Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Στέλιος Μπινιάρης.


 Ο ποιητής και πεζογράφος. 

                                                                                             Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
 
Οκτώβριος 1936. Φωτογραφία του εικοσάχρονου Στέλιου Μπινιάρη στο Δελτίο Ταυτότητος του Συλλόγου Ιδιωτικών Υπαλλήλων Τραπεζών - Εταιριών κ' Γραφείων Πειραιώς.  
 
Πέρασαν τα χρόνια. Ξαναδιαβάζοντας κείμενά μου, δεν μπορώ να πιστέψω πόσο τυχερός ήμουν που γνώρισα από κοντά και περιέγραψα «διά ζώσης» μερικά σεβαστά ονόματα της πρόσφατης πειραϊκής πνευματικής ζωής. Λυπάμαι μόνο στο γεγονός ότι με την απώλειά τους έχασα την επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, η μεγάλη πόλη μάς απομάκρυνε, οι υποχρεώσεις μου τα κατέταξαν ευγενικά στο περιθώριο και όταν τα σκέφτομαι δε βρίσκω το θάρρος να τρέξω την απόσταση που με χωρίζει από τα σπίτια τους. Το ίδιο συμβαίνει με τη γυναίκα του Στέλιου Μπινιάρη, την Αδαμαντία. Έχω χρόνια να ακούσω νέα της...
Παραθέτω τα δύο κείμενα (γραμμένα πριν και μετά το θάνατό του) όπως τα είχα δημοσιεύσει τότε, «σαν να μην πέρασε μιά μέρα». Έτσι διατηρούνται οι αναμνήσεις, όπως τις κράταγε στα βιβλία του και ο Στέλιος Μπινιάρης.      

Τι χρόνια, Θεέ μου, τι καιροί! Να ’ταν να ξαναγύριζαν έστω για λίγο εκείνα τα «δικά μας» χρόνια τα ξένοιαστα τα ωραία έτσι σαν μια ανάσα για νέο ξεκίνημα και σκοπό… Το αν ήταν καλύτερα τότε ή χειρότερα από το σήμερα, βρες το μόνος σου καλοπροαίρετα, φίλε αναγνώστη.
[Ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, Β΄ έκδοση, 1994, σελ. 20, 28].

Δεν υπακούει το γερασμένο σώμα. Συνωμοτώντας λες η φωνή και τα χέρια αρνούνται πια να εξωτερικεύσουν τον ψυχικό του κόσμο, να εκφράσουν τις σκέψεις του σε ποιήματα, διηγήματα, σε πειραϊκές μνήμες. Βαριά καθισμένος στην πολυθρόνα του δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο παρά να αναπολεί.
Ο Στέλιος Μπινιάρης γεννήθηκε στα τέλη του 1916 «σε κάποιο ημιδιώροφο σπίτι στην οδό Κολοκοτρώνη 108, σήμερα δεν είναι ο ίδιος αριθμός». Ο χώρος ανήκει στις κλειστές σχολές Πλάτωνα του Παπαϊωάννου.  Η οικογένεια του προπάππου του Γκίκα Μπινιάρη καταγόταν από το νησί Δοκός της Ύδρας και συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων οικιστών του νεότερου Πειραιά.
Ο πατέρας του Αντώνης ήταν έμπορος κι είχε αποθήκη οπωρικών μαζί με τον Ιωάννη Λυκούρη στην οδό Λεωχάρους 5. Η μητέρα του Άννα Ραδίτσα ήταν κόρη αξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πόρο. Οι γονείς του απέκτησαν οκτώ παιδιά, το Γκίκα (1915-1980, γνωστό ηθοποιό, σύζυγο της Πίτσας Καπιτσινέα), το Στέλιο, την Ασπασία, την Άννα, το Λευτέρη, τη Βασιλική, το Γιώργο και τον Παντελή. Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο (Ιωνίδειο) το 1934 και την Casa dItalia της οδού Πατησίων. Γνωρίζοντας ήδη τα γαλλικά εντάχθηκε στα ελεύθερα τμήματα του Saint Paul της Χαριλάου Τρικούπη.
Το 1937, υπηρέτησε τη θητεία του σα διαχειριστής στο Λιμενικό, απολύθηκε αλλά πολύ σύντομα στρατολογήθηκε πάλι σαν παρατηρητής στη Φολέγανδρο. Από εκεί είδε και ανέφερε την ύπαρξη αγνώστου υποβρύχιου, εκείνου που πιθανότατα λίγες μέρες αργότερα ανατίναξε το ΕΛΛΗ στην Τήνο. Στη διάρκεια της κατοχής έμεναν στην οδό Νεωσοίκων 27 στου Βρυώνη. Εργάστηκε ιδιαίτερος γραμματέας του Δημάρχου Αλέξανδρου Φοίφα (δημαρχιακή περίοδος 21.6.1945 - 12.6.1946).
Από το 1946 προσλήφτηκε στην εταιρεία ελαστικών Michelin (Πατησίων 64), από την οποία συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του επιθεωρητή το 1982 και τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση.

7 Οκτωβρίου 1953. Το προσκλητήριο γάμου του ζεύγους Στέλιου - Αδαμαντίας.

Στα 1953 νυμφεύτηκε την Αδαμαντία Βαρδαμάσκου, δακτυλογράφο του Δήμου Πειραιά από το 1942 μέχρι το 1968. Κατοικούν στην Καστέλλα, στην Καρατζά 30. Τα λογοτεχνικά του σκιρτήματα φανερώνονται από τα μαθητικά του χρόνια.
Στην Δ΄ Γυμνασίου έγραφε στη Μαθητική Σκέψη. Επί Μεταξά εξέδωσε τα Αλκιμικά Νέα (τρία φύλλα). Έγινε μέλος στη Φιλική Εταιρεία Νέων του Γεωργίου Πυρουνάκη (λειτούργησε στα 1932 - 39 και 1941 - 44). Λίγο μετά την ίδρυσή της (1930) γράφτηκε και στη Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, σήμερα με αύξοντα αριθμό μητρώου 8. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου σαν ακροατής. Γνωρίστηκε ακόμα και με τη Νότα Στρατηγοπούλου στο σπίτι της οποίας στο Νέο Φάληρο γίνονταν τακτικές συγκεντρώσεις νέων λογοτεχνών.
Από το 1937 συνεργάστηκε στην εφημερίδα «Ελληνική Ώρα» του Κύπρου Φραγκούλη. Ο Παναγιώτης Τζουνάκος τον μύησε στο ρεπορτάζ κι αρθρογραφούσε στη «Φωνή του Πειραιώς». Κείμενα και ποιήματά του καθώς και κριτικές του έργου του βρίσκονται διάσπαρτά σε πολλά φυσιολατρικά και λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες (Το Περιοδικό μας, Μπουκέτο, Βραδυνή - ποίημα για τη Βέμπο - Ελληνικά Γράμματα, Πειραϊκή Ζωή, Ζήνων, Νέα Υδραϊκή Πνοή κ. ά.).
Μετά τον πόλεμο τον βρίσκω «επί της συντάξεως» του βραχύβιου περιοδικού ΑΛΚΙΜΟΣ. Αναφέρεται στην Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικής Λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση (Τόμος Α΄), στην ανθολογία «Ο Πειραιάς και οι ποιητές του» του Στέλιου Γεράνη και αλλού.

Βιβλία του Στέλιου Μπινιάρη είναι τα εξής:

Ένας άλλος ορίζοντας, ποίηση, έκδοση του Ελληνικού Βιβλίου, 1960,
Πικρές Ώρες, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1977,
Αργά βήματα, διηγήματα, Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1982,
Αναζήτηση, ποίηση, Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1982,
Ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, χρονικό, Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1988, 96 σελ.,        500 αντίτυπα,
Απολογισμός, ποιήματα, Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1992,
Ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, πρόλογος Κώστα Θεοφάνους, Β΄ έκδοση, 1994,             80 σελίδες, 500 αντίτυπα και
Κατερίνα, διηγήματα, Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, 1994.

