Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Μανώλης Δελακοβίας.


Τιμητική αναγραφή ποιημάτων του σε μνημείο στο Πέραμα.


                                                                                         Του Δημήτρη Κρασονικολάκη.


Επάγγελμα ελασματουργός.
Τόπος, η Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος.
Χώρος εργασίας, όλα τα μέρη των προς επισκευή πλοίων, από τη γέφυρα μέχρι τα
διπύθμενα. Στενά περάσματα, σκοτεινές ανήλιες αίθουσες, περιορισμένος εξαερισμός, καπνοί, ακτινοβολίες, υψηλή επικινδυνότητα. Συνθήκες απάνθρωπες αρκετές φορές, που επιδεινώνονται με την αδιαφορία της εργοδοσίας. Αποτέλεσμα, να καταβληθεί το σώμα και να κουραστεί η ψυχή.
Επακόλουθο άλλων παραγόντων, η μακροχρόνια ή περιοδική ανεργία - και πάλι δουλειά και πάλι αναζήτηση.
Τα ατυχήματα, οι τραυματισμοί κι οι απώλειες ζωών καθημερινός εφιάλτης.
Όλα αυτά, ο Μανώλης Δελακοβίας τα έχει νιώσει στο «πετσί» του από το 1987.
Το Φεβρουάριο του 1990 η φωτιά σε τάνκερ [Kriti Sea] άφησε πίσω της δυο νεκρούς και τον ίδιο - μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους του - κτυπημένο με σοβαρά εμφανή εγκαύματα. Η μεταφορά των παραπάνω σε εικόνες ή φράσεις δεν εμπνέουν ρομαντισμό, αντικατοπτρίζουν μια στυγνή όψη της πραγματικότητας.
Όμως, ο ευαίσθητος εσωτερικός του κόσμος βράζει κι αυτός σαν το καυτό ατσάλι, επιδιώκει να εκραγεί και ξεσπά σε «λέξεις καλοβαλμένες στη σειρά» ώστε να δημιουργεί ποιήματα. Ρυθμοί ομοιοκατάληκτοι, θέματα εμπνευσμένα από τη δουλειά, τα προσωπικά βιώματα, το κοντινό περιβάλλον, τη φυσιολατρία, τους γενικούς προβληματισμούς του.
Από το 1996 είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης, που θεωρεί με περηφάνια σα  «δικό του ήρεμο λιμάνι ανάτασης των πνευματικών του ενδιαφερόντων».
Ελάχιστα ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί.
Οι όποιες κριτικές, πάντα ευμενείς..
Ελπίζουμε να έχουμε σύντομα τυπωμένο σε βιβλίο μεγάλο δείγμα από το ποιητικό του έργο.
Το Συνδικάτο Εργατών Μετάλλου έστησε την πρωτομαγιά του 2009 απέναντι από την κεντρική πύλη της 
Ν/Ε Ζώνης ένα μνημείο αφιερωμένο στους νεκρούς εργάτες του. Πάνω σε βάθρο ο ανδριάντας ενός νέου που στο σηκωμένο δεξί του χέρι κρατάει εργαλείο της δουλειάς, ένα γαλλικό κλειδί. Είναι προσφορά ενός πονεμένου πατέρα. «Δωρεά του πατέρα του Βασίλη Ηρακλέους που χάθηκε στις 16 Ιουλίου 2007 στο πρώτο μεροκάματό του και στη μνήμη όσων χάθηκαν άδικα για το μεροκάματο».
Στην τελετή των αποκαλυπτηρίων ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος απήγγειλε δυο ποιήματα του Μανώλη Δελακοβία.
Φέτος, στις 2 Μαΐου 2010 σε μια παρόμοια τελετή, τοποθετήθηκε και αναδείχτηκε δίπλα στο μνημείο μια μεγάλη πλάκα με καταγραμμένα σε ενιαία μορφή τα εν λόγω ποιήματα. Η πρώτη του σκέψη ήταν να γινόταν να μοιραστεί τη χαρά του μαζί μας. 
Εδώ παρουσιάζονται ξεχωριστά με τους ιδιαίτερους τίτλους τους.
 
Πέραμα.
Σκληρή η παλάμη, η ατμόσφαιρα βαριά
λιωμένο σίδερο σφυρί και ματσακόνι
αναλαμπές, σπιθοβολήματα, σκουριά,
άθλιες συνθήκες κι η βιοπάλη μας αγχόνη.
Πέραμα! Ορίζοντας με γκρίζο ουρανό
την ανεργία μας αλύπητα σκεπάζει
στον έρμο μοιάζουμε του ντόκου γερανό
που στέκει ακίνητος στο χρόνο και σκουριάζει.
Μικρή η χαρά μας μιας ημέρας το ψωμί
όταν κερδίζουμε με μόχθο και αγώνα
έρχεται η θλίψη του θανάτου η ωμή
ν’ απλώσει πάλι στις καρδιές μας το χειμώνα.
Άνιση η πάλη, όροι απάνθρωποι, σκληροί
στην αδυσώπητη του κέρδους κληρωτίδα
θ’ αλλάξουν σύντομα με αγώνες οι καιροί
έχουμε σύμμαχο του δίκαιου την ελπίδα.  

Στο βωμό του Περάματος.
Σ’ ένα στίβο που η αύξηση έχει αξία του τζίρου
ο αγώνας διεξάγεται δια πυρός και σιδήρου.
Ροζιασμένη η παλάμη μας και χαλύβδινο βλέμμα
η προσπάθεια ανταμείβεται με ιδρώτα και αίμα. 
Σκορπισμένα ρινίσματα σ’ ένα σύννεφο σκόνης
των νεκρών προσκλητήρια
Νίκος, Γιώργος, Αντώνης…
Οι πεσόντες αβγάτισαν στη μαρμάρινη στήλη
που βημάτισαν με όνειρα και διαβήκαν την πύλη.
Ποιός ακόμα κληρώθηκε τη σκυτάλη να πάρει
στο βωμό του Περάματος ρίχνει ο Χάρος το ζάρι!

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φιλολογική Στέγη, Τεύχος 23. Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2010. Σελ. 25 - 26.    
        

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ.
7 Νοεμβρίου 2013. Συναντήθηκα πάλι με το Μανώλη και τραβήξαμε τη συζήτηση περπατώντας μέχρι την πλατεία Αλεξάνδρας. Απόλαυσα το μεστό, φιλοσοφημένο από τα βιώματα λόγο του και έμαθα κάποιες λεπτομέρειες από τη ζωή του. Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Βοιών Λακωνίας στις 4.5.1963.
Πατέρας του ο Σωτήρης Δελακοβίας με καταγωγή από Κύθηρα και μητέρα η Καλλιόπη Σταθάκη με καταβολές από Κρήτη. Έβγαλε την πρώτη γυμνασίου και σπούδασε δυο χρόνια εδώ στον Πειραιά στις Σχολές Μηχανικών Αυτοκινήτων της Α΄ Δημόσιας Κατωτέρας Τεχνικής Σχολής Πειραιώς (Α΄ ΔΚΤΣΠ) σε χώρο του παλιού Ζαννείου Ορφανοτροφείου επί της Κολοκοτρώνη, που από το 1994 λέγεται Ζάννειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας και Αγωγής.
Την πρώτη χρονιά έμεινε οικότροφος στην «Πειραϊκή Στέγη» της οδού Εθνικής Αντιστάσεως (έχει κλείσει, θυμάται ο πατέρας του πλήρωνε 8.000 δραχμές το μήνα) και τη δεύτερη δωρεάν στο «Κοινωνικό Κέντρο Οικογενείας και Νεότητος» (τα Κέντρα καταργήθηκαν με τις διατάξεις της Κοινής Υπουργικής Απόφασης αριθμ. Γ2β/ 1541/ 20.4.99 και το Φ.Ε.Κ. 980/ 1999 τ. Β') στην Κάστορος και Μαυρομιχάλη. Εργάστηκε έτσι στην Τεχνική Εταιρεία Μελετών Εφαρμογών Εγκαταστάσεων (ΤΕΜΕΑ ΑΒΕΕ) στην οδό Μυκάλης 70. 
Σύντομα έβγαλε ναυτικο φυλλάδιο και «ταξίδεψε σε ωκεανούς και πέλαγα». Στη Ζώνη εργάστηκε από το 1987 έως το 2009. Την ίδια χρονιά του 1987 παντρεύτηκε και απέκτησε δυο παιδιά, το Σωτήρη και την Μαρία. Κατοικεί στην Αμφιάλη. Τώρα ευτυχώς εργάζεται στην Cosco.
Παλιά ήξερα ότι ζωγράφιζε βότσαλα, έμαθα όμως πως κύριο χόμπυ του είναι η κατασκευή χειροποίητων κοσμημάτων από σύρμα - μέταλλο, κάποια απ’ αυτά στολισμένα με ημιπολύτιμους λίθους. Τα εκθέτει 
«σε κενό χρόνο» στο πέταλο του Πασαλιμανιού και στο Θησείο, στην Αποστόλου Παύλου.
Επειδή μ’ αρέσει η ποίησή του, διάλεξα και παραθέτω ακόμα ένα μικρό δείγμα της πνευματικής του ανάτασης.

Απολογισμός.
Λείωνει τ’ ατσάλι, η ατμόσφαιρα βαριά
πυκνός καπνός που την ανάσα μου έχει κόψει
σφυρηλατεί η κάθε μέρα που περνά
στην κουρασμένη μου μορφή μιαν άγρια όψη.

Χώροι απάνθρωποι, ισόβια φυλακή
πελώρια έγιναν τ’ αμπάρια θυμιατήρια
και του θανάτου η σκιά καραδοκεί
στα πληκτικά των ποντοπόρων κολαστήρια.

Ήλιος κρυμμένος, σιδερένιος ουρανός
η λαμαρίνα τ’ όνειρά μου έχει σκεπάσει
πόσα κερδίζω συλλογιέμαι διαρκώς
κι όσο η ζωή μου προχωρεί, πόσα έχω χάσει.

[Δημοσιεύτηκε στο δελτίο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ, τεύχος 20, 2009, σελ. 269] 

Άνεργος στο Πέραμα.
Ακριβό το τίμημα
υψηλό το χρέος
αυταπάτη η σύνταξη
γέρασα από νέος.

Εγκλεισμός, αδιέξοδος,
φως αχνό, σκοτάδι,
για ένα μεροκάματο
βάσανο ως το βράδυ.

Ψίχουλα μετάγγισης 
σ’ οφειλές και δάνεια
χάνω αξιοπρέπεια
και υπερηφάνεια.

Πενιχρή η ζήτηση
η προσφορά μεγάλη
κεκτημένων έκπτωση
στη θυσία σπατάλη.

Πού να βρω τη δύναμη
πού να βρω κουράγιο
άνεργος στο Πέραμα
σ’ αδειανό μουράγιο..

Θα το ’θελα να ’ρχόσουν.
Απόψε που τ’αστέρια μ’ οδηγούν
κι ο φλοίσβος των κυμάτων στ’ ακρογιάλι
θα το ’θελα να ’ρχόσουν σιωπηλά
σαν αύρα δροσερή, σαν μαϊστράλι.

Θα το ’θελα να ’ρχόσουν σιωπηλά
μονάχος να μην είμαι αγαπημένη,
βαρκούλα να με πάρεις στ’ ανοιχτά
τη νύχτα αυτή που μοιάζει μαγεμένη.

Βαρκούλα να με πάρεις στ’ανοιχτά
κι απάνω στα κατάλευκα πανιά σου
αγέρι μυρωμένο σα γιορτή
σε χώρες να μ’ αφήσει της καρδιάς σου.

Δείπνο της καρδιάς.
Έχω μιαν άκακη ταλαίπωρη καρδιά
και πίστεψέ με δεν αντέχει πια τη φρίκη
τα μαραμένα εσύ της δρόσισες κλαδιά
που κατασπάραξαν οι ύαινες κι οι λύκοι.

Για την αγάπη σου ανάβω τα κεριά 
σ’ αυτό το δείπνο της καρδιάς μου που προσμένει
της ερημιάς μου να ξορκίσεις τα θεριά
μονάχα εσύ που σε πιστεύω αγαπημένη.

Ζωή μου απόψε έλα και πάλι να με βρεις
στα όνειρά μου γίνε άγγελος κι αστέρι
δε θα σ’ αφήσω ούτε στιγμή να βαρεθείς
μείνε και δώσ’ μου της καρδούλας σου το χέρι.

Μετανάστης στον Πειραιά.
Κτίρια υψωμένα κρύβουν ήλιο κι ουρανό
έγινε η πόλη των ονείρων μου δυνάστης 
μισή ζωή ταξιδεμένη στο κενό
άγνωστος είμαι στους πολλούς και μετανάστης.

Αιχμαλωσία της ανάγκης, φυλακή
μακριά απ’ τους φίλους, το χωριό και τ’ ακρογιάλια
με την υπόσχεση απ’ τη νιότη δανεική
της πολιτείας να υπομείνω την τανάλια.

Και παραμένω υπνωτισμένος, αδρανής
με τις εικόνες στο μυαλό μου χαραγμένες
δυο γέρους σκέφτομαι και άξιους γονείς
ψυχές περήφανες, αγνές, βασανισμένες.

Και δυο παιδιά που μ’ απορία θα προσπαθούν
να ανακαλύψουν το χωριό μέσ’ απ’ το χάρτη
με περιέργεια για μάθηση να δουν
πόσα χιλιόμετρα απέχει από τη Σπάρτη.

Όνειρο μοιάζει απατηλό η επιστροφή
αλλοιώθηκαν οι παιδικές φαντασιώσεις
ενός τριήμερου απόκτησαν μορφή
και η μιζέρια μου εξορκίζεται με δόσεις.

Οι φίλοι μου.
Κουρασμένη η ζωή και αγέλαστη
μαραμένο τριαντάφυλλο μοιάζει.
Αετός λαβωμένος, ανήμπορος,
σε απόκρημνους βράχους κουρνιάζει!
Τρομαγμένη η καρδιά μανταλώνεται
σε κελί ασκητικό του ερημίτη.
Ηλιαχτίδες οι φίλοι αισιόδοξες
το σπασμένο διαβαίνουν φεγγίτη
και φωτίζονται οι εικόνες της λύτρωσης
στης ψυχής το λιτό εικονοστάσι.
Μυροβόλα σκορπίζουν θυμιάματα
κι η ζωή προσπαθεί να γελάσει.

[(25-6-2010).  Μου το έστειλε σε μήνυμα] 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου