίνουν στην θάλασσα, εκείνοι όμως έβρισκαν τρόπο να ξεφεύγουν, να μαζεύουν να φάνε από τα βράχια καμιά γαριδίτσα γάμπαρη, αφού πρώτα της έκοβα το κεφάλι, λεπτή με γλυκό κρέας. Στην παραλία έπλεναν τα χοντρά ρούχα οι νοικοκυρές με τον κόπανο.
Ο Άη Δημήτρης λένε ήταν παλιά κι αυτός ένας ναός ξύλινος. Μετά χτίστηκε η μικρή πέτρινη εκκλησία και λειτούργησε μέχρι το γκρέμισμά της όταν τέλος σηκώθηκε το’47-’48 γύρω της η σημερινή οικοδομή. Εισφορές για την ανέγερσή του δίνονταν από τα μαγαζιά της περιοχής μέσω Ερανικής Επιτροπής.

Ο Άγιος Δημήτριος «Ξυλοκερατέας» στα πρώτα χρόνια που χτιζόταν. Στον τρούλο του εργάτες καρφώνουν τα καλούπια. Η επιγραφή επιβεβαιώνει ότι αρχιτέκτονας ναοδόμος υπήρξε ο Γεώργιος Στεφάνου Νομικός (1905 - 2000) που σχεδίασε κι άλλους ναούς στον Πειραιά. Ταλαιπωρημένο αντίτυπο φωτογραφίας (επειδή βγήκε από ένα παλιό κάδρο με σπασμένο τζάμι), από εκείνες που τραβήχτηκαν την περίοδο που η ερανική επιτροπή συγκέντρωνε χρήματα για την αποπεράτωσή του. Η σύγχρονη εκκλησία θεμελειώθηκε στις 26 Ιουνίου 1949. Εγκαινιάστηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1962 αλλά την θυμάμαι να ολοκληρώνεται πολλά χρόνια αργότερα. Έχω παρακολουθήσει αμέτρητες λειτουργίες κι αργότερα στο προαύλιό του εόρτασα αρκετές βραδιές Ανάστασης. Εδώ έγιναν βαπτίσεις, γάμοι και κηδείες πολλών προσφιλών μου προσώπων. [Βλέπε και άρθρο μου «Στις εξοχές των Ταμπουρίων», στην εφημερίδα ΤΟ ΗΡΩΪΚΟ ΠΕΜΠΤΟ, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2000, Β΄ περίοδος, Αριθμός Φύλλου 5, σελ. 8, όπου πρώτος αναφέρομαι για το ιστορικό του Ναού. Από την αναδημοσίευση στον ιστότοπο του Συλλόγου των Αποφοίτων του 5ου Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς, το κείμενο αντέγραψε στις 5.6.2010 και ο ιστότοπος του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Πειραιώς]  

Στα πάρτι στα σπίτια ήταν πρόθυμοι να πάνε όλοι οι νέοι. Τότε τα έξοδα έβγαιναν ρεφενέ, ο καθένας έφερνε ψωμί, κρασί, μεζέ. Στην κατοχή έπρεπε να έχουν την άδεια της αστυνομίας. Κάθε νεαρός έφερνε μαζί τις αδελφές και τις εξαδέλφες του.
Ο Σταμάτης «γρατζούναγε» την κιθάρα του και του κλείδωναν την πόρτα να μη φύγει νωρίς, επειδή έπρεπε να είναι πολύ πρωί στον φούρνο που δούλευε.
Στα δε κουρεία είχαν κρεμασμένες κιθάρες, ακορντεόν, μαντολίνα, μπουζούκια κι έπαιζαν τακτικά οι πελάτες που ήξεραν.
Το να είσαι νεαρός και να πηγαίνεις δύο φορές την εβδομάδα -Τετάρτη και Σάββατο - στο κουρείο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για καθάρισμα σβέρκου και ξύρισμα.
Όλα τα κεφάλια γυάλιζαν από την μπριγιαντίνη των μαλλιών.
Το καλοκαίρι του ’39 ο μικρός Σταμάτης έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγαζάκι στην Υπαπαντή που έφτιαχναν παστέλια. Καθάριζε το σουσάμι από τα μαυράδια, αγόραζε το παστέλι προς επτά δεκάρες και το πουλούσε μια δραχμή.
Πανέξυπνος όπως ήταν παρακολουθούσε πως γινόταν με αναλογία δύο οκάδων θρεψίνης και οκτώ οκάδων σουσαμιού. Τον επόμενο κιόλας χρόνο κάνει δική του «επιχείρηση» με παστέλια μεγαλύτερου μεγέθους που πούλαγε στα εργοστάσια και γίνονταν ανάρπαστα.
Τέλη του ’40 έπιασε δουλειά στον φούρνο του Φριλίγγου, Αγίου Δημητρίου 137 και Π. Μαυρομιχάλη. Ζύμωναν με τα χέρια σε μεγάλες σκάφες 170-200 οκάδες στην φουρνιά, περίπου 1.000 οκάδες την μέρα. Αρχικά ήταν βοηθός και μετά έγινε αρτεργάτης, με ωράριο από 3 την νύχτα μέχρι 11 το πρωί. Στις αρχές του ίδιου χρόνου πέθανε η αδελφή του Βασιλική.

Φωτογραφιά γύρω στα 1995. Οδός Κουμουνδούρου 134 και Θερμοπυλών. Στο γωνιακό αυτό κτήριο, απέναντι από τον παλιό φούρνο του Μπιρμπίλη και κοντά στο σπίτι του κυρίου Σταμάτη έμεναν για χρόνια ο παππούς Γεώργιος Αθανασάκης (15.1.1908 - 2.4.1990) και η γιαγιά μου Δέσποινα (15.2.1913 - 8.4.2006). Στις σπάνιες φορές που περνώ από την γειτονιά νομίζω ότι θα ξαναβγεί να με καλωσορίσει, όπως έκανε σε αυτήν την εικόνα. Πόσες οικογενειακές αναμνήσεις...

Κατοχή, πείνα.
Ο Σταμάτης είχε εφοδιαστεί με ταυτότητα για να κυκλοφορεί πριν τις 6. Τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους μα η εργασία στον φούρνο του εξασφάλιζε την τροφή.
Ο κόσμος έπαιρνε το ψωμί με το δελτίο. Στην χειρότερη περίπτωση έφτασε να διανέμονται 30 δράμια μέρα παρά μέρα, αυξήθηκε σταδιακά σε 50, 60, 70 και 100 δράμια το 1945. Για αυτό είχε φροντίσει καλά κι ο Ερυθρός Σταυρός που μοίραζε ξηρούς καρπούς, ρύζι, ζάχαρη κ.ά.
Στον βομβαρδισμό του Πειραιά (11.1.44) έπεσαν οβίδες στην Ανάσταση, στην Καλλέργη μεταξύ Ψαρών κι Αγίου Δημητρίου, στο μπακάλικο του Καζάκου, Δογάνη - Γυθείου και στον Παρθένη που δεν έσκασε αλλά άνοιξε στα δύο.
Τα παιδιά έπαιρναν κομμάτια θειάφι, έβαζαν ελάχιστη ποσότητα στις τρύπες των κλειδιών και τα χτυπούσαν στους τοίχους για να κάνουν κρότο και να βγάλουν λάμψη.

1994. Οδός Δράμας. Όποτε έβλεπα αυτό το σπίτι στεκόμουν και θαύμαζα τις απλές συμμετρικές γραμμές του. Κάποια στιγμή μάλιστα μου δόθηκε η ευκαιρία και είδα το εσωτερικό του και την πίσω αυλή με μια μεγάλη ελιά στο κέντρο της. Κατεδαφίστηκε. Την θέση του και τα γύρω παλιά σπίτια πήραν ψηλές πολυκατοικίες, νομίζω στους αριθμούς 180 - 182 - 184.
 
Μπλόκο της Κοκκινιάς, 17.8.44. Ο 18χρονος Σταμάτης βγήκε από το σπίτι του κι έστριψε στην Αγίου Δημητρίου. Στην γωνιά τον σταμάτησε ένας Γερμανός.
Του δείχνει την ταυτότητα και του λέει «αρμπάϊτ», δηλαδή ότι πήγαινε στο φούρνο να δουλέψει. Ήταν τρεις την νύχτα. Προχωράει στην Δράμας, ένας άλλος Γερμανός τον αφήνει να περάσει. Φτάνει στην Αγχιάλου και συλλαμβάνεται. Η περιοχή είχε μπλοκαριστεί και μάζευαν όσους είχαν βγει από το σπίτι τους.
Σαν ξημέρωσε οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν με τα πόδια στην Οσία Ξένη.
Οι «τσολιάδες» μίλησαν με τα χωνιά να φύγουν οι γυναίκες, οι άνδρες από 60 και πάνω και τα παιδιά από 15 και κάτω. Αφού ξεκαθάρισαν τους χώρισαν κατά επάγγελμα κι έπεσαν οκλαδόν σε σειρές ανά έξι.
 Ένας κουκουλοφόρος με συνοδεία ενός Γερμανού πέρναγε κι έδειχνε με νόημα το υποψήφιο θύμα. Ανά δέκα τους πήγαιναν πίσω στην μάντρα για εκτέλεση. Οι υποφήφιοι για θανάτωση έβαζαν πρώτα στην άκρη τα πτώματα κι ύστερα στέκονταν οι ίδιοι για σκότωμα…
Ο Σταμάτης πήρε την θέση του στην έξοδο, δεύτερος στην σειρά. Ο Γερμανός έπιασε τον διπλανό του! 
Η τρομερή σκηνή εξακολούθησε μέχρι αργά το απόγεμα.
Πέρασε με την ταυτότητα στο χέρι από μια Επιτροπή και τον άφησαν να φύγει.
Τότε «παίρνω ένα δρόμο και τα πόδια μου χτυπάγανε στο εδώ» (έδειξε τον σβέρκο του) κι έφτασε στο σπίτι του όπου οι δικοί του τον υποδέχτηκαν με φιλιά και δάκρυα. Σ’ ένα ακόμη μπλόκο σε σπίτι στον Νέο Κόσμο γλίτωσε πάλι γιατί κρύφτηκε κάτω από ένα κρεβάτι και δεν τον αντιλήφτηκαν στην έρευνα.
Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί έπιασαν σε ενέδρα τον αδελφό του Σπύρο στην οδό Αθηνάς. Πούλαγε ψωμιά που του έδινε ο Σταμάτης από τον φούρνο. Τον έκλεισαν στου Γουδή.
Ο Σπύρος είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ. Τον πρόδωσε ένας γνωστός του που από Εαμίτης έγινε «τσολιάς». 
Σε μάχη στην Καλλιθέα μεταξύ Γερμανών και Εαμιτών τραυματίστηκε ένας Γερμανός και για αντίποινα εκτέλεσαν με κλήρο 23 συνολικά παλικάρια. Το 23ο ήταν ο Σπύρος.
Μετά τον πόλεμο, ο Σταμάτης ασχολήθηκε με το εμπόριο, άνοιξε ψιλικατζίδικο το 1949 στο σπίτι του στην Καλλέργη. Έχοντας πλέον τακτοποιηθεί άφησε το 1953 τον φούρνο και μετέτρεψε το κατάστημά του σε εμπορικό με υφάσματα, είδη προικός, κουβέρτες κ.ά. Λειτούργησε με το παραδοσιακό σύστημα των δόσεων, βοηθούσε έτσι τον κόσμο των συνοικιών να καλύπτει τις ανάγκες του και να εξοφλεί χωρίς πίεση το χρέος του σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Νυμφεύτηκε το 1956 την Βασιλική Μπάνου (γεν. 1932)  από το χωριό Βέλος της Εύβοιας. Σύντομα μετακόμισε σε ιδιόκτητο σπίτι στην οδό Κουμουνδούρου και μετέφερε το εμπορικό του στο ισόγειο. Αργότερα πάνω του ύψωσε και άλλους ορόφους για κατοικία των παιδιών του.
Απέκτησε πέντε παιδιά, δύο κόρες και τρεις γιους. Τον ένα βάφτισε Σπύρο..
Το κατάστημα συνεχίζει με επιτυχία η κόρη του Ελευθερία.

Η ιστορία των ανθρώπων, κομμάτι της ιστορίας της πόλης.
Οι μνήμες μιας ολόκληρης ζωής μπορούν να διατηρηθούν μόνο στα γραπτά κείμενα, αλλιώς είναι καταδικασμένες να χαθούν στην φυσιολογική φθορά και στην λήθη.


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Πέμπτη 20 Μαρτίου 1997, σελ. 18. 
Μεταφορά εδώ με επανέλεγχο, 3 Ιουλίου 2010.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 
Πολλοί από τους δρόμους της περιοχής του Αγίου Δημητρίου πήραν την ονομασία τους στο Δημοτικό Συμβούλιο της 23 Ιουνίου 1937.




                    
Με την ευκαιρία θα αναφερθώ ξανά αλλά αναλυτικώτερα (δες και άρθρο μου στο blog της Κυριακής 21.7.2013 «Υπόμνημα κατοίκων του Χατζυκυριάκειου προς Πειραιώτες βουλευτές»), στο ειδικό βιβλίο που τηρούσαν οι αρτοποιοί στην κατοχή και στα αμέσως επόμενα χρόνια για την καταχώρηση παραγωγής άρτου ώστε να πληρώνονται οι υπάλληλοι. Αντίστοιχο θα υπήρχε και στον φούρνο όπου εργαζόταν και ο Σταμάτης Ελευσινιώτης. Εγώ έχω στην συλλογή μου ένα αντίτυπο του αρτοποιού Σταύρου Λογαρά. Το κατάστημα, πρώην Π. Στεργιοπούλου, βρισκόταν στην οδό Δομοκού 19 στην Παλιά Κοκκινιά. Η περιοχή ανήκε στην δικαιοδοσία του Ε΄Αστυνομικού Τμήματος.  
Το Σωματείο Αρτοποιών Νομού Πειραιώς ιδρύθηκε το έτος 1896, υπό τον τίτλο: ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΑΡΤΟΠΟΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ “Η ΔΗΜΗΤΡΑ”. H έδρα του στον  Πειραιά βρίσκεται σήμερα στην οδό Δ. Γούναρη 21 - 23, 
3ος όροφος.
Με απόφαση της Επιτροπής Διατιμήσεων Αλεύρων και Άρτου (24.12.1941) αυξήθηκε η αμοιβή των αρτεργατών και εργαζομένων στα αρτοποιεία από 1,10 σε 2,18 δραχμές «κατ’ οκάν παραγομένου άρτου» από 31 Ιανουαρίου 1942. Γενικός Επόπτης Αγορανομίας ήταν ο Ν. ΚΙΝΝΑΣ, Αστυνομικός Διευθυντής Α΄. 
Το βιβλίο περιέχει τις καταχωρήσεις των καταβληθέντων εβδομαδιαίων ημερομισθίων τριών υπαλλήλων 
από 5 Αυγούστου 1946 έως 2 Ιουνίου 1947.
Ο Δημήτριος Μπέης, ο Δημήτριος Αντωνίου και ο Ευάγγελος Καράλης λαμβάνοντας τα ημερομίσθιά τους και τις διάφορες άλλες αποδοχές τους δήλωναν ότι «ουδεμίαν απαίτησιν έχομεν εκ του αρτοποιού..». 
Για την παρουσίαση ενδεικτικών σελίδων του ανωτέρω βιβλίου διάλεξα την εβδομάδα 27 Ιανουαρίου - 
2 Φεβρουαρίου 1947 σαν ημερομηνιακά αντίστοιχη με την περίοδο ανάρτησης του κειμένου.

Η Βασιλική, σύζυγος Σταμάτη Ελευσινιώτη, έφυγε από την ζωή την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014. 
Το παρόν αφιερώνεται στην μνήμη της..