Από τα διηγήματά του, «ο Μηνάς» και «η Κατερίνα» μεταδόθηκαν από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ και του σταθμό Μεσολογγίου. Αν κι ένας συγγραφέας δύσκολα ξεχωρίζει τα πνευματικά του δημιουργήματα, θεωρεί κι έχει αδυναμία στην ποιητική του συλλογή «Αναζήτηση».
Ο Στέλιος Μπινιάρης είναι επίτιμος αντιπρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά και μέλος στην Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1986. Στα 1992 απόσπασε τον 3ο έπαινο του Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Σαλαμίνος για τη συμμετοχή του στον 1ο πανελλήνιο διαγωνισμό στη μνήμη του Αγγέλου Σικελιανού.
Ο ίδιος όμως υπήρξε αθλητής και φυσιολάτρης. Οι τοίχοι του γραφείου του είναι στολισμένοι με διπλώματα και φωτογραφίες τέτοιων δραστηριοτήτων:
-Ναυτικός Αθλητικός Σύλλογος Πειραιώς. Αγώνες πόλεως Πειραιώς 1948. Ήλθε πρώτος στο αγώνισμα των 2.000 μέτρων των τετρακώπων αρχαρίων.
-Αττικός Εκδρομικός Όμιλος Πειραιώς (1931-1953). Δίπλωμα Τιμής για τη συμμετοχή του στην εορτή των πυρών της 20ης Ιουλίου 1952 και για την ανάβαση προς αφή της πυράς στην κορυφή του βουνού Κανδήλι στις 22.7.1952.
Ο κ. Μπινιάρης χρημάτισε και πρόεδρός του. 
-Στα 1985 ήταν ειδικός γραμματέας του Ομίλου Ερετών και στα 1988 αντιπρόεδρός του, με πρόεδρο τον Γιάννη Παπασπύρου. Έλαβε δίπλωμα και μετάλλιο για την προσφορά του στην αθλητική ιστορία του Ομίλου.
Η Φιλολογική Στέγη Πειραιώς τον τίμησε για τις υπηρεσίες του με ειδικές διακρίσεις το 1980 αλλά και 1984 για το βιβλίο του «Αναζήτηση» ενώ οργάνωσε εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο του στις 14.3.1990, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά.
Τα ποιήματά του είναι ποτισμένα με νοσταλγικά βιώματα για τον Πειραιά, τον αδελφό του Γκίκα, για φίλους που έφυγαν, για πρόσωπα αγαπημένα.
Κυρίαρχο το θρησκευτικό συναίσθημα, τα χρόνια που πέρασαν, ο ρεμβασμός για τη φύση και τη λεπτομέρεια που τον κεντρίζει.

Ξεχασμένος Πειραιάς.
Θυμάμαι χτες που γύριζα
αργά στη Φρεαττύδα
έτσι σαν μέσα σ’ όνειρο
μακρύ λησμονημένο
τον Πειραιά που ζήσαμε
χαρούμεν’ ηλιαχτίδα
που τον εσβήσαν οι καιροί
και δεν θα ξαναρθεί..

Αναπολώ τον Πειραιά.
Αναπολώ ένα Πειραιά
όπως τον ζούσα πρώτα,
λεβέντη μεγαλόψυχο
σκληρό μ’ αγαπημένο
μια πολιτεία όλο δουλειά
όλο καημό και πόθο
κι όχι ως τον φτιάξανε
αγνώριστο, και νόθο.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Πειραϊκή Πολιτεία», Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 1998, σελ. 22.                   Μεταφορά εδώ, Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011. 



Στέλιος Μπινιάρης. (1916-2000). 

Αποχαιρετισμός στο φίλο…

                                                                             Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.


ΑΝΟΙΞΗ. Από το περιοδικό «ΑΤΤΙΚΟΣ» του 1955.
Η απώλεια ενός φίλου από το πλευρό σου, γεμίζει τη θέση του με την αύρα της μοναξιάς που στην αρχή πονάει, αλλά γλυκαίνει σιγά-σιγά ώσπου γίνεται φωτεινός αγωγός αναμνήσεων, ο μόνος που συνδέει τους ζωντανούς με τους πεθαμένους.

Η πρώτη γνωριμία μου με το Στέλιο Μπινιάρη ήταν στις 14.3.1990, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά στην εκδήλωση της Φιλολογικής Στέγης την αφιερωμένη στο έργο του. Νέο μέλος τότε εγώ στη Στέγη, βομβαρδισμένος με δεκάδες καινούργια ονόματα παλιών και σύγχρονων Πειραιωτών, δεν είχα παρά να θαυμάσω το πνευματικό του ύψος κι επεδίωξα μια συνάντηση η οποία πραγματοποιήθηκε χρόνια αργότερα, στις 2.12.1997, ημέρα Τρίτη.
Στο διαμέρισμα της οδού Καρατζά 30, στην Καστέλλα, μαζευτήκαμε γύρω από το τραπέζι ο υποφαινόμενος, ο Κώστας Θεοφάνους, ο Σπύρος Κουσουρής, η οικοδέσποινα κυρία Αδαμαντία Μπινιάρη το γένος Βαρδαμάσκου και ο Στέλιος Μπινιάρης, γόνος της οικογένειας που οι ρίζες της συγκαταλέγονται μεταξύ των πρώτων οικιστών του νεότερου Πειραιά, μαζί με την τότε αλλοδαπή οικιακή βοηθό τους. Το βράδυ εκείνο, το οποίο θα μου μείνει αξέχαστο, στάθηκε η αρχή των επόμενων συχνών - όσο μου επέτρεπαν οι ασχολίες - επισκέψεών μου στους φίλους μου πλέον τους αγαπημένους (κυριολεκτικά, με την προσφώνηση στον ενικό και με τα μικρά τους ονόματα) Στέλιο και Αδαμαντία. Με την εκάστοτε μεταβαλλόμενη συντροφιά του Θεοφάνους, του Κουσουρή ή του Θανάση Ζαφειρόπουλου η επίσκεψη εξελισσόταν σε φιλολογικό, ποιητικό, νοσταλγικό για πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος συμπόσιο.
Στιγμές που έκαναν καλό σε όλους, μας ξεκούραζαν, μας ηρεμούσαν κι όταν συνερχόμασταν η ώρα είχε ήδη περάσει κατά πολύ τα μεσάνυχτα..
  
Πάσχα, 11 Απριλίου 1999. Ο Στέλιος και η Αδαμαντία. Μετά το φαγητό, το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών.     Πάνε τόσα χρόνια από αυτήν την Κυριακή..

Την Κυριακή, 2 Ιανουαρίου [του 2000] ξαναπήγα να τους δω. Ο Στέλιος αν και καταπονημένος, πιο βαρύς, κάθισε κοντά μας, πάντα δίπλα μου κι είπε δυο λόγια ακατανόητα λόγω της πάθησης που τον τυραννούσε. Τα υγρά εκφραστικά μάτια του έλεγαν περισσότερα πράγματα κι έβλεπα τη χαρά και τη θετική σύσπαση των μυών του προσώπου του σαν τον χαιρετούσα φιλώντας τον στα μάγουλα.
Στις 29 του ίδιου μήνα, ήλθε μέχρι έξω από τις «Καμάρες» όπου κόβαμε την πρωτοχρονιάτικη πίτα της Στέγης. Δεν πρόλαβε να μπει. Μεταφέρθηκε στο Τζάνειο κι από κει στο Ασκληπιείο Βούλας όπου έχασε τη ζωή λίγο μετά τις έξι το απόγεμα  της Δευτέρας 31.1.2000. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «γεια σου φίλε» στον Κουσουρή, «γεια σου» στην Άννα τη βοηθό.
 Η κηδεία του έγινε στον Άγιο Κωνσταντίνο στις 2 Φεβρουαρίου, ώρα 15 μ.μ., στην εκκλησία που είχε τελεστεί και ο γάμος του, στις 7.10.1953, ημέρα πάλι Τετάρτη.
Η Αδαμαντία, πιστή του σύντροφος φρόντισε άψογα για το σεμνό και τιμητικό της διαδικασίας του αποχωρισμού. Τον επικήδειο εκφώνησε ο πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά Γιάννης Χατζημανωλάκης. Ο Στέλιος υπήρξε επίτιμος αντιπρόεδρος της Στέγης.
Για τον ποιητή, πεζογράφο αθλητή, φυσιολάτρη Στέλιο Μπινιάρη ο οποίος χρημάτισε μέλος σε πολλά σωματεία κι αρθρογράφος σε περιοδικά κι εφημερίδες έχω γράψει ήδη στις Χρονοδιαδρομές της Πειραϊκής Πολιτείας, φύλλο της Πέμπτης 15.1.98. Φαίνεται όμως ότι είχα θίξει μέρος μόνο των δραστηριοτήτων και του ανθρώπινου χαρακτήρα του αφού γνωρίζοντάς τον καλύτερα είχα την ευκαιρία να ανακαλύψω αστείρευτες πτυχές του ήθους του και ένα σωρό άλλες συμμετοχές στα κοινά.   
Σε κάποιες προγραμματισμένες εκδρομές του ΑΤΤΙΚΟΥ της δεκαετίας του ’50 και του Οδοιπορικού Συλλόγου Πειραιώς  του ’60 που ανακοινώνονταν στα δελτία τους, διαβάζουμε να είναι ο Μπινιάρης υπεύθυνος αρχηγός. Στο έντυπο των 50 χρόνων του ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ, στα 1978, σελ. 26 - 27, διάβασα και το άρθρο του «Γιατί πεθαίνει το ελληνικό ύπαιθρο». 
Ο ουρανός στις μέρες της ταφής του καθάρισε, έδιωξε τα χειμωνιάτικα σύννεφα, ο καιρός έγινε ανοιξιάτικος.
Σαν ευκαιρία για εκδρομή πιο πάνω από τις βουνοπλαγιές που ανέβαινε, ο Στέλιος μας αναχώρησε για τους αιώνιους λειμώνες των Ηλυσίων.

Σαν παραμύθι.
Μες στο δάσος μια πηγή
το νερό της δροσοστάλαχτα
το κυλάει με σιγή.
Παραμύθι απαράλαχτα.
  

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2000, σελ. 17.                   Μεταφορά με διορθώσεις εδώ, 20 Μαρτίου 2011.                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